Μορφολογικά χαρακτηριστικά της κοινής βρώμης

Από GAIApedia
Αναθεώρηση της 08:13, 20 Αυγούστου 2013 υπό τον K kaponi (Συζήτηση | συνεισφορές)

(διαφορά) ←Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεώτερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Βλαστητικά όργανα

Το ριζικό σύστημα αποτελείται από τις εμβρυακές και τις μόνιμες ρίζες. Οι δευτερογενείς εμβρυακές είναι μια έως τρεις. Γενικά, η μορφολογία του ριζικού συστήματος δεν διαφέρει ουσιαστικά από εκείνη των άλλων αγρωστωδών. Φαίνεται πάντως ότι η έκταση του ριζικού συστήματος αυξάνει όσο μεγαλύτερος είναι ο βιολογικός κύκλος του καλλιεργούμενου γονότυπου.

Ο βλαστός είναι κοίλος στα μεσογονάτια και φθάνει σε τελικό ύφος 60-150cm. Μπορεί να είναι τριχωτός ή λείος. Αποτελείται συνήθως από 4-5 κόμβους και μεσογονάτια και παράγει 2-4 αδέλφια. Οι νεώτερες ποικιλίες τείνουν να αδελφώνουν λιγότερο από τις παλαιότερες.

Τα φύλλα έχουν έλασμα που φθάνει σε μήκος τα 25cm και πλάτος τα 16mm. Το έλασμα είναι συνήθως λείο, αλλά σε ορισμένες ποικιλίες ελαφρά τριχωτό. Συνήθως συστρέφεται από δεξιά προς αριστερά, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στα άλλα χειμωνιάτικα σιτηρά. Ο κολεός είναι συνήθως λείος και δεν έχει ωτία, ενώ υπάρχει καλά ανεπτυγμένη γλωσσίδα με άκρα ελαφρώς οδοντωτά.

Ταξιανθία Avena

Αναπαραγωγικά όργανα

Η ταξιανθία είναι φόβη που αποτελείται από έναν κύριο άξονα, τη ράχη, η οποία είναι επέκταση του στελέχους, και από 5-7 ομάδες διακλαδώσεων. Κάθε ομάδα εκφύεται από ξεχωριστό κόμβο της ράχης και το μήκος τους μειώνεται προοδευτικά προς την κορυφή της φόβης. Ανάλογα με τη διάταξη των διακλαδώσεων στο χώρο η φόβη είναι πολύπλευρη ή μονόπλευρη. Το χαρακτηριστικό αυτό χρησιμοποιείται για τη διάκριση της Α. sativa στα υποείδη diffusa (πολύπλευρη φόβη) και orientalis (μονόπλευρη φόβη), όπως πρότεινε ο Vavilon (1926). Οι πολύπλευρες φόβες ποικίλλουν σε μέγεθος, σχήμα και σε αριθμό και μέγεθος σταχυδίων. Από κάθε διακλάδωση ξεκινούν διακλαδώσεις δεύτερης, τρίτης, κ.λπ. τάξης που καταλήγουν τελικά σε ένα πεπλατυσμένο ποδίσκο που φέρει το σταχύδιο. Σε σταχύδιο καταλήγουν επίσης και τα άκρα της ράχης και των αρχικών διακλαδώσεων. Γενικά, μια φόβη μπορεί να έχει 20-150 σταχύδια.

Κάθε σταχύδιο περιβάλλεται από ένα ζεύγος λεπύρων χρώματος λευκοκίτρινου ή ερυθρωπού. Τα λέπυρα είναι μεμβρανώδη, με πολλά νεύρα και αρκετά επιμήκη ώστε να περιβάλλουν τελείως το σταχύδιο. Το σταχύδιο περικλείει 2-6 άνθη τοποθετημένα εναλλάξ κατά μήκος ενός ραχιδίου. Συνήθως υπάρχουν τρία άνθη από τα οποία μόνο τα δύο κατώτερα παράγουν καρπό, ενώ το ανώτερο είναι άγονο. Ο τρόπος αποχωρισμού τόσο του πρώτου άνθους από τον ποδίσκο του σταχυδίου όσο και του δεύτερου άνθους από το πρώτο χρησιμοποιείται ως διακριτικό στοιχείο μεταξύ των εξαπλοειδών ειδών βοώμης. Έτσι, στα καλλιεργούμενα είδη Α. sativa και Α. byzantina το κατώτερο άνθος αποχωρίζεται από τον ποδίσκο με θραύση, ενώ στα άγρια είδη Α. fatua και Α. sterilis αποχωρίζεται με εξάρθρωση που δημιουργεί μια ευδιάκριτη κυκλική ή ωοειδή ουλή στη βάση του άνθους ή του καρπού. Επίσης, στην Α. sativa, το δεύτερο άνθος αποχωρίζεται από το πρώτο ακριβώς στη βάση του δεύτερου κόμβου του ραχιδίου, με αποτέλεσμα το πρώτο άνθος ή καρπός να φέρει σχεδόν ακέραιο το πρώτο μεσογονάτιο του ραχιδίου. Αντίθετα, στην Α. byzantina ο αποχωρισμός γίνεται με θραύση του ραχιδίου λίγο επάνω από το σημείο έκφυσης του πρώτου άνθους, με αποτέλεσμα να υπάρχει υπόλειμμα του μεσογονάτιου του ραχιδίου και στο πρώτο και στο δεύτερο άνθος ή καρπό.

Το άνθος αποτελείται από τρεις στήμονες, ύπερο και ωοθήκη μονόχωρη, δισχιδές στίγμα και δύο γλωχίνες. Περιβάλλεται στενά από τα λεπυρίδια, χιτώνα και λεπίδα, εκτός από τις γυμνοβρώμες όπου η σύνδεση είναι χαλαρή. Ο χιτώνας είναι συνήθως λείος, αλλά μπορεί να έχει λίγες τρίχες στη βάση του ή στο ραχίδιο. Κατά την ωρίμαση έχει χρώμα κίτρινο, γκρίζο, μαύρο, ερυθρωπό ή λευκό. Μπορεί να φέρει άγανο ως επέκταση του κεντρικού του νεύρου, αλλά συνήθως στις νεώτερες ποικιλίες είναι μη αγανοφόρος. Είναι επίσης δυνατό να υπάρχει βραχύ άγανο μόνο στο χιτώνα του κατώτερου άνθους ή ακόμη και σε μερικά μόνο σταχύδια της φόβης.

Ο καρπός (καρύοψη) είναι ατρακτοειδής, με αύλακα στην κοιλιακή όψη και περικλείεται από τα λεπυρίδια. Μόνο στις γυμνοβρώμες όπου η σύνδεση των λεπυριδίων είναι χαλαρή ο καρπός ελευθερώνεται εύκολα από τα λεπυρίδια. Στην περίπτωση όμως αυτή οι κίνδυνοι τινάγματος του καρπού πριν τη συγκομιδή είναι πολύ μεγάλοι. Μετά την αφαίρεση των λεπυριδίων ο καρπός (groat) έχει μήκος 8-11mm, πλάτος 1.6-3.2mm και τριχωτό περικάρπιο. Η ανατομία του καρπού είναι παρόμοια με εκείνη των άλλων αγρωστωδών.

Οι ώριμοι καρποί φέρουν στη βάση τους και από την κοιλιακή τους πλευρά ένα μεσογονάτιο του ραχιδίου. Εάν ο καρπός προέρχεται από το δεύτερο άνθος, τότε στο άκρο του ραχιδίου υπάρχει και το υπόλειμμα του άγονου τρίτου άνθους. Συνήθως υπάρχει μια ποικιλομορφία στο μέγεθος των καρπών που οφείλεται στο γεγονός ότι οι καρποί που προέρχονται από τα πρώτα άνθη του σταχυδίου είναι μεγαλύτεροι από εκείνους που προέρχονται από τα δεύτερα άνθη. Η ποικιλομορφία είναι ακόμη μεγαλύτερη εάν κάθε σταχύδιο παράγει τρεις καρπούς. Υπάρχει επίσης η περίπτωση να παράγεται, όπως σε ορισμένες παλιές ποικιλίες, μόνο ένας καρπός/σταχύδιο, οπότε η ποικιλομορφία μειώνεται στο ελάχιστο, αλλά παράλληλα και η απόδοση σε καρπό είναι αρκετά χαμηλή. Τέλος, είναι δυνατό σε ένα δείγμα καρπών να υπάρχουν και "διπλοί καρποί" που προκύπτουν από τον "εναγκαλισμό" του ανώτερου καρπού από τα άκρα του χιτώνα του κατώτερου.