Μυκητολογικές ασθένειες ελιάς

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Κυκλοκόνιο

Το κυκλοκόνιο είναι γνωστό και σαν μαύρισμα ή κηλίδωση των φύλλων της ελιάς. Η ασθένεια προκαλεί μεγάλη εξασθένηση των δένδρων και μείωση της παραγωγής μέχρι πλήρους ακαρπίας. Σε ορισμένες περιοχές που είναι υγρές (π.χ Κέρκυρα) η ασθένεια προκαλεί ζημιές που φθάνουν μέχρι εκμηδένισης της παραγωγής στους ελαιώνες στους οποίους ενδημεί.

Όσο αφορά τα συμπτώματα, προσβάλλει τα φύλλα, τους μίσχους των φύλλων, τους ποδίσκους των άνθεων, ταξιανθιών και καρπών και πιο σπάνια τους νεαρούς βλαστούς και τους καρπούς. Τα πιο συχνά φαινόμενα εκδηλώνονται στα φύλλα. Οι κηλίδες που σχηματίζονται περισσότερο εμφανείς και εξελίσσονται γρήγορα την άνοιξη και νωρίς το καλοκαίρι. Κατά τις περιόδους αυτές τα εντόνως προσβεβλημένα φύλλα πέφτουν και το δένδρο απογυμνώνεται τελείως. Ο μεγαλύτερος αριθμός κηλίδων εμφανίζεται στα παλαιότερα φύλλα και στα κατώτερα μέρη του δένδρου. Στους μίσχους των φύλλων και στους ποδίσκους των άνθεων , ταξιανθιών και καρπών οι κηλίδες είναι επιμήκεις και τεφροκαστανές.

Η ασθένεια οφείλεται στον μύκητα Spilocaea oleagina . Το μυκήλιο του παθογόνου αναπτύσσεται ανάμεσα στην εφυμενίδα και την επιδερμίδα και αποστέλλει προς τα έξω βραχείς κονιδιοφόρους. Tα παραγόμενα κονίδια συμπεριφέρονται σαν μιξοσπόρια, γιατί για την ελευθέρωση και μεταφορά τους δεν αρκεί ο άνεμος, αλλά έχουν ανάγκη νερού. Η διασπορά αυτών των κονιδίων σε μικρές αποστάσεις γίνεται με τα σταγονίδια της βροχής και είναι περισσότερο αποτελεσματική όταν συνοδεύεται με άνεμο. Για την πραγματοποίηση των μολύνσεων είναι απαραίτητη η βροχή ή η πολύ υψηλή υγρασία και σχετικά χαμηλές θερμοκρασίες. Κατά συνέπεια οι μολύνσεις γίνονται κατά το φθινόπωρο, το χειμώνα και την άνοιξη εφόσον επικρατεί βροχερός και υγρός καιρός. Κατά την ξηρή και πολύ θερμή περίοδο του θέρους η δράση του μύκητα αναστέλλεται. Η ένταση της ασθένειας σε μια περιοχή επηρεάζεται όχι μόνο από το ύψος και τις ημέρες της βροχής, αλλά και από την πολύ υψηλή πρωινή υγρασία την άνοιξη και το καλοκαίρι, σε συνδυασμό με την ύπαρξη μολύσματος. Κάποια περάματα που έγιναν στην Άρτα (ποικιλία Χονδρολιά Αγρινίου) και το Μεσολόγγι (ποικιλία Καλαμών) διαπιστώθηκε ότι η εντονότερη προσβολή της νέας βλάστησης στις περιοχές αυτές συγκριτικά με την περιοχή της Κέρκυρας οφείλεται στη πολύ υψηλή πρωινή σχετική υγρασία την άνοιξη και το καλοκαίρι (Μεσολόγγι) ή στο μεγαλύτερο ύψος και τις περισσότερες ημέρες βροχής τους μήνες Απρίλιο, Μάιο και Ιούνιο (Άρτα).

Η διάγνωση της προσβολής φύλλων στα οποία δεν έχουν ακόμα εμφανιστεί συμπτώματα, μπορεί να γίνει με εμβάπτιση σε διάλυμα 5% NaOH θερμοκρασίας 50 – 60οC. Οι ποικιλίες Λιανολιά Κέρκυρας, Αμφίσσης και χονδροελιά Αγρινίου θεωρούνται ιδιαίτερα ευαίσθητες στην ασθένεια, ενώ φαίνεται ότι η ποικιλία Κορωνέϊκη παρουσιάζει σχετική αντοχή. Ανθεκτικές θεωρούνται στην Αίγυπτο οι ποικιλίες Manzanillo και Shemlali.

Για την καταπολέμηση της ασθένειας εκτελούνται προληπτικοί ψεκασμοί των δένδρων με κατάλληλα μυκητοκτόνα. Από τη σύγκριση της αποτελεσματικότητας διαφόρων μυκητοκτόνων για την καταπολέμηση του κυκλονίου που έγιναν στην Κέρκυρα και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, διαπιστώθηκε η σαφής υπεροχή των χαλκούχων έναντι των άλλων οργανικών μυκητοκτόνων. Την καλύτερη προστασία έδωσε ο βορδιγάλιος πολτός. Εκτελούνται συνήθως δύο ψεκασμοί με βορδιγάλιο πολτό 1% (ο πρώτος στις αρχές φθινοπώρου και ο δεύτερος αρχές άνοιξης), ενώ σε περιοχές όπου η σχετική υγρασία είναι πολύ υψηλή το πρωί την άνοιξη και το καλοκαίρι γίνονται τρείς ή και τέσσερις ψεκασμοί τον χρόνο (δύο την άνοιξη και δύο το φθινόπωρο), σε διάστημα μεταξύ των δύο ψεκασμών κάθε εποχής 45 ημέρες.




Γλοιοσπόριο

Στη χώρα μας διαπιστώθηκε για πρώτη φορά το 1920 από τον Σαρακωμένο στην Κέρκυρα, όπου είναι γνωστή με το όνομα παστέλλα. Η ασθένεια ενδημεί στις ακτές της Ηπείρου (Πάργα, Πρέβεζα),τους Παξούς, τη Χαλκιδική και τη Λέσβο.

Η ασθένεια προσβάλλει κυρίως τους καρπούς, όταν πλησιάζουν στην ωρίμανση ή είναι ώριμοι και προκαλεί τη σήψη τους, και λιγότερο τα φύλλα, τους ποδίσκους των καρπών και τους νεαρούς κλαδίσκους.

Η προσβολή των καρπών αρχίζει με την εμφάνιση σε ένα σημείο της επιφάνειας, κηλίδας χρώματος καστανοϊώδους η οποία εξαπλώνεται ταχύτητα σε όλη την επιφάνεια του καρπού. Οι καρποί που προσβάλλονται είτε πέφτουν στο έδαφος είτε παραμένουν στο δένδρο οπότε λόγω αφυδάτωσης, συρρικνώνονται και μεταβάλλονται σε μούμιες. Στα φύλλα εμφανίζονται καστανόχρωμες κηλίδες που αρχίζουν από τη κορυφή του ελάσματος και συχνά καλύπτουν μέχρι το μισό περίπου του ελάσματος.

