Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Λινάρι"
Γραμμή 18: | Γραμμή 18: | ||
{{{top_heading|==}}}Ποικιλίες λιναριού{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}Ποικιλίες λιναριού{{{top_heading|==}}} | ||
− | Στην καλλιέργεια του λιναριού υπάρχουν ποικιλίες υψηλόσωμες, ύψους 1,00-1,20 μέτρων, με μακριές ίνες και μικρό μέγεθος σπόρων, κατάλληλες για παραγωγή ινών (ινοπαραγωγικές) και ποικιλίες χαμηλόσωμες, ύψους 0,30-0,80 μέτρων, με κοντές ίνες και μεγάλους σπόρους, κατάλληλες για παραγωγή σπόρου (σποροπαραγωγικές). Οι ποικιλίες που σπέρνονται την άνοιξη είναι λιγότερο ανθεκτικές, στις χαμηλές θερμοκρασίες, έχουν λιγότερες διακλαδώσεις και τα νεαρά φυτάρια έχουν πιο όρθια ανάπτυξη, σε σχέση με τις φθινοπωρινές ή χειμωνιάτικες ποικιλίες. Υπάρχουν επίσης ποικιλίες στις οποίες οι κάψες δεν ανοίγουν κατά την ωρίμανση και ποικιλίες με κάψες που ανοίγουν, ιδιαίτερα αν η ωρίμανση καθυστερήσει. Οι πρώτες αντέχουν στο πλάγιασμα περισσότερο από τις δεύτερες. Πολλές από τις ποικιλίες του λιναριού που καλλιεργούνται σήμερα σε εμπορική κλίμακα έχουν κάψες που ανοίγουν ελαφρά (ενδιάμεση κατάσταση) κατά την ωρίμανση. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά που λαμβάνονται υπόψη για την επιλογή των ποικιλιών είναι ο χρόνος ωρίμανσης, η αντοχή στις ασθένειες, η σταθερότητα στις αποδόσεις, η ποιότητα των ινών, η περιεκτικότητα σε λάδι και η ποιότητα του λαδιού. Οι ποικιλίες με μπλε άνθη δίνουν ίνες καλύτερης ποιότητας από τις ποικιλίες με άσπρα άνθη, ενώ οι τελευταίες παράγουν περισσότερο σπόρο.<ref name="Λινάρι"/> | + | Στην [[Καλλιέργεια του λιναριού|καλλιέργεια]] του λιναριού υπάρχουν ποικιλίες υψηλόσωμες, ύψους 1,00-1,20 μέτρων, με μακριές ίνες και μικρό μέγεθος σπόρων, κατάλληλες για παραγωγή ινών (ινοπαραγωγικές) και [[Ποικιλίες λιναριού|ποικιλίες]] χαμηλόσωμες, ύψους 0,30-0,80 μέτρων, με κοντές ίνες και μεγάλους σπόρους, κατάλληλες για παραγωγή σπόρου (σποροπαραγωγικές). Οι ποικιλίες που σπέρνονται την άνοιξη είναι λιγότερο ανθεκτικές, στις χαμηλές θερμοκρασίες, έχουν λιγότερες διακλαδώσεις και τα νεαρά φυτάρια έχουν πιο όρθια ανάπτυξη, σε σχέση με τις φθινοπωρινές ή χειμωνιάτικες ποικιλίες. Υπάρχουν επίσης ποικιλίες στις οποίες οι κάψες δεν ανοίγουν κατά την ωρίμανση και ποικιλίες με κάψες που ανοίγουν, ιδιαίτερα αν η ωρίμανση καθυστερήσει. Οι πρώτες αντέχουν στο πλάγιασμα περισσότερο από τις δεύτερες. Πολλές από τις ποικιλίες του λιναριού που καλλιεργούνται σήμερα σε εμπορική κλίμακα έχουν κάψες που ανοίγουν ελαφρά (ενδιάμεση κατάσταση) κατά την ωρίμανση. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά που λαμβάνονται υπόψη για την επιλογή των ποικιλιών είναι ο χρόνος ωρίμανσης, η αντοχή στις ασθένειες, η σταθερότητα στις αποδόσεις, η ποιότητα των ινών, η περιεκτικότητα σε λάδι και η ποιότητα του λαδιού. Οι ποικιλίες με μπλε άνθη δίνουν ίνες καλύτερης ποιότητας από τις ποικιλίες με άσπρα άνθη, ενώ οι τελευταίες παράγουν περισσότερο σπόρο.<ref name="Λινάρι"/> |
{{{top_heading|==}}}Εχθροί λιναριού{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}Εχθροί λιναριού{{{top_heading|==}}} |
Αναθεώρηση της 09:33, 24 Μαρτίου 2015
Περιεχόμενα
Γενικά στοιχεία λιναριού
