Καλλιέργεια δαμασκηνιάς

Από GAIApedia
Αναθεώρηση της 11:11, 25 Ιουνίου 2015 υπό τον P chasapis (Συζήτηση | συνεισφορές)

(διαφορά) ←Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεώτερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Εγκατάσταση

Το έδαφος, που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την εγκατάσταση ενός δαμασκεώνα, οργώνεται πριν απ' τη φύτευση σε βάθος 30-40cm. Το όργωμα αποσκοπεί στην καταστροφή των πολυετών ζιζανίων και στην αφρατοποίηση του εδάφους, που είναι απαραίτητη για την καλύτερη ανάπτυξη του ριζικού συστήματος των δένδρων. Πριν απ' το όργωμα λαμβάνονται δείγματα εδάφους και γίνονται αναλύσεις και ανάλογα με τα αποτελέσματα της ανάλυσης καθορίζεται το είδος και η ποιότητα των χημικών λιπασμάτων, που είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη των δέντρων. Αν η εξεύρεση κοπριάς είναι εύκολη, τότε ενδείκνυται η προσθήκη 2-3 τόννων κατά στρέμμα για τη βελτίωση της γονιμότητας του εδάφους. Μετά το όργωμα και κατά μήκος των γραμμών φύτευσης των δένδρων, το έδαφος απολυμαίνεται συνήθως με χλωροπικρίνη.

Πριν απ' τη φύτευση γίνεται η επισήμανση των θέσεων φύτευσης των δένδρων, η διάνοιξη των λάκκων, διαστάσεων 45 x 45cm και ακολουθεί η φύτευση των δένδρων. Κατά τη φύτευση τα δενδρύλλια φυτεύονται στο ίδιο βάθος, που ήταν στο φυτώριο, και το επιφανειακό χώμα ρίχνεται στη βάση του ριζικού συστήματος των δενδρυλλίων. Κατά την προσθήκη του χώματος πιέζεται ελαφρά αυτό μέχρι της πλήρους πληρώσεως των λάκκων, αποφεύγοντας να προξενηθεί ζημιά στο ριζικό σύστημα. Τα δενδρύλλια φυτεύονται γυμνόριζα. Μετά τη φύτευση ακολουθεί το πότισμα των δενδρυλλίων και η προσθήκη μικρής ποσότητας κοπριάς γύρω απ' το δενδρύλλιο, που αποσκοπεί στη μη εκβλάστηση των ζιζανίων και στη διατήρηση της. [1]

Καλλιέργεια εδάφους

Η καλλιέργεια του εδάφους του δαμασκεώνα αποσκοπεί στην αύξηση ή διατήρηση της περιεκτικότητας του σε χούμο, την αποθήκευση νερού, στη διατήρηση της γονιμότητας του και στην ποσοτική και ποιοτική αύξηση της παραγωγής. Διενεργείται με μηχανικά ή χημικά μέσα. Τα ζιζανιοκτόνα, που χρησιμοποιούνται σε δαμασκεώνες χωρίζονται σε δυο κατηγορίες: (α) προφυτρωτικά (προστίθενται στο έδαφος προτού φυτρώσουν τα ζιζάνια) και (β) μεταφυτρωτικά (παρέχονται στο φύλλωμα των ζιζανίων). Τα συνήθως χρησιμοποιούμενα είναι απ' τα προφυτρωτικά η simazine, το casoron, το diuron κ.ά. και απ' τα μεταφυτρωτικά το roundup, το paraguat (γκραμοξόν) κ.ά., σύμφωνα πάντοτε με τις οδηγίες χρήσης, που αναγράφονται πάνω στα μέσα συσκευασίας των ιδιοσκευασμάτων. [1]