Η ασθένεια οφείλεται στον ασκομύκητα Glomerella cingulata Ο μύκητας αυτός αναπτύσσεται ικανοποιητικώς σε όλες τις θερμοκρασίες μεταξύ 10 - 25οC. Η ευνοϊκότερη ανάπτυξη παρατηρείται στους 25οC. Καμία ανάπτυξη δεν έχουμε στους 0οC και ελάχιστη 29οC. Η βλάστηση των σπορίων εντός 8 ωρών, μπορεί να γίνει σε θερμοκρασίες κυμαινόμενες μεταξύ 0 - 30οC. Οι ευνοϊκότερες όμως θερμοκρασίες για την καλύτερη βλάστηση των σπορίων είναι μεταξύ 10 και 25οC. Για την πραγματοποίηση των μολύνσεων είναι απαραίτητη η ύπαρξη σταγόνας νερού ή η ύπαρξη πολύ υψηλής σχετικής υγρασίας (92-100% επί 48-120 ώρες). Οι πράσινοι καρποί της ελιάς εμφανίζουν αντοχή στις μολύνσεις και γίνονται ευπαθείς μόνο όταν αποκτήσουν το ιώδες χρώμα.

Τα σπόρια τα οποία αποτελούν τα μολύσματα για τις αρχικές μολύνσεις προέρχονται από τους προσβεβλημένους καρπούς και προσβεβλημένα φύλλα του παρελθόντος έτους επί του εδάφους ή επί των δένδρων. Η σπουδαιότερη πηγή μολυσμάτων όμως είναι οι καρποί. Οι αρχικές μολύνσεις στην Κέρκυρα πραγματοποιούνται κατά τον Σεπτέμβριο, αλλά η κρίσιμη περίοδος της επιδημίας αρχίζει με την έναρξη ωρίμανσης των καρπών δηλαδή κατά το τέλος Οκτωβρίου – αρχές Νοεμβρίου και παρατείνεται μέχρι τέλους Δεκεμβρίου, οπότε η μέση θερμοκρασία κατέρχεται στους 10οC. Κατά το χρονικό διάστημα αυτό οι βροχές είναι άφθονες, η σχετική υγρασία υψηλή και η μέση θερμοκρασία είναι ευνοϊκή τόσο για την ταχεία βλάστηση των σπορίων, όσο και για την ταχεία ανάπτυξη του μύκητα μέσα στον καρπό. Η προσβολή του ελαιοκάρπου από το δάκο παίζει επίσης σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της επιδημίας. Ο δάκος, με τη δημιουργία νυγμάτων στους καρπούς επιταχύνει την ωρίμανση των καρπών και διευκολύνει την ταχεία είσοδο και ανάπτυξη του παρασίτου. Έντονη ανάπτυξη αυτού κατά τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο καθιστά πιο πρώιμη και πιο έντονη την επιδημία του γλοισπορίου. Η ασθένεια τέλος ευνοείται σε ελαιώνες εγκατεστημένους είτε σε αργιλώδη εδάφη που αποστραγγίζονται με δυσκολία είτε σε χαμηλές τοποθεσίες στις οποίες διατηρείται μεγάλη υγρασία.

Για τη καταπολέμηση της ασθένειας αυτής συνιστώνται δύο προληπτικοί ψεκασμοί με βορδιγάλιο πολτό ή άλλα αποτελεσματικά μυκητοκτόνα, κατά τη κρίσιμη περίοδος της επιδημίας. Στη περιοχή Κερκύρας ο πρώτος ψεκασμός εκτελείται περί το τέλος Οκτωβρίου και ο δέυτερος το τρίτο δεκαήμερο του Νοέμβρη. Επιπλέον θα πρέπει να αποφεύγεται η εγκατάσταση ελαιώνων σε χαμηλές, υγρές και κακώς αεριζόμενες θέσεις.




Βούλα

Ασθένεια η οποία προσβάλλει μόνο τους καρπούς της ελιάς και είναι ευρύτατα διαδεδομένη στις μεσογειακές χώρες. Η ασθένεια εμφανίζεται με δύο μορφές. Η πρώτη μορφή που είναι γνωστή και ως «ξεροβούλα» παρατηρείται συνήθως κατά τους θερινούς μήνες και στις αρχές φθινοπώρου στους άωρους καρπόυς και είναι η πλέον συνήθης μορφή προσβολής του ελαιόκαρπου. Η δεύτερη μορφή είναι γνωστή ως «σαπίλα», είναι λιγότερο συνηθισμένη και παρατηρείται συνήθως στους φθινοπωρινούς μήνες και στις αρχές του χειμώνα, στους ημιώριμους και ώριμους καρπούς.