Το λινάρι είναι σημαντικό κλωστικό φυτό, που η σημασία του όμως τα τελευταία χρόνια έχει περιορισθεί, εξαιτίας του ανταγωνισμού μεταξύ φυτικών και συνθετικών ινών. Είναι γνωστό ότι οι ίνες του λιναρίου δεν έχουν για τον άνθρωπο τη σημασία που έχουν οι ίνες του βαμβακιού, έχουν όμως διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη μακρά ιστορία του ανθρώπου, στον τομέα της ένδυσης και της βιομηχανίας γενικότερα. Σήμερα, στα πλαίσια της πολιτικής της αύξησης των καλλιεργούμενων εκτάσεων με είδη που τα προϊόντα του δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο ή τα ζώα, με σκοπό τον περιορισμό του όγκου παραγωγής των πλεονασματικών προϊόντων (σιτηρά, κτηνοτροφικά φυτά), έχουν αρχίσει να αποκτούν πάλι νέο ενδιαφέρον και να καλλιεργούνται ή να δοκιμάζονται σε πολλές χώρες. Εκτός από τον κύριο σκοπό καλλιέργειας του, που είναι η παραγωγή ινών, το λινάρι καλλιεργείται και για τους ελαιούχους σπόρους του. Το λινάρι καλλιεργείται για τις ίνες και το σπόρο του. Για τις ίνες του καλλιεργείται στην Ρωσία, την Πολωνία, την Τσεχία και Σλοβακία, το Βέλγιο, τη Γαλλία και την Ολλανδία και η καλλιέργειά του παγκόσμια καταλαμβάνει κάθε χρόνο έκταση περίπου 8 εκατομμύρια στρέμματα. Τα τελευταία χρόνια το λινάρι, για την παραγωγή ινών, έχει αρχίσει να καλλιεργείται σε αξιοσημείωτες εκτάσεις στη Γερμανία και κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ισπανία. Για το σπόρο του καλλιεργείται στη Ρωσία, την Ινδία, τις Η.Π.Α., την Ουρουγουάη, τον Καναδά, την Αργεντινή, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση εισάγει κάθε χρόνο περίπου 500.000 τόνους λιναρίου, με κύρια προμηθεύτρια χώρα τον Καναδά. Οι ίνες του λιναρίου, με την καλύτερη ποιότητα, προέρχονται από το Βέλγιο, τη Βόρεια Γαλλία και την Ολλανδία. Το 1/3 περίπου της παγκόσμιας παραγωγής σπόρων λιναριού, προέρχεται από τις εκτάσεις που καλλιεργούνται για παραγωγή ινών. Στην Ελλάδα σήμερα το λινάρι δεν καλλιεργείται. Το λινάρι είναι από τα αρχαιότερα φυτά που καλλιέργησε ο άνθρωπος και μάλλον το πρώτο για παραγωγή ινών για υφάσματα. Ο άνθρωπος της λίθινης εποχής χρησιμοποιούσε και τις ίνες και το σπόρο του λιναριού. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι το χρησιμοποιούσαν για ρούχα 2500 χρόνια π.Χ. Οι πρώτοι άποικοι της Αμερικής καλλιεργούσαν το λινάρι για οικιακή χρήση. Η παραγωγή του σε εμπορική κλίμακα άρχισε το 1753. Η καλλιέργεια του άρχισε να υποχωρεί ήδη από το 1793, όταν ξεκίνησε η παραγωγή ινών από το βαμβάκι. Οι ίνες του λιναριού χρησιμοποιούνται ακόμα για την κατασκευή σχοινιών ρυμούλκησης, μονωτικών υλικών και μικρών χαλιών. Η βιομάζα του φυτού χρησιμοποιείται επίσης, για να παρασκευαστεί χαρτί περιτυλίγματος για τσιγάρα, χαρτί για παπύρους, χαρτί για νομίσματα και για άλλα χαρτιά υψηλής ποιότητας. Παλαιότερα, τέτοια είδη χαρτιών φτιάχνονταν μόνο από λινάρι. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα στελέχη του λιναριού μεταποιούνται σε ίνες σε 150 βιομηχανίες που βρίσκονται στη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Γερμανία και τη Δανία. Το λινέλαιο που εξάγεται από το σπόρο, χρησιμοποιείται για τη διατροφή του ανθρώπου, αλλά κυρίως ως βιομηχανικό προϊόν, για την παρασκευή χρωμάτων, βερνικιών, σαπουνιών, τυπογραφικής μελάνης και στη φαρμακευτική βιομηχανία (παυσίπονα). Η πίτα που απομένει, μετά την εξαγωγή του λαδιού χρησιμοποιείται για τη διατροφή των ζώων. Η περιεκτικότητα των σπόρων των καλλιεργουμένων ποικιλιών σε λάδι είναι 32-44%. Στις κλωστικές ποικιλίες, τα στελέχη του λιναριού, αφού ξεραθούν και αλωνισθεί ο σπόρος με προσοχή, για να μην ζημιωθούν τα στελέχη, υποβάλλονται σε ειδική επεξεργασία για την εξαγωγή των ινών. Οι ίνες του λιναριού είναι πολύ καλύτερης ποιότητας από τις ίνες του κανναβιού. Οι ίνες του λιναριού βρίσκονται στα στρώματα του καμβίου του στελέχους, έχουν μήκος περίπου 50 εκατοστά, είναι κολλημένες με τα άλλα μέρη του στελέχους με πηκτινικές ουσίες και αποτελούν το 10% του στελέχους. Ο χωρισμός των ινών γίνεται με τη βοήθεια και τη δράση διαφόρων μικροοργανισμών που προσβάλλουν τ' άλλα τμήματα και αποσυνθέτουν τις πηκτίνες. Για το σκοπό αυτό, τα στελέχη τοποθετούνται μέσα στο νερό για 10-12 ημέρες, οπότε προκαλείται βακτηριακή ζύμωση και χαλάρωση των ινών. Κατόπιν τα στελέχη εξάγονται, ξηραίνονται και με ειδικό εργαλείο (μάγγανο) ή με μηχανές, αποχωρίζονται οι ίνες από τα άλλα ξυλώδη μέρη του στελέχους. Ο αποχωρισμός των ινών επιτυγχάνεται με τη δίοδο των στελεχών από σειρά κυλίνδρων. Σε υγρές περιοχές, ο αποχωρισμός των ινών γίνεται με την επίδραση των βροχών και της δροσιάς, στο χωράφι, οπότε η διαδικασία διαρκεί 2-3 εβδομάδες. Η διαδικασία απόληψης των ινών με τις παραπάνω μεθόδους λέγεται απόβρεξη, ενώ υπάρχει διαδικασία παραλαβής των ινών και στεγνά (χωρίς νερό).[1]
Βοτανικά χαρακτηριστικά λιναριού
Το λινάρι είναι φυτό ποώδες, ετήσιο. Σε εδάφη περατά το ριζικό σύστημα μπορεί να φτάσει σε βάθος 1 μέτρου ή και περισσότερο, είναι όμως φτωχής δικτύωσης. Το κύριο στέλεχος είναι όρθιο, με ύψος 0,30-1,00 μέτρο, με πρωτεύουσες και δευτερεύουσες διακλαδώσεις. Το στέλεχος αποτελείται από 3 στρώσεις κυττάρων: το φλοιό, το ξύλο και την εντεριώνη. Οι ίνες του λιναριού σχηματίζονται στο φλοιό. Τα άνθη του λιναριού σχηματίζονται στο φλοιό. Τα άνθη του λιναριού είναι μικρά ή λίγο μεγαλύτερα, με 5 πέταλα μπλε, κυανόχροα άσπρα ή ωχρορόδινα, με 5 στήμονες και 5χωρη ωοθήκη. Χαρακτηριστικό των ανθέων του λιναριού είναι ότι ανοίγουν το πρωί με την ανατολή του ήλιου, όταν οι μέρες είναι ζεστές και ο ουρανός καθαρός και τα πέταλα πέφτουν προτού βραδιάσει. Ο καρπός είναι κάψα 5χωρη, με κάθε χώρο να περιέχει 2 σπόρους. Οι κάψες δεν ανοίγουν ή ανοίγουν ελαφρά, όταν ωριμάσουν ή ξεραθούν. Οι σπόροι είναι μικροί και έχουν χρώμα ανοιχτό καστανό, διάφορες αποχρώσεις του κίτρινου, καφέ, πρασινοκίτρινο, πρασινοκαφέ ή σχεδόν μαύρο, με γυαλιστερή επιφάνεια. Φυτρώνουν με αύξηση του υποκοτυλίου.[1]
Κλιματικές συνθήκες λιναριού
Το λινάρι κατάγεται από την περιοχή του Εύξεινου Πόντου και τις Μεσογειακές χώρες. Στην Ελλάδα πρωτοκαλλιεργήθηκε τον 5ο π.Χ. αιώνα. Το φυτό απαιτεί δροσερά κλίματα. Ξηρασία και υψηλές θερμοκρασίες (πάνω από 320C) μειώνουν την απόδοση, το μέγεθος των ινών, τη περιεκτικότητα και την ποιότητα του λαδιού. Η καλλιέργεια για παραγωγή ινών ευνοείται στις βόρειες Ευρωπαϊκές χώρες, που έχουν άνοιξη υγρή και δροσερή. Γενικά, για την παραγωγή ινών χρειάζεται επαρκής υγρασία για την ανάπτυξη και ξηρός καιρός για τη συγκομιδή και την ξήρανση των στελεχών. Η καλλιέργεια για παραγωγή σπόρου ευνοείται στα θερμότερα κλίματα.[1]
