Ασθένειες αραβόσιτου

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Τήξεις των νεαρών φυτών

Οι τήξεις των νεαρών φυτών οφείλονται σε προσβολές τόσο του σπόρου πριν ή κατά τη βλάστησή του όσο και σε προσβολές των νεαρών φυτών πριν και μετά την ανάδυσή τους από μύκητες του γένους Pythium και τους Diplodia zeae, Gibberella zeae, G. fujikuroi, Nigrospora oryzeae, Penicillium spp. και Aspergillus spp. Οι μύκητες του γένους Pythium είναι μύκητες εδάφους και προκαλούν έντονες προσβολές σε συνθήκες που δεν ευνοούν το γρήγορο φύτρωμα και την ανάπτυξη των νεαρών φυτών (π.χ. πολύ υγρό έδαφος και θερμοκρασίες κάτω από 10oC). Τα υπόλοιπα είδη των μυκήτων μεταδίδονται με τον σπόρο και επίσης προσβάλλουν το υπέργειο και υπόγειο τμήμα ανεπτυγμένων φυτών. Τα νεαρά φυτά αραβόσιτου που έχουν προσβληθεί παρουσιάζουν κηλίδες ποικίλης έκτασης στις ρίζες, το μεσοκοτύλιο και το κολεόπτιλο.

Η χρήση καλής ποιότητας σπόρου (από υγιή φυτά, ικανοποιητικά ωριμασμένου, μεγάλου μεγέθους, χωρίς ρωγμές στο περικάρπιο) επιταχύνει το φύτρωμα και αυξάνει τον ρυθμό ανάπτυξης των νεαρών φυτών. Έτσι μειώνονται οι πιθανότητες έντονης προσβολής. Είναι επίσης δυνατή η χρησιμοποίηση υβριδίων ανθεκτικών στις προσβολές αυτές. Από χημικής πλευράς συνιστάται η απολύμανση των σπόρων με ειδικά μυκητοκτόνα (Captan, Maneb, Thiram, Mancozeb, Benomyl κ.ά). Η χημική προστασία των σπόρων μπορεί να αυξήσει κατά 5-10% την τελική απόδοση της καλλιέργειας αυξάνοντας την πυκνότητα των υγιών φυτών. Η προστασία είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή όταν χρησιμοποιείται μεγάλο ποσοστό σπόρων με ρωγμές ή όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος ευνοούν την ανάπτύξη των προσβολών. Ειδικά σε εδάφη όπου ενδημούν μύκητες του γένους Pythium, η προστασία του σπόρου δεν εξασφαλίζει και τις ρίζες των νεαρών φυτών από τις προσβολές.





Σηψιρριζίες

Προσβολή από σηψιρριζία

Μύκητες του γένους Pythium προσβάλλουν σχεδόν αποκλειστικά τις ρίζες του αραβοσίτου σε οποιοδήποτε στάδιο ανάπτυξης. Αποτέλεσμα της προσβολής είναι ο νανισμός, η μειωμένη ευρωστία και η τάση των φυτών για πλάγιασμα. Η ασθένεια είναι διαδεδομένη σε ψυχρά κλίματα και υγρά και κακώς στραγγιζόμενα εδάφη. Αντιμετωπίζεται με τη συμμετοχή ψυχανθών στην αμειψισπορά (είναι ανθεκτικά στον μύκητα) και με τη χρήση ανθεκτικών υβριδίων.

Σηψιρριζίες μπορούν επίσης να προκαλέσουν και οι μύκητες Diplodia zeae, Gibberella zeae και G. fujikuroi, που προκαλούν κυρίως σήψεις του στελέχους και άλλων υπέργειων οργάνων, αλλά μπορούν παράλληλα να επεκταθούν και στις ρίζες. Για να αντιμετωπισθούν πρέπει να ληφθούν τα μέτρα τα οποία συνιστώνται για τις σήψεις του στελέχους.





Σήψεις στελέχους και σπαδίκων από τους μύκητες Diplodia zeae και Gibberella zeae

Οι μύκητες αυτοί μπορεί να προσβάλουν τα νεαρά φυτά του αραβόσιτου, τα στελέχη και τους σπάδικες.

