Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ωρίμανση καρπού πεπονιάς θερμοκηπίου"

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
 
Οι καρποί της πεπονιάς αρχίζουν να ωριμάζουν σε χρονικό διάστημα που ενδεικτικά και μόνο αναφέρεται εδώ ότι κυμαίνεται από 12-18 εβδομάδες (84-126 ημέρες) μετά τη σπορά. Το χρονικό αυτό διάστημα επηρεάζεται από πάρα πολλούς παράγοντες γενετικούς και του περιβάλλοντος. Ο βοτανικός τύπος και η ποικιλία ασκούν σημαντική επίδραση και για το λόγο αυτό, στην πράξη, οι ποικιλίες διακρίνονται σε πρώιμες, μεσοπρώιμες και όψιμες. Οι σποροπαραγωγικοί οίκοι αναφέρουν στην περιγραφή της ποικιλίας και τον αριθμό ημερών που χρειάζεται η συγκεκριμένη ποικιλία ή υβρίδιο, από την σπορά μέχρι την ωρίμανση των καρπών, κάτω από τις συνθήκες βέβαια που έχουν αξιολογηθεί. Οι παράγοντες του περιβάλλοντος και ιδιαίτερα η θερμοκρασία (εποχή) του έτους και η θερμοκρασία στο θερμοκήπιο, επίσης επηρεάζουν σημαντικά τον χρόνο ωρίμανσης. Ο καλλιεργητής θα πρέπει να εξοικειωθεί και να διακρίνει το στάδιο κατά το οποίο ο καρπός έχει ωριμάσει και θα πρέπει να συγκομιστεί. Ο καρπός της πεπονιάς μετά τη γονιμοποίηση εξελίσσεται σταδιακά τόσο σε μέγεθος όσο και στη χημική του σύνθεση και φθάνει σε κάποιο στάδιο, που τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του καρπού και η εσωτερική χημική του σύσταση καθορίζουν τον ώριμο καρπό που θα πρέπει να συγκομιστεί. Σε γενικές γραμμές, τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του καρπού τα οποία λαμβάνονται σαν κριτήρια ωρίμανσης μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:
 
