Ασθένεια πεπονιάς Κλαδοσπορίωση

Από GAIApedia
Αναθεώρηση της 13:40, 9 Σεπτεμβρίου 2013 υπό τον P chasapis (Συζήτηση | συνεισφορές)

(διαφορά) ←Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεώτερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Προσβολή πεπονιού από Κλαδοσπορίωση
Προσβολή φύλλου πεπονιάς από Κλαδοσπορίωση
Προσβολή στελέχους πεπονιάς από Κλαδοσπορίωση

Η ασθένεια αυτή προκαλείται από το Cladosporium cucumarinum. Η ασθένεια είχε περιγραφή για πρώτη φορά στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Νέα Υόρκη το 1887. Έχει σημειωθεί σε πολλές ψυχρές εύκρατες περιοχές τις Βόρειας Αμερικής και αργότερα της Ευρώπης και της Ασίας. Οι απώλειες προέρχονται κυρίως από το γεγονός ότι οι καρποί δεν είναι εμπορικοί όταν παρουσιάζουν τα τυπικά χαρακτηριστικά της κλαδοσπορίωσης. Είναι από τα λίγα είδη του γένους Cladosporium, που ζει παρασιτικά στα φυτά. Τα περισσότερα είδη του γένους αυτού ζουν σαπροφυτικά στα υπολείμματα καλλιεργειών.

Το παθογόνο προσβάλλει τα φύλλα σε όλα τα στάδια ανάπτυξης και τα συμπτώματα εμφανίζονται σε όλα τα υπέργεια μέρη των φυτών (φύλλα, μίσχοι, στελέχη, καρποί). Προσβάλλονται συνήθως οι καρποί, ιδιαίτερα στη νεαρή ηλικία. Στο σημείο μολύνσεις βγαίνει αρχικά μια κολλώδη (κομμιώδης)ουσία με τη μορφή παχύρρευστων σταγόνων που θυμίζουν ζημιά από νύγματα εντόμου. Στην αρχή οι κηλίδες είναι ελαφρά υδατώδες αλλά αργότερα γίνονται γκρίζες, βυθίζονται ελαφρά και έχουν διάμετρο 5-10mm. Τελικά σχηματίζονται «κρατηροειδή» έλκη που περιβάλλονται από βαθύ πράσινο (ελαιώδες) στρώμα, με εμφάνιση βελούδινη που είναι οι καρποφορίες του μύκητα (κονιδιοφόροι και κονίδια). Οι έντονα προσβεβλημένοι καρποί συχνά παραμορφώνονται. Στους μεγάλης ηλικίας καρπούς λόγω της αντίδρασης των ιστών στη μόλυνση σχηματίζεται ένα φελλώδες στρώμα το οποίο απομονώνει την προσβολή και έτσι στη θέση της μολύνσεως σχηματίζεται μια «δερματώδης ξηρή «εσχάρωση». Στα φύλλα παρατηρούνται κηλίδες υδατώδεις ανοικτού πράσινου χρώματος που τελικά παίρνουν χρώμα γκριζόλευκο και γίνονται γωνιώδες στη συνέχεια εξελίσσονται σε σκουρόχρωμες νεκρωτικές κηλίδες. Οι νεκροί ιστοί στις κηλίδες πέφτουν και εμφανίζονται οπές, άλλες φορές συνοδεύεται από κίτρινο στεφάνι, στο κέντρο των κηλίδων με ευνοϊκές συνθήκες αναπτύσσονται οι ελεοπράσινες καρποφορίες του μύκητα. Στο στέλεχος οι κηλίδες είναι επιμήκεις και φελλοποιημένες. Ενίοτε διαπιστώνει κανείς στους μίσχους των καρπών ελλειπτικά έλκη φωτεινού καστανού χρώματος. Τα έλκη αυτά συχνά καλύπτονται από τις βελούδινες σκουροπράσινες καρποφορίες του παθογόνου. Τόσο οι προσβολές στο στέλεχος όσο και στο μίσχο, αν τα καλύψουν περιμετρικά, προκαλούν μάρανση των φυτών και των καρπών αντίστοιχα. Τα παραπάνω συμπτώματα μοιάζουν με εκείνα της βακτηριακής κηλιδώσεως. Τα νεαρά φυτράρια είναι ιδιαίτερα ευπαθή, ενώ τα μεγάλης ηλικίας φύλλα και καρποί είναι λιγότερο ευπαθή στις μολύνσεις.

Το παθογόνο Cladosporium cucumarinum διατηρείται στους καρπούς και στα φυτικά υπολείμματα στην επιφάνεια ή μέσα στο έδαφος. Αναφέρεται επίσης η παρουσία του στους σπόρους. Είναι ικανός να ζήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα στα προστατευτικά πλαστικά φιλμ των σπορείων και θερμοκηπίων. Η μόλυνση γίνεται από το έδαφός, καλλιεργητικά εργαλεία και τα κιβώτια μεταφοράς. Ο σπόρος, αν δεν είναι απολυμασμένος, αποτελεί βασική πηγή προσβολής των φυταρίων στο σπορείο. Η μεταφορά του μολύσματος μπορεί να γίνει και με τον αέρα, τα ρούχα των ασχολούμενων και τα έντομα. Τα σπόρια του παθογόνου είναι πολύ ανεκτικά στις περιβαλλοντικές συνθήκες και αντέχουν στη μεταφορά σε μεγάλες αποστάσεις. Αγαπάει τις κρύες και υγρές κλιματικές συνθήκες. Η ανάπτυξη του μύκητα πραγματοποιείται σ’ένα θερμοκρασιακό εύρος 5-30oC. Η άριστη θερμοκρασία για τη βλάστηση των σπορίων και διείσδυση του μύκηλιου είναι οι 17oC. Νύχτες με θερμοκρασία 15oC και μέρες με 25oC είναι πολύ ευνοϊκές για επιδημιολογικής εξέλιξη. Αρκεί νυχτερινή περίοδος με υγρασία κοντά στο σημείο κορεσμού για να πραγματοποιηθεί η διείσδυση του παθογόνου στα φυτικά κύτταρα μέσα σε 6 ώρες. Αν η υγρασία αυτή διατηρηθεί για τρεις συνεχείς περιόδους, τότε δεν χρειάζεται πάρα μόνο 2 ώρες για τη διείσδυση του παθογόνου. Η διείσδυση γίνεται κατευθείαν από τα επιδερμικά κύτταρα στους μεσοκυττάριους χώρους και πραγματοποιείται μέσα σε 9 ώρες μετά από την βλάστηση των κονιδίων και τα συμπτώματα εμφανίζονται εντός 3 ημερών από τη μόλυνση. Στη συνέχεια προχωρεί στους ενδοκυττάριους χώρους καταστρέφοντας έτσι τους ιστούς. Παρατεταμένη θερμοκρασία 25-30oC δεν επιτρέπει την εξέλιξη της ασθένειας. Θερμοκρασία πάνω από 30oC εμποδίζει κάθε ανάπτυξη του παθογόνου. Στα μη θερμαινόμενα θερμοκήπια με έντονη τη διακύμανση της νυχτερινής και ημερήσιας θερμοκρασίας και με υψηλή υγρασία είναι δυνατόν η ασθένεια να προκαλέσει σοβαρές ζημιές. Τα κακοστραγγιζόμενα εδάφη ευνοούν την ανάπτυξη του μύκητα. Στις υπαίθριες καλλιέργειες ύστερα από άφθονη βροχή τα συμπτώματα παρουσιάζονται σε 3-5 μέρες και η σποριογένεση παρατηρείται μια μέρα αργότερα. Για την αντιμετώπιση της ασθένειας εφαρμόζονται τα παρακάτω μέτρα:

  • Για την παρεμπόδιση της ασθένειας τα φυτά θα πρέπει να αναπτύσσονται σε εδάφη με καλό αερισμό και καλή στράγγιση.
  • Με την εκδήλωση των πρώτων συμπτωμάτων θα πρέπει ο χώρος του θερμοκηπίου να αερίζεται καλά για να περιοριστεί η υγρασία.
  • Αν το θερμοκήπιο θερμαίνεται, να επιδιώκεται η αύξηση της θερμοκρασίας τη νύχτα.
  • Η αύξηση της θερμοκρασίας πάνω από 25oC επιβραδύνει την εξέλιξη της ασθένειας.
  • Αποφυγή άρδευσης με καταιονισμό. Αν αυτό είναι δύσκολο, η άρδευση αυτή να γίνεται το πρωί.
  • Συλλογή, απομάκρυνσης και καταστροφή των προσβεβλημένων φυτικών τμημάτων.
  • Στο τέλος της καλλιεργητικής περιόδου τα φυτικά υπολείμματα και ιδιαίτερα οι καρποί να απομακρύνονται από το χωράφι ή το θερμοκήπιο.
  • Να λαμβάνεται μέριμνα να μη νεροκρατούν τα χωράφια ή το έδαφος του θερμοκηπίου.
  • Η άρδευση με ψυχρό καιρό πρέπει να αποφεύγεται.
  • Η ηλιοθέρμανση του εδάφους μειώνει σημαντικά το μόλυσμα του παθογόνου, που βρίσκεται στο έδαφος.
  • Αποφυγή καλλιέργειας ευαίσθητων ποικιλιών ή υβριδίων σε παθογενείς έδαφος.
  • Χρησιμοποίηση ανθεκτικών ποικιλιών και υβριδίων.
  • Απολύμανση χώρων, εργαλείων και μηχανημάτων.
  • Απολύμανση σπόρου.
  • Προληπτικοί ψεκασμοί με κρύο και υγρό καιρό. Οι επεμβάσεις να επαναλαμβάνονται ανάλογα με την υπολειμματική δράση του μυκητοκτόνου, που θα χρησιμοποιηθεί. Συνιστώνται ο βορδιγάλιος πολτός (δόση 80-100g/hl), το Clorothalonil (δόση εφαρμογής είναι 125-150 g/hl), το Folpet (δόση 75-125g/hl. Προσοχή στους περιορισμούς, που ισχύουν για το μυκητοκτόνο αυτό), Mancozeb (δόση 160-200 g/hl) καθώς και συνδυασμός βορδιγάλιου πολτού με Mancozeb.