Εδαφικές συνθήκες λιναριού
Τα καλύτερα εδάφη για το λινάρι είναι τα εδάφη μέσης σύστασης, που στραγγίζουν καλά. Τα πολύ ελαφριά εδάφη είναι ακατάλληλα για την παραγωγή σπόρου, ιδιαίτερα σε περιοχές μειωμένων βροχοπτώσεων. Για την παραγωγή ινών, πιο κατάλληλα είναι τα βαρύτερα εδάφη σε σχέση με τα ελαφριά, γιατί σ' αυτά το λινάρι αποδίδει περισσότερες ίνες. Το έδαφος πρέπει να είναι εφοδιασμένο με νερό σε βάθος 50-60 εκατοστών, γιατί από εκεί το αντλεί το, όχι καλά, δικτυωμένο ριζικό σύστημα του φυτού. Στην καλλιέργεια του λιναριού πρέπει ν' αποφεύγονται τα χωράφια που έχουν πολλά ζιζάνια, γιατί το φυτό είναι ζιζανιόφοβο.[1]
Ποικιλίες λιναριού
Στην καλλιέργεια του λιναριού υπάρχουν ποικιλίες υψηλόσωμες, ύψους 1,00-1,20 μέτρων, με μακριές ίνες και μικρό μέγεθος σπόρων, κατάλληλες για παραγωγή ινών (ινοπαραγωγικές) και ποικιλίες χαμηλόσωμες, ύψους 0,30-0,80 μέτρων, με κοντές ίνες και μεγάλους σπόρους, κατάλληλες για παραγωγή σπόρου (σποροπαραγωγικές). Οι ποικιλίες που σπέρνονται την άνοιξη είναι λιγότερο ανθεκτικές, στις χαμηλές θερμοκρασίες, έχουν λιγότερες διακλαδώσεις και τα νεαρά φυτάρια έχουν πιο όρθια ανάπτυξη, σε σχέση με τις φθινοπωρινές ή χειμωνιάτικες ποικιλίες. Υπάρχουν επίσης ποικιλίες στις οποίες οι κάψες δεν ανοίγουν κατά την ωρίμανση και ποικιλίες με κάψες που ανοίγουν, ιδιαίτερα αν η ωρίμανση καθυστερήσει. Οι πρώτες αντέχουν στο πλάγιασμα περισσότερο από τις δεύτερες. Πολλές από τις ποικιλίες του λιναριού που καλλιεργούνται σήμερα σε εμπορική κλίμακα έχουν κάψες που ανοίγουν ελαφρά (ενδιάμεση κατάσταση) κατά την ωρίμανση. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά που λαμβάνονται υπόψη για την επιλογή των ποικιλιών είναι ο χρόνος ωρίμανσης, η αντοχή στις ασθένειες, η σταθερότητα στις αποδόσεις, η ποιότητα των ινών, η περιεκτικότητα σε λάδι και η ποιότητα του λαδιού. Οι ποικιλίες με μπλε άνθη δίνουν ίνες καλύτερης ποιότητας από τις ποικιλίες με άσπρα άνθη, ενώ οι τελευταίες παράγουν περισσότερο σπόρο.[1]
Εχθροί λιναριού
Είδη του γένους Orobanche spp. είναι υποχρεωτικά φανερόγαμα παράσιτα και ανήκουν στην οικογένεια Orobanchaceae. Υπάρχουν περίπου 150 είδη και 17 γένη. Είναι ποώδη δικοτυλήδονα φυτά χωρίς χλωροφύλλη. Τα είδη της Οροβάγχης παράγουν μεγάλο αριθμό μικρού μεγέθους σπόρους που εύκολα διασπείρονται και μολύνουν τα συγκομιζόμενα προϊόντα και τους αγρούς. Επίσης τα είδη του γένους Orobanche είναι παράσιτα χωρίς εξειδίκευση ξενιστού και προσβάλλουν πολλά καλλιεργούμενα φυτά. Οι συνήθεις ξενιστές ανήκουν στις οικογένεις Solanaceae και Fabaceae. Γενικά οι μεσογειακές χώρες θεωρούνται ως περιοχές προέλευσης του παράσιτου. Η οροβάγχη είναι παράσιτο με παγκόσμια εξάπλωση σε εύρος κλιματικών συνθηκών, εκτός από την Orobanche crenata η οποία εντοπίζεται σε μεσογειακές χώρες, Μέση Ανατολή και Ανατολική Αφρική. Οι ζημιές που προκαλούνται στην παραγωγή των καλλιεργειών που προσβάλλονται από τα είδη της οροβάγχης κυμαίνεται σε ποσοστό από 5 μέχρι και 100% (με μέσο όρο 34%).
