Κλιματικές συνθήκες σιταριού

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Θερμοκρασία και φωτοπερίοδος κατάλληλες για την ανάπτυξη του σιταριού

Σύμφωνα με τις θερμικές απαιτήσεις και φωτοπεριοδικές αντιδράσεις τους οι ποικιλίες σιταριού διακρίνονται σε:

  1. Χειμωνιάτικες. Απαιτούν θερμοκρασίες 0-8oC για λίγες εβδομάδες για να εαρινοποιηθούν και είναι ανθεκτικές στις χαμηλές θερμοκρασίες.
  2. Ανοιξιάτικες. Δε θέλουν τόσο χαμηλές θερμοκρασίες για εαρινοποίηση και είναι ευπαθείς στις χαμηλές θερμοκρασίες.
  3. Ενδιάμεσες, με απαιτήσεις μεταξύ των χειμωνιάτικων και ανοιξιάτικων.

Γενικά το σιτάρι είναι φυτό των ευκράτων κλιμάτων που απαιτεί για την αύξηση θερμοκρασίες μεταξύ 3-4oC και 30-32oC. Για πολλές λειτουργίες η άριστη θερμοκρασία είναι γύρω στους 25oC.

Υψηλές θερμοκρασίες στην πρώτη ανάπτυξη προκαλούν επιβράδυνση της άνθησης. Θερμοκρασίες μεγαλύτερες από 32oC στις 3-4 εβδομάδες μετά την άνθηση τερματίζουν πρόωρα το γέμισμα ενώ κατά την άνθηση προκαλούν κακή γονιμοποίηση. Υψηλές θερμοκρασίες σε συνδυασμό με υψηλή σχετική υγρασία αυξάνουν τις προσβολές από σκωριάσεις.

Οι θερμοκρασίες [1] του χειμώνα ορίζουν το χρόνο σποράς και το είδος της ποικιλία που θα χρησιμοποιηθεί. Έτσι σε ήπιους ή βροχερούς χειμώνες γίνεται σπορά φθινοπωρινή με ανοιξιάτικες ποικιλίες. Σε μέτρια ψυχρούς χειμώνες γίνεται σπορά φθινοπωρινή με χειμωνιάτικες ποικιλίες και σε πολύ ψυχρούς χειμώνες σπορά την άνοιξη με ανοιξιάτικες ποικιλίες.

Το σιτάρι είναι ανθεκτικότερο από το κριθάρι και τη βρώμη και πιο ευαίσθητο από τη σίκαλη στις χαμηλές θερμοκρασίες. Έχει δυνατότητα αυτοσκληραγώγησης των νεαρών φυτών όταν υπάρχει αρκετό φως και εφοδιασμός σε θρεπτικά στοιχεία. Πολύ χαμηλές θερμοκρασίες προκαλούν βλάβες εάν επέλθουν πριν από το στάδιο της αυτοσκληραγώγησης. Γενικά, ο ανορθωμένος τύπος βλάστησης παρουσιάζει εμγαλύτερη ευπάθεια στις χαμηλές θερμοκρασίες. Η εναλλαγή πήξης και τήξης του εδαφικού διαλύματος προκαλεί ξερίζωμα και κοπή του ριζικού συστήματος. Τέλος οι όψιμοι παγετοί ή ακόμη και 0oC έστω και για λίγες ώρες όταν τα φυτά έχουν ξεσταχυάσει προκαλούν καταστροφή και στείρωση των ανθέων. Ο λίβας κατά το ξεστάχυασμα προκαλεί το θάνατο των εκτεθειμένων ανθικών οργάνων. Κατά το γέμισμα συντομεύει ή και διακόπτει τη διαδικασία του γεμίσματος, με αποτέλεσμα καρπούς συρρικνωμένους και χαμηλές αποδόσεις. Το χαμηλό βάρος των καρπών είναι σύνθετο αποτέλεσμα της αφυδάτωσής τους και της διακοπής του γεμίσματος.




Βιβλιογραφία

  1. "Τα σιτηρά των εύκρατων κλιμάτων", Ανδρέας Ι. Καραμάνος, Καθηγητής της Γεωργίας στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών.

Ατμοσφαιρική υγρασία κατάλληλη για την ανάπτυξη του σιταριού

Το σιτάρι καλλιεργείται παγκοσμίως σε περιοχές όπου η ετήσια βροχόπτωση κυμαίνεται από 250-1750mm αλλά συνήθως σε περιοχές όπου η ετήσια βροχόπτωση είναι 375-775mm H2O. Είναι επίσης δυνατό να καλλιεργηθεί σε περιοχές με ετήσια βροχόπτωση μικρότερη από 250mm, όπου όμως εναλλάσσεται με μονοετή αγρανάπαυση. Η άριστη ετήσια βροχόπτωση είναι 625-775mm H2O, όπου τα 10-15mm πέφτουν στους δύο μήνες πριν την ωρίμαση. Ειδικότερα, σε περιοχές με μεσογειακό κλίμα τα 300mm θεωρούνται ελάχιστη προϋπόθεση για ικανοποιητική παραγωγή. Αντίθετα σε περιοχές με βροχοπτώσεις θέρους το κατώτατο όριο βροχόπτωσης είναι πολύ υψηλότερο, περίπου 500mm.

Υπερβολικές βροχές [1] μπορεί να μειώσουν τις τελικές αποδόσεις ανυψώνοντας τον υδατικό ορίζοντα, καθυστερώντας τη σπορά, αποπλύνοντας τα νιτρικά ανιόντα, δημιουργώντας πλαγιάσματα και ευνοώντας επιφυτείες. Υπερβολικές βροχές μετά τη σπορά έχουν ως αποτέλεσμα κακή εγκατάσταση των φυταρίων, πιθανόν λόγω μείωσης της αεροϊκανότητας του εδάφους.

Έλλειψη βροχών προκαλεί μείωση των αποδόσεων, ανάλογα με το πότε θα παρατηρηθεί. Γενικά αν και το σιτάρι θεωρείται ότι έχει σχετικά μέτρια αντοχή στην ξηρασία, είναι προικισμένο με μηχανισμούς προσαρμογής.

Στις φθινοπωρινές καλλιέργειες έλλειψη βροχών μετά τη σπορά και το φύτρωμα δημιουργεί πιθανότητες αποτυχίας της καλλιέργειας λόγω κακού φυτρώματος και καθυστέρησης της ανάδυσης. Συνήθως οι βροχές τους Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου ξεπερνούν τις ανάγκες των φυτών, γινεται αποθήκευση στο έδαφος και χρησιμοποίηση της υγρασίας αργότερα. Οι βροχές της άνοιξης είναι ευεργετικές λόγω σύμπτωσής τους με την κρίσιμη περίοδο όπου τα φυτά έχουν ένα μέγιστο αναγκών σε νερό και θρεπτικά συστατικά. Όψιμες βροχές είναι χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα και συνήθως ανεπιθύμητες γιατί ευνοούν το όψιμο πλάγιασμα, προσβολές από σκωριάσεις, ενώ καθυστερούν και την ωρίμαση των καρπών.




Βιβλιογραφία

  1. "Τα σιτηρά των εύκρατων κλιμάτων", Ανδρέας Ι. Καραμάνος, Καθηγητής της Γεωργίας στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών.


Θερμοκρασία-Φωτοπερίοδος

Σύμφωνα με τις θερμικές απαιτήσεις και φωτοπεριοδικές αντιδράσεις τους οι ποικιλίες σιταριού διακρίνονται σε:

  1. Χειμωνιάτικες. Απαιτούν θερμοκρασίες 0-8oC για λίγες εβδομάδες για να εαρινοποιηθούν και είναι ανθεκτικές στις χαμηλές θερμοκρασίες.
  2. Ανοιξιάτικες. Δε θέλουν τόσο χαμηλές θερμοκρασίες για εαρινοποίηση και είναι ευπαθείς στις χαμηλές θερμοκρασίες.
  3. Ενδιάμεσες, με απαιτήσεις μεταξύ των χειμωνιάτικων και ανοιξιάτικων.

Γενικά το σιτάρι είναι φυτό των ευκράτων κλιμάτων που απαιτεί για την αύξηση θερμοκρασίες μεταξύ 3-4oC και 30-32oC. Για πολλές λειτουργίες η άριστη θερμοκρασία είναι γύρω στους 25oC.

Υψηλές θερμοκρασίες στην πρώτη ανάπτυξη προκαλούν επιβράδυνση της άνθησης. Θερμοκρασίες μεγαλύτερες από 32oC στις 3-4 εβδομάδες μετά την άνθηση τερματίζουν πρόωρα το γέμισμα ενώ κατά την άνθηση προκαλούν κακή γονιμοποίηση. Υψηλές θερμοκρασίες σε συνδυασμό με υψηλή σχετική υγρασία αυξάνουν τις προσβολές από σκωριάσεις.

Οι θερμοκρασίες του χειμώνα ορίζουν το χρόνο σποράς και το είδος της ποικιλία που θα χρησιμοποιηθεί. Έτσι σε ήπιους ή βροχερούς χειμώνες γίνεται σπορά φθινοπωρινή με ανοιξιάτικες ποικιλίες. Σε μέτρια ψυχρούς χειμώνες γίνεται σπορά φθινοπωρινή με χειμωνιάτικες ποικιλίες και σε πολύ ψυχρούς χειμώνες σπορά την άνοιξη με ανοιξιάτικες ποικιλίες.

