Ερυθρά των χοίρων
Η ερυθρά είναι λοιμώδης νόσος των χοίρων εξαπλωμένη σε ολόκληρο τον κόσμο και χαρακτηρίζεται από σηψαιμία και χρόνιες εντοπίσεις στο δέρμα, στις αρθρώσεις και στην καρδιά. Μεταδίδεται και στον άνθρωπο με δερματική συνήθως εντόπιση.
Οφείλεται στον Erysipelothrix insidiosa (ή το συνώνυμο E. rhusiopathiae). Ο μικροοργανισμός εισβάλλει συνήθως από τις αμυγδαλές, αλλά και από τις λύσεις της συνέχειας του δέρματος. Η νόσος εμφανίζεται σε μια εκτροφή ως επιζωοτία, αλλά μερικές φορές σποραδικά.
Η νόσος προσβάλλει με οξεία μορφή τα νεογέννητα χοιρίδια, τα οποία μπορεί να πεθάνουν αιφνίδια, χωρίς την εκδήλωση συμπτωμάτων ή να επιζήσουν σε μια μακρύτερη χρόνια μορφή της νόσου. Παρουσιάζουν πυρετό, από 40-41oC, βαδίζουν δύσκολα, μάλλον σέρνονται πάνω στο στέρνο τους, γιατί έχουν πληγωμένες τις αρθρώσεις. Φωνάζουν δυνατά σε κάθε άγγιγμα του σώματός τους. Στο δέρμα τους παρουσιάζουν ερύθημα ή εστίες αποχρωματισμού αρχίζοντας από τη βάση των αυτιών μέχρι την κοιλιά. Αργότερα οι αλλοιώσεις εξαφανίζονται ή καθίστανται χρόνιες και φθάνουν μέχρι και τη νέκρωση μεγάλων περιοχών του δέρματος. Η θνησιμότητα στην οξεία σηψαιμική μορφή είναι σχεδόν 100%.
Παρατηρείται υπεραιμία στο στόμαχο και στα έντερα. Οι πνεύμονες και οι λεμφαδένες είναι διογκωμένοι, οιδηματικοί και αιμορραγικοί. Ο σπλήνας είναι διογκωμένος και έχει μαλακή σύσταση. Χαρακτηριστική είναι η εμφάνιση πετεχειών στους ορογόνους και ιδιαίτερα στο επικάρδιο.
Η διάγνωση στηρίζεται στα κλινικά συμπτώματα και τις αλλοιώσεις και επιβεβαιώνεται με την ανεύρεση του μικροοργανισμού με τη μικροσκοπική εξέταση επιχρίσματος από αίμα των σπλάγχνων, όπως καρδιάς, νεφρών κ.λπ., ύστερα από χρώση κατά Gram. Διαφορική διάγνωση γίνεται από τα άλλα σηψαιμικά νοσήματα των χοίρων, την πανώλη, τον άνθρακα, τη σαλμονέλλωση και την παστερέλωση. Από την πανώλη διακρίνεται, γιατί σ' αυτήν ο πυρετός είναι χαμηλότερος και οι πετέχειες των ορογόνων ανευρίσκονται περισσότερο στο παχύ έντερο παρά στο λεπτό έντερο, όπως συμβαίνει στην ερυθρά. Με την αιματολογική εξέταση διαπιστώνεται λευκοπενία στην πανώλη, ενώ αντίθετα στην ερυθρά διαπιστώνεται λευκοκυττάρωση.
Ο άνθρακας διαφέρει από την ερυθρά από το χαρακτηριστικό εντοπισμό της φλεγμονής στο φάρυγγα.
Η σαλμονέλλωση χαρακτηρίζεται από τις νεκρωτικές αλλοιώσεις του ήπατος, που δεν υπάρχουν στην ερυθρά, ενώ η παστερέλλωση από τον εντοπισμό της στο αναπνευστικό σύστημα και την εμφάνισή της κυρίως στα χοιρίδια 2-5 μηνών.
Το μικρόβιο είναι ευαίσθητο στην πενικιλλίνη, γι' αυτό χορηγείται το αντιβιοτικό αυτό σε μεγάλες δόσεις.
Προληπτικά παίρνονται όλα τα υγειονομικά μέτρα. Γίνεται απολύμανση, απομάκρυνση των προσβεβλημένων ζώων, απομόνωση και βελτίωση των συνθηκών της εκτροφής. Η πρόληψη της νόσου γίνεται επιτυχώς με εμβολιασμό. Εμβολιάζονται όλα τα χοιρίδια μετά τον απογαλακτισμό και τα ενήλικα άτομα κάθε εξάμηνο.