Βιολογία της Orobanche crenata Η σχέση ξενιστού-Orobanche crenata είναι υψηλής εκλεκτικότητας. Το παράσιτο παράγει 5000 σπόρους/ κάψα και το κάθε φυτό μπορεί να παράγει περισσότερες από 100 κάψες. Οι σπόροι μπορεί να διατηρήσουν τη ζωτικότητα τους στο έδαφος μέχρι και 10 χρόνια. Η επίδραση στο φυτό-ξενιστή γίνεται εμφανής όταν το παράσιτο εμφανίζεται πάνω από την επιφάνεια του εδάφους. Για την ολοκλήρωση του βιολογικού κύκλου του παρασίτου απαιτούνται 3-5 μήνες. Η υπόγεια όμως φάση του παράσιτου διαρκεί 30-100 ημέρες, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες. Για την βλάστηση των σπόρων απαιτείται η έκθεση τους σε συνθήκες υψηλής θερμοκρασίας και υγρασίας για αρκετές ημέρες, σε συνδυασμό με την παρουσία ειδικών χημικών ενώσεων εξωγενούς προέλευσης.
Μέθοδοι αντιμετώπισης οροβάγχης Οι προτεινόμενοι μέθοδοι αντιμετώπισης περιλαμβάνουν προληπτικά, καλλιεργητικά φυσικά, χημικά βιολογικά μέτρα. Η πιο αποτελεσματική μέθοδος είναι η πρόληψη με τη χρήση μη μολυσμένου σπόρου. Η προμήθεια εγγυημένου σπόρου, επιτόπιοι έλεγχοι αγρών και ενημέρωση των παραγωγών συμπεριλαμβάνονται στα προληπτικά μέτρα. Επίσης η εφαρμογή ζιζανιοκτόνων στα φυτά της καλλιέργειας που παραμένουν στο χωράφι και η χρήση χημικών ενώσεων που διεγείρουν το φύτρωμα των σπόρων της οροβάγχης συμβάλλουν στη μείωση του μολύσματος και κατά συνέπεια μπορεί να θεωρηθούν ως προληπτικά μέτρα. Τα καλλιεργητικά μέτρα που έχουν προταθεί συμπεριλαμβάνουν βαθύ όργωμα, σπορά της καλλιέργειας σε εποχή μη-ευνοϊκή για το παράσιτο, αμειψισπορά, χρήση φυτών-παγίδων, εφαρμογή λιπασμάτων που δεν ευνοούν το παράσιτο, κατάκλυση του εδάφους για εβδομάδες. Τα χημικά μέσα που επιτυχώς έχουν χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση της οροβάγχης είναι ζιζανιοκτόνα που πρέπει πάντα να εφαρμόζονται μεταφυτρωτικά για το παράσιτο. Οι παράμετροι που καθορίζουν τη χρήση ζιζανιοκτόνων είναι το επίπεδο εκλεκτικότητας σε επίπεδο φυτού και το κρίσιμο του χρόνου εφαρμογής. Το glyphosate είναι το πιο αποτελεσματικό ζιζανιοκτόνο για την αντιμετώπιση της Orobanche crenata στα κουκιά και χρησιμοποιείται στη πράξη. Άλλα ζιζανιοκτόνα που έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά ενάντιον διαφόρων ειδών οροβάγχης ανήκουν στη κατηγορία των σουλφονουριών και ιμιδαζολινών. Η αντιμετώπιση της οροβάγχης με βιολογικά μέσα σχετίζεται με την εφαρμογή ζωντανών οργανισμών (έντομα, μικροοργανισμοί, μύκητες) για τον περιορισμό του πληθυσμού του παρασίτου. Ανάμεσα στους οργανισμούς με προοπτική χρήσης ως βιολογικά παρασκευάσματα συμπεριλαμβάνονται περίπου 30 είδη μυκήτων με εξέχοντα θέση στελέχη ειδών του γένους Fusarium όπως το Fusarium oxysporum και το Fusarium arthosporiodes τα οποία προσβάλλουν αρκετά είδη οροβάγχης. Εκτός από τη χρήση των παθογόνων μυκήτων της οροβάγχης, η διερεύνηση της δραστικότητας των μεταβολιτών που παράγονται από τους μύκητες αυτούς παρουσιάζει ενδιαφέρον. Στελέχη του Fusarium oxysporum παράγουν ένα μεγάλο αριθμό βιοδραστικών μεταβολιτών όπως fusaric acid, fumonisins, beauvericin, enniatin, monilifromin, trichothecenes. Κατά συνέπεια μεταβολίτες με φυτοτοξική δράση στην οροβάγχη μπορεί να χρησιμοποιηθούν per se ή ως χημικά πρότυπα για την ανάπτυξη νέων ζιζανιοκτόνων αποτελεσματικά εναντίον του παρασίτου. Επίσης η μελέτη του τρόπου δράσης σε υποκυτταρικό επίπεδο μπορεί να οδηγήσει στην ανακάλυψη νέων βιοχημικών στόχων, τομέας σημαντικός για ανάπτυξη νέων ζιζανιοκτόνων. Λαμβάνοντας υπόψη τη πολυπλοκότητα του παρασιτισμού ανωτέρων φυτών από την οροβάγχη που είναι και αυτή ανώτερο (δικότυλο) φυτό, η επιλογή κατάλληλης μεθόδου ή βιοδοκιμής αξιολόγησης της εκλεκτικής βιοδραστικότητας χημικών ενώσεων είναι σημαντική παράμετρος για αξιοποιήσιμα αποτελέσματα. Μεταξύ των μεθόδων που μπορεί να χρησιμοποιηθούν σε τέτοιου είδους πειραματισμό συμπεριλαμβάνονται: Βιοδοκιμή βλάστησης σπόρων, βιοδοκιμή σε φύλλα με έκθεση των φύλλων σε χημικές ενώσεις μετά από πρόκληση πληγής, βιοδοκιμή με τη χρήση ιστοκαλλιεργειών της οροβάγχης, αλλά και πρωτόκολλα πειραματισμού στο χωράφι. [2]
Το πράσινο σκουλήκι (HELIOTHIS ARMIGERA)
Είναι ένα από τα πιο καταστροφικά έντομα. Η προσβολή του εξελίσσεται γρήγορα και θεαματικά αφού η προνύμφη για την ανάπτυξη της καταστρέφει πολλά καρποφόρα όργανα. Προσβάλλει πολλά καλλιεργούμενα φυτά και ένα από αυτά είναι και το λινάρι. Σε φυτείες με βαριά προσβολή η παραγωγή μπορεί να μειωθεί σε τέτοιο βαθμό που η καλλιέργεια να γίνεται αντιοικονομική. Το πράσινο σκουλήκι προκαλεί ποσοτική συνήθως ζημιά και λιγότερο ποιοτική. Η μικρή προνύμφη, αμέσως μετά την εκκόλαψη της περιπλανιέται στο φυτό τρώγοντας μικρά φύλλα μέχρι να βρεί το λουλούδι. Στις δυο πρώτες ηλικίες τρέφεται συνήθως με λουλούδια. Στις επόμενες ηλικίες τρέφεται με καρποφόρα όργανα. Το πράσινο σκουλήκι έχει 3-6 γενεές, στην Ελλάδα συνήθως 3-4.[3]
Το πράσινο σκουλήκι είναι κυρίως τροπικό και υποτροπικό μεταναστευτικό είδος, που η ικανότητα του να διαπαύει, του επιτρέπει την επέκταση της διασποράς του και στην εύκρατη ζώνη. Είναι ευρύτατα διαδεδομένο στην Νότια και Κεντρική Ευρώπη. Είναι εξαιρετικά πολυφάγο είδος. Προσβάλει το λινάρι και σπανιότερα καρποφόρα δένδρα. Διαχειμάζει σαν νύμφη σε κελί που δημιουργεί μέσα στο έδαφος και δραστηριοποιείται όταν οι θερμοκρασίες εδάφους ξεπερνούν τους συνήθως τον Απρίλιο. Πολλά αρπακτικά και παράσιτα καρατούν χαμηλά τα επίπεδα του. Ψεκασμοί με εντομοκτόνα για άλλους εχθρούς καταστρέφουν τον φυσικό έλεγχο και προκαλούν εξάρσεις του πληθυσμού αυτού του εχθρού. Τα πράσινα σκουλήκια έλκονται από χονδροστέλεχα