Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ασθένεια τριανταφυλλιάς ωίδιο"

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
 
Γραμμή 20: Γραμμή 20:
 
* Συνιστώνται ψεκασμοί, αμέσως με την εμφάνιση της νεαρής βλαστήσεως την άνοιξη, σε διαστήματα 7 - 14 ημερών, με ένα από τ' ακόλουθα μυκητοκτόνα: azoxystrobin, kresoxim methyl, piperalin, dinocap, drazoxolon, benomyl, thiophanate methyl, carbendazim, imazalil, pyrazophos, triforine, dodemorph, fenarimol, myclobutanil, propiconazole, bupirimate, triflumizole ή triadimefon.  
 
* Συνιστώνται ψεκασμοί, αμέσως με την εμφάνιση της νεαρής βλαστήσεως την άνοιξη, σε διαστήματα 7 - 14 ημερών, με ένα από τ' ακόλουθα μυκητοκτόνα: azoxystrobin, kresoxim methyl, piperalin, dinocap, drazoxolon, benomyl, thiophanate methyl, carbendazim, imazalil, pyrazophos, triforine, dodemorph, fenarimol, myclobutanil, propiconazole, bupirimate, triflumizole ή triadimefon.  
 
Ακόμη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί το θείο. Μερικές ποικιλίες τριανταφυλλιάς είναι ευπαθείς σε ορισμένα από τα παραπάνω φάρμακα (π.χ. στο triadimefon, το οποίο μπορεί να προκαλέσει νανισμό σε μερικές ποικιλίες) γι' αυτό θα πρέπει στην αρχή να χρησιμοποιούνται δοκιμαστικά. Ακόμη, καλό είναι να γίνεται εναλλαγή των χρησιμοπούμενων μυκητοκτόνων, καθόσον το παθογόνο μπορεί ν' αναπτύξει ανθεκτικότητα σε αυτά.  
 
Ακόμη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί το θείο. Μερικές ποικιλίες τριανταφυλλιάς είναι ευπαθείς σε ορισμένα από τα παραπάνω φάρμακα (π.χ. στο triadimefon, το οποίο μπορεί να προκαλέσει νανισμό σε μερικές ποικιλίες) γι' αυτό θα πρέπει στην αρχή να χρησιμοποιούνται δοκιμαστικά. Ακόμη, καλό είναι να γίνεται εναλλαγή των χρησιμοπούμενων μυκητοκτόνων, καθόσον το παθογόνο μπορεί ν' αναπτύξει ανθεκτικότητα σε αυτά.  
* Οι επεμβάσεις με θείο να αποφέυγονται, όταν η θερμοκρασία είναι μεγαλύτερη από 27<sup>0</sup>C, γιατί μπορεί να προκληθούν εγκαύματα στα φυτά.  
+
* Οι επεμβάσεις με θείο να αποφεύγονται, όταν η θερμοκρασία είναι μεγαλύτερη από 27<sup>0</sup>C, γιατί μπορεί να προκληθούν εγκαύματα στα φυτά.  
 
* Για τον περιορισμό των μολυσμάτων συνιστάται αφαίρεση και καταστροφή των προσβεβλημένων στελεχών και φύλλων στο τέλος της καλλιεργητικής περιόδου. Επίσης, αν είναι δυνατό, η καταστροφή των πεσμένων στο έδαφος φύλλων.
 
* Για τον περιορισμό των μολυσμάτων συνιστάται αφαίρεση και καταστροφή των προσβεβλημένων στελεχών και φύλλων στο τέλος της καλλιεργητικής περιόδου. Επίσης, αν είναι δυνατό, η καταστροφή των πεσμένων στο έδαφος φύλλων.
 
* Στις υπό κάλυψη καλλιέργειες συνιστάται η λήψη μέτρων για τη μείωση της σχετικής υγρασίας του περιβάλλοντος κατά τη διάρκεια της νύκτας.
 
* Στις υπό κάλυψη καλλιέργειες συνιστάται η λήψη μέτρων για τη μείωση της σχετικής υγρασίας του περιβάλλοντος κατά τη διάρκεια της νύκτας.

Τελευταία αναθεώρηση της 11:24, 22 Ιανουαρίου 2016

Το Ωίδιο (αγγλ. Powdery mildew) είναι μια ασθένεια της τριανταφυλλιάς που είναι γνωστή από την αρχαιότητα και αναφέρθηκε για πρώτη φορά από το Θεόφραστο γύρω στα 300 π.χ. Εν τούτοις η πρώτη περιγραφή του παθογόνου μύκητα ως αιτίου της ασθενείας έγινε από τον Wallroth το 1819. Η ασθένεια σήμερα είναι διαδεδομένη σε όλα τα μέρη του κόσμου και είναι η σοβαρότερη πάθηση της τριανταφυλλιάς τόσο στις υπό κάλυψη, όσο και στις υπαίθριες καλλιέργειες. Οι προσβολές από το ωίδιο εκτός από την εξασθένιση των φυτών υποβαθμίζουν σοβαρά την ποιότητα των κομμένων ανθέων και βλάπτουν επίσης σοβαρά την αισθητική των καλλωπιστικών κήπων τριανταφυλλιάς. Η ασθένεια σπανίως προκαλεί το θάνατο των φυτών.

Συμπτώματα της ασθένειας του ωιδίου στην τριανταφυλλιά είναι τ' ακόλουθα:

  • Προσβάλλονται τα φύλλα, οι βλαστοί, οι οφθαλμοί και τα άνθη.
  • Προκαλεί παραμόρφωση των οργάνων και καχεξία του φυλλώματος.
  • Δεν ανοίγουν τα τριαντάφυλλα.
  • Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται στο έλασμα των τρυφερών φύλλων υπό μορφή ελαφρά υπερυψωμένων περιοχών, με χρώμα συχνά ανοικτό ερυθρό στο πάνω μέρος της φυλλικής επιφάνειας. Η χαρακτηριστική αλευρώδης εξάνθηση του παθογόνου, που αποτελείται από μυκήλιο, κονιδιοφόρους και κονίδια, εμφανίζεται ως λευκές περιοχές στις επιφάνειες των νεαρών φύλλων τα οποία συστρέφονται, κατσαρώνουν και παραμορφώνονται, τελικά δε καλύπτονται πλήρως από τη λευκή εξάνθηση. Παρατηρείται πρόωρη φυλλόπτωση.
  • Τα μεγαλύτερης ηλικίας φύλλα συνήθως δεν παραμορφώνονται, αλλά εμφανίζουν κυκλικές ή ακανόνιστες περιοχές που καλύπτονται από τη λευκή εξάνθηση του παθογόνου. Τα ώριμα φύλλα δεν προσβάλλονται συνήθως από το παθογόνο.
  • Την άνοιξη με την έκπτυξη των οφθαλμών οι νεαροί βλαστοί μολύνονται από το παθογόνο, που διαχειμάζει στα λέπια των οφθαλμών και καλύπτονται από την αλευρώδη εξάνθηση του μύκητα.
  • Ο μύκητας προσβάλλει επίσης τα άνθη, ιδιαίτερα όταν τα άνθη είναι ακόμη κλειστά, και αναπτύσσεται πάνω στους ποδίσκους, τα σέπαλα και τον κάλυκα. Τα πέταλα των ανοικτών ανθέων προσβάλλονται σπανιότερα.

Αίτια και Συνθήκες αναπτύξεως της ασθένειας του ωίδιου στην τριανταφυλλιά:

  • Οφείλεται στο μύκητα Sphaerotheca pannosa (Wallr.:Fr.) Lev. var. rosae Woronichin, συν. Sphaerotheca pannosa (Wallr.:Fr.) Lev. var. pannosa (Ascomycota, Erysiphales, Erysiphaceae.
  • Ο μύκητας είναι υποχρεωτικό παράσιτο, ετερόθαλλος και προσβάλλει μόνο φυτά του γένους Rosa. Η αγενής μορφή του ανήκει στο γένος Oidium. Το παθογόνο σχηματίζει ελλειψοειδή, υαλώδη κονίδια σε αλυσίδες που έχουν διαστάσεις 23 - 29 x 14 - 19μm. Τα κλειστοθήκια είναι σφαιρικά μέχρι απιοειδή και έχουν διαστάσεις 85 - 120μm. Οι ασκοί είναι σφαιροειδείς, διαστάσεων 88 - 115μm και περιέχουν οκτώ ασκοσπόρια διαστάσεων 20 - 27 x 12 - 15μm.
  • Διαχειμάζει στους οφθαλμούς υπό μορφή μυκηλίου, στο φύλλωμα και στους βλαστούς ή στα πεσμένα φύλλα υπό μορφή μυκηλίου, κονιδίων ή κλειστοθηκίων.
  • Οι πλέον ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη της ασθένειας είναι θερμοκρασία 150C και σχετική υγρασία 90 - 99% κατά τη διάρκεια της νύκτας για το σχηματισμό των κονιδίων, τη βλάστησή τους και τη μόλυνση των φυτικών οργάνων, ενώ θερμοκρασία γύρω στους 260C και σχετική υγρασία 40 - 70% κατά τη διάρκεια της ημέρας ευνοούν την ωρίμανση και ελευθέρωση των κονιδίων. Επισημαίνεται ότι η παρουσία νερού στις φυτικές επιφάνειες παρεμποδίζει την ανάπτυξη του ωιδίου. Το νερό παρεμποδίζει τη βλάστηση των κονιδίων και τούτο αποδίδεται στην υπερβολική απορρόφηση νερού από τα κονίδια, στον ανεπαρκή εφοδιασμό με οξυγόνο και στη χαμηλή περιεκτικότητα διοξειδίου του άνθρακα των κονιδίων. Έχει διαπιστωθεί σημαντική καταπολέμηση της ασθένειας με πρόγραμμα ψεκασμών των φυτών με νερό.
  • Τα κονίδια μεταφέρονται με τον άνεμο και μολύνουν τους τρυφερούς φυτικούς ιστούς της τριανταφυλλιάς.

Τρόποι καταπολέμησης της ασθένειας του ωιδίου στην τριανταφυλλιά είναι οι ακόλουθοι:

  • Συνιστώνται ψεκασμοί, αμέσως με την εμφάνιση της νεαρής βλαστήσεως την άνοιξη, σε διαστήματα 7 - 14 ημερών, με ένα από τ' ακόλουθα μυκητοκτόνα: azoxystrobin, kresoxim methyl, piperalin, dinocap, drazoxolon, benomyl, thiophanate methyl, carbendazim, imazalil, pyrazophos, triforine, dodemorph, fenarimol, myclobutanil, propiconazole, bupirimate, triflumizole ή triadimefon.

Ακόμη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί το θείο. Μερικές ποικιλίες τριανταφυλλιάς είναι ευπαθείς σε ορισμένα από τα παραπάνω φάρμακα (π.χ. στο triadimefon, το οποίο μπορεί να προκαλέσει νανισμό σε μερικές ποικιλίες) γι' αυτό θα πρέπει στην αρχή να χρησιμοποιούνται δοκιμαστικά. Ακόμη, καλό είναι να γίνεται εναλλαγή των χρησιμοπούμενων μυκητοκτόνων, καθόσον το παθογόνο μπορεί ν' αναπτύξει ανθεκτικότητα σε αυτά.

  • Οι επεμβάσεις με θείο να αποφεύγονται, όταν η θερμοκρασία είναι μεγαλύτερη από 270C, γιατί μπορεί να προκληθούν εγκαύματα στα φυτά.
  • Για τον περιορισμό των μολυσμάτων συνιστάται αφαίρεση και καταστροφή των προσβεβλημένων στελεχών και φύλλων στο τέλος της καλλιεργητικής περιόδου. Επίσης, αν είναι δυνατό, η καταστροφή των πεσμένων στο έδαφος φύλλων.
  • Στις υπό κάλυψη καλλιέργειες συνιστάται η λήψη μέτρων για τη μείωση της σχετικής υγρασίας του περιβάλλοντος κατά τη διάρκεια της νύκτας.
  • Τα τελευταία χρόνια διεξάγεται εντατική έρευνα για την αντιμετώπιση της ασθένειας με διάφορους ανταγωνιστικούς μικροοργανισμούς ή με διέγερση των μηχανισμών αντοχής των φυτών στο παθογόνο. [1]


Βιβλιογραφία

  1. Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.