Η σήψη του στελέχους από τον μύκητα Diplodia zeae χαρακτηρίζεται από φαιό χρωματισμό στους κατώτερους κόμβους και περισσότερο εύθραυστο στέλεχος. Τα φυτά παρουσιάζουν συμπτώματα μάρανσης και τάση για πλάγιασμα. Χαρακτηριστικό σημείο είναι η εμφάνιση μαύρων στιγμάτων (πυκνίδια) κοντά στους κόμβους. Ο μύκητας εγκαθίσταται στο εσωτερικό του στελέχους και διαλυτοποιεί τα κύτταρα του αποταμιευτικού παρεγχύματος αφήνοντας ανέπαφες μόνο τις ηθμαγγειώδεις δέσμες. Η προσβολή του στελέχους γίνεται από μολύσματα που μεταφέρονται με τον άνεμο και εγκαθίστανται μεταξύ κολεού και στελέχους. Η σήψη του σπάδικα χαρακτηρίζεται εξωτερικα από κιτρίνισμα των βρακτείων και εσωτερικά από λευκό μυκήλλιο στο διάστημα μεταξύ διαδοχικών γραμμών των κόκκων, το οποίο αναπτύσσεται ταυτόχρονα και στο εσωτερικό των βρακτείων. Οι κόκκοι παραμένουν ανανάπτυκτοι. Είναι δυνατό σπάδικες χωρίς εμφανή συμπτώματα κατά τη συγκομιδή να παρουσιάσουν όλα τα συμπτώματα της ασθένειας κατά την αποθήκευση.

Οι μολυσμένοι καρποί δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ως πολλαπλασιαστικό υλικό γιατί τα νεαρά φυτά παρουσιάζουν αυξημένη θνησιμότητα (κυρίως τήξεις). Επίσης, δεν συνιστάται η χορήγηση καρπών από προσβεβλημένους σπάδικες σε μη μυρηκαστικά, γιατί προκαλούνται δηλητηριάσεις. Η μόλυνση των σπαδίκων γίνεται με την είσοδο μολυσμάτων μεταξύ των βρακτείων κυρίως κατά τις πρώτες 3 εβδομάδες μετά το μετάξωμα και ευνοείται από υγρό καιρό. Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης φαίνεται ότι είναι η επιλογή ανθεκτικών υβριδίων, με συμπαγή και επιμήκη βράκτεια, τα οποία εμποδίζουν την είσοδο των μολυσμάτων. Επίσης συνιστάται η απομάκρυνση και καταστροφή των υπολειμμάτων της καλλιέργειας.

Η σήψη του στελέχους από τον μύκητα Gibberella zeae παρουσιάζει συμπτώματα ανάλογα με την προηγούμενη. Μπορεί να διακριθεί από τη ρόδινη-κόκκινη απόχρωση που παίρνει η εντεριώνη των προσβεβλημένων φυτών. Σε υγρό περιβάλλον το στέλεχος μπορεί να καλύπτεται από λευκό μυκήλλιο ενώ παράλληλα, επιφανειακά, εμφανίζονται περιθήκια με μορφή μαύρων στιγμάτων. Η σήψη του σπάδικα χαρακτηρίζεται από ερυθρωπό χρωματισμό των βρακτείων, ο οποίος ξεκινά από την κορυφή και προχωρεί προς τη βάση του σπάδικα. Παράλληλα, τα βράκτεια αλληλοαποχωρίζονται δύσκολα λόγω του μυκηλλίου που έχει αναπτυχθεί μεταξύ τους. Εσωτερικά ο σπάδικας παρουσιάζει ένα λευκο-ρόδινο μυκήλλιο που ξεκινά από την κορυφή. Αραιά και βραχέα βράκτεια ευνοούν την είσοδο των μολυσμάτων, η οποία πραγματοποιείται κατά το μετάξωμα και ευνοείται από ψυχρό και υγρό καιρό. Η ασθένεια γενικά δεν αποτελεί πρόβλημα για τον αραβόσιτο.






Μαύρη σήψη του στελέχους από τον μύκητα Macrop-homina phaseoli

Η προσβολή εμφανίζεται στους κατώτερους κόμβους, οι οποίοι παρουσιάζουν έναν καστανόφαιο ή αχυρόχρωμο χρωματισμό. Εσωτερικά παρατηρείται πλήρης διαλυτοποίηση της εντεριώνης και πληθώρα μικρών μαύρων σκληρωτίων του μύκητα. Αποτέλεσμα της προσβολής είναι η εμφάνιση συμπτωμάτων πρώιμης ωρίμανσης και η τάση των στελεχών να θραύονται στο ύψος του λαιμού. Τα συμπτώματα αυτά εμφανίζονται σε προχωρημένα στάδια ανάπτυξης των φυτών του αραβόσιτου. Λόγω της ικανότητας να σχηματίζει σκληρώτια, ο μύκητας έχει τη δυνατότητα να διατηρείται στο έδαφος και τα φυτικά υπολείμματα επί μακρό χρονικό διάστημα και υπό αντίξοες συνθήκες. Για τον λόγο αυτό δεν υπάρχουν αποτελεσματικά μέτρα καταπολέμησης. Η ασθένεια ευνοείται στην καλλιέργεια σε ξηρά εδάφη και υψηλές θερμοκρασίες.





