Ασθένειες αγγουριάς

Από GAIApedia
Αναθεώρηση της 07:38, 18 Ιουλίου 2016 υπό τον K kaponi (Συζήτηση | συνεισφορές)

(διαφορά) ←Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεώτερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Περονόσπορος

Προσβολή φύλλου αγγουριάς από Περονόσπορο

Ο περονόσπορος είναι μία από τις σοβαρότερες ασθένειες του φυλλώματος των κολοκυνθοειδών. Στη χώρα μας προκαλεί σημαντικές ζημιές περισσότερο στις θερμοκηπιακές (φθινόπωρο – χειμώνα) και λιγότερο στις υπαίθριες καλλιέργειες της αγγουριάς. Το παθογόνο προσβάλλει αρχικά τα παλιά φύλλα της βάσης του φυτού προχωρώντας στα νεότερα φύλλα της κορυφής. Στην πάνω επιφάνεια του ελάσματος της αγγουριάς εμφανίζονται αρχικά μικρές ελαιώδεις κηλίδες που μεταβάλλονται σε κίτρινες με σαφώς περιγραμμένα όρια. Η οριοθέτηση των κηλίδων από τα νεύρα, τις προσδίδουν γωνιώδη μορφή. Με τον καιρό οι κηλίδες επεκτείνονται στη περιφέρεια και συνενώνονται σε μεγαλύτερα τμήματα. Γίνονται καστανές-μπεζ και ξεραίνονται. Η νέκρωση των κηλίδων γίνεται από το κέντρο προς τη περιφέρεια. Σε έντονη προσβολή τα φύλλα ξεραίνονται ενώ οι μίσχοι τους παραμένουν πράσινοι πάνω στο στέλεχος. Σε συνθήκες υψηλής υγρασίας, στην κάτω επιφάνεια αντίστοιχα προς τις κηλίδες της πάνω επιφάνειας παρατηρούνται υπόλευκες εξανθήσεις που αργότερα (λόγω της ωρίμασης των ζωοσποριαγγειοφόρων) αποκτούν καστανόμαυρο χρωματισμό. Η μεγάλη προσβολή των φύλλων είναι δυνατό να προκαλέσει ανθόρροια ή πρώιμη καρπόπτωση. Όσοι καρποί μείνουν δεν είναι εμπορεύσιμοι. Έτσι τα φυτά έχουν καχεκτική ανάπτυξη με αποτέλεσμα την υποβάθμιση των καρπών, τη μείωση της παραγωγής και τέλος τη ξήρανσή τους. Ο μύκητας Pseudoperonospora cubensis είναι το παθογόνο αίτιο της ασθένειας. Διαχειμάζει με τη μορφή μυκηλίου, όλο το έτος πάνω σε διάφορους ξενιστές στις θερμές περιοχές, ενώ στις ψυχρές σε φυτά μέσα στο θερμοκήπιο. Σχηματίζει μυκήλιο το οποίο αναπτύσσεται στο μεσόφυλλο. Από τα στόματα της κάτω επιφάνειας των φύλλων, βγαίνουν σε δέσμες (μέχρι των πέντε) οι ζωοσποριαγγειοφόροι που φέρουν λεμονοειδή ζωοσποριάγγεια, τα οποία μεταφέρονται με τον άνεμο ή τη βροχή προκαλώντας πρωτογενείς και δευτερογενείς μολύνσεις και βλαστάνουν μόνο στις βρεγμένες επιφάνειες παράγοντας, 2-15 ζωοσπόρια. Για την ανάπτυξη της ασθένειας, σημαντικό ρόλο παίζουν η υψηλή σχετική υγρασία, ώστε να σχηματιστούν οι ζωοσποριαγγειοφόροι και για να παράγουν ζωοσποριάγγεια τα οποία βλαστάνουν σε θερμοκρασίες από 5-28oC (άριστη 15-22oC) καθώς και η διάρκεια διαβροχής των φύλλων για να γίνουν οι μολύνσεις με θερμοκρασίες από 16-22oC πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον 18 ώρες φωτός την ημέρα. Γενικά εννοούν ο υγρός και ψυχρός καιρός. Αντίθετα με άλλους περονόσπορους, το παθογόνο αναπτύσσεται και προκαλεί μολύνσεις τόσο στις υψηλές όσο και στις χαμηλές θερμοκρασίες, αρκεί να υπάρχουν συχνές ομίχλες και δρόσος. Η μετάδοση της ασθένειας γίνεται με τα εργαλεία, το εργατικό προσωπικό, τη βροχή και τον αέρα. Ο περονόσπορος αντιμετωπίζεται ως εξής:

