Επισιτιστική Ασφάλεια

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Γεωργία, επισιτιστική ασφάλεια και κλιματική αλλαγή: Η ανάγκη για κοινές ερευνητικές δράσεις:

Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην επισιτιστική ασφάλεια:

Καθώς αυξάνεται ο πληθυσμός, η παγκόσμια ζήτηση για τρόφιμα αναμένεται να διπλασιαστεί μέχρι το 2050. Η κλιματική αλλαγή θέτει σε κίνδυνο τη βιώσιμη προσφορά τροφίμων για την ικανοποίηση αυτής της ζήτησης. Για παράδειγμα, η παραγωγή τροφίμων σε τροπικές και υποτροπικές χώρες, ιδίως στην Αφρική νοτίως της Σαχάρας, κινδυνεύει ιδιαίτερα από την κλιματική αλλαγή, και μια μεγάλη επισιτιστική κρίση σε αυτές τις περιοχές θα έχει επιπτώσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ο Γεωργικός και Δασοκομικός κλάδος καλούνται να ικανοποιήσουν την ολοένα μεγαλύτερη ζήτηση βιομάζας για μη επισιτιστικούς σκοπούς, ως αποτέλεσμα της μετάβασης σε μια οικονομία “χαμηλών επιπέδων άνθρακα”. Για να αντιμετωπιστούν ζητήματα όπως η επισιτιστική ασφάλεια και οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη Γεωργία, είναι άμεση ανάγκη να αναληφθεί ευρεία και συντονισμένη Ευρωπαϊκή ερευνητική δράση. Στο μεγαλύτερο μέρος τους, οι δαπάνες έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης για μη στρατιωτικούς σκοπούς προγραμματίζονται, υλοποιούνται και αξιολογούνται, επί του παρόντος, σε εθνικό επίπεδο. Οι συντονισμένες δράσεις σε Ευρωπαϊκό επίπεδο δεν ξεπερνούν το 15% του συνόλου.

Ο ρόλος της έρευνας στην αντιμετώπιση του προβλήματος Η στενότερη συνεργασία μεταξύ των υπευθύνων των Εθνικών ερευνητικών προγραμμάτων θα συμβάλει στον εντοπισμό κοινών προβλημάτων και στην αποτελεσματική αντιμετώπιση τους. Οι χώρες της Ε.Ε. θα είναι σε θέση να καταρτίσουν και να υλοποιήσουν κοινή στρατηγική ερευνητική ατζέντα για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων, λαμβάνοντας υπόψη τα διάφορα πιθανά σενάρια σχετικά με την κλιματική αλλαγή, τον παγκόσμιο πληθυσμό και την εξέλιξη της ζήτησης για επισιτιστικούς και μη σκοπούς.

Πολλαπλά οφέλη για όλες τις πλευρές

• Οι πολίτες θα ωφεληθούν από τη μεγαλύτερη επισιτιστική ασφάλεια.

• Τα ενδιαφερόμενα μέρη από τις συμμετέχουσες χώρες (αρμόδιοι λήψης αποφάσεων, ιδιοκτήτες, διευθυντικά στελέχη, προγραμματιστές κ.λπ.) θα αντλήσουν όφελος από την αποτελεσματικότερη ανταλλαγή και εναρμονισμένη υλοποίηση ορθών πρακτικών.

• Όλοι θα ωφεληθούν από την αποτελεσματικότερη χρήση των περιορισμένων δημοσίων πόρων που διαθέτει η Ευρώπη για την έρευνα.

Γιατί πρέπει να αναληφθεί δράση σε επίπεδο Ε.Ε.;:

Η επισιτιστική ασφάλεια και η κλιματική αλλαγή είναι πανευρωπαϊκά θέματα που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με επιτυχία από κάθε χώρα χωριστά. Ο κοινός προγραμματισμός παρέχει τη δυνατότητα στις χώρες της Ε.Ε. να υλοποιήσουν μια κοινή ερευνητική ατζέντα, αποφεύγοντας τον κατακερματισμό και την αλληλεπικάλυψη των προσπαθειών. Μια ευρείας κλίμακας συντονισμένη δράση σε επίπεδο Ε.Ε. έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο χάρη στην κρίσιμη μάζα που δημιουργείται. Ο συντονισμός των ερευνητικών προγραμμάτων είναι μια σταδιακή διαδικασία, η οποία αποφασίζεται από τις συμμετέχουσες χώρες.[1]