Η ασθένεια οφείλεται στον μύκητα Camarosporium dalmaticum. Αναπτύσσεται πολύ ευχερώς σε θερμοκρασίες που κυμαίνονται μεταξύ 20 - 30οC, η δε άριστη θερμοκρασία για την ανάπτυξή του είναι 30οC. Θερμοκρασίες κάτω των 15οC είναι δυσμενείς και κάτω των 10οC πολύ δυσμενείς για την ανάπτυξη του μύκητα.

Η είσοδος του μύκητα πραγματοποιείται κατά κανόνα από τα νύγματα του δάκου. Η εμφάνιση και η ένταση της ασθένειας συνδέεται άμεσα με τον πληθυσμό του δάκου και το βαθμό της δακοπροσβολής του ελαικάρπου. Δεν παρατηρείται κατ’ έτος. Η καταπολέμηση του δάκου συμβάλλει και στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της βούλας.




Αδρομυκώσεις

Βερτισιλλίωση

Θεωρούνται από τις πιο σοβαρές μυκητολογικές ασθένειες των πυρηνοκάρπων, της ελιάς, της φιστικιάς και του αμπελιού και οφείλονται σε μύκητες του γένους. Γι' αυτό το λόγο λέγονται και βερτισιλλιώσεις. Εξελίσσονται αργά και προσβάλλουν τα αγγεία των δένδρων προκαλώντας μαρασμό και αποξήρανση κλάδων ή ολόκληρου του δένδρου.

Στην ελιά, η ασθένεια εκδηλώνεται με δύο τρόπους: Ο πρώτος είναι με την μορφή του απότομου μαρασμού (αποπληξία), όταν προσβάλλεται ολόκληρο το δένδρο. Η αποπληξία παρατηρείται κυρίως σε νεαρά δένδρα και φυτώρια. Σε αυτή την περίπτωση τα φύλλα συστρέφονται προς τα κάτω, παίρνουν ένα σκούρο γκρι ή καστανό χρώμα και αποξηραίνονται, ενώ παραμένουν πάνω στο δένδρο. Ο δεύτερος τρόπος, αφορά την αργή αποξήρανση του δένδρου, ως ημιπληγία σε ένα ή περισσότερα κλαδιά, που με την πάροδο του χρόνου επεκτείνεται σε ολόκληρη την κόμη. Σε αυτή την περίπτωση προκαλείται μαρασμός, τα φύλλα κιτρινίζουν και σε αντίθεση με την προηγούμενη περίπτωση, πέφτουν. Τα ξηρά κλαδιά παραμένουν γυμνά και τελικά επέρχεται ολοκληρωτική ξήρανση του δένδρου. Ο χαρακτηριστικός μεταχρωματισμός των αγγείων του ξύλου, σπάνια παρατηρείται στην ελιά.