Συστήματα φύτευσης

Η δαμασκηνιά φυτεύεται κατά τετράγωνα, κατ' ορθογώνια παραλληλόγραμμα ή γραμμές, γιατί τα άλλα δημιουργούν δυσκολίες κατά την εκτέλεση των διάφορων καλλιεργητικών φροντίδων. Η απόσταση φύτευσης εξαρτάται από τη ζωηρότητα της ποικιλίας και του υποκειμένου και τη γονιμότητα του εδάφους. Συνήθως κυμαίνονται από 6-7m για τα ελεύθερα σχήματα μόρφωσης και 3-4m για τα γραμμοειδή σχήματα μόρφωσης. Με τη χρησιμοποίηση του Pixy εφαρμόζεται άνετα το σύστημα της πυκνής φύτευσης (100-200 δέντρα ανά στρέμμα). Η φύτευση των δενδρυλλίων γίνεται απ' το Νοέμβρη, μόλις συμπληρωθεί η φυλλόπτωση, μέχρι τις αρχές της άνοιξης, προτού εκπτυχθούν οι οφθαλμοί και πάντοτε με ευνοϊκές εδαφικές και κλιματικές συνθήκες. [1]

Άρδευση

Η δαμασκηνιά, για να αναπτύξει καλή βλάστηση και δώσει ικανοποιητική παραγωγή, χρειάζεται συνέχεια υγρασία στο έδαφος καθόλη τη βλαστική περίοδο από βροχή ή πότισμα. Ιδιαίτερα απαιτητική είναι κατά τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο. Οι δαμασκηνεώνες, που δεν ποτίζονται επαρκώς ή καθόλου, παράγουν καρπούς μικρούς, στυφούς και υπόξινους και [[Παρενιαυτοφορία φιστικιάς |παρενιαυτοφορούν]]. Όσον αφορά τη συχνότητα των ποτισμάτων θα πρέπει να ποτίζονται, όταν το 50 έως 70% της ολικής διαθέσιμης υγρασίας έχει απορροφηθεί ή εξατμιστεί από τη ριζόσφαιρα των δένδρων. Η έλλειψη νερού συνήθως κατά τα τέλη Μαίου με αρχές Ιουνίου προκαλεί έντονη καρπόπτωση, που διορθώνεται με την παροχή νερού. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι το πότισμα συνδέεται και με το σχίσιμο των καρπών. Συνήθως παρατηρούνται σχισίματα πλευρικά και επάκρια στους καρπούς. Περισσότερες πληροφορίες στον σύνδεσμο που ακολουθεί:

Άρδευση δαμασκηνιάς[1]

Λίπανση

Η δαμασκηνιά η Ιαπωνική ανταποκρίνεται στις μεγάλες παροχές αζώτου με αύξηση της βλάστησης και του μεγέθους των καρπών της, ενώ η δαμασκηνιά η Ευρωπαϊκή φαίνεται ότι χρειάζεται λιγότερο άζωτο, αλλά, αντίθετα με τη δαμασκηνιά την Ιαπωνική, ανταποκρίνεται καλά στις καλιούχες λιπάνσεις σε μερικά εδάφη. Η εμπειρική λίπανση κατά στρέμμα είναι της τάξης 10-15 μονάδες για το άζωτο (σαν θειϊκή αμμωνία 50-75Kg λιπάσματος), 5-10 μονάδες για το φώσφορο (σαν υπερφωσφορικό 25-50Kg λιπάσματος) και 15-20 μονάδες για το κάλιo (σαν θει'ίκό κάλι 30-40Kg λιπάσματος) και κάθε 2 χρόνια για το φώσφορο και κάλιo, όταν τα εδαφικά αποθέματα είναι ανεπαρκή. Η προσθήκη των λιπαντικών στοιχείων συνιστάται να γίνεται χρονικά, όπως στη βερυκοκκιά.