Η επισιτιστική ασφάλεια, η έντονη υποβάθμιση του περιβάλλοντος και η κλιματική αλλαγή: είναι από τις κυριότερες προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει άμεσα η ανθρωπότητα τις επόμενες δεκαετίες. Το έδαφος, το κλειδί για τη διατήρηση της ζωής στον πλανήτη, αποτελεί κρίσιμο συνδετικό κρίκο όλων αυτών των προκλήσεων με αποτέλεσμα να δέχεται ασφυκτικές πιέσεις οι οποίες διαταράσσουν τις λειτουργίες του και την ικανότητά του να προσφέρει οικολογικές, οικονομικές, και κοινωνικές υπηρεσίες. Το 2050 προβλέπεται ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός θα αγγίξει τα 9 δις και οι παγκόσμιες ανάγκες σε τρόφιμα θα αυξηθούν περισσότερο από 50% (Janzen et al., 2011).[2] Όσο αυξάνει ο πληθυσμός της γης τόσο επιτακτική είναι η ανάγκη ορθής χρήσης και προστασίας των εδαφικών πόρων. Το 97.5% της παραγωγής των τροφίμων προέρχεται άμεσα ή έμμεσα από το έδαφος και επομένως η κάλυψη των διατροφικών αναγκών του ανθρώπου σε παγκόσμιο επίπεδο εξαρτάται πρωταρχικά από την αειφορική διαχείριση των εδαφικών πόρων. Την ίδια στιγμή πέρα από τον εφοδιασμό με τα απαραίτητα θρεπτικά στοιχεία για τη διατήρηση της ανθρώπινης ζωής, το έδαφος επηρεάζει την ανθρώπινη υγεία μέσω της ικανότητας του να φιλτράρει το νερό, να αποτελεί σημαντική πηγή μέσω των μικροοργανισμών για την παραγωγή αντιβιοτικών, και να συγκρατεί ανόργανους και οργανικούς ρυπαντές (Steffan et al., 2018).[3] Ο κορωνοϊός επανέφερε την επισιτιστική ασφάλεια στα πρωτοσέλιδα, τα οποία η κλιματική αλλαγή ποτέ δεν έχει εγκαταλείψει. Η απάντηση του παγκόσμιου συστήματος τροφίμων στην κρίση του κορωνοϊού διαφέρει ευτυχώς μέχρι τώρα από τον πανικό που είχε δημιουργήσει στον τομέα των τροφίμων η κρίση του 2010. Μεταξύ άλλων, αυτό οφείλεται στην επαρκή προσφορά, στα υψηλά αποθέματα, στις ήπιες επιπτώσεις των τιμών (το 2010 οι μεταβολές τιμών ήταν πολλαπλάσιες των σημερινών) και στους λίγους περιορισμούς στο εμπόριο.

Έτσι, η κρίση υγείας δεν μετατράπηκε σε επισιτιστική κρίση. Η επιτυχημένη απάντηση του συστήματος τροφίμων της Ε.Ε. (τόσο σε δημόσιο όσο και σε ιδιωτικό επίπεδο) ανέδειξε την αυξανόμενη επιτήδευση, το καινοτόμο πνεύμα και τη διαφάνεια που έχει οικοδομηθεί εδώ και πολλά χρόνια. Όποια πορεία και αν ακολουθήσει η οικονομική ανάκαμψη, θα στηριχθεί στην εμπειρία που αποκτήθηκε, ειδικά στην ώθηση στις ψηφιακές τεχνολογίες. Δυστυχώς, όμως, η κρίση φαίνεται να αναζωπύρωσε την πόλωση σχετικά με τις δύο παραπάνω παγκόσμιες προκλήσεις, φέρνοντας αντιμέτωπες δύο διαμετρικά αντίθετες απόψεις, με κοινή αφετηρία την ανάγκη αντιμετώπισής τους. Ωστόσο, όταν οι προτεινόμενες λύσεις δίνουν προτεραιότητα είτε στην κλιματική αλλαγή είτε στην επισιτιστική ασφάλεια, βλέπουν αντιθέσεις εκεί όπου υπάρχουν συνέργειες και φαντάζονται συνέργειες εκεί όπου υπάρχουν αντιθέσεις. Αυτό οφείλεται ακριβώς στη μονοδιάστατη στάση απέναντι σε κάθε πρόκληση χωριστά, τη στιγμή που αυτές πρέπει να επιλυθούν παράλληλα. Οι κρίσεις πολύ συχνά γεννούν εκ των υστέρων προφήτες. Έτσι και τώρα. Από τη μια πλευρά, η κρίση υποτίθεται ότι αποδεικνύει ότι τα συστήματα τροφίμων είναι χρεοκοπημένα και οι πολιτικές γύρω από τη διατροφή καταστροφικές. Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης χρησιμοποιούν την κλιματική αλλαγή ως πρόσχημα για να προωθήσουν πολιτικές που διέπονται από προκαθορισμένες ιδέες και αγνοούν το ευρύτερο πλαίσιο. Ξεχνούν ότι βιώσιμο δεν είναι μόνο το βιολογικό. Φιλικό προς το περιβάλλον δεν είναι μόνο το μικρό. Κάθε κτηνοτροφική δραστηριότητα δεν αποτελεί ένδειξη αδιαφορίας για τον πλανήτη. Στον πραγματικό κόσμο τίποτα όμως δεν είναι τόσο απόλυτο, και η ικανότητα του «χρεοκοπημένου» διατροφικού συστήματος να ανταποκριθεί στην κρίση καταρρίπτει τέτοιες ακραίες θέσεις.