Οι καρποί της πεπονιάς αρχίζουν να ωριμάζουν σε χρονικό διάστημα που ενδεικτικά και μόνο αναφέρεται εδώ ότι κυμαίνεται από 12-18 εβδομάδες (84-126 ημέρες) μετά τη σπορά. Το χρονικό αυτό διάστημα επηρεάζεται από πάρα πολλούς παράγοντες γενετικούς και του περιβάλλοντος. Ο βοτανικός τύπος και η ποικιλία ασκούν σημαντική επίδραση και για το λόγο αυτό, στην πράξη, οι ποικιλίες διακρίνονται σε πρώιμες, μεσοπρώιμες και όψιμες. Οι σποροπαραγωγικοί οίκοι αναφέρουν στην περιγραφή της ποικιλίας και τον αριθμό ημερών που χρειάζεται η συγκεκριμένη ποικιλία ή υβρίδιο, από την σπορά μέχρι την ωρίμανση των καρπών, κάτω από τις συνθήκες βέβαια που έχουν αξιολογηθεί. Οι παράγοντες του περιβάλλοντος και ιδιαίτερα η θερμοκρασία (εποχή) του έτους και η θερμοκρασία στο θερμοκήπιο, επίσης επηρεάζουν σημαντικά τον χρόνο ωρίμανσης. Ο καλλιεργητής θα πρέπει να εξοικειωθεί και να διακρίνει το στάδιο κατά το οποίο ο καρπός έχει ωριμάσει και θα πρέπει να συγκομιστεί. Ο καρπός της πεπονιάς μετά τη γονιμοποίηση εξελίσσεται σταδιακά τόσο σε μέγεθος όσο και στη χημική του σύνθεση και φθάνει σε κάποιο στάδιο, που τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του καρπού και η εσωτερική χημική του σύσταση καθορίζουν τον ώριμο καρπό που θα πρέπει να συγκομιστεί. Σε γενικές γραμμές, τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του καρπού τα οποία λαμβάνονται σαν κριτήρια ωρίμανσης μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:
(α) Το βασικό χρώμα <ref name="Ωρίμανση καρπού πεπονιάς θερμοκηπίου"/>
+
(α) Το βασικό χρώμα του καρπού γίνεται πιο ανοικτόχρωμο π.χ. βαθύ πράσινο χρώμα γίνεται πρασινοκίτρινο ή σχεδόν κίτρινο.
 +
(β)Η κατάσταση της δικτύωσης ή νεύρων στην επιφάνεια του καρπού (σε ποικιλίες που οι καρποί έχουν το χαρακτηριστικό αυτό). Στον ώριμο καρπό οι δικτυώσεις πρέπει να είναι καλά αναπτυγμένες, ανώμαλες, φελλώδεις, να είναι εξογκωμένες και να καλύπτουν την επιφάνεια του καρπού (στον ανώριμο καρπό είναι επίπεδες).
 +
(γ) Η "ουλή" που σχηματίζεται στο σημείο επαφής του μίσχου με τον καρπό (μετά από τράβηγμα του μίσχου) πρέπει να είναι ελαφρώς καθιζάνουσα, και στο σημείο αυτό να έχει σχηματιστεί ένα είδος "καλού", που δείχνει ότι κατά το τράβηγμα του μίσχου ο καρπός αποχωρίστηκε εύκολα από αυτό και ότι δεν κόπηκε ο μίσχος.
 +
Ιδιαίτερα για τις "κανταλούπες", αλλά και στις άλλες ποικιλίες, ένας συνηθισμένος οδηγός για την εκτίμηση του βαθμού ωρίμανσης του καρπού και τον καθορισμό του χρόνου συγκομιδής, είναι η εμφάνιση σχισμών στο σημείο επαφής μίσχου-καρπού. Όταν η ωρίμανση έχει προχωρήσει, οι σχισμές παρουσιάζονται πιο έντονες και φαίνεται ότι ο καρπός είναι έτοιμος να διαχωριστεί από το μίσχο. Ο μίσχος αποχωρίζεται εύκολα από τον καρπό και αφήνει στο σημείο επαφής καρπού-μίσχου ένα βαθούλωμα και τότε συμπεραίνεται ότι ο καρπός είναι πλήρως ώριμος, το στάδιο αυτό ονομάζεται "στάδιο πλήρους αποκόλλησης (full-slip) και τους καρπούς του σταδίου αυτού πρέπει να τους μεταχειρίζεται κανείς με προσοχή κατά την αποθήκευση και μεταφορά (ψύξη-κοντινές αγορές). Το στάδιο που χαρακτηρίζεται σαν στάδιο "ημιαποκόλλησης" (half-slip) του μίσχου, αναφέρεται σε λιγότερο ώριμο καρπό και ο μίσχος παρουσιάζει μερική αποκόλληση από τον καρπό και κατά το τράβηγμα το μισό περίπου της διαμέτρου του μίσχου παραμένει προσκολλημένο στον καρπό. Όταν οι καρποί πρόκειται να ταξιδέψουν σε μεγάλες αποστάσεις<ref name="Ωρίμανση καρπού πεπονιάς θερμοκηπίου"/>
  