  • Απομάκρυνση και καταστροφή των φυτικών υπολειμμάτων της προηγούμενης καλλιέργειας.
  • Απομάκρυνση και καταστροφή των προσβεβλημένων φυτικών τμημάτων.
  • Απομάκρυνση και καταστροφή των φυτών – ξενιστών.
  • Δεν πρέπει να καλλιεργούνται κολοκυνθοειδή κοντά σε παλιές καλλιέργειες.
  • Απολύμανση των εργαλείων κλαδέματος.
  • Αραιό φύτεμα, προς τη φορά του ανέμου για καλύτερο αερισμό.
  • Μείωση της υψηλής σχετικής υγρασίας και διαβροχής των φύλλων.
  • Να αποφεύγεται το πότισμα με τεχνητή βροχή. Ιδιαίτερα δεν πρέπει να γίνεται άρδευση με τον τρόπο αυτό το πρωί ή το βράδυ τις ημέρες δροσιάς.
  • Πότισμα τις πρωινές ώρες.
  • Στραγγισμός των εδαφών.
  • Σωστό κλάδεμα (αφαίρεση πλαγίων βλαστών).
  • Καλός αερισμός (θερμοκήπια με εξαεριστήρες και παράθυρα στην οροφή). Τα θερμοκήπια συνιστάται να κατασκευάζονται με το κατάλληλο εξοπλισμό, ώστε με το συνδυασμό του καλού εξαερισμού και θέρμανσης να αυξάνεται η θερμοκρασία και να μειώνεται η σχετική υγρασία προκειμένου να αναπτύσσονται δυσμενείς συνθήκες για τη μόλυνση. Επίσης να αποφεύγεται το άσπρισμα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
  • Καλλιέργεια ανεκτικών υβριδίων.





Ωΐδιο

Προσβολή φύλλου αγγουριάς από Ωΐδιο

Το ωΐδιο είναι ασθένεια του υπέργειου τμήματος και προσβάλλει όλα τα πράσινα μέρη του φυτού. Στη χώρα μας είναι γνωστό ως ασπρίλα ή χολέρα ή αλευράς και προκαλεί σημαντικές ζημιές τόσο στις θερμοκηπιακές όσο και στις υπαίθριες καλλιέργειες της αγγουριάς. Πρόκειται για μια από τις σοβαρότερες ξηροθερμικές ασθένειες. Το ωίδιο προσβάλλει την αγγουριά καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου προκαλώντας ζημιές, το φθινόπωρο και την άνοιξη, κυρίως στα πρώτα στάδια ανάπτυξης των φυτών. Το συγκεκριμένο παθογόνο είναι εκτοπαράσιτο και προσβάλλει όλα τα πράσινα μέρη του φυτού. Σε φυτά στο σπορείο προκαλεί ζημιές στους κοτυληδόνες με αποτέλεσμα την καθυστέρηση στην ανάπτυξή τους. Σε αναπτυγμένα φυτά, στα φύλλα της βάσης και των σκιαζόμενων μερών σχηματίζονται αρχικά μικρές, κιτρινωπές κηλίδες που γρήγορα καλύπτονται από τις πυκνές, υπόλευκες, αλευρώδεις εξανθήσεις οι οποίες όταν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές για την ασθένεια μεγαλώνουν, συνενώνονται και καλύπτουν ολόκληρη την επιφάνεια των φύλλων. Μερικές φορές πάνω στις εξανθήσεις εμφανίζονται μαύρα στίγματα, τα κλειστοθήκια που είναι οι εγγενείς καρποφορίες του μύκητα. Με τον καιρό τα προσβεβλημένα φύλλα κιτρινίζουν και ξηραίνονται. Σε έντονη προσβολή οι καρποί ωριμάζουν πρώιμα και μειώνεται η αφομοιωτική τους επιφάνεια. Η προσβολή από τα ωΐδια έχει επίπτωση στη μείωση της παραγωγής και στην υποβάθμιση της ποιότητας των καρπών. Ο μύκητας Podosphaera xanthii είναι το παθογόνο αίτιο της ασθένειας. Διαχειμάζει με τη μορφή μυκηλίου και κονιδίων σε φυτά στο θερμοκήπιο και στα αυτοφυή φυτά-ξενιστές είτε με τη μορφή κλειστοθηκίων στα φυτικά υπολείμματα κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Σαν εκτοπαράσιτο που είναι αναπτύσσεται στην επιφάνεια του ξενιστή και με ειδικούς μυζητήρες εισχωρεί στα επιδερμικά κύτταρα του φυτού παρασιτώντας το. Η λευκή αλευρώδης εξάνθηση, που αναπτύσσεται στα φυτικά μέρη, αποτελείται από το μυκήλιο και τους κονιδιοφόρους οι οποίοι φέρουν στην άκρη τους υαλώδη μονοκύτταρα βαρελοειδή κονίδια σε απλές αλυσίδες. Τα κονίδια μεταφέρονται με τον άνεμο (ξηροσπόρια) και τα έντομα προκαλώντας μολύνσεις. Εισχωρούν στο φύλλο από τα στόματα. Για την ανάπτυξη της ασθένειας δε φαίνεται να παίζουν σημαντικό ρόλο η σχετική υγρασία εφόσον η βλάστηση των κονιδίων και οι μολύνσεις των φυτών μπορούν να γίνουν ακόμη και σε χαμηλή σχετική υγρασία με θερμοκρασίες από 10-30oC καθώς και η παρουσία στρώματος νερού στις φυτικές επιφάνειες. Άριστες θερμοκρασίες για την ανάπτυξη της ασθένειας είναι από 20-27oC. Για το λόγο αυτό ζημιές προκαλούνται σε ψυχρές ή ζεστές υγρές περιοχές αλλά περισσότερο στα θερμά και ξηρά κλίματα. Η μετάδοση της ασθένειας γίνεται με τον άνεμο και τα έντομα. Για την αντιμετώπιση της ασθένειας εφαρμόζονται τα παρακάτω μέτρα:

  • Σε παλιές καλλιέργειες πρέπει να αποφεύγεται η άμεση εγκατάσταση νέων.
  • Καταστροφή των ζιζανίων.
  • Απομάκρυνση των προσβεβλημένων φύλλων.
  • Επεμβάσεις με εκχυλίσματα του φυτού Reynoutria sachalinensis (κυκλοφορεί με το εμπορικό όνομα Milsana στο εξωτερικό αλλά όχι στη χώρα μας) συντελούν στην καλύτερη ανάπτυξη των φυτών και στην αύξηση της παραγωγής και δρούν σε κάποιο βαθμό εναντίον του ωιδίου.
  • Ψεκασμοί ή σκονίσματα με θειούχα σκευάσματα που πρέπει να γίνονται πολύ νωρίς το πρωί ή νωρίς το βράδυ σε θερμοκρασία από 20-30oC περίπου (το θείο <18oC δεν είναι αποτελεσματικό και >30oC προκαλεί εγκαύματα στα φυτά).
  • Προσθήκη πυριτικού καλίου, σε μικρές δόσεις, στο λιπαντικό διάλυμα.
  • Καλλιέργεια ανεκτικών υβριδίων.







Pythium spp

Προσβολή στο λαιμό και τη ρίζα νερών φυτών αγγουριάς από το μύκητα Pythium spp

Η τήξη των σπορείων ή φυταρίων και σήψη των ριζών είναι ασθένεια εδάφους και προσβάλλει λαιμό και τις ρίζες των φυτών. Στη χώρα μας προκαλεί ζημιές τόσο στις υπαίθριες όσο και στις θερμοκηπιακές καλλιέργειες αγγουριάς. Τα παθογόνα είδη του γένους Pythium είναι υπεύθυνα για τις τήξεις των φυταρίων στο σπορείο και στον αγρό, τις σήψεις του λαιμού και τις νεκρώσεις των ριζών. Η προσβολή μπορεί να γίνει πριν το φύτρωμα, όπου ο σπόρος σαπίζει ή προσβάλλεται το φύτρο και παρατηρούνται στο σπορείο αρκετά κενά από σπόρους που δεν φύτρωσαν. Αν η προσβολή γίνει μετά το φύτρωμα τα φυτάρια προσβάλλονται στη ρίζα, στο λαιμό ή στη βάση του στελέχους, οπότε έχουμε τα χαρακτηριστικά συμπτώματα των τήξεων των φυταρίων. Στην περίπτωση αυτή παρατηρείται αποξήρανση των κοτυληδόνων ή του πρώτου πραγματικού φύλλου και μείωση της διαμέτρου του λαιμού ή της βάσης του στελέχους. Στις θέσεις προσβολής ακολουθεί υγρή σήψη και τα φυτά μαραίνονται και νέκρωνονται. Την περίοδο της μεταφύτευσης όταν γίνεται σε εδάφη μολυσμένα, οι ζημιές είναι σημαντικές. Οι μύκητες Pythium spp είναι τα παθογόνα αίτια της ασθένειας. Διαχειμάζουν με τη μορφή των ζωοσπορίων στο έδαφος, στα φυτικά υπολείμματα. Είναι μύκητες εδάφους και μπορούν με τη μορφή αυτή να ζήσουν στο έδαφος 2-12 χρόνια. Για το σχηματισμό και τη βλάστηση των ζωοσπορίων πρέπει να υπάρχει παρουσία νερού και υψηλή εδαφική υγρασία που διευκολύνει τη διάλυση των οργανικών ουσιών που υπάρχουν στο έδαφος. Τα ωοσπόρια που βλαστάνουν σχηματίζουν σποριάγγεια τα οποία απελευθερώνουν ζωοσπόρια. Για την ανάπτυξη της ασθένειας χρειάζονται υψηλή σχετική υγρασία και υψηλές θερμοκρασίες. Το μολυσματικό δυναμικό ενός εδάφους εξαρτάται από τη μορφή καλλιέργειας. Η εντατική καλλιέργεια και η μονοκαλλιέργεια καθώς και η υψηλή περιεκτικότητα σε οργανική ουσία ευνοούν τα παθογόνα. Η μετάδοση της ασθένειας γίνεται από φυτό σε φυτό με το νερό και με το έδαφος. Για την αντιμετώπιση αυτής της ασθένειας στην αγγουριά προβαίνουμε στα παρακάτω μέτρα.

  • Χρησιμοποίηση υγιούς σπόρου.
  • Αραιή φύτευση (σε αμμοπηλώδη ή αποστραγγιζόμενα εδάφη).
  • Μεταφύτευση μόνο των υγιών φυτών.
  • Επισήμανση και καταστροφή των ύποπτων και άρρωστων φυτών.
  • Αραιά ποτίσματα.
  • Οι αρδεύσεις να γίνονται κατά προτίμηση το πρωί. Να μη γίνονται με κρύο νερό και να μη κατευθύνονται στο λαιμό των φυτών. Το νερό που προέρχεται από ανοιχτά κανάλια ή δεξαμενές μπορεί να είναι μολυσμένο.
  • Απολύμανση του αρδευτικού νερού, με τοποθέτηση στον κεντρικό αγωγό σακιδίου με θειικό χαλκό. Να εφαρμόζεται σε 2-3 διαδοχικά ποτίσματα και σε διάστημα 10 μερών, σε περιοχές με συχνές βροχές.
  • Καλή αποστράγγιση των εδαφών.
  • Η χρησιμοποίηση εργαλείων και μηχανών για την άρωση πρέπει να γίνεται με προσοχή. Είναι πολύ εύκολη η μεταφορά μολύσματος με το χώμα.
  • Μείωση της υπερβολικής υγρασίας.
  • Θέρμανση του εδάφους όπου είναι δυνατή, περιορίζει τις ζημιές από τα παθογόνα.
  • Αμειψισπορά με σιτηρά.





Κλαδοσπορίωση

Προσβολή αγγουριού από Κλαδοσπορίωση
Προαβολή φύλλου αγγουριάς από Κλαδοσπορίωση

Η κλαδοσπορίωση είναι ασθένεια του υπέργειου τμήματος και μπορεί να προσβάλει όλα τα μέρη του φυτού. Στη χώρα μας δεν αποτελεί πρόβλημα στις καλλιέργειες αγγουριάς, λόγω των μη ευνοϊκών συνθηκών για την ανάπτυξη της ασθένειας και της καλλιέργειας ανθεκτικών υβριδίων. Το παθογόνο προσβάλλει φυτά σε όλα τα στάδια ανάπτυξης και δημιουργεί ζημιές στα φύλλα, στελέχη, βλαστούς και καρπούς. Στα νεαρά φυτάρια, οι ιστοί γίνονται πολύ γρήγορα υδαρείς και εμφανίζονται κηλίδες όπου σε συνθήκες υψηλής υγρασίας αναπτύσσονται οι καρποφορίες του μύκητα. Συχνά εμφανίζονται και σήψεις. Στα φύλλα, σε φυτά μεγαλύτερης ηλικίας, εμφανίζονται υδαρείς, κιτρινοπράσινες κηλίδες, μεταξύ των νεύρων, οι οποίες αργότερα γίνονται κυκλικές ή γωνιώδεις και αποκτούν γκρι ή λευκό χρώμα. Οι νεκροί ιστοί στις κηλίδες ξεραίνονται και πέφτουν με αποτέλεσμα στα φύλλα να δημιουργούνται