Από την άλλη πλευρά, η κρίση χρησιμοποιείται επίσης ως πρόσχημα για τη μετατροπή της επισιτιστικής ασφάλειας σε πλατφόρμα κατά της παγκοσμιοποίησης. Λύσεις απολύτως θεμιτές για την αντιμετώπιση των εγχώριων αναγκών (ενίσχυση του εγχώριου παραγωγικού δυναμικού, ενθάρρυνση καινοτόμων τοπικών δικτύων) παρουσιάζονται ως το μαγικό ραβδί που θα λύσει υπαρκτά προβλήματα της παγκοσμιοποίησης, αγνοώντας ότι η επισιτιστική ασφάλεια είναι πάνω απ’ όλα μια παγκόσμια πρόκληση. Η προτεινόμενη «αυτάρκεια τροφίμων», προσπαθώντας να λύσει τα τοπικά προβλήματα, τα επιδεινώνει σε παγκόσμιο επίπεδο. Το σύστημα τροφίμων έχει πραγματικές ελλείψεις, αλλά αυτές αποτελούν μέρος μιας πολύ ευρύτερης, περίπλοκης εικόνας. Ήδη προτού η κλιματική αλλαγή φτάσει στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης της Ε.Ε., είχε καταστεί σαφές ότι σε όλες τις βασικές ανάγκες του ανθρώπου – τροφή, στέγη, ρουχισμός, ενέργεια, μεταφορές – κινούμαστε γρήγορα από μια φάση επίλυσης οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων εις βάρος του περιβάλλοντος προς μια φάση δυνητικής επίλυσης των ιδίων αυτών προβλημάτων, αλλά με συχνά αυξανόμενες κοινωνικές εντάσεις. Για να αντιμετωπίσουμε πειστικά και τις δύο προκλήσεις, θα πρέπει πρώτα να αναγνωρίσουμε ότι μας αφορούν σε παγκόσμιο επίπεδο – και εκεί πρέπει να βρεθεί η λύση τους.

Οι τοπικές αγορές μπορεί συχνά (αλλά όχι παντού) να μειώνουν το αποτύπωμα άνθρακα και να προσθέτουν αξία στα γεωργικά προϊόντα, ωστόσο, η πλειονότητα του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε αστικά κέντρα και δεν μπορεί να τροφοδοτηθεί επαρκώς με λύσεις μικρής κλίμακας. Τεχνολογικές εξελίξεις που μπορούν να αυξήσουν την παραγωγικότητα μεγάλης κλίμακας, βελτιώνοντας την επισιτιστική ασφάλεια, συνδέονται με οφέλη που δεν κατανέμονται ισότιμα, δημιουργώντας φόβους για μεγαλύτερη εξάρτηση από εισαγωγές τροφίμων, και συνεπώς αντίσταση στις παγκόσμιες προσεγγίσεις. Σε παγκόσμιο επίπεδο, όλες οι πρωταγωνίστριες γεωργικές δυνάμεις αντιμετώπισαν την αυξανόμενη ζήτηση που προκάλεσε η άνοδος κατά 40% του παγκόσμιου πληθυσμού τα τελευταία 30 χρόνια, όπως και την περιορισμένη διαθεσιμότητα γης για την παραγωγή τροφίμων, με παρόμοιο τρόπο με τις εκροές, αλλά με σημαντικές διαφορές στις εισροές και στις εκπομπές ρύπων.

