Ασθένεια γαρυφαλλιάς αλτερναρίωση

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η ασθένεια είναι πολύ διαδεδομένη στις ευρωπαϊκές χώρες και τις Η.Π.Α. και είναι γνωστή με διάφορα κοινά ονόματα στην αγγλική γλώσσα (αγγλ. Alternaria leaf spot, blight, branch rot, black mould). Παρατηρείται προσβολή της βάσεως των φύλλων και του στελέχους γύρω από τους κόμβους. Συχνά ο μύκης προσβάλλει τα κατώτερα φύλλα και το στέλεχος στην περιοχή του λαιμού (ιδιαίτερα στις καλλιέργειες που τα φυτά είναι πυκνοφυτεμένα). Συχνά το παράσιτο προκαλεί σήψη στη βάση των μοσχευμάτων, χρώματος καστανού σκούρου μέχρι μαύρου, λίγο μετά τη φύτευση τους. Στα φύλλα οι κηλίδες είναι συνήθως μικρές χρώματος ιώδους και με συνθήκες υψηλής υγρασίας μεγαλώνουν και αποκτούν διάμετρο μέχρι 1 cm. Προσβάλλεται επίσης ο κάλυκας και τα άνθη παραμορφώνονται ή δεν ανοίγουν. Οι κηλίδες στην αρχή είναι σταχτιές και αργότερα γίνονται καστανές μέχρι μαύρες, μεγέθους 1-3mm, με ιώδες περιθώριο λόγω του σχηματισμού πολυάριθμων σπορίων του παρασίτου σε αλυσίδες. Τελικά, οι προσβεβλημένοι ιστοί γίνονται λευκοί-αχυρώδεις και ξηραίνονται. Τα φυτά δεν ανθίζουν και γίνονται νάνα ή ξηραίνονται. Τα παραπάνω συμπτώματα προκαλούνται συνήθως από το μύκητα Alternaria dianthi F. Stevens & J.G. Hall, συν.(?) Alternaria saponariae (Peck) Neergaard. Η ασθένεια περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1909 στις Η.Π.Α. (Πολιτεία North Carolina). Στη χώρα μας η ασθένεια διαπιστώθηκε το 1987 σε θερμοκηπιακές καλλιέργειες γαρυφαλλιάς. Ο παθογόνος μύκητας είναι συχνός στις καλλιέργειες της γαρυφαλλιάς και έχει αναφερθεί σε πολλές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδος και την Κρήτη. Τα κονίδια του παθογόνου μύκητα έχουν μήκος 39-120 μm και πλάτος 13-34 μm και φέρουν μέχρι 5-9 εγκάρσια και από 0-6 επιμήκη χωρίσματα. Μια νέα αλτερναρίωση της γαρυφαλλιάς που εκδηλώνεται με σοβαρές προσβολές των πετάλων διαπιστώθηκε το 1993 σε πολλές υπαίθριες καλλιέργειες της περιοχής του Μαραθώνα. Η ασθένεια αυτή οφείλεται στο μύκητα Alternaria dianthicola Neergaard. Αρχικά στην περιφέρεια των πετάλων σχηματίζονται νεκρωτικές κηλίδες χρώματος καστανού, οι οποίες στη συνέχεια μεγαλώνουν και μπορεί να καταλάβουν ολόκληρα τα πέταλα ή το μεγαλύτερο μέρος αυτών. Τελικά προσβάλλονται και τα σέπαλα. Σε συνθήκες υψηλής υγρασίας στους προσβεβλημένους ιστούς παρατηρείται καστανόμαυρη εξάνθηση η οποία αποτελείται από τους κονιδιοφόρους και τα κονίδια του παθογόνου. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία και τα δυο είδη του παθογόνου προσβάλλουν τα φύλλα και τα άνθη αλλά ο Alternaria dianthi προκαλεί ακόμη και σήψη των στελεχών. Οι κονιδιοφόροι του A. dianthicola είναι συνήθως μεμονωμένοι, έχουν χρώμα ελαιοκαστανό, εγκάρσια χωρίσματα, μήκος μέχρι 145 μm και πλάτος 4-7 μm. Τα κονίδια σχηματίζονται σε αλυσίδες 4-5, έχουν σχήμα ροπαλοειδές ή κυλινδρικό, χρώμα ελαιοκαστανό, μέχρι 15 εγκάρσια και από 0 μέχρι 2 κατά μήκος ή λοξά χωρίσματα και διαστάσεις 36-135 x 10-18 μm.


[1]

Βιβλιογραφία

  1. Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.