Ασθένεια τριανταφυλλιάς σηψιρριζίες

Από GAIApedia
Αναθεώρηση της 12:38, 18 Ιανουαρίου 2016 υπό τον X skiadas (Συζήτηση | συνεισφορές)

(διαφορά) ←Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεώτερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Σηψιρριζίες [Armillaria mellea (Basidiomycetes, Agaricales) και Rosellinia necatrix (Ascomycota, Xylariales), α.μ. Dematophora necatrix R. Hartig]. Η σηψιρριζία που οφείλεται στον Armillaria mellea (Vahl: Fr.) Κummer, εμφανίζεται συνήθως, όταν καλλιέργειες τριανταφυλλιάς εγκαθίστανται σε πρόσφατα εκχερσωμένα δασικά εδάφη ή θέσεις παλαιών πολυετών φυτειών. Τα προσβεβλημένα φυτά αναπτύσσονται βραδέως και δε δείχνουν συνήθως άλλα συμπτώματα εκτός από μια πτωχή καχεκτική βλάστηση. Τα παραπάνω συμπτώματα δεν είναι χαρακτηριστικά των σηψιρριζιών, γιατί μπορεί να προκληθούν και από διάφορα άλλα αίτια και ιδιαίτερα από αίτια που ζημιώνουν το ριζικό σύστημα των φυτών (π.χ. διάφοροι παθογόνοι μύκητες, αποκοπή των ριζών κατά την κατεργασία του εδάφους, ασφυξία ριζών κ.ά). Ο μόνος επόμενως τρόπος για την ασφαλή διάγνωση της ασθένειας είναι η εκλάκκωση και εξέταση της βάσεως του κορμού και των κεντρικών ριζών των φυτών. Στην περίπτωση προσβολής από τον Armillaria mellea παρατηρούμε ότι μερικές ρίζες παρουσιάζουν μια ξηρή σήψη που αρχίζει από το φλοιό και φθάνει μέσα στο ξύλο. Ο φλοιός στα προσβεβλημένα τμήματα είναι έντονα καστανός, αποκολλάται εύκολα από το ξύλο και έχει έντονη οσμή μανιταριού. Η οσμή αυτή είναι χαρακτηριστική της παρασιτικής σηψιρριζίας. Στις περιπτώσεις ασφυξίας οι ρίζες αναδίδουν οσμή οινοπνεύματος ή βούρκου. Μεταξύ φλοιού και ξύλου παρατηρούνται πυκνές, λευκές μυκηλιακές πλάκες που συχνά έχουν την μορφή ριπιδίου (βεντάλιας). Χαρακτηριστικό σημείο της ασθένειας είναι η παρουσία των ριζόμορφων του παθογόνου μύκητα. Τα ριζόμορφα, όταν βρίσκονται κάτω από τον φλοιό, είναι πεπλατυσμένα, ερυθροκαστανά ή σχεδόν μαύρα και αναστομούνται σε μορφή δικτύου. Όταν τα ριζόμορφα βρίσκονται στην επιφάνεια των ριζών ή αναπτύσσονται μεταξύ των ριζών σε διάφορα βάθη μέσα στο έδαφος, είναι κυλινδρικά και μοιάζουν με κορδόνια, έχουν διάμετρο 1 - 3mm, μήκος μέχρι 9 μέτρα ή περισσότερο και σπανίως αναστομούνται. Στην περίπτωση που η σηψιρριζία οφείλεται στον Rosellinia necatrix Prill. τα προσβεβλημένα φυτά εμφανίζουν στο υπέργειο μέρος συμπτώματα παρόμοια με αυτά που προκαλούνται από τον Armillaria mellea. Η διάγνωση επομένως γίνεται μόνο με την εξέταση των υπόγειων μερών του φυτού. Οι προσβεβλημένες ρίζες καλύπτονται στην επιφάνεια τους από πλούσιο τεφροπράσινο ή τεφροκαστανό μυκήλιο. Ο φλοιός παρουσιάζει ξηρή σήψη, έχει βαθύ καστανό μέχρι μαύρο χρώμα και εύκολα αποκολλάται. Ανάμεσα στο φλοιό και το ξύλο σχηματίζονται λευκές, αραιές μυκηλιακές πλάκες μορφής ριπιδίου. Ο μύκητας προσβάλλει το παρέγχυμα, το φλοιό και το κάμβιο αλλά δεν εγκαθίσταται στο ξύλο των ριζών. Ο μύκητας είναι δυνατόν να προσδιορισθεί εύκολα στο μικροσκόπιο από το μυκήλιό του που είναι καστανό και σχηματίζει χαρακτηριστικές ροπαλόμορφες ή αχλαδόμορφες διογκώσεις (έχουν 2 - 3 φορές μεγαλύτερη διάμετρο από εκείνη της υφής) στα διαφράγματα των υφών. Για την αντιμετώπιση των σηψιρριζιών συνιστώνται τα ακόλουθα μέτρα:

  • Τα προσβεβλημένα φυτά και τα γειτονικά τους που είναι ύποπτα προσβολής μαζί με όλο το ριζικό σύστημα πρέπει να ξεριζώνονται και να καταστρέφονται με φωτιά.
  • Πρίν από τη φύτευση νέων φυτών στο μολυσμένο έδαφος, πρέπει να γίνεται απολύμανση του εδάφους με βρωμιούχο μεθύλιο.
  • Αποτελεσματική εναντίον του Rosellinia necatrix είναι και η ηλιοαπολύμανση του εδάφους. Είναι περισσότερο αποτελεσματική, όταν η προσβολή βρίσκεται στ' αρχικά της στάδια.
  • Όταν η προσβολή οφείλεται στον Rosellinia necatrix, συνιστάται πότισμα των φυτών με βενζιμιδαζολικά μυκητοκτόνα (benomyl, carbendazim, thiabendazole κ.α.). Ακόμη, μπορεί να γίνει εμβάπτιση του ριζικού συστήματος των νεαρών φυτών σε διάλυμα ενός βενζιμιδαζολικού μυκητοκτόνου πρίν από τη φύτευση τους. [1]


Βιβλιογραφία

  1. Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.