Οι βερτισιλλιώσεις των δένδρων προκαλούνται από τους αδηλομύκητες Verticillium dahliae και Verticillium albo-atrum. Στη χώρα μας το πρώτο είδος έχει βρεθεί ότι προκαλεί την προσβολή στις πολυετείς καλλιέργειες. Αυτό οφείλεται μάλλον στο γεγονός ότι ο V.dahliae ευνοείται από μέσες θερμοκρασίες, ενώ ο V.albo-atrum είναι περισσότερο διαδεδομένος σε περιοχές με υγρό και ψυχρό κλίμα. Οι βερτισιλλιώσεις είναι τυπικά εδαφογενείς ασθένειες. Το παθογόνο επιβιώνει κυρίως με τα μικροσκληρώτια, αλλά και σαν μυκήλιο και σπόρια (κονίδια) στα προσβεβλημένα υπολείμματα των καλλιεργειών και διατηρείται στο έδαφος για πολλά χρόνια (8-14). Ένας άλλος τρόπος διαιωνίσεώς τους είναι τα διάφορα ζιζάνια - ξενιστές. Τα παθογόνα διασπείρονται με το νερό, τα υπολείμματα της καλλιέργειας, τα ζιζάνια και με το έδαφος το οποίο μεταφέρεται με τα εργαλεία ή τις καλλιεργητικές μηχανές. Σε μεγάλες αποστάσεις η μεταφορά τους γίνεται με μολυσμένο πολλαπλασιαστικό υλικό. Οι μύκητες μολύνουν από τη ρίζα και εγκαθίστανται στα αγγεία του ξύλου, όπου με μικροσκοπική εξέταση μπορούν να διακριθούν οι υφές του μυκηλίου και τα σπόριά του (κονίδια).

Προληπτικά συνιστάται εγκατάσταση των δένδρων μακριά από χωράφια όπου καλλιεργούνται ετήσια φυτά ευαίσθητα στις αδρομυκώσεις και σε εδάφη απαλλαγμένα από μολύσματα (π.χ. με ηλιοαπολύμανση). Επίσης, θα πρέπει να χρησιμοποιείται υγιές πολλαπλασιαστικό υλικό και ανθεκτικές ποικιλίες ή υποκείμενα. Επίσης, θα πρέπει να αποφεύγεται η συγκαλλιέργεια των δένδρων με ευπαθή ετήσια φυτά (π.χ. βαμβάκι). Η άρδευση των δένδρων δεν θα πρέπει να γίνεται με αυλάκια διότι τα μολύσματα μεταφέρονται με το νερό στα υγιή δένδρα. Επίσης συνιστάται να γίνεται επιμελής ζιζανιοκτονία με χημικά μέσα, έτσι ώστε να αποφεύγονται πληγές στο ριζικό σύστημα των δένδρων. Κατασταλτικά συνιστάται ξερίζωμα των προσβεβλημένων δένδρων, κάψιμό τους και απολύμανση του χώρου που καταλάμβανε η προσβεβλημένη ριζόσφαιρα.




Phoma incompta

Είναι μια χρόνια ασθένεια της ελιάς που για πρώτη φορά παρατηρήθηκε στην Κρήτη. Παρατηρείται σε πολλές κοινότητες του Νομού Ηρακλείου όπου καλλιεργείται αποκλειστικά η ποικιλία Θρουμπολιά και Ρεθύμνης στη ποικιλία Μαστοειδής. Στη νήσο Λέσβο επίσης παρατηρείται όπου προσβάλλει την τοπική ποικιλία Κολοβή.

Τα συμπτώματα είναι βαθμιαία μάρανση των νέων βλαστών οι οποίοι στη συνέχεια αποξηραίνονται χωρίς αποφύλλωση και αυτός ο έντονος καστανός μεταχρωματισμός εκτείνεται σε όλο το μήκος των προσβεβλημένων κλάδων. Ο μύκητας αυτός (Phoma incopta) εγκαθίσταται στα αγγεία του ξύλου των βλαστών της ελιάς και προκαλεί τα περιγραφέντα συμπτώματα. Πάνω στα προσβεβλημένα κλαδιά σχηματίζει μικρά, μαύρα, σφαιρικά πυκνίδια, τα οποία πολλές φορές είναι συνενωμένα. Ο μύκητας αυτός αναπτύσσεται σε θερμοκρασίες μεταξύ 10 - 33οC και έχει άριστη θερμοκρασία ανάπτυξης 29οC. Οι μολύνσεις πραγματοποιούνται με τα πυκνιδιοσπόρια τα οποία ως μυξοσπόρια που είναι, απελευθερώνονται και διασπείρονται κυρίως με τη βροχή. Η είσοδος του μύκητα μέσα στους ιστούς γίνεται μέσω πληγών. Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι ουλές των φύλλων παίζουν σημαντικό ρόλο στη μόλυνση των βλαστών της ελιάς.

