Ασθένεια ζαχαρότευτλου Κερκοσπορίωση
Η ασθένεια υπάρχει σε όλες τις περιοχές όπου καλλιεργούνται τεύτλα, ζαχαρότευτλα ή για νωπή κατανάλωση. Εάν επικρατήσουν υγρές συνθήκες κατά την περίοδο του καλοκαιριού τότε οι ζημιές και οι απώλειες μπορεί να είναι πολύ σημαντικές. Η προσβολή εκδηλώνεται με κηλίδες στα φύλλα, ανοιχτοκαστανές στην αρχή, πιο σκούρες αργότερα, με σκοτεινό καστανό ως κόκκινο – πορφυρό περιθώριο σχεδόν στρογγυλές 3–5mm. Με την πρόοδο της ασθένειας οι κηλίδες συνενώνονται και τα σοβαρά προσβεβλημένα φύλλα γίνονται στην αρχή κίτρινα, μετά καστανά και νεκρώνονται. Στο νεκρωμένο κέντρο των κηλίδων εμφανίζονται λεπτά μαύρα στρώματα, τα οποία σε υψηλή σχετικά υγρασία μετατρέπονται σε γκρίζα με βελούδινη υφή εξαιτίας της εμφανίσεως των κονιδιοφόρων με κονίδια επάνω στα στρώματα. Μερικές φορές το κέντρο της κηλίδας αποξηραίνεται και τα φύλλα εμφανίζονται με οπές. Τα νεκρωμένα φύλλα παραμένουν προσκολλημένα στο στέλεχος, ενώ ακολουθεί η βλάστηση νέων υγιών φύλλων από το κέντρο, τα οποία, αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, μολύνονται με σπόρια που υπάρχουν στα παλιότερα φύλλα. Παρόμοιες κηλίδες μπορούν να εμφανιστούν και στους μίσχους των φύλλων, ιδίως στα φυτά που διατηρούνται για σποροπαραγωγή, όπως επίσης και στο στέλεχος, αν τύχει και δεν καλύπτεται με έδαφος. Την ασθένεια προκαλεί ο ατελής μύκητας των Moniliales, Cercospora beticola, ο οποίος παράγει κονιδιοφόρους, οι οποίοι στο φυτό εμφανίζονται από τα στόματα του φύλλου. Οι κονιδιοφόροι είναι απλοί και παράγουν κονίδια σκωληκόμορφα, ίσια ή ελαφρώς καμπύλα, βελονοειδή, υαλώδη με 3-11 διαφράγματα στην καλλιέργεια.
Οι πρωτογενείς μολύνσεις γίνονται από κονίδια που σχηματίσθηκαν σε μυκήλιο ή μυκηλιακά στρώματα που διαχείμασαν σε μολυσμένα υπολείμματα της καλλιέργειας. Σε υγρές συνθήκες την άνοιξη τα κονίδια που σχηματίζονται μεταφέρονται με τον άνεμο και τα πιτσιλίσματα από τις βροχές στα νέα φύλλα, όπου βλαστάνουν. Οι υφές εισέρχονται στον ξενιστή από τα στόματα, με τον προηγούμενο σχηματισμό ή όχι απρεσσορίου. Τα κονίδια και τα στρώματα μεταφέρονται επίσης με το σπόρο σε περίπτωση σοβαρών προσβολών. Η ασθένεια ευνοείται από θερμοκρασίες 25 – 35oC την ημέρα και άνω των 16oC την νύχτα και σχετική υγρασία 90 – 95%. Κάτω από 15oC οι μολύνσεις είναι αμελητέες. Οι βροχές και ο άνεμος είναι οι κύριοι παράγοντες διασποράς των κονιδίων. Ο χρόνος επώασης ποικίλει από 7-21 ημέρες για να επακολουθήσουν δευτερογενείς μολύνσεις. Στην Ελλάδα οι επιδημίες συνήθως αρχίζουν από το τέλος Μαΐου αρχές Ιουνίου και συνεχίζονται σ’ όλη την διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου ιδίως αν το καλοκαίρι είναι βροχερό, οπότε τα αποτελέσματα είναι καταστρεπτικά. Έχει αναφερθεί στην χώρα μας μείωση μέχρι 40–50% σε παραγωγή ζάχαρης. Η επιδημία όμως εξελίσσεται ακόμη και αν το καλοκαίρι δεν είναι βροχερό, γιατί η τευτλοκαλλιέργεια είναι πάντα αρδευόμενη και η πυκνότητα των φυτών επιτρέπει την ανάπτυξη συνθηκών κατάλληλων για την εξέλιξη της ασθένειας.
Η σωστή αντιμετώπιση της ασθένειας πρέπει να βασισθεί σε καλλιεργητικά μέτρα, τέτοια που θα περιορίσουν τα αρχικά μολύσματα ή θα μειώσουν τις δυνατότητες παραγωγής νέων άφθονων μολυσμάτων, και σε χημικά. Δεδομένου του τρόπου διαχείμασης του μύκητα, η με οποιοδήποτε τρόπο καταστροφή των υπολειμμάτων της καλλιέργειας, το παράχωμα του επιφανειακού χώματος που φιλοξενεί επίσης υπολείμματα που δεν καταστρέφονται και τριετής αμειψισπορά με φυτά που δεν είναι ξενιστές περιορίζουν το δυναμικό του μολύσματος. Η εγκατάσταση της καλλιέργειας επίσης σε νέο αγρό πρέπει να γίνεται τουλάχιστον 100m μακριά από παλαιό μολυσμένο αγρό. Επειδή είναι δυνατή, έστω και περιορισμένα, μετάδοση της ασθένειας με το σπόρο, πρέπει να χρησιμοποιείται ελεγμένος υγιής σπόρος, κάτι που στη χώρα μας γίνεται μέσω της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης (ΕΒΖ). Είναι ακόμη αναγκαίο να γίνεται χρήση ανθεκτικών ποικιλιών, έστω και αν δεν είναι απολύτως ανθεκτικές και παρουσιάζουν κάποιο βαθμό αντοχής. Στην περίπτωση ευνοϊκών, για το μύκητα, συνθηκών ανάπτυξης της ασθένειας, όπου αναμένεται η εκδήλωση επιδημίας, η συμπληρωματική εφαρμογή ψεκασμών είναι αναγκαία. Για την ασθένεια αυτή υπάρχουν διάφορα συστήματα προειδοποιήσεων, ώστε οι ψεκασμοί να είναι οι ελάχιστοι δυνατοί με το μέγιστο δυνατό της αποτελεσματικότητας. Στην χώρα μας την εργασία αυτή έχει αναλάβει η ΕΒΖ. Σήμερα η καταπολέμηση στηρίζεται κατά βάση στα σκευάσματα της ομάδας του τριφαινυλικού κασσιτέρου, στα οποία μέχρι στιγμής δεν έχει εμφανιστεί περίπτωση αντοχής του μύκητα, και στα maneb, βρέξιμο θειο, και chlorothalonil.