Οι ανάγκες της δαμασκηνιάς σε θρεπτικά στοιχεία μπορεί να προσδιοριστούν επαρκώς με ανάλυση φύλλων, αν και διάφοροι παράγοντες μπορεί να επηρεάσουν την περιεκτικότητα του φύλλου σε κάποιο στοιχείο. Η σύσταση των φύλλων κατά τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου ποικίλλει σημαντικά. Η πιο κατάλληλη περίοδος για την παραλαβή φύλλων, γι’ ανάλυση, είναι ο μήνας Ιούλιος. Ως πιο κατάλληλα για δειγματοληψία φύλλα είναι τα φύλλα των λογχοειδών, που δε φέρουν καρπούς, γιατί δίνουν πιο σταθερές τιμές. Η ανάλυση εδάφους έχει πολύ μικρή σημασία στον προσδιορισμό των αναγκών της δαμασκηνιάς σε θρεπτικά στοιχεία. [1]


Αραίωμα καρπών

Οι πιο πολλές ποικιλίες δαμασκηνιας δε χρειάζονται αραίωμα, αλλά πολλές χρονιές μερικές απ' αυτές που υπερκαρποφορούν, όπως οι πιο πολλές ποικιλίες της δαμασκηνιας της Ιαπωνικής, χρειάζονται αραίωμα για την παραγωγή καρπών ικανοποιητικού μεγέθους. Συνήθως αφήνεται ένας καρπός κάθε 10-15cm. Παλιότερα το αραίωμα γίνονταν με το χέρι, με ειδικά όργανα τύπου τσουγκράνας, με χημικά μέσα και με καλοκαιρινά κλαδέματα. Συνηθίζεται να διενεργούνται καλοκαιρινά κλαδέματα, όπως αφαίρεση βλαστών με πολλούς καρπούς, προς αποφυγή σπασιμάτων κλάδων ή βραχιόνων, αλλά η επέμβαση αυτή δε βελτιώνει το μέγεθος και την ποιότητα των καρπών. Τελευταία χρησιμοποιούνται δονητές για το αραίωμα των δαμασκηνών και μάλιστα εκείνων που προορίζονται για αποξήρανση, γιατί προσφέρονται σ' αυτό καλύτερα απ' οποιοδήποτε άλλο είδος οπωροφόρου δένδρου, και ο λόγος είναι ότι τα ροδάκινα, επιτραπέζια δαμάσκηνα, βερύκοκκα, μήλα, κ.ά. για να είναι εμπορεύσιμα πρέπει να έχουν κάποιο αποδεκτό μέγεθος, ενώ τα ξηρά δαμάσκηνα πωλούνται με βάση τον αριθμό των καρπών κατά kg. Οπωσδήποτε οι μεγαλύτεροι καρποί είναι ακριβότεροι, αλλά οι καρποί στο σύνολο τους (ανεξάρτητα μεγέθους) είναι ευκολοπούλητοι. Το αραίωμα των δαμασκηνών με το χέρι θα πρέπει να γίνεται αμέσως μετά τη φυσική καρπόπτωση του Ιουνίου. Η χρησιμοποίηση δινιτροενώσεων για αραίωμα ανθέων, (όταν το 70 έως 80% των ανθέων είναι ανοικτά), σε συγκέντρωση 62ml σε 100 λίτρα νερό, έχει δώσει μέτρια ικανοποιητικά αποτελέσματα. Επίσης μέτρια αποτελέσματα έχει δώσει και η χρησιμοποίηση του Elgetol (όταν το 70-80% των ανθέων είναι ανοικτά) σε συγκέντρωση 90ml σε 100 λίτρα νερό. Το χημικό αραίωμα, αν και δε συνιστάται, πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή, γιατί μπορεί να έχει μη επιθυμητά αποτελέσματα (υπερβολικό αραίωμα, κλπ.).[1]

Κλάδεμα

Στη καλλιέργεια της δαμσκηνιάς τα πιο επικρατέστερα σχήματα μόρφωσης των δένδρων, ανεξάρτητα αν πρόκειται για τη δαμασκηνιά την Ευρωπαϊκή ή την Ιαπωνική, είναι το κυπελλοειδές και η αμφίπλευρη παλμέττα.

