Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Μορφολογικά χαρακτηριστικά στέβιας"
(Μία ενδιάμεση αναθεώρηση από ένα χρήστη δεν εμφανίζεται) | |||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
− | Η [[Στέβια φυτό|στέβια]] (Stevia rebaudiana L. bertoni) είναι ένα φυτό πολύκλαδο, ποώδες, πολυετές, στα μέρη όπου αυτοφύεται και έχει τη μορφή πολύφυλλου θάμνου. Το ριζικό της σύστημα είναι πολυετές, επιφανειακό και επιπολαιόριζο. Με σωστές καλλιεργητικές φροντίδες και με κούρεμα των στεβιοφυταρίων (κόψιμο κορυφής) μπορεί να γίνει βαθύτερο και πιο πολύκλαδο, αυτό συμβαίνει και σε φυτά προηγουμένων χρόνων. Οι βλαστοί, αρχικά, είναι τρυφεροί και χυμώδεις, έχουν λεπτό πυκνό χνούδι και αργότερα γίνονται ημιξυλώδεις. Εύκολα σπάζουν και πλαγιάζουν, οπότε από τα γόνατα δίνουν πλάγιους βλαστούς κατά μήκος του πλαγιασμένου βλαστού. Τα φύλλα είναι απλά, περισσότερο ή λιγότερο οδοντωτά, κοίλα, αντίθετα, με σχήμα ελλειπτικό, ωοειδές (σχεδόν άμμισχα) και είναι καλυμμένα με πολύ λεπτές λευκές τρίχες. Το μήκος των φύλλων ποικίλει ανάλογα με την ποικιλία και μπορεί να είναι από 2 - 8cm και το πλάτος από 1 - 4cm. Τα άνθη σχηματίζουν ταξιανθίες, τύπου κόρυμβος, οι οποίες έχουν από 5 άνθη η καθεμία. Είναι τέλεια και έχουν συνήθως χρώμα λευκό. Η περίοδος της άνθισης σε κάθε φυτό συνήθως διαρκεί πάνω από μήνα. Είναι σταυρογονιμοποιούμενο, δηλαδή γονιμοποιείται με τη γύρη άλλων άνθεων, παρόλο που τα άνθη είναι ερμαφρόδιτα (διγενή). Ο σπόρος είναι αχαίνιο, κυλινδρικός με πέντε γραμμώσεις, μήκους 2 - 3mm με παππίο (λοφίο) που έχει περίπου 20 τρίχες. Ένα gr μπορεί να περιέχει έως 2.600 σπόρους. Η ωρίμανση του σπόρου είναι σταδιακή και το χρώμα των ώριμων σπόρων είναι σκούρο. Οι σπόροι που είναι αποχρωματισμένοι είναι συνήθως άγονοι. Η βλαστική ικανότητα των σπόρων είναι μικρή, όπως άλλωστε όλων των σπόρων τύπου αχαίνιο και χάνεται εντελώς μετά από 2 χρόνια. | + | Η [[Στέβια φυτό|στέβια]] (Stevia rebaudiana L. bertoni) είναι ένα φυτό πολύκλαδο, ποώδες, πολυετές, στα μέρη όπου αυτοφύεται και έχει τη μορφή πολύφυλλου θάμνου. Το ριζικό της σύστημα είναι πολυετές, επιφανειακό και επιπολαιόριζο. Με σωστές [[Καλλιέργεια στέβιας|καλλιεργητικές]] φροντίδες και με κούρεμα των στεβιοφυταρίων (κόψιμο κορυφής) μπορεί να γίνει βαθύτερο και πιο πολύκλαδο, αυτό συμβαίνει και σε φυτά προηγουμένων χρόνων. Οι βλαστοί, αρχικά, είναι τρυφεροί και χυμώδεις, έχουν λεπτό πυκνό χνούδι και αργότερα γίνονται ημιξυλώδεις. Εύκολα σπάζουν και πλαγιάζουν, οπότε από τα γόνατα δίνουν πλάγιους βλαστούς κατά μήκος του πλαγιασμένου βλαστού. Τα φύλλα είναι απλά, περισσότερο ή λιγότερο οδοντωτά, κοίλα, αντίθετα, με σχήμα ελλειπτικό, ωοειδές (σχεδόν άμμισχα) και είναι καλυμμένα με πολύ λεπτές λευκές τρίχες. Το μήκος των φύλλων ποικίλει ανάλογα με την ποικιλία και μπορεί να είναι από 2 - 8cm και το πλάτος από 1 - 4cm. Τα άνθη σχηματίζουν ταξιανθίες, τύπου κόρυμβος, οι οποίες έχουν από 5 άνθη η καθεμία. Είναι τέλεια και έχουν συνήθως χρώμα λευκό. Η περίοδος της άνθισης σε κάθε φυτό συνήθως διαρκεί πάνω από μήνα. Είναι σταυρογονιμοποιούμενο, δηλαδή γονιμοποιείται με τη γύρη άλλων άνθεων, παρόλο που τα άνθη είναι ερμαφρόδιτα (διγενή). Ο σπόρος είναι αχαίνιο, κυλινδρικός με πέντε γραμμώσεις, μήκους 2 - 3mm με παππίο (λοφίο) που έχει περίπου 20 τρίχες. Ένα gr μπορεί να περιέχει έως 2.600 σπόρους. Η ωρίμανση του σπόρου είναι σταδιακή και το χρώμα των ώριμων σπόρων είναι σκούρο. Οι σπόροι που είναι αποχρωματισμένοι είναι συνήθως άγονοι. Η βλαστική ικανότητα των σπόρων είναι μικρή, όπως άλλωστε όλων των σπόρων τύπου αχαίνιο και χάνεται εντελώς μετά από 2 χρόνια.<ref name="Η στέβια"/> |
+ | |||
+ | ==Βιβλιογραφία== | ||
+ | <references> | ||
+ | <ref name="Η στέβια"> [{{#show:Ιστοσελίδα ΥΠΑΑΤ/Στέβια| ?has link}} Η στέβια].</ref> | ||
+ | </references> | ||
[[πόσο αφορά σε γεωργό::10| ]] | [[πόσο αφορά σε γεωργό::10| ]] | ||
[[πόσο αφορά σε γεωπόνο::10| ]] | [[πόσο αφορά σε γεωπόνο::10| ]] | ||
[[σχετίζεται με::Στέβια φυτό| ]] | [[σχετίζεται με::Στέβια φυτό| ]] | ||
+ | [[κατάσταση δημοσίευσης::10| ]] |
Τελευταία αναθεώρηση της 14:15, 20 Ιουλίου 2015
Η στέβια (Stevia rebaudiana L. bertoni) είναι ένα φυτό πολύκλαδο, ποώδες, πολυετές, στα μέρη όπου αυτοφύεται και έχει τη μορφή πολύφυλλου θάμνου. Το ριζικό της σύστημα είναι πολυετές, επιφανειακό και επιπολαιόριζο. Με σωστές καλλιεργητικές φροντίδες και με κούρεμα των στεβιοφυταρίων (κόψιμο κορυφής) μπορεί να γίνει βαθύτερο και πιο πολύκλαδο, αυτό συμβαίνει και σε φυτά προηγουμένων χρόνων. Οι βλαστοί, αρχικά, είναι τρυφεροί και χυμώδεις, έχουν λεπτό πυκνό χνούδι και αργότερα γίνονται ημιξυλώδεις. Εύκολα σπάζουν και πλαγιάζουν, οπότε από τα γόνατα δίνουν πλάγιους βλαστούς κατά μήκος του πλαγιασμένου βλαστού. Τα φύλλα είναι απλά, περισσότερο ή λιγότερο οδοντωτά, κοίλα, αντίθετα, με σχήμα ελλειπτικό, ωοειδές (σχεδόν άμμισχα) και είναι καλυμμένα με πολύ λεπτές λευκές τρίχες. Το μήκος των φύλλων ποικίλει ανάλογα με την ποικιλία και μπορεί να είναι από 2 - 8cm και το πλάτος από 1 - 4cm. Τα άνθη σχηματίζουν ταξιανθίες, τύπου κόρυμβος, οι οποίες έχουν από 5 άνθη η καθεμία. Είναι τέλεια και έχουν συνήθως χρώμα λευκό. Η περίοδος της άνθισης σε κάθε φυτό συνήθως διαρκεί πάνω από μήνα. Είναι σταυρογονιμοποιούμενο, δηλαδή γονιμοποιείται με τη γύρη άλλων άνθεων, παρόλο που τα άνθη είναι ερμαφρόδιτα (διγενή). Ο σπόρος είναι αχαίνιο, κυλινδρικός με πέντε γραμμώσεις, μήκους 2 - 3mm με παππίο (λοφίο) που έχει περίπου 20 τρίχες. Ένα gr μπορεί να περιέχει έως 2.600 σπόρους. Η ωρίμανση του σπόρου είναι σταδιακή και το χρώμα των ώριμων σπόρων είναι σκούρο. Οι σπόροι που είναι αποχρωματισμένοι είναι συνήθως άγονοι. Η βλαστική ικανότητα των σπόρων είναι μικρή, όπως άλλωστε όλων των σπόρων τύπου αχαίνιο και χάνεται εντελώς μετά από 2 χρόνια.[1]
Βιβλιογραφία