Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ανάπτυξη του φυτού της κοινής βρώμης"

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
 
Γραμμή 5: Γραμμή 5:
 
{{:Αναπαραγωγική ανάπτυξη του φυτού της κοινής βρώμης|top_heading={{{top_heading|==}}}=}}
 
{{:Αναπαραγωγική ανάπτυξη του φυτού της κοινής βρώμης|top_heading={{{top_heading|==}}}=}}
  
 +
[[Category:Κατάλογος]]
 
[[σχετίζεται με::Βρώμη φυτό| ]]
 
[[σχετίζεται με::Βρώμη φυτό| ]]
 
[[πόσο αφορά σε γεωργό::30| ]]
 
[[πόσο αφορά σε γεωργό::30| ]]

Τελευταία αναθεώρηση της 12:47, 26 Αυγούστου 2013

Βλαστητική ανάπτυξη του φυτού της κοινής βρώμης

Οι ελάχιστες θερμοκρασίες για τη βλάστηση του σπόρου της βρώμης είναι 0-4.8oC, οι άριστες 25-31oC και οι μέγιστες 31-37oC. Ορισμένες ποικιλίες παρουσιάζουν λήθαργο για ένα χρονικό διάστημα 7-10 εβδομάδων μετά τη συγκομιδή. Είναι επίσης δυνατό ο λήθαργος να είναι περισσότερο ή λιγότερο μακροχρόνιος σε άλλες ποικιλίες. Έτσι, υπάρχει η άποψη ότι ο λήθαργος είναι χαρακτηριστικό περισσότερο γενετικό και λιγότερο μορφολογικό. Παρόλα αυτά, υπάρχει η ένδειξη ότι ποικιλίες με σκουρόχρωμους χιτώνες και τριχωτούς καρπούς παρουσιάζουν ενδείξεις παρατεταμένου λήθαργου. Πιθανόν και εδώ ο λήθαργος να σχετίζεται με την παρουσία των περιβλημάτων ή την προσωρινή ανοξία που παρατηρείται και στα άλλα χειμωνιάτικα σιτηρά.

Όπως και στα άλλα χειμωνιάτικα σιτηρά, η πρώτη ανάπτυξη διακρίνεται σε έρπουσα, ανορθωμένη ή ημιέρπουσα. Η ένταση του αδελφώματος εξαρτάται από περιβαλλοντικούς (φωτισμός, θερμοκρασία, υγρασία, γονιμότητα εδάφους) και γενετικούς παράγοντες. Το τελικό ποσοστό των γόνιμων αδελφιών μειώνεται όσο αυξάνεται η πυκνότητα σποράς.

Η ελάχιστη θερμοκρασία για την αύξηση της βρώμης βρίσκεται μεταξύ 3.3-4.4oC. Η αντοχή στις χαμηλές θερμοκρασίες εξαρτάται από την ποικιλία (ικανότητα αυτοσκληραγώγησης, τρόπος αύξησης), το στάδιο ανάπτυξης, τον τύπο του εδάφους και άλλους παράγοντες. Λίπανση με φωσφόρο, κάλι και ασβέστιο, χωρίς ή με άζωτο αυξάνει την αντοχή της βρώμης στις χαμηλές θερμοκρασίες, ενώ μόνο η αζωτούχος λίπανση μειώνει την αντοχή. Γενικά η βρώμη θεωρείται πιο ευαίσθητη στις χαμηλές θερμοκρασίες από τα άλλα χειμωνιάτικα σιτηρά. Κατά τους Pfeifer & Kline (1960) η θερμοκρασία του εδάφους σε βάθος 2.5cm επηρεάζει αποφασιστικά την αντοχή στον παγετό. Η βρώμη δεν αντέχει σε θερμοκρασίες χαμηλότερες από -12oC, ενώ μεταξύ -6 και -12oC επιβιώνουν μόνο οι ανθεκτικότερες ποικιλίες. Πάντως, φαίνεται ότι οι ποικιλίες που αντέχουν στις χαμηλές θερμοκρασίες έχουν τη δυνατότητα να ανταπεξέλθουν με επιτυχία και στις υψηλές θερμοκρασίες. Η αντοχή στις υψηλές θερμοκρασίες φαίνεται ότι είναι μέγιστη λίγο πριν το ξεστάχυασμα ενώ μειώνεται γρήγορα αμέσως μετά.

Γενικά, υψηλές θερμοκρασίες στο βλαστητικό στάδιο επιταχύνουν το ξεστάχυασμα. Φυτά που αναπτύσσονταν σε θερμοκρασία 14.5oC ξεστάχυαζαν 4-9 ημέρες αργότερα από φυτά που αναπτύσσονταν σε θερμοκρασία 21oC.




Αναπαραγωγική ανάπτυξη του φυτού της κοινής βρώμης

Η εαρινοποίηση είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη διαφοροποίηση ανθικών καταβολών σε ορισμένες ποικιλίες βρώμης που χαρακτηρίζονται ως χειμωνιάτικες. Ο Βorodin (1934) διακρίνει ακόμη: ανοιξιάτικες (δεν απαιτούν εαρινοποίηση), ενδιαμέσων απαιτήσεων (δεν έχουν μεγάλες απαιτήσεις σε χαμηλές θερμοκρασίες) και ιδιαίτερα απαιτητικές ή επίμονες ποικιλίες (έχουν μεγάλες απαιτήσεις σε χαμηλές θερμοκρασίες). Και στη [[Βρώμη φυτό |βρώμη η εαρινοποίηση είναι πολύ αποτελεσματική όταν συντελείται στο στάδιο του υγρού σπόρου (υγρασία περίπου 50%). Παραμονή του υγρού σπόρου σε θερμοκρασία 2oC επί 28-50 ημέρες είναι αρκετή για να συντελεσθεί το φαινόμενο στις χειμωνιάτικες ποικιλίες. Η εαρινοποίηση επιταχύνει το χρόνο ξεσταχυάσματος κατά 2-10 ημέρες στις απαιτητικές ποικιλίες.

Η φωτοπερίοδος είναι απαραίτητη για τη διαφοροποίηση των ανθικών καταβολών εφόσον έχει προηγηθεί η εαρινοποίηση. Φαίνεται ότι το στάδιο ανάπτυξης όπου η βρώμη αντιδρά στο φωτοπεριοδικό ερέθισμα εντοπίζεται γύρω στις αρχές του αδελφώματος. Οι φωτοπεριοδικές απαιτήσεις της βρώμης φαίνεται ότι ξεπερνούν τις 12 ώρες και φθάνουν στις 15-18 ώρες.

Η διαφοροποίηση των σταχυδίων αρχίζει από το πρώτο σταχύδιο στην κορυφή της φόβης και προχωρεί προοδευτικά προς τη βάση ξεκινώντας από τα άκρα των καταβολών των διακλαδώσεων. Από τα μέρη του σταχυδίου διαφοροποιούνται πρώτα τα λέπυρα και ακολουθούν τα άνθη της βάσης του σταχυδίου. Από τα διάφορα μέρη του άνθους πρώτα διαφοροποιείται ο χιτώνας και ακολουθούν κατά σειρά οι ανθήρες, η λεπίδα, οι γλωχίνες και ο ύπερος.

Η άνθηση ξεκινά από την κορυφή της φόβης, προχωρεί προς τη βάση και συμπληρώνεται συνήθως σε 3-4 ημέρες, αλλά μπορεί να διαρκέσει μέχρι οκτώ ημέρες. Η άνθηση όλων των ταξιανθιών ενός φυτού συμπληρώνεται μέσα σε 10 ημέρες, εκτός αν τα αδέλφια είναι όψιμα, οπότε η άνθηση διαρκεί πολύ περισσότερο. Ενδεικτικό της άνθησης είναι η εμφάνιση των ανθήρων μεταξύ των λεπυριδίων. Η άνθηση είναι το συνδυασμένο αποτέλεσμα της επιμήκυνσης των ανθήρων και της διόγκωσης των γλωχίνων. Η άνθηση επιτελείται συνήθως τις απογευματικές ώρες, αλλά είναι δυνατό να γίνει και τις πρωινές εάν επικρατούν χαμηλές θερμοκρασίες. Φαίνεται ότι τα άνθη συνήθως ανοίγουν μετά την επίτευξη της μέγιστης ημερήσιας θερμοκρασίας. Εάν επομένως αυτή έχει συντελεσθεί νωρίς, είναι δυνατό η άνθηση να γίνει κατά τις προμεσημβρινές ώρες. Η άριστη θερμοκρασία για άνθηση είναι 24-26oC και η άριστη σχετική υγρασία 50-60%. Η βροχή, ο άνεμος και η ηλιοφάνεια φαίνεται ότι δεν επηρεάζουν αποφασιστικά την άνθηση.

Οι γυρεόκοκκοι βλαστάνουν ταχύτατα επάνω στο στίγμα (μέσα σε πέντε λεπτά από την επικονίαση) και γονιμοποιούν τη σπερματική βλάστη μέσα σε τέσσερις ώρες. Η βρώμη είναι φυτό αυτογονιμοποιούμενο σε ποσοστό 93.5-99.8%.

Η γονιμοποιημένη σπερματική βλάστη βρίσκεται στην πρόφαση 13.5 ώρες μετά την επικονίαση, ενώ το προέμβρυο αρχίζει να σχηματίζεται μετά 19 ώρες. Τα κύτταρα του ενδοσπερμίου σχηματίζονται μετά από 72 ώρες.

Ο ρυθμός του γεμίσματος των καρπών είναι ταχύς κατά τις πρώτες 15 ημέρες μετά τη γονιμοποίηση ενώ στη συνέχεια αρχίζει να μειώνεται. Η φυσιολογική ωρίμαση έχει συντελεσθεί μετά από 25-35 ημέρες από το ξεστάχυασμα, όταν οι καρποί έχουν υγρασία γύρω στο 45%. Ένδειξη φυσιολογικής ωρίμασης είναι ο αποχρωματισμός των λεπύρων της κορυφής προς χρώμα άχυρου, ενώ κατά την οικονομική ωρίμαση (υγρασία περίπου 20%) τα λεπυρίδια έχουν αποκτήσει το κανονικό τους χρώμα. Είναι πάντως γεγονός ότι η ωρίμαση στη φόβη είναι σχετικά ανομοιόμορφη: Όταν οι καρποί της κορυφής είναι ώριμοι, οι καρποί της βάσης βρίσκονται ακόμη στο στάδιο της μαλακής ζύμης.

Όπως και στα άλλα σιτηρά, η φωτοσύνθεση των ταξικαρπιών συμβάλλει περισσότερο αποφασιστικά στο γέμισμα των καρπών σε σχέση με άλλα φυτικά όργανα (ανώτερο φύλλο, κολεοί, κ.λπ.). Η συμβολή της φόβης αυξάνεται όσο μεγαλύτερα είναι τα λέπυρα. Η φωτοσυνθετική συμβολή των κατώτερων φύλλων είναι συνήθως μικρή, αλλά αυξάνεται σε ποικιλίες με ορθότονο φύλλωμα.