Το σιτάρι είναι ανθεκτικότερο από το κριθάρι και τη βρώμη και πιο ευαίσθητο από τη σίκαλη στις χαμηλές θερμοκρασίες. Έχει δυνατότητα αυτοσκληραγώγησης των νεαρών φυτών όταν υπάρχει αρκετό φως και εφοδιασμός σε θρεπτικά στοιχεία. Πολύ χαμηλές θερμοκρασίες προκαλούν βλάβες εάν επέλθουν πριν από το στάδιο της αυτοσκληραγώγησης. Γενικά, ο ανορθωμένος τύπος βλάστησης παρουσιάζει εμγαλύτερη ευπάθεια στις χαμηλές θερμοκρασίες. Η εναλλαγή πήξης και τήξης του εδαφικού διαλύματος προκαλεί ξερίζωμα και κοπή του ριζικού συστήματος. Τέλος οι όψιμοι παγετοί ή ακόμη και 0oC έστω και για λίγες ώρες όταν τα φυτά έχουν ξεσταχυάσει προκαλούν καταστροφή και στείρωση των ανθέων. Ο λίβας κατά το ξεστάχυασμα προκαλεί το θάνατο των εκτεθειμένων ανθικών οργάνων. Κατά το γέμισμα συντομεύει ή και διακόπτει τη διαδικασία του γεμίσματος, με αποτέλεσμα καρπούς συρρικνωμένους και χαμηλές αποδόσεις. Το χαμηλό βάρος των καρπών είναι σύνθετο αποτέλεσμα της αφυδάτωσής τους και της διακοπής του γεμίσματος.

Ατμοσφαιρική υγρασία

Το σιτάρι καλλιεργείται παγκοσμίως σε περιοχές όπου η ετήσια βροχόπτωση κυμαίνεται από 250-1750mm αλλά συνήθως σε περιοχές όπου η ετήσια βροχόπτωση είναι 375-775mm H2O. Είναι επίσης δυνατό να καλλιεργηθεί σε περιοχές με ετήσια βροχόπτωση μικρότερη από 250mm, όπου όμως εναλλάσσεται με μονοετή αγρανάπαυση. Η άριστη ετήσια βροχόπτωση είναι 625-775mm H2O, όπου τα 10-15mm πέφτουν στους δύο μήνες πριν την ωρίμαση. Ειδικότερα, σε περιοχές με μεσογειακό κλίμα τα 300mm θεωρούνται ελάχιστη προϋπόθεση για ικανοποιητική παραγωγή. Αντίθετα σε περιοχές με βροχοπτώσεις θέρους το κατώτατο όριο βροχόπτωσης είναι πολύ υψηλότερο, περίπου 500mm.

Υπερβολικές βροχές μπορεί να μειώσουν τις τελικές αποδόσεις ανυψώνοντας τον υδατικό ορίζοντα, καθυστερώντας τη σπορά, αποπλύνοντας τα νιτρικά ανιόντα, δημιουργώντας πλαγιάσματα και ευνοώντας επιφυτείες. Υπερβολικές βροχές μετά τη σπορά έχουν ως αποτέλεσμα κακή εγκατάσταση των φυταρίων, πιθανόν λόγω μείωσης της αεροϊκανότητας του εδάφους.

Έλλειψη βροχών προκαλεί μείωση των αποδόσεων, ανάλογα με το πότε θα παρατηρηθεί. Γενικά αν και το σιτάρι θεωρείται ότι έχει σχετικά μέτρια αντοχή στην ξηρασία, είναι προικισμένο με μηχανισμούς προσαρμογής.

Στις φθινοπωρινές καλλιέργειες έλλειψη βροχών μετά τη σπορά και το φύτρωμα δημιουργεί πιθανότητες αποτυχίας της καλλιέργειας λόγω κακού φυτρώματος και καθυστέρησης της ανάδυσης. Συνήθως οι βροχές τους Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου ξεπερνούν τις ανάγκες των φυτών, γινεται αποθήκευση στο έδαφος και χρησιμοποίηση της υγρασίας αργότερα. Οι βροχές της άνοιξης είναι ευεργετικές λόγω σύμπτωσής τους με την κρίσιμη περίοδο όπου τα φυτά έχουν ένα μέγιστο αναγκών σε νερό και θρεπτικά συστατικά. Όψιμες βροχές είναι χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα και συνήθως ανεπιθύμητες γιατί ευνοούν το όψιμο πλάγιασμα, προσβολές από σκωριάσεις, ενώ καθυστερούν και την ωρίμαση των καρπών.

Υψόμετρο

Το σιτάρι μπορεί να καλλιεργείται σε μεγάλα υψόμετρα (μέχρι και 4.500m στο Θιβέτ) ή ακόμη και κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Συνήθως σε μεγάλο υψόμετρο καλλιεργείται σε περιοχές με θερμό κλίμα.