και εύχυμα φυτά. Αυτό μπορεί να αποφευχθεί με μείωση των ποτισμάτων και της λίπανσης. Συνήθως το πράσινο σκουλήκι αναπτύσσει ζημιογόνους πληθυσμούς αργά το καλοκαίρι γι' αυτό θα πρέπει να γίνεται επέμβαση νωρίς στην ωρίμανση. Πολλές βροχοπτώσεις, χαμηλές θερμοκρασίες και κατεργασία του εδάφους περιορίζουν τον αριθμό των νυμφών που επιβιώνουν ως την επόμενη άνοιξη ιδιαίτερα στα βαριά εδάφη, αλλά αν μετά υπάρξουν ευνοϊκές συνθήκες και μειωμένη παρουσία φυσικών εχθρών του πράσινου σκουληκιού, μπορεί γρήγορα να δημιουργηθούν επικίνδυνα υψηλοί πληθυσμοί χάριν του μεγάλου αριθμού αυγών που γεννάει κάθε θηλυκό. Το πράσινο σκουλήκι έχει ήδη αναπτύξει ανθεκτικότητα σε πολλά εντομοκτόνα κατά περιοχή. Προτείνεται γενικά κατά την αντιμετώπιση των εχθρών: • Η μη υπέρβαση των συνιστώμενων δόσεων και η εναλλαγή χρήσης εντομοκτόνων διαφορετικής κατηγορίας (Οργανοφοσφωρικά, καρβαμιδικά, πυρεθρίνες). • Να μη χρησιμοποιείται το ίδιο εντομοκτόνο περισσότερο από 2 φορές το χρόνο. • Να αποφεύγεται η χρήση πυρεθρινών νωρίς στη καλλιεργητική περίοδο και εφόσον είναι δυνατό να περιορίζεται η χρήση τους σε μία γενιά, (στρατηγική αντιμετώπισης σε Ισραήλ, Τέξας των Η.Π.Α. και Αυστραλία). • Επίσης να χρησιμοποιούνται μείγματα εντομοκτόνων με συνεργιστική δράση και να αποφεύγεται η χρήση μεμονωμένα πυρεθρινών, όταν εκτιμάται ο κίνδυνος να μην έχουμε επαρκώς αποτελεσματική δράση και να αναπτυχθεί ανθεκτικότητα. • Προτείνεται ακόμα η διατήρηση μικρών αψέκαστων λωρίδων καλλιέργειας και αυτοφυούς βλάστησης - «καταφύγια», που επιτρέπει τη προστασία της βιοποικιλότητας και την επιβίωση και ευαίσθητων πέρα από τα ανθεκτικά άτομα του εχθρού, ώστε διασταυρούμενα μεταξύ τους να δώσουν λιγότερο ανθεκτική γενιά. Επιτρέπεται επίσης έτσι η επιβίωση ωφελίμων- φυσικών εχθρών τους που τρέφονται ή παρασιτούν στα άτομα του εχθρού που επιζούν.[4]
Ασθένειες λιναριού
Οι αδρομυκώσεις παρουσιάζουν μεγάλη εξάπλωση και είναι πολύ καταστροφικές για τους ξενιστές τους και είναι ασθένειες των φυτών. Τα συμπτώματά τους εμφανίζονται συνήθως με την μορφή μάρανσης, χλώρωσης και νέκρωσης των φύλλων που ακολουθείται από νέκρωση όλου του φυτού. Οι αδρομυκώσεις εμφανίζονται ως αποτέλεσμα της παρουσίας και της δραστηριότητας των παθογόνων στα αγγεία του ξύλου των φυτών. Η νέκρωση των φυτών μπορεί να συμβεί μέσα σε μερικές εβδομάδες.
Υπάρχουν τέσσερα γένη που προκαλούν αδρομυκώσεις και είναι τα Ceratocystis, Ophiostoma, Phoma, Fusarium και Verticillium.
Οι περισσότεροι από τους μύκητες του γένους Fusarium που προκαλούν αδρομυκώσεις ανήκουν στο είδος Fusarium oxysporum (φουζαρίωση).
Δύο είδη, τα Verticillium albo - atrum και V. dahliae, προσβάλλουν εκατοντάδες είδη φυτών προκαλώντας αδρομυκώσεις και απώλειες παραγωγής ποικίλης σοβαρότητας (βερτισιλλίωση).
