Η Ανάπτυξη των φυτών στα Ασβεστούχα Εδάφη
Τα φυτά που αναπτύσσονται στα ασβεστούχα εδάφη καλούνται Calcicoles. Η ανάπτυξη των φυτών στα εδάφη αυτά παρουσιάζει διάφορα χαρακτηριστικά τα οποία άπτονται των ειδικών γνωρισμάτων των εδαφών αυτών, ήτοι της χαμηλής γονιμότητας και παραγωγικότητας τους. Η αντιμετώπιση τους ανάγεται στην εφαρμογή κατάλληλων διαχειριστικών πρακτικών. Τα ασβεστούχα εδάφη έχουν υψηλή συγκέντρωση όξινων διτανθρακικών ανιόντων (HCO3) και χαρακτηρίζονται από υψηλό pH και μειωμένη διαθεσιμότητα θρεπτικών στοιχείων, ιδιαίτερα P και μικροθρεπτικών Zn, Fe, Mn και B, συνέπεια των οποίων οι καλλιέργειες συχνά υποφέρουν από τροφοπενίες, κυριότερη των οποίων είναι η χλώρωση του σιδήρου. Πράγματι, το φαινόμενο αυτό είναι πάρα πολύ διαδεδομένο στα ασβεστούχα εδάφη, με δυσμενέστατες επιπτώσεις στη γεωργική παραγωγή. Η τροφοπενία του σιδήρου στα ασβεστούχα εδάφη πολλές φορές ενισχύεται από τον ανεπαρκή αερισμό λόγω συμπίεσης του εδάφους και των χαμηλών θερμοκρασιών, οι οποίες διατηρούν το έδαφος σε ύφυγρη κατάσταση. Ωστόσο, η τροφοπενία αυτή δε δημιουργείται λόγω πιθανής έλλειψης του οξυγόνου, αλλά συνέπεια αύξησης της συγκέντρωσης των όξινων διτανθρακικών ανιόντων (HCO3). Στα ασβεστούχα εδάφη με την έντονη παρουσία του CaCO3, η αύξηση της συγκέντρωσης CO2 τελικά οδηγεί στην παραγωγή Ca(HCO3)2. Βέβαια, ο βαθμός παρουσίας ή μη της χλώρωσης σιδήρου εξαρτάται από το είδος της καλλιέργειας και από την αντίδραση του ριζικού συστήματος στην έλλειψη του σιδήρου. Π.χ. στα αγρωστώδη η έλλειψη σιδήρου δε σχετίζεται σημαντικά με την παρουσία των διττανθρακικών ανιόντων, αλλά σχετίζεται με τη μείωση των άμορφων οξειδίων του σιδήρου. Αντίθετα, στα μη αγρωστώδη, η χλώρωση σιδήρου ή τροφοπενία σιδήρου σχετίζεται στατιστικά σημαντικά με τη συγκέντρωση των HCO3. Τα ασβεστούχα εδάφη είναι ως επί το πλείστον ανεπαρκώς εφοδιασμένα με διαθέσιμο P. Το γεγονός αυτό αποτελεί και το μόνιμο πρόβλημα τους. Οφείλεται δε στη μεγάλη ικανότητα δέσμευσης του στοιχείου αυτού στα υπόψη εδάφη. Το χαρακτηριστικό αυτό κάνει αναγκαία την εφαρμογή ανάλογης διαχειριστικής πρακτικής με στόχο τη μείωση της δεσμευτικής ικανότητας των εδαφών αυτών σε τρόπο ώστε οι αναπτυσσόμενες καλλιέργειες να έχουν περισσότερο διαθέσιμο φωσφόρο. Έτσι, η φωσφορική λίπανση που πραγματοποιείται θα πρέπει να είναι ενισχυμένη κατά το βαθμό του συντελεστή δέσμευσης. Το ίδιο βέβαια ισχύει για την εφαρμογή όλων των θρεπτικών που υπόκεινταισε δέσμευση (π.χ. τα μικροθρεπτικά). Η χαμηλή εξάλλου περιεκτικότητα της οργανικής ουσίας που χαρακτηρίζει τα ασβεστούχα εδάφη, αντανακλά σε κάποιο βαθμό και το συνήθως ανεπαρκές επίπεδο του διαθέσιμου N καθώς και του S. Όλα αυτά τα προβλήματα της μειωμένης διαθεσιμότητας των θρεπτικών σχετίζονται με την εκτεταμένη παρουσία του HCO3 στα ασβεστούχα εδάφη. Τα ανιόντα αυτά επηρεάζουν άμεσα την πρόσληψη τους από τα φυτά και εμμέσως μπορεί να δημιουργούν τροποπενίες Fe και Mn. Ο αυξημένος εφοδιασμός τους με P μπορεί ωσαύτως να ενισχύσει τη χλώρωση του Fe λόγω του ανταγωνισμού P x Fe. Ο ρόλος του φωσφόρου στη χλώρωση σιδήρου είναι βέβαια πολύπλοκος. Π.χ. ο P μπορεί να παρεμποδίσει τη διαλυτοποίηση του Fe που περιέχεται στα οξείδια του σιδήρου εντός της μάζης του εδάφους και στην περιοχή της ριζόσφαιρας. Σε άλλες περιπτώσεις, οι υψηλές δόσεις P που εφαρμόζονται στα ασβεστούχα εδάφη μειώνουν την παραγωγή-έκκριση οργανικών οξέων από τις ρίζες, τα οποία υπο κανονικές συνθήκες έκκρισης συμβάλλουν στη διαλυτοποίηση του Fe στη ριζόσφαιρα. Επίσης, τα υψηλά επίπεδα του P στα φύλλα και γενικότερα στα φυτά μπορεί να προκαλέσουν απενεργοποίηση του σιδήρου, αν και περί του θέματος αυτού έχουν διατυπωθεί κι άλλες απόψεις, ότι η αυξημένη συγκέντρωση του P στα χλωρωτικά φυτά είναι κατά πάσα πιθανότητα το αποτέλεσμα του περιορισμού της αύξησης και επομένως είναι η συνέπεια και όχι το αίτιον της χλώρωσης σιδήρου. Επίσης, αυξημένη χορήγηση καλίου και αζώτου μπορεί να δημιουργήσει τροφοπενία σιδήρου στα ασβεστούχα εδάφη, λόγω της ήδη περιορισμένης διαθεσιμότητας του στοιχείου αυτού στα υπόψη εδάφη και της δράσης του φαινομένου της <<αραίωσης>> που προκαλεί κυρίως το N. Όμως, εκτός από το Fe μπορεί να παρατηρηθεί στα ασβεστούχα εδάφη και τροφοπενία χαλκού, όχι λόγω της υψηλής περιεκτικότητας του, CaCO3, αλλά συνέπεια της τυχόν υπάρχουσας σε υψηλό επίπεδο οργανικής ουσίας. Γενικά, λόγω της χαμηλής περιεκτικότητας σε οργανική ουσία το θέμα της έλλειψης του Cu δεν είναι σοβαρό στα εδάφη αυτά. Η τροφοπενία, η οποία είναι κυρίως συχνή, είναι αυτή του ψευδαργύρου. Η μειωμένη διαθεσιμότητα του Zn στα εδάφη τα ασβεστούχα σχετίζεται όχι με την ποσότητα του CaCO3 αλλά κυρίως με το μέγεθος των κόκκων αυτού. Όσο πιο λεπτόκοκκο είναι το CaCO3, τόσο περισσότερο αυξάνει η δέσμευση του Zn και επομένως μειώνεται η διαθεσιμότητα του σ' αυτά. Σημαντική εξάλλου επίδραση ασκεί και το κλάσμα της αργίλου, του οποίου η επίδραση είναι ορισμένες φορές ισχυρότερη σε βάρος του Zn. Επίσης, η παρουσία υψηλών επιπέδων Mg ή δολομίτη στο έδαφος ασκεί έντονη ανταγωνιστική επίδραση στη διαθεσιμότητα του Zn. Τα ασβεστούχα εδάφη συχνά περιέχουν υψηλές συγκεντρώσεις δολομίτη (MgCO3 x CaCO3). Σημαντική επίδραση στη διαθεσιμότητα των θρεπτικών στοιχείων ασκεί και το pH των ασβεστούχων εδαφών. Παρόλον ότι το CaCO3 σχετίζεται με τις μεταβολές του pH, όμως φαίνεται πως η συνολική ποσότητα του δεν είναι ο καθοριστικός παράγων, αλλά ο ρυθμός διαλυτοποίησης του. Επίσης, στις μεταβολές του pH συμβάλλει και το ριζικό σύστημα των φυτών με την υπ' αυτών παραγωγή HCO3 και CO2 γεγονός που μειώνει (οξινοποιεί) το pH και μέχρι μια μονάδα της κλίμακας του pH.[1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Τα προβληματικά εδάφη και η βελτίωση τους, Π. Κουκουλάκης τ. Αναπληρωτής Ερευνητής ΕΘΙΑΓΕ, ΑΡ. Παπαδόπουλος Τακτικός Ερευνητής ΕΘΙΑΓΕ