Κυπελλοειδές: Η κόμη του δένδρου αποτελείται από 3-4 βραχίονες, που σχηματίζουν γωνία 50-60o με τον κορμό. Κάθε βραχίονας φέρει 2 καλά ανεπτυγμένους σκελετικούς κλάδους, από τους οποίους ο πρώτος σχηματίζεται σε απόσταση 40-50cm από τη βάση του και ο δεύτερος σε απόσταση 60-80cm και αντίθετα ως προς τον πρώτο. Η διαμόρφωση του σχήματος των δένδρων πρέπει να συμπληρώνεται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και με ελαφρές επεμβάσεις, γιατί μπαίνουν νωρίτερα σε καρποφορία.

Αμφίπλευρη παλμέττα: Αποτελείται από τον κεντρικό οδηγό, που αφήνεται ακλάδευτος, και από πλάγιους κλάδους διαμορφωμένους κατά την κατεύθυνση φύτευσης των δένδρων επί της γραμμής και σε ελεύθερη διάταξη καθ' ύψος. Οι πλάγιοι κλάδοι διαμορφώνονται στο φυτώριο ή μετά τη φύτευση. Το σύστημα αυτό θεωρείται πιο κατάλληλο για μεγάλης έκτασης δαμασκεώνες. Χρειάζεται λιγότερο κλάδεμα απ' την κανονική παλμέττα της ροδακινιάς, αλλά η εφαρμογή χλωρών κλαδεμάτων κρίνεται αναγκαία.

Αφού πραγματοποιηθεί το κλάδεμα μόρφωσης, ακολουθεί το κλάδεμα καρποφορίας. Το κλάδεμα καρποφορίας της δαμασκηνιάς όπως και στ' άλλα οπωροφόρα δένδρα, πρέπει να αποσκοπεί στη διατήρηση του σχήματος των δένδρων, στην αποκοπή των ξερών κλάδων, στην έκθεση του εσωτερικού μέρους της κόμης σε άφθονο φως και επαρκή αερισμό, στην ανανέωση του καρποφόρου ξύλου και στην εξασφάλιση μιας ικανοποιητικής παραγωγής. Τα δένδρα, που βρίσκονται σε πλήρη καρποφορία, ανεξάρτητα με το είδος (δαμασκηνιά Ευρωπαϊκή ή Ιαπωνική), και με βάση τα νεώτερα δεδομένα της επιστήμης, πρέπει να κλαδεύονται αυστηρά κάθε χρόνο, για την επίτευξη ψηλών σοδειών, με καρπούς ικανοποιητικού μεγέθους από χρονιά σε χρονιά. Αν δεν κλαδευτούν ή κλαδευτούν μόνον ελαφρά, το μέγεθος των καρπών θα μειωθεί, υπερπαραγωγή και σπασίματα κλάδων θα επισυμβούν, η ζωηρότητα του δένδρου θα μειωθεί, παρενιαυτοφορία θα σημειωθεί και η διάρκεια ζωής των δένδρων θα συντομευθεί. Με άλλα λόγια το αυστηρό κλάδεμα αυξάνει τη ζωηρότητα της βλάστησης και μειώνει το καρποφόρο ξύλο και αντίστροφα, η έλλειψη κλαδέματος μειώνει τη ζωηρότητα της βλάστησης και αυξάνει το καρποφόρο ξύλο. Αλλά με περισσότερο καρποφόρο ξύλο θα έχουμε και μεγαλύτερη παραγωγή, που εξασθενεί την παραγωγική δυνατότητα του δένδρου, με το σχηματισμό λίγων ανθοφόρων οφθαλμών για την επόμενη σοδειά. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να επισυμβεί μικρή σοδειά, αλλά η μικρή σοδειά συντελεί στο σχηματισμό περισσότερων ανθοφόρων οφθαλμών, λόγω έλλειψης ανταγωνισμού. Έτσι τα δένδρα οδηγούνται σε παρενιαυτοφορία.