Όλες οι αδρομυκώσεις έχουν κάποια συγκεκριμένα κοινά χαρακτηριστικά. Τα φύλλα των προσβεβλημένων φυτών ή τμήματα των προσβεβλημένων ξενιστών χάνουν την σπαργή τους, γίνονται μαλακά και χλωρωτικά και στη συνέχεια μαραίνονται, κιτρινίζουν και τελικά νεκρώνονται. Οι νεαροί και τρυφεροί βλαστοί επίσης μαραίνονται και νεκρώνονται. Στα προσβεβλημένα στελέχη και κλαδιά εμφανίζονται καστανοί μεταχρωματισμοί στους αγγειακούς ιστούς. Κάποια από τα αγγεία μπορεί να φράσσονται από μυκήλιο, σπόρια ή πολυσακχαρίτες που παράγονται από τον μύκητα.[5]
Η ανθράκωση παρουσιάζει μεγάλο εύρος ξενιστών όπως στο λινάρι και άλλα. Παρουσιάζει διαφόρων ειδών συμπτώματα ανάλογα με τον μύκητα και τον ξενιστή που προσβάλλει.
Melampsora lini Η νόσος χαρακτηρίζεται από ανοικτό κίτρινο έως πορτοκαλί-κίτρινο Sori περιέχουν pycnia και aecia. Αυτά είναι κατανεμημένα στα φύλλα και τους μίσχους νωρίς στην καλλιεργητική περίοδο. Αυτά ακολουθούνται από κόκκινο-κίτρινο έως πορτοκαλί uredinia σε φύλλα, μίσχους και κάψουλες όπως η καλλιεργητική περίοδος εξελίσσεται.
Με ταυτόχρονες μελέτες σχετικά με την μολυσματικότητα σε διάφορες απομονώσεις της σκουριάς λιναριού και την αντίσταση στις ποικιλίες του λιναριού, που προέρχεται η ιδέα μιας σχέσης γονίδιο-προς-γονίδιο μεταξύ του ξενιστή και παθογόνου. Πολλαπλά γονίδια αντίστασης μπορεί επίσης να υπάρχουν σε ορισμένες ποικιλίες λίνου. Η μοριακή βάση της αντίστασης έχει επίσης διερευνηθεί. Οι κτηνοτρόφοι έχουν εφαρμόσει την έννοια γονίδιο-προς-γονίδιο για την παραγωγή πολλών ανθεκτικών ποικιλιών Μέχρι σήμερα, ένα σύνολο 30 ή έτσι γονίδια αντίστασης έχει ταυτοποιηθεί σε λινάρι, αυτά συμβαίνουν σε πέντε σειρές και συνδέονται με στενά ή αλληλόμορφα γονίδια. Παρομοίως, ένα σύνολο 27 γονιδίων μολυσματικότητας έχει βρεθεί στο Μelampsora lini, αλλά αυτά εμφανίζονται να είναι σε ξεχωριστές θέσεις.
Αρκετές γενικές αναφορές παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τα γονίδια ανθεκτικότητας που ταυτοποιούνται, του τρόπου κληρονομικότητας, και οι μέθοδοι για τον έλεγχο για την αντίσταση. Μοριακές μέθοδοι για την απομόνωση γονιδίων αντίστασης σκουριά από λινάρι έχουν επίσης ερευνηθεί.
Ορισμένες μελέτες πεδίου δείχνουν ότι η πιο αποτελεσματική προσέγγιση για την ανάπτυξη ανθεκτικών τύπων είναι να χρησιμοποιήσετε ένα μωσαϊκό των ποικιλιών. Σε γενικές γραμμές, η πιο αποτελεσματική μέθοδος ελέγχου για το Μelampsora lini φαίνεται να είναι η αντίσταση αναπαραγωγής. [6]
Σχετικές σελίδες
Βιβλιογραφία
- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 Φυτά Μεγάλης Καλλιέργειας Τόμος II "Ειδικότητα: Φυτικής Παραγωγής", Αυγουλάς Χρήστος, Ποδηματάς Κων/νος, Παπαστυλιανού Παναγιώτα, Καθηγητών Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
- ↑ "Αξιολόγηση βιοδραστικότητας φυτοτοξινών από παθογόνους μύκητες της Orobanche spp", διδακτορική διατριβή του Christopher Suh, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα Μάρτιος 2011
- ↑ "Προβλήματα καλλιέργειας βαμβακιού στο Νομό Έβρου αντιμετώπιση αυτών και προοπτικές", πτυχιακή εργασία του Λεμονάκη Νικολάου και της Χατζιόγλου Φωτεινής, Αλεξάνρειο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ιδρυμα Θεσσαλονίκης, Απρίλιος 2011
- ↑ [ Πράσινο σκουλήκι εχθρός λιναριού].
- ↑ "Φυτοπαθολογική και μοριακή διερεύνηση των μηχανισμών που εμπλέκονται στην άμυνα των φυτών κατά των παθογόνων των αδρομυκώσεων", διδακτορική διατριβή του Ιάκωβου Παντελίδη, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 2009
- ↑ Ασθένεια λιναριού σκωρίαση.