Συνοπτικά, η Ε.Ε. παρήγαγε περισσότερα τρόφιμα με λιγότερες εκπομπές ρύπων (-20%) και λιπάσματα, οι ΗΠΑ περισσότερα με τις ίδιες εκπομπές και μικρή αύξηση λιπασμάτων, ενώ η αύξηση της παραγωγής στην Κίνα, στην Ινδία, στη Βραζιλία και στην Αφρική προκάλεσε αύξηση λιπασμάτων και υψηλότερες εκπομπές ρύπων. Αλλά ταυτόχρονα ο «παλαιός κόσμος» (Ε.Ε., Κίνα, Ινδία), με την υψηλή πληθυσμιακή του πυκνότητα, εκπέμπει περισσότερο ανά εκτάριο γης από τον λιγότερο πυκνοκατοικημένο «νέο κόσμο». Τέλος, στην κτηνοτροφία όπου η παραγωγή σχεδόν διπλασιάστηκε, οι μεγάλες αλλαγές δεν έγιναν στα βοοειδή (παρ’ όλη την ατέρμονη συζήτηση γι’ αυτά), αλλά στα πουλερικά. Το ζωικό κεφάλαιο βοοειδών, μάλιστα, μειώθηκε σημαντικά στην Ε.Ε. (-20%) και σε μικρότερο βαθμό στις ΗΠΑ και στην Κίνα, και αυξήθηκε σημαντικά μόνο στη Βραζιλία. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνη της η Ινδία έχει 10% περισσότερα βοοειδή από όσο η Ε.Ε., οι ΗΠΑ και η Κίνα μαζί, ενώ η Βραζιλία 15% περισσότερα από ό,τι η Ε.Ε. και οι ΗΠΑ μαζί. Αν και η πρόοδος της γεωργίας στην Ε.Ε. σταμάτησε τα τελευταία χρόνια, καθώς εξαντλήθηκε η δυναμική των προηγούμενων μεταρρυθμίσεων της ΚΑΠ, οι παραπάνω εξελίξεις αντιπαραβάλλουν την πορεία της γεωργίας στην Ε.Ε. σε σύγκριση με τον υπόλοιπο κόσμο. Ωστόσο, για να πάρουμε διδάγματα για το μέλλον, τόσο σε ό,τι έχει λειτουργήσει καλά όσο και σε ό,τι έχει υστερήσει, πρέπει να δούμε με μεγαλύτερη προσοχή τους επεξηγητικούς παράγοντες της προηγούμενης προόδου (μεταρρυθμίσεις και αλλαγές στις γεωργικές πρακτικές).

Τα τρόφιμα πρέπει να κυκλοφορούν όπου χρειάζονται – όπως και τα φάρμακα. Το εμπόριο ούτε είναι ούτε θα γίνει ποτέ τέλειο ως προς τα οφέλη του. Οι μηχανισμοί για τον μετριασμό των αρνητικών επιπτώσεων από την παγκοσμιοποίηση είναι πιο αποτελεσματικοί όταν αδυναμίες εσωτερικού χαρακτήρα και κενά στη γνώση, στην καινοτομία και στην άνιση κατανομή των ωφελειών του αντιμετωπίζονται με μέτρα που δεν παρεμποδίζουν παγκόσμιες λύσεις σε παγκόσμια προβλήματα. Ο κορωνοϊός μας υπενθύμισε πως η ανθρωπότητα στηρίζει τις ελπίδες της για την ανάπτυξη φαρμάκων και εμβολίων εναντίον της πανδημίας, σήμερα και στο μέλλον, στις προόδους της επιστήμης – στη βιοτεχνολογία, στην τεχνητή νοημοσύνη, στη νανοτεχνολογία. Παραδόξως, η αποδοχή αυτών των τεχνολογιών σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση φυτικών ασθενειών μοιάζει να έχει παγώσει στην Ε.Ε.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, πρέπει να παράγουμε «περισσότερα με λιγότερα». Επομένως, μετρούν τόσο η οικονομική όσο και η περιβαλλοντική αποδοτικότητα. Ίσως δεν χρειάζεται να καταναλώνεται παντού όλη η τρέχουσα παραγωγή, αλλά εφόσον συμφωνούμε στο ότι οι διατροφικές επιλογές μπορεί μεν να επηρεαστούν αλλά δεν μπορεί να επιβληθούν, τότε καλύτερα ό,τι παράγεται να παράγεται με το χαμηλότερο κοινό περιβαλλοντικό και οικονομικό κόστος.[4]


Βιβλιογραφία

  1. Ευρωπαϊκή Επιτροπή/Ορίζοντας 2020 Πρόγραμμα εργασίας 2018-2020.
  2. H.H. Janzen, P.E. Fixen, A.J. Franzluebbers, J. Hattey, E.C. Izaurralde, Q.M. Ketterings, D.A. Lobb, W.H. Schlesinger. Global prospects rooted in soil science. Soil Sci. Soc. Am. J., 75 (2011), pp. 1-8
  3. Steffan, J. J., Brevik, E. C., Burgess, L. C., & Cerdà, A. (2018). The effect of soil on human health: an overview. European journal of soil science, 69(1), 159-171.
  4. Τάσος Χανιώτης.