Η πιο ιδεώδης μέθοδος είναι να κλαδεύουμε αρκετά αυστηρά για να εκπτυχθεί νέα βλάστηση και αφαιρεθεί μερικό καρποφόρο ξύλο. Κατ' αυτό τον τρόπο η παραγωγή θα μειωθεί σε βαθμό που θα συντελέσει στην απόκτηση καρπών ικανοποιητικού μεγέθους και στη διατήρηση της ζωηρότητας του δένδρου. Επειδή όμως στο κλάδεμα υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες, όπως έδαφος, καιρικές συνθήκες, καλλιεργητική τεχνική, δεν υπάρχει μια και μόνη μέθοδος και ο παραγωγός πρέπει να έχει υπόψη του όλους αυτούς τους παράγοντες για να κάνει τις δικές του επιλογές και να επιτύχει τα αποτελέσματα που επιθυμεί. Πρέπει όμως να έχουμε υπόψη μας ότι με το αυστηρό κλάδεμα μειώνουμε μεν τον αριθμό των καρπών, αλλά λόγω της αύξησης του μεγέθους των, η ολική παραγωγή δεν επηρεάζεται σοβαρά. Δε θα πρέπει όμως η αυστηρότητα του κλαδέματος να υπερβαίνει κάποιο όριο πέρα από το οποίο αυτό θα έχει αρνητική επίδραση στη παραγωγή.

Το αυστηρό κλάδεμα συνίσταται σε ολοκληρωτική αφαίρεση των λαίμαργων, σε σχετικά αυστηρό αραίωμα των κλάδων και του καρποφόρου ξύλου σ' όλη την κόμη του δένδρου (στους κλάδους προς την κορυφή της κόμης αφήνονται μόνον ένας ή δυο βλαστοί κατά κλάδο, που. συντέμνονται σε κάποια πλάγια βλάστηση) και σε αυστηρή επιβράχυνση της αδύνατης βλάστησης. Η αύξηση της βλάστησης στα νεαρά δένδρα και κάθε χρόνο, θα πρέπει να είναι περίπου της τάξης των 25-50cm, ενώ στα ενήλικα 25-30cm.[1]

Ωρίμανση

Τα δαμάσκηνα, που προορίζονται για νωπή κατανάλωση, είναι ώριμα, όταν ο φλοιός και η σάρκα των καρπών αποκτήσουν τον τυπικό χρωματισμό της ποικιλίας. Σαν κριτήριο ωριμότητας μπορεί να χρησιμοποιηθούν σε συνδυασμό τα διαλυτά στερεά (18%) και η συνεκτικότητα της σάρκας. Για τα δαμάσκηνα, που προορίζονται για αποξήρανση, χρησιμοποιούνται ως κριτήρια ωριμότητας το χρώμα, τα διαλυτά στερεά και η συνεκτικότητα της σάρκας, πάντοτε σε συνδυασμό.

  • Χρώμα

Η πρώτη πραγματική ένδειξη έναρξης ωρίμασης ενός καρπού είναι η εμφάνιση κοκκινωπής απόχρωσης στο φλοιό, που αρχίζει περίπου 20-30 μέρες πριν από τη συγκομιδή και εξελίσσεται στο χαρακτηριστικό κοκκινωπό-βαθυκόκκινο χρώμα, που είναι το τελικό χρώμα ενός ώριμου καρπού της κατηγορίας αυτής. Το πράσινο χρώμα της σάρκας αρχίζει να εξαφανίζεται λίγο αργότερα από την εμφάνιση των αλλαγών του χρώματος του φλοιού. Η πλήρης εξαφάνιση του πράσινου χρώματος από τη σάρκα που παίρνει μια κίτρινη έως κεχριμπάρι εμφάνιση, είναι το καλύτερο κριτήριο ωριμότητας, αλλά ο προσδιορισμός του με ακρίβεια δυστυχώς είναι πολύ δύσκολος στον οπωρώνα κυρίως.