Η αρχή της άνοιξης φαίνεται ότι είναι η ευνοϊκότερη περίοδος για τις μολύνσεις, αν και υπάρχουν ενδείξεις ότι οι μολύνσεις γίνονται όλο τον χρόνο, εφόσον υπάρχουν βροχοπτώσεις. Η θερμοκρασία που ευνοεί τις μολύνσεις και την πρόοδο της ασθένειας κυμαίνεται από 25 - 29οC.

Όσο για τον τρόπο καταπολέμησης, η συστηματική αφαίρεση κατά την ξηρή περίοδο των κλάδων που έχουν προσβληθεί και καταστροφή αυτών με φωτιά βοηθά στην αντιμετώπιση της ασθένειας. Επιπροσθέτως, ένας άλλος τρόπος είναι η διενέργεια 1 με 2 ψεκασμών κατά τη βροχερή περίοδο. Έχει διαπιστωθεί ότι οι ποικιλίες Κορωνέικη και Μανάκι παρουσιάζουν μερική ανθεκτικότητα στην ασθένεια.





Σηψιρριζίες

Η ασθένεια αυτή έχει αναφερθεί σε πολλές περιοχές της χώρας όπως στην Εύβοια, Κεντρική Ελλάδα και Πελοπόννησο. Σε ορισμένες θέσεις υγρών ή αρδευομένων ελαιώνων, οι προσβολές εμφανίζονται σε ανησυχητική ένταση.

Η ασθένεια παρουσιάζει τα συμπτώματα της καχεξίας, μειωμένης βλάστησης και προϊούσας αποξήρανσης των κλάδων. Προς την προσβεβλημένη πλευρά του δένδρου, ο φλοιός του κορμού, των κλάδων και των ριζών, παρουσιάζεται 2 - 3 φορές παχύτερος του κανονικού, υδαρής και μαλακός. Στη συνέχεια σκάζει και σχηματίζει επιμήκεις ρωγμές οι οποίες μπορεί να επεκτείνονται από τις ρίζες μέχρι την κόμη του δένδρου. Οι ρίζες και λαιμός στα πεπαχυσμένα σημεία νεκρώνονται και εμποτίζονται με κόμμι. Το κόμμι αυτό με την απορρόφηση νερού διογκώνεται και θυμίζει ζελατίνη. Οι προσβεβλημένοι ιστοί έχουν την χαρακτηριστική οσμή «μανιταριού».

Η ασθένεια εμφανίζεται συνήθως σε μεμονωμένα ή σπανιότερα σε μικρές ομάδες 2 - 3 δένδρων ακόμα και μέσα σε πυκνούς ελαιώνες. Αργά το φθινόπωρο στη βάση των προσβεβλημένων δένδρων εμφανίζονται τα βασιδιοκάρπια του μύκητος. Έχουν σχήμα χωνιού και χρώμα καστανο - πορτοκαλί.

Η ασθένεια αποδίδεται στον βασιδιόμυκητα Omphalotus olearius. Παρατηρείται κυρίως σε εδάφη με υψηλή περιεκτικότητα σε υγρασία, σε περισσότερο ξηρές περιοχές αλλά και σε επικλινείς εκτάσεις. Η μετάδοση της ασθένειας φαίνεται ότι γίνεται με την επαφή των ριζών της ελιάς με υπολείμματα προσβεβλημένων ριζών, καθώς και με το πολλαπλασιαστικό υλικό που λαμβάνεται από δένδρα άγριας ελιάς στα δάση και χρησιμοποιείται ως υποκείμενο. Η καταπολέμηση γίνεται με τον ίδιο τρόπο που εφαρμόζουμε και στις σηψιρριζίες των μηλοειδών.




