Δέσμευση και χρησιμοποίηση φωτός

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η φυλλική επιφάνεια των δένδρων αναπτύσσεται ταχέως κατά την άνοιξη και φθάνει στην υψηλότερη δυνατή τιμή. Έπειτα παραμένει σταθερή κατά την καλοκαιρινή περίοδο και μειώνεται, όταν τα φύλλα αρχίζουν να πέφτουν κατά το φθινόπωρο. Στα καρποφόρα είδη, υπάρχει κάποια διαφοροποίηση ως προς το χρονοδιάγραμμα αυτό. Στη μηλιά, τα φύλλα φέρονται στα λογχοειδή και τους βλαστούς. Τα φύλλα των λογχοειδών αναπτύσσονται πολύ γρήγορα, συνήθως κατά τα τέλη της πτώσης των πετάλων, ενώ εκείνα των βλαστών αναπτύσσονται καθώς αυξάνουν οι βλαστοί, οι οποίοι χρειάζονται επιπρόσθετο χρονικό διάστημα περίπου 60 ημερών. Στη μηλιά ο σχηματισμός πολλών λογχοειδών είναι επιθυμητός, γιατί αυξάνουν την παραγωγή. Επομένως η φυλλική επιφάνεια στις αρχές της βλαστικής περιόδου είναι σχετικά υψηλή στα είδη εκείνα που φέρουν λογχοειδή, συγκριτικά με τα είδη που στερούνται λογχοειδών και αναπτύσσουν φύλλα μόνο σε βλαστούς. Στη ροδακινιά σχηματίζονται λίγα λογχοειδή και η κύρια καρποφορία φέρεται σε βλαστούς του έτους, γι' αυτό τα δένδρα κλαδεύονται αυστηρά, για να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη βλάστηση και κατά συνέπεια παραγωγή. Στο είδος αυτό, η ανάπτυξη της φυλλικής επιφάνειας είναι περιορισμένη κατά την άνοιξη και αυξάνει για 90 ημέρες περίπου, μέχρι η βλαστική αύξηση σταματήσει. Καθώς τα φύλλα ενός δένδρου αναπτύσσονται την άνοιξη, η δέσμευση του φωτός από τα δένδρα αυξάνει. Θεωρείται, γενικά, ότι η μεγαλύτερη κόμη δεσμεύει και περισσότερο φως. Αυτό όμως μπορεί και να μη συμβαίνει. Εάν σ' ένα δένδρο πάρα πολλά φύλλα συνωστίζονται, το ένα επισκιάζει τ' άλλο, και η σκίαση αυτή επηρεάζει αρνητικά τη φωτοσύνθεση. Για τη μέτρηση της φυλλικής επιφάνειας χρησιμοποιείται ο δείκτης φυλλικής επιφάνειας (ΔΦΕ). Δείκτης φυλλικής επιφάνειας είναι ο λόγος της φυλλικής επιφάνειας προς την εδαφική επιφάνεια. Χρησιμοποιείται δε σε συνδυασμό με τις μετρήσεις δέσμευσης του φωτός και της διαπνοής, ως βάση προσδιορισμού της παραγωγικότητας της κόμης. Η φυλλική επιφάνεια ενός συγκεκριμένου κλάδου ή δένδρου μπορεί να προσδιοριστεί δια μετρήσεως της πραγματικής επιφάνειας των φύλλων. Ωστόσο, η εκτίμηση της φυλλικής επιφάνειας γίνεται χωρίς τον προσδιορισμό της πραγματικής φυλλικής επιφάνειας. Είναι φανερό ότι, όσο μεγαλύτερο σε μέγεθος είναι το δένδρο, τόσο μεγαλύτερη είναι και η φυλλική του επιφάνεια. Αυτό οδήγησε στον προσδιορισμό της φυλλικής επιφάνειας, με βάση τη διάμετρο συγκεκριμένου κλάδου ή κορμού. Ο Holland (1968) ανέπτυξε μια εξίσωση για τη μηλιά, συσχετίζοντας τη συνολική φυλλική επιφάνεια ενός κλάδου (Α) με την περιφέρεια του (G). Η μελέτη πραγματοποιήθηκε στην ποικιλία μηλιάς Cox's Orange Pippin, που ήταν εμβολιασμένη στο υποκείμενο Μ2. Η εξίσωση αυτή έχει ως εξής: logA= logK + blogG Ο συντελεστής b ποικίλλει ανάλογα με το χρόνο, γιατί η φυλλική επιφάνεια ενός κλάδου ή ολόκληρου του δένδρου αυξάνει κατά τη βλαστική περίοδο μέχρι ενός επιπέδου, και ακολούθως μειώνεται, ενώ η περιφέρεια τους παραμένει η ίδια. Η τιμή τον Ιούλιο για τη συνολική επιφάνεια στις μελέτες του Holland ήταν: logA=3.159+2.215logG Η τιμή Κ υποδηλώνει ένα συντελεστή που εξαρτάται από το συγκεκριμένο σύστημα φυτεύσεως των δένδρων και τη συγκεκριμένη ποικιλία, προσδιορίζεται από ένα δείγμα 15-20 κλάδων και είναι εφαρμόσιμη μόνο στο συγκεκριμένο σύστημα φύτευσης ή στη συγκεκριμένη ποικιλία. Ο Barlow (1969) και ο Verheij (1972) ανέπτυξαν παρόμοιες σχέσεις, συσχετίζοντες τη φυλλική επιφάνεια και τη διάμετρο του κορμού ολόκληρών δένδρων μηλιάς. Οι σχέσεις αυτές ήταν logA = 0.329 + 2.586 log D (Barlow) και logA = -2.050 + 2.230 logD (Verheij). Στις εξισώσεις αυτές το D υποδηλώνει διάμετρο κορμού. Ο συντελεστής b και στις τρεις μελέτες είναι παρόμοιος, αλλά οι διαφορές στη δέσμευση του φωτός είναι μεγάλες. Οι σχέσεις αυτές διαφέρουν αρκετά και δεν είναι απόλυτα συγκρίσιμες, αλλα κα΄τα από ορισμένες συνθήκες είναι καλα εδραιωμένες και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στον καθορισμό του δείκτη φυλλικής επιφάνειας με ένα σχετικά απλό τρόπο. Ο δείκτης φυλλικής επιφάνειας στη μηλιά ποικίλει από 1.5 έως 5. Αυτό εξαρτάται από το υποκείμενο, την ποικιλία, το κλάδεμα, τη λίπανση και απ' άλλες καλλιεργητικές φροντίδες. Οι Verheij και Verver (1973) αναφέρουν ότι ένας ΔΦΕ 2.45 για τη μηλιά ήταν πολύ υψηλός (συνωστισμός φύλλων) για μια αυξημένη παραγωγή και καλή ποιότητα καρπών. Στους σύγχρονους οπωρώνες μηλιάς ο ΔΦΕ είναι περίπου 1.5 για δένδρα με υποκείμενο το Μ9




[1]


Βιβλιογραφία

  1. Γενική Δενδροκομία, του Καθηγητή Δενδροκομίας Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνου Α. Ποντίκη, 1997.