  • Συνεκτικότητα σάρκας

Το κριτήριο αυτό, μετά απ' το χρώμα της σάρκας, είναι το πιο σημαντικό. Η μέτρηση της συνεκτικότητας είναι ευκολότερη και πιο πρακτική. Η σάρκα του καρπού, όταν είναι πράσινη και άγουρη, είναι πολύ ανθεκτική στις εξωτερικές δυνάμεις πίεσης, αλλά καθώς προχωρεί η ωρίμαση, η κατασκευή της σάρκας αλλάζει, γίνεται μαλακώτερη και τελικά δεν προβάλλει αντίσταση σε εξωτερική πίεση. Για το σκοπό αυτό υπάρχουν διάφορα ειδικά όργανα, ο δε βαθμός συνεκτικότητας μετριέται σε Kg. Συνήθως χρησιμοποιούνται δείγματα περίπου 20 καρπών, που συνελέγησαν τυχαία, και λαμβάνεται ο μέσος όρος των μετρήσεων.

  • Διαλυτά στερεά

Σαν κατώτερη τιμή σε διαλυτά στερεά λαμβάνεται εκείνη του 24%. Αν όμως η παραγωνή ενός δένδρου είναι αρκετά μεγάλη, σε σχέση με την παραγωγική του δυνατότητα, η περιεκτικότητα των καρπών σε διαλυτά στερεά δε θα φθάσει το 24%, και αν ακόμα ο καρπός είναι πλήρως ώριμος. Γι’ αυτό η αξία του κριτηρίου είναι περιορισμένη. Προς τα τέλη της εποχής συνηθίζεται να λαμβάνονται μετρήσεις διαλυτών στερεών 30 έως 34%, πολύ μεγαλύτερες δηλ. από το φυσιολογικό όριο (24%). Η εξήγηση είναι απλή. Το δένδρο διοχετεύει στον καρπό όλα τα διαλυτά στερεά, που είναι ικανό να παράγει με τη φωτοσύνθεση, και ο καρπός φθάνει στο μέγιστο της ωριμότητας, όταν η περιεκτικότητα των διαλυτών στερεών είναι ίση ή μικρότερη από 24%. Οι επί πλέον μεταβολές στον καρπό οφείλονται στην αφυδάτωση του καρπού στο δένδρο και στην υπερωρίμαση. Ο ώριμος καρπός, που είναι έτοιμος για συγκομιδή, είναι ακόμα ζωντανός φυτικός ιστός και χρησιμοποιεί σάκχαρα. Αλλά κατά τον ίδιο χρόνο ο καρπός χάνει υγρασία, γιατί η ανταλλαγή υγρών μεταξύ δένδρου και καρπού έχει σχεδόν σταματήσει. Η περιεκτικότητα του καρπού σε διαλυτά στερεά φαίνεται να αυξάνει, γιατί η αφυδάτωση μειώνει την περιεκτικότητα της υγρασίας περισσότερο απ ότι η αναπνοή μειώνει τα διαλυτά στερεά.[1]

Συγκομιδή

Η συγκομιδή των δαμάσκηνων γίνεται με το χέρι ή με δονητές. Με το χέρι συγκομίζονται τα δαμάσκηνα, που προορίζονται για νωπή κατανάλωση, ενώ με δονητές εκείνα που προορίζονται για αποξήρανση. Συνήθως η συλλογή διενεργείται σε 2-4 χέρια, κατά προτίμηση τις πρωϊνές ώρες και με μεγάλη προσοχή, ώστε να διατηρηθεί ο ποδίσκος του καρπού και το χνούδι.[1]

Σχετικές σελίδες

Βιβλιογραφία

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 1,7 1,8 Ειδική δενδροκομία Τόμος II "Ακρόδρυα-Πυρηνόκαρπα-Λοιπά καρποφόρα", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.