Κερκοσπόρα

Η ασθένεια αυτή προκαλεί κηλίδωση στους καρπούς και τα φύλλα. Παρατηρείται σε διάφορες περιοχές της χώρας (Άρτα, Φθιώτιδα, Εύβοια, Πρέβεζα, Μεσσηνία).

Στους πράσινους καρπούς εμφανίζονται καστανές, ακανονίστου σχήματος, ελαφρά βυθισμένες κηλίδες με διάμετρο 4 - 10 mm. Παρόμοιες κηλίδες που έχουν όμως ανοιχτό καστανό χρώμα, εμφανίζονται και στους ώριμους καρπούς. Στα φύλλα η ασθένεια εκδηλώνεται με την εμφάνιση χλωρωτικών περιοχών, οι οποίες στη συνέχεια εξελίσσονται, σε μεγάλη έκταση σε νεκρωτικές.

Το παθογόνο είναι ο μύκητας Mycocentrospora cladosporioides. Πάνω στις κηλίδες των καρπών και φύλλων ο μύκης σχηματίζει μικροσκοπικά στρώματα όπου αναπτύσσονται οι κονιδιοφόροι και τα κονίδια κατά πυκνές δέσμες. Ο μύκητας είναι βραδείας ανάπτυξης και ο χρόνος επώασης της ασθένειας 20 ημέρες. Για την καταπολέμηση συνιστώνται προληπτικοί ψεκασμοί με χαλκούχα.




Ωίδιο ελιάς

Η ασθένεια είναι διαδεδομένη σε όλες τις περιοχές της χώρας όπου καλλιεργείται η ελιά. Παρατηρείται κυρίως σε δενδρύλλια φυτωρίων και νέους βλαστούς δένδρων στα οποία προκαλεί έντονη αποφύλλωση.

Η ασθένεια εκδηλώνεται στην Ελλάδα προς το τέλος της καλλιεργητικής περιόδου και γι’ αυτό το λόγο οι επιπτώσεις στην καλλιέργεια σπάνια είναι σοβαρές.

Προσβάλλει τα φύλλα, στα οποία εμφανίζονται χλωρωτικές (κίτρινες) κηλίδες στην επάνω επιφάνεια, που αργότερα νεκρώνονται και παίρνουν σκούρο χρώμα. Το αντίστοιχο σημείο της κηλίδας στην κάτω επιφάνεια καλύπτεται από λευκό χνούδι, την εξάνθηση (καρποφορίες και σπόρια) του παθογόνου. Τα προσβεβλημένα φύλλα πέφτουν πολύ εύκολα, με αποτέλεσμα να επέρχεται αποφύλλωση. Σε έντονη προσβολή παραμένουν μόνο τα φύλλα της κορυφής.

Το ωίδιο της ελιάς οφείλεται στον ασκομύκητα Leveillula taurica. Στα προσβεβλημένα φύλλα απαντάται με την ατελή μορφή του Oidiopsis sicula. Ο μύκητας διαχειμάζει με τη μορφή μυκηλίου ή κλειστοθηκίων και διαδίδεται κυρίως με τον αέρα. Μετά τη μόλυνση το μυκήλιο αναπτύσσεται μέσα στους φυτικούς ιστούς (ενδοπαράσιτο), παράγονται κονιδιοφόροι που στη συνέχεια εξέρχονται από τα στομάτια. Στη συνέχεια το μυκήλιο αναπτύσσεται στην επιφάνεια των φυτικών ιστών (επιφυτικό). Αν υπάρχει σοβαρή προσβολή συνιστάται ψεκασμός με κατάλληλα ωιδιοκτόνα.




Σχετικές σελίδες

Βιβλιογραφία

  • "Ασθένειες καρποφόρων δένδρων και αμπέλου", του Χ. Γ. Παναγόπουλου, καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών