Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ασθένεια σιταριού Ωίδιο"

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
(Νέα σελίδα με 'Προκαλείται από το μύκητα Erysiphe graminis DC f. sp. tritici E. Marchal. Η ασθένεια μεταδ...')
 
 
(4 ενδιάμεσες αναθεωρήσεις από ένα χρήστη δεν εμφανίζονται)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
Προκαλείται από το μύκητα Erysiphe graminis DC f. sp. tritici E. Marchal. Η [[Ασθένειες σιταριού |ασθένεια]] μεταδίδεται με αγενή ή εγγενή σπόρια τα οποία μολύνουν τα υπέργεια όργανα (κυρίως τα [[Μορφολογικά χαρακτηριστικά σιταριού |φύλλα]]) και δημιουργούν κηλίδες από το χαρακτηριστικό άσπρο μυκήλλιο όπου αρχικά παράγονται αγενή σπόρια και στη συνέχεια τα μαύρα κλειστοθήκια του μύκητα που παραμένουν στα υπολείμματα της [[Καλλιέργεια σιταριού |καλλιέργειας]]. Η προσβολή αυξάνει τις απώλειες νερού από τα φυτά του [[Σιτάρι φυτό |σιταριού]] και την αναπνοή, ενώ μειώνει τη φωτοσύνθεση με τελικό αποτέλεσμα μειωμένο αριθμό καρπών/στάχυ και μειωμένο μέσο βάρος καρπών. Η μείωση στις τελικές αποδόσεις φθάνει μέχρι και 30%. Η ασθένεια ευνοείται από ήπιο χειμώνα και δροσερή άνοιξη και καλοκαίρι.
+
[[Image:Ωίδιο σιταριού.jpg|thumb|px100|Ωίδιο σιταριού]]
  
Οι ανθεκτικές [[Ποικιλίες σιταριού |ποικιλίες]] αποτελούν τον κύριο τρόπο αντιμετώπισης του παθογόνου, αλλά και εδώ δημιουργούνται νέες φυλές του μύκητα λόγω του διαδεδομένου εγγενούς του κύκλου. Η απολύμανση του σπόρου με διασυστηματικά μυκητοκτόνα μπορεί να μειώσει την ένταση των προσβολών.
+
Προκαλείται από το [[Μύκητες |μύκητα]] Erysiphe graminis DC f. sp. tritici E. Marchal.
 +
 
 +
Η [[Ασθένειες σιταριού |ασθένεια]] <ref name="Σιτηρά εύκρατων κλιμάτων"/> μεταδίδεται με αγενή ή εγγενή σπόρια τα οποία μολύνουν τα υπέργεια όργανα (κυρίως τα [[Μορφολογικά χαρακτηριστικά σιταριού |φύλλα]]) και δημιουργούν κηλίδες από το χαρακτηριστικό άσπρο μυκήλλιο όπου αρχικά παράγονται αγενή σπόρια και στη συνέχεια τα μαύρα κλειστοθήκια του μύκητα που παραμένουν στα υπολείμματα της [[Καλλιέργεια σιταριού |καλλιέργειας]]. Η προσβολή αυξάνει τις απώλειες νερού από τα φυτά του [[Σιτάρι φυτό |σιταριού]] και την αναπνοή, ενώ μειώνει τη φωτοσύνθεση με τελικό αποτέλεσμα μειωμένο αριθμό καρπών/στάχυ και μειωμένο μέσο βάρος καρπών. Η μείωση στις τελικές αποδόσεις φθάνει μέχρι και 30%. Η ασθένεια ευνοείται από ήπιο χειμώνα και δροσερή άνοιξη και καλοκαίρι.
 +
 
 +
Οι ανθεκτικές [[Ποικιλίες σιταριού |ποικιλίες]] αποτελούν τον κύριο τρόπο αντιμετώπισης του παθογόνου, αλλά και εδώ δημιουργούνται νέες φυλές του μύκητα λόγω του διαδεδομένου εγγενούς του κύκλου. Οι πηγές ανθεκτικότητας στο ωίδιο προέρχονται από τα T. dicoccum, T. carthlicum, T. turgidum, T. durum ή από είδη Aegilops. Η απολύμανση του σπόρου με διασυστηματικά μυκητοκτόνα μπορεί να μειώσει την ένταση των προσβολών.
  
 
[[πόσο αφορά σε γεωργό::30| ]]
 
[[πόσο αφορά σε γεωργό::30| ]]
Γραμμή 7: Γραμμή 11:
 
[[είναι ασθένεια της::Σιτάρι φυτό| ]]
 
[[είναι ασθένεια της::Σιτάρι φυτό| ]]
 
[[είναι ασθένεια του φυτού::Σιτάρι φυτό| ]]
 
[[είναι ασθένεια του φυτού::Σιτάρι φυτό| ]]
[[κατάσταση δημοσίευσης::10| ]]
+
[[είναι προσβολή της ασθένειας::Ωίδιο| ]]
 +
 
 +
==Βιβλιογραφία==
 +
<references>
 +
 
 +
<ref name="Σιτηρά εύκρατων κλιμάτων"> "Τα σιτηρά των εύκρατων κλιμάτων", Ανδρέας Ι. Καραμάνος, Καθηγητής της Γεωργίας στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών.</ref>
 +
 
 +
</references>
 
__NOTOC__
 
__NOTOC__
 +
[[κατάσταση δημοσίευσης::10| ]]

Τελευταία αναθεώρηση της 11:18, 10 Αυγούστου 2015

Ωίδιο σιταριού

Προκαλείται από το μύκητα Erysiphe graminis DC f. sp. tritici E. Marchal.

Η ασθένεια [1] μεταδίδεται με αγενή ή εγγενή σπόρια τα οποία μολύνουν τα υπέργεια όργανα (κυρίως τα φύλλα) και δημιουργούν κηλίδες από το χαρακτηριστικό άσπρο μυκήλλιο όπου αρχικά παράγονται αγενή σπόρια και στη συνέχεια τα μαύρα κλειστοθήκια του μύκητα που παραμένουν στα υπολείμματα της καλλιέργειας. Η προσβολή αυξάνει τις απώλειες νερού από τα φυτά του σιταριού και την αναπνοή, ενώ μειώνει τη φωτοσύνθεση με τελικό αποτέλεσμα μειωμένο αριθμό καρπών/στάχυ και μειωμένο μέσο βάρος καρπών. Η μείωση στις τελικές αποδόσεις φθάνει μέχρι και 30%. Η ασθένεια ευνοείται από ήπιο χειμώνα και δροσερή άνοιξη και καλοκαίρι.

Οι ανθεκτικές ποικιλίες αποτελούν τον κύριο τρόπο αντιμετώπισης του παθογόνου, αλλά και εδώ δημιουργούνται νέες φυλές του μύκητα λόγω του διαδεδομένου εγγενούς του κύκλου. Οι πηγές ανθεκτικότητας στο ωίδιο προέρχονται από τα T. dicoccum, T. carthlicum, T. turgidum, T. durum ή από είδη Aegilops. Η απολύμανση του σπόρου με διασυστηματικά μυκητοκτόνα μπορεί να μειώσει την ένταση των προσβολών.




Βιβλιογραφία

  1. "Τα σιτηρά των εύκρατων κλιμάτων", Ανδρέας Ι. Καραμάνος, Καθηγητής της Γεωργίας στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών.