Eobania vermiculata
Αυτό το είδος µεγάλου χερσαίου σαλιγκαριού είναι κοινό στη µεσογειακή περιοχή και εκτείνεται από την Ισπανία ως τη Ρωσική Κριµαία. Συναντάται σε Ισραήλ, Αίγυπτο, ανατολική Ισπανία, ανατολική Βουλγαρία, νότια Ελλάδα και τη χερσόνησο της Κριµαίας. Βρίσκεται επίσης χωρίς να είναι αυτόχθονο (µεταφέρθηκε) σε Ν.Α. Αυστραλία, ενώ η µη ιθαγενής κατανοµή της Eobania vermiculata περιλαµβάνει:
- Τη Ν.Α. Αυστραλία, όπως προαναφέρθηκε, όπου είναι γνωστό ως σαλιγκάρι µε τη σοκολατί λωρίδα.
- Τις Η.Π.Α., όπου εγκαταστάθηκε ήδη και θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει µια δυνητικά µεγάλη απειλή ως επιβλαβές είδος–εισβολέας., που θα µπορούσε να επηρεάσει τη γεωργία, τα φυσικά οικοσυστήµατα, την ανθρώπινη υγεία ή το εµπόριο. Προτάθηκε έτσι να δοθεί στην αποµόνωση αυτού του είδους κορυφαία εθνική σηµασία.
Το χρώµα του κελύφους είναι πολύ µεταβλητό. Ασπρουδερό ως πρασινωπό κίτρινο, συχνά µε έγχρωµες λωρίδες ή κηλίδες. Η κάτω πλευρά είναι συχνά λευκή µε δύο καστανές λωρίδες και λευκωπή ανάµεσα στην κατώτατη λωρίδα και τον οµφαλό. Το κέλυφος φέρει 4 έως 4,5 σπείρες. Η περιφέρεια του ανοίγµατος είναι λευκή και στα ενήλικα άτοµα στρέφεται προς τα πάνω, ενώ στα νεαρά αυτό συµβαίνει µόνο στη µεριά του άξονα (columella). Ο οµφαλός είναι στενός και ανοικτός στα νεαρά, µερικά καλυµµένος από το γυριστό περιθώριο της µεριάς του άξονα, ενώ είναι πλήρως κλειστός στα κελύφη των ενηλίκων. Το πλάτος του κελύφους είναι 22–32mm. Το ύψος του είναι 14–24mm.
Τα νεαρά άτοµα διαφέρουν από τα άτοµα του είδους Theba pisana (που έχουν παρόµοιο οµφαλό) από το µεγαλύτερο µέγεθος της κορυφής.
Το είδος Eobania vermiculata ζει σε µια ευρεία ποικιλία ενδιαιτηµάτων, συνήθως σε ξηρή βλάστηση, συνήθως σε εγγύτητα µε τις ακτές, επίσης σε γεωργικές καλλιέργειες. Είναι πολύ κοινό στην Κρήτη, ενώ το είδος ζει πρακτικά σε κάθε µικρό νησί του νότιου Αιγαίου.
Στη βόρειο Ελλάδα η σύζευξη συµβαίνει µετά τις πρώτες βροχοπτώσεις το φθινόπωρο. Αυτό το είδος δηµιουργεί βέλη της αγάπης και τα χρησιµοποιεί ως µέρος της συζευκτικής του συµπεριφοράς.Είκοσι µέρες αργότερα γεννιούνται περίπου 70 αυγά. Το µέγεθος του αυγού είναι 4.1 Χ<sup/> 3mm.
Τα νεαρά εκκολάπτονται λίγο µετά και µεγαλώνουν σε διάµετρο περίπου 12–13mm το χρόνο για δύο χρόνια (η αυξητική περίοδος συνήθως περιορίζεται από Φεβρουάριο ως Ιούνιο στη βόρεια Ελλάδα, ενώ στην Κρήτη αυτή η περίοδος τελειώνει ήδη κατά το Μάιο). Φθάνει στην ωριµότητα µετά από δύο χρόνια, όταν αποκτήσει διάµετρο 25mm, κλείσει ο οµφαλός και στραφεί προς τα πάνω η περιφέρεια του ανοίγµατος. Τα σαλιγκάρια φθάνουν 29–30mm σε διάµετρο κατά το Μάιο–Ιούνιο του δεύτερου χρόνου στη βόρεια Ελλάδα (Απρίλιο στην Κρήτη) µε τη µέγιστη διάµετρο τα 33 mm, να χρειάζεται 5 χρόνια ή περισσότερα για να επιτευχθεί, αλλά η θνησιµότητα αυξάνει πολύ µετά τα δύο χρόνια. Περίπου το 20% των ατόµων σε ένα πληθυσµό επιζούν, ώστε να γεννήσουν αυγά τον τρίτο χρόνο, ενώ µόνο 5% των ατόµων ξαναγεννούν αυγά κατά τον 4ο χρόνο. Ο ρυθµός θνησιµότητας µειώνεται µε την ηλικία. Τα ζώα διαχειµάζουν (στη βόρεια Ελλάδα) ή διαθερίζουν (πέφτουν σε θερινή νάρκη – στην Κρήτη), αλλά νεαρά και ενήλικα δείχνουν διαφορές στη συµπεριφορά τους. Τα ενήλικα σκάπτουν στο έδαφος και φτιάχνουν ένα επίφραγµα, ενώ τα νεαρά αναζητούν προστατευµένες θέσεις κάτω από πέτρες ή φύλλα χαµηλών φυτών.
Το είδος είναι εµπορεύσιµο και εξάγεται από την Ελλάδα στη Γαλλία. Αυτό το γεγονός οδήγησε τους ερευνητές να προτείνουν περιορισµούς στο µέγεθος των συλλεγοµένων ατόµων και τις εποχές συλλογής. Βρίσκεται σε όλη την χώρα καθώς είναι το περισσότερο διαδεδοµένο σαλιγκάρι. Υπάρχουν πολλές παραλλαγές του είδους. Αφθονεί στην αγορά και το βάρος φτάνει τα 5-8 γραµµάρια. Σάρκα 45-50%, πολύ τρυφερή και πολύ νόστιµη. Είναι από τα το πιο κοινά είδη σαλιγκαριών της νότιας Ελλάδας. Θα το συναντήσουµε σε όλα σχεδόν τα νησιά ακόµη και στα πιο µικρά βραχονήσια σε όλους τους βιοτόπους, ανθρωπογενείς και µη.