 
==Βιβλιογραφία==
 
==Βιβλιογραφία==

Αναθεώρηση της 13:26, 13 Νοεμβρίου 2015

Οι καρποί της πεπονιάς αρχίζουν να ωριμάζουν σε χρονικό διάστημα που ενδεικτικά και μόνο αναφέρεται εδώ ότι κυμαίνεται από 12-18 εβδομάδες (84-126 ημέρες) μετά τη σπορά. Το χρονικό αυτό διάστημα επηρεάζεται από πάρα πολλούς παράγοντες γενετικούς και του περιβάλλοντος. Ο βοτανικός τύπος και η ποικιλία ασκούν σημαντική επίδραση και για το λόγο αυτό, στην πράξη, οι ποικιλίες διακρίνονται σε πρώιμες, μεσοπρώιμες και όψιμες. Οι σποροπαραγωγικοί οίκοι αναφέρουν στην περιγραφή της ποικιλίας και τον αριθμό ημερών που χρειάζεται η συγκεκριμένη ποικιλία ή υβρίδιο, από την σπορά μέχρι την ωρίμανση των καρπών, κάτω από τις συνθήκες βέβαια που έχουν αξιολογηθεί. Οι παράγοντες του περιβάλλοντος και ιδιαίτερα η θερμοκρασία (εποχή) του έτους και η θερμοκρασία στο θερμοκήπιο, επίσης επηρεάζουν σημαντικά τον χρόνο ωρίμανσης. Ο καλλιεργητής θα πρέπει να εξοικειωθεί και να διακρίνει το στάδιο κατά το οποίο ο καρπός έχει ωριμάσει και θα πρέπει να συγκομιστεί. Ο καρπός της πεπονιάς μετά τη γονιμοποίηση εξελίσσεται σταδιακά τόσο σε μέγεθος όσο και στη χημική του σύνθεση και φθάνει σε κάποιο στάδιο, που τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του καρπού και η εσωτερική χημική του σύσταση καθορίζουν τον ώριμο καρπό που θα πρέπει να συγκομιστεί. Σε γενικές γραμμές, τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του καρπού τα οποία λαμβάνονται σαν κριτήρια ωρίμανσης μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: (α) Το βασικό χρώμα του καρπού γίνεται πιο ανοικτόχρωμο π.χ. βαθύ πράσινο χρώμα γίνεται πρασινοκίτρινο ή σχεδόν κίτρινο. (β)Η κατάσταση της δικτύωσης ή νεύρων στην επιφάνεια του καρπού (σε ποικιλίες που οι καρποί έχουν το χαρακτηριστικό αυτό). Στον ώριμο καρπό οι δικτυώσεις πρέπει να είναι καλά αναπτυγμένες, ανώμαλες, φελλώδεις, να είναι εξογκωμένες και να καλύπτουν την επιφάνεια του καρπού (στον ανώριμο καρπό είναι επίπεδες). (γ) Η "ουλή" που σχηματίζεται στο σημείο επαφής του μίσχου με τον καρπό (μετά από τράβηγμα του μίσχου) πρέπει να είναι ελαφρώς καθιζάνουσα, και στο σημείο αυτό να έχει σχηματιστεί ένα είδος "καλού", που δείχνει ότι κατά το τράβηγμα του μίσχου ο καρπός αποχωρίστηκε εύκολα από αυτό και ότι δεν κόπηκε ο μίσχος. Ιδιαίτερα για τις "κανταλούπες", αλλά και στις άλλες ποικιλίες, ένας συνηθισμένος οδηγός για την εκτίμηση του βαθμού ωρίμανσης του καρπού και τον καθορισμό του χρόνου συγκομιδής, είναι η εμφάνιση σχισμών στο σημείο επαφής μίσχου-καρπού. Όταν η ωρίμανση έχει προχωρήσει, οι σχισμές παρουσιάζονται πιο έντονες και φαίνεται ότι ο καρπός είναι έτοιμος να διαχωριστεί από το μίσχο. Ο μίσχος αποχωρίζεται εύκολα από τον καρπό και αφήνει στο σημείο επαφής καρπού-μίσχου ένα βαθούλωμα και τότε συμπεραίνεται ότι ο καρπός είναι πλήρως ώριμος, το στάδιο αυτό ονομάζεται "στάδιο πλήρους αποκόλλησης (full-slip) και τους καρπούς του σταδίου αυτού πρέπει να τους μεταχειρίζεται κανείς με προσοχή κατά την αποθήκευση και μεταφορά (ψύξη-κοντινές αγορές). Το στάδιο που χαρακτηρίζεται σαν στάδιο "ημιαποκόλλησης" (half-slip) του μίσχου, αναφέρεται σε λιγότερο ώριμο καρπό και ο μίσχος παρουσιάζει μερική αποκόλληση από τον καρπό και κατά το τράβηγμα το μισό περίπου της διαμέτρου του μίσχου παραμένει προσκολλημένο στον καρπό. Όταν οι καρποί πρόκειται να ταξιδέψουν σε μεγάλες αποστάσεις[1]

Βιβλιογραφία

  1. Η τεχνική της καλλιέργειας των κηπευτικών στα θερμοκήπια, του Χρήστου Ολύμπιου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 2001.