Βακτηριακή σήψη του στελέχους από το βακτήριο Erwinia dissolvens

Η προσβολή εμφανίζεται σε νεαρά και ανεπτυγμένα φυτά αραβόσιτου με τη μορφή αποχρωματισμένης κηλίδας στον λαιμό του φυτού, η οποία εξελίσσεται σε υγρή σήψη εντοπισμένη στο ίδιο μεσογονάτιο της αρχικής προσβολής. Αποτέλεσμα της προσβολής είναι η αύξηση της τάσης του στελέχους να θραύεται στον λαιμό. Οι προσβολές ευνοούνται σε υγρά εδάφη και υψηλές θερμοκρασίες του αέρα. Τα βακτήρια εισχωρούν στο στέλεχος μέσα από τα στομάτια, φακίδια ή τυχόν πληγές. Εχουν τη δυνατότητα να διατηρούνται σε φυτικά υπολείμματα επί σειρά ετών. Αν και η ασθένεια σπάνια δημιουργεί μεγάλα προβλήματα, ένας τρόπος αντιμετώπισής της είναι η αμειψισπορά με άλλα φυτά, επειδή ο αραβόσιτος είναι ίσως ο μοναδικός ξενιστής του βακτηρίου.





Σήψη των κόκκων από τον μύκητα Gibberella fujikuroi

Η προσβολή εμφανίζεται όχι εντοπισμένη αλλά διάσπαρτη σε διάφορους κόκκους του σπάδικα. Οι κόκκοι που έχουν προσβληθεί λαμβάνουν ένα ανοικτό ρόδινο χρώμα στην κορυφή τους, το οποίο εξελίσσεται σε βαμβακώδες ρόδινο μυκήλλιο. Οι προσβολές εμφανίζονται σε προχωρημένα στάδια ανάπτυξης του αραβόσιτου, συνήθως μετά την εμφάνιση του βαθουλώματος στην κορυφή του οδοντοειδούς αραβοσίτου. Η αρχική μόλυνση πιστεύεται ότι γίνεται από τις οπές που προκαλούν τα διάφορα έντομα που προσβάλλουν τον σπάδικα, αλλά επίσης και μέσω των βρακτείων, όταν αυτά είναι αραιά ή αφήνουν ακάλυπτο ένα τμήμα του σπάδικα. Ξηρός και θερμός καιρός θεωρείται ότι ευνοεί την εξάπλωση της ασθένειας. Μπορεί να αντιμετωπισθεί με τη χρήση ειδικών υβριδίων ανθεκτικών στις προσβολές.





Σήψη του σπάδικα από τον μύκητα Nigrospora oryzae

Ο μύκητας προσβάλλει αρχικά τη ράχη του σπάδικα όπου προκαλεί έναν γκρίζο αποχρωματισμό και διαλυτοποιεί τα κύτταρα της εντεριώνης ενώ αφήνει ανέπαφο μόνο τον αγωγό ιστό. Παράλληλα προσβάλλονται και οι βάσεις των κόκκων όπου εμφανίζονται οι καρποφορίες του μύκητα με τη μορφή μαύρων στιγμάτων. Η ασθένεια γίνεται αντιληπτή συνήθως μετά τη συγκομιδή. Ο μύκητας έχει μειωμένη παθογένεια και πρόσβαλλει μόνο φυτά αραβόσιτου καταπονημένα από παγετό, ξηρασία ή άλλους παράγοντες και συνήθως ανώριμους σπάδικες. Οι προσβολές αυξάνονται όταν μετά την καταπόνηση ακολουθήσει βροχερός καιρός. Το παθογόνο διαδίδεται με τα υπολείμματα της καλλιέργειας του αραβόσιτου και κυρίως με τους δευτερεύοντες σπάδικες που δεν έχουν συλλεγεί.






Κοινός άνθρακας του αραβοσίτου από τον μύκητα Ustilago maydis

Προσβάλλει όλα σχεδόν τα υπέργεια τμήματα του φυτού του αραβόσιτου και προκαλεί όγκους ποικίλου μεγέθους. Οι όγκοι καλύπτονται από μία μεμβράνη λευκού χρώματος η οποία περικλείει τις μάζες των χλαμυδοσπορίων που συσσωρεύονται εσωτερικά. Σε ένα ορισμένο στάδιο θα διαρραγεί η μεμβράνη και θα ελευθερωθούν τα σπόρια του μύκητα. Η έκταση της ζημιάς που προκαλείται εξαρτάται από το μέγεθος και τον αριθμό των όγκων και το τμήμα του φυτού όπου αναπτύσσεται ο όγκος. Μεγάλοι όγκοι στη φόβη ή επάνω από το σπάδικα μειώνουν την απόδοση κατά 30-100% ενώ όγκοι ανάλογου μεγέθους κάτω από τον σπάδικα προκαλούν περίπου τη μισή ζημιά. Όγκοι στο στέλεχος προκαλούν κάμψη του στελέχους. Υπάρχει περίπτωση αντικατάστασης των κόκκων του σπάδικα με όγκους, εάν η μόλυνση έχει γίνει μέσω των στύλων.

Τα χλαμυδοσπόρια διασκορπίζονται από τους όγκους στο έδαφος και τα φυτικά υπολείμματα και διαχειμάζουν. Την άνοιξη βλαστάνουν και παράγουν δευτερογενή σπόρια, τα οποία μεταφέρονται με τον άνεμο στο φυτό. Το μυκήλλιο που αναπτύσσεται εισέρχεται στους φυτικούς ιστούς μέσω των στοματίων, φακιδίων ή πληγών. Οι προσβολές είναι συνήθως εντοπισμένες στις περιοχές της μόλυνσης. Η εισβολή και ανάπτυξη του μύκητα προκαλεί υπερτροφίες και υπερπλασίες στους γειτονικούς φυτικούς ιστούς με αποτέλεσμα τον σχηματισμό των όγκων. Η εξάπλωση της ασθένειας ευνοείται από ξηρό καιρό, όψιμη σπορά, άγονο έδαφος ή έδαφος με υπερβολική ποσότητα αζώτου.

Η πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση είναι η χρήση ανθεκτικών υβριδίων. Γενικά σήμερα θεωρείται ότι τα περισσότερα από τα χρησιμοποιούμενα υβρίδια έχουν μια ανθεκτικότητα στον άνθρακα. Η πυκνή σπορά θεωρείται ότι μειώνει τις προσβολές. Αντίθετα η αμειψισπορά δεν προσφέρει ουσιαστική βελτίωση δεδομένου ότι τα σπόρια των αρχικών μολύνσεων μεταφέρονται με τον άνεμο και από απομακρυσμένες περιοχές.






Άνθρακας των ταξιανθιών από τον μύκητα Sphacelotheca reiliana

Προσβάλλει μόνο τις δύο ταξιανθίες του φυτού του αραβόσιτου οι οποίες μετατρέπονται μερικά ή ολικά σε μάζες μαύρων σπορίων (αρχικά οι μάζες περιβάλλονται από λεπτή μεμβράνη η οποία όμως διαρρηγνύεται σύντομα). Τα συμπτώματα εμφανίζονται μόνο μετά την εμφάνιση των δύο ταξιανθιών ενώ τα φυτά δεν παρουσιάζουν νανισμό.

Η ασθένεια μεταδίδεται από το έδαφος και τον μολυσμένο σπόρο. Τα χλαμυδοσπόρια βλαστάνουν την άνοιξη και τα δημιουργούμενα σπορίδια μολύνουν τα φυτάρια. Το μυκήλλιο εξαπλώνεται σε ολόκληρο το φυτικό σώμα και σχηματίζει στις ταξιανθιες όγκους που περιέχουν τις μάζες των σπορίων. Η αρχική μόλυνση ευνοείται από ξηρό έδαφος.

Η απολύμανση του σπόρου και διετής τουλάχιστον αμειψισπορά μπορούν κάπως να μειώσουν της ένταση των προσβολών. Από την αμειψισπορά δεν πρέπει να αποκλείεται τό σόργο γιατί έχει αποδειχθεί ότι η φυλή του παθογόνου που προσβάλλει το σόργο δεν προσβάλλει τον αραβόσιτο. Μέχρι στιγμής δεν έχουν δημιουργηθεί ανθεκτικά υβρίδια.






Ελμινθοσπωριώσεις από τους μύκητες Helminthosporium turcicum, H. maydis και H. carbonum

Προσβάλλουν τα φύλλα του αραβόσιτου (αρχίζοντας από τα κατώτερα και προχωρώντας προς τα επάνω) και προκαλούν κηλιδώσεις με ευκρινή όρια. Οι κηλιδώσεις μετατρέπονται σε νεκρώσεις οι οποίες σε έντονες προσβολές προκαλούν την αδρανοποίηση και τον θάνατο των φύλλων. Λόγω μειωμένης φωτοσυνθετικής δραστηριότητας υπολογίζεται ότι οι ασθένειες αυτές μπορούν να μειώσουν τις αποδόσεις μέχρι 50%. Οι προσβολές από το H. turcicum προκαλούν κηλίδες επιμήκεις μεγαλύτερες από εκείνες που οφείλονται στο H. maydis. Οι κηλίδες από το H. carbonum μοιάζουν με εκείνες του αλλά το H. maydis αλλά το H. carbonum προσβάλλει και τους σπάδικες.

Τα παθογόνα διαχειμάζουν σε υπολείμματα προσβεβλημένων φύλλων στον αγρό. Οι μολύνσεις γίνονται με κονίδια την άνοιξη και ευνοούνται από υγρό καιρό και υψηλές θερμοκρασίες.

Αντιμετωπίζονται με τη χρήση ανθεκτικών υβριδίων, καταστροφή ή ενσωμάτωση στο έδαφος των υπολειμμάτων καλλιέργειας και με ψεκασμούς με μυκητοκτόνα όπου ενδημεί η ασθένεια και συμφέρει οικονομικά. Για αποτελεσματική προστασία απαιτούνται 6-8 ψεκασμοί με τα μυκητοκτόνα Parzate, SR-406 και Dithane Z-78. Η απολύμανση του σπόρου μειώνει τις προσβολές από το H. carbonum.






Σκωρίαση από τον μύκητα Puccinia sorghi

Η ασθένεια προσβάλλει τα φύλλα και προκαλεί κηλίδες οι οποίες εξελίσσονται σε φλύκταινες που ελευθερώνουν ουρεδοσπόρια και τελειοσπόρια του μύκητα. Οι επιπτώσεις στην καλλιέργεια σπάνια είναι σοβαρές επειδή οι μολύνσεις συνήθως γίνονται προς το τέλος της καλλιεργητικής περιόδου. Διαχειμάζει με τα τελειοσπόρια που βρίσκονται στα υπολείμματα φύλλων του αραβοσίτου. Την άνοιξη από τα τελειοσπόρια παράγονται βασιδιοσπόρια που μολύνουν φυτά του γένους Oxalis (ενδιάμεσος ξενιστής). Τα αικιδιοσπόρια από τα Oxalis μολύνουν τα φύλλα του αραβοσίτου. Οι μολύνσεις ευνοούνται από υγρή ατμόσφαιρα, μέτριες θερμοκρασίες και ευπάθεια του φυτού (π.χ. υδαρείς ιστούς από έντονη αζωτούχο λίπανση). Λόγω της μικρής της σημασίας, σπάνια απαιτούνται ειδικά μέτρα αντιμετώπισης.





Βακτηριακή κηλίδωση των φύλλων (ή αδροβακτηρίωση του αραβοσίτου) από το Xanthomoras stewartii

Η ασθένεια χαρακτηρίζεται από κίτρινες επιμήκεις κηλίδες στα φύλλα, οι οποίες βαθμιαία επεκτείνονται παράλληλα προς το κεντρικό νεύρο και μεταπίπτουν σε νεκρώσεις με αποτέλεσμα την ξήρανση μεγάλου μέρους του ελάσματος. Στο σύνολό τους τα φυτά παρουσιάζουν καχεξία, νανισμό, μάρανση και αυξημένη θνησιμότητα. Από τα αγγεία των προσβεβλημένων φύλλων ή του βλαστού εξέρχεται κίτρινο υγρό που περιέχει βακτήρια. Ο βλαστός σε εγκάρσια τομή παρουσιάζει μαύρα στίγματα (ένδειξη απόφραξης) στις θέσεις των ηθμαγγειωδών δεσμίδων. Τέλος μπορεί να προσβάλλονται και οι σπάδικες οπότε δημιουργείται κηλίδωση των βρακτείων και τοπική ατροφία των κόκκων.

Το βακτήριο διαδίδεται με μολυσμένους σπόρους οπότε παρουσιάζονται συμπτώματα νανισμού και ξαφνικής μάρανσης και αποπληξίας σε νεαρά φυτά αραβόσιτου]]. Άλλος τρόπος διάδοσης είναι μέσω εντόμων των γενών Chaetocnema και Diabrotica (Coleoptera, οικ. Chrysomelidae), κυρίως σε ανεπτυγμένα φυτά. Από τις διάφορες ομάδες του αραβοσίτου πιο ευαίσθητες στις προσβολές είναι ο σκληρόκοκκος, ο μικρόκοκκος και ο σακχαρώδης αραβόσιτος ενώ ο οδοντοειδής προσβάλλεται λιγότερο έντονα.

Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης είναι η χρήση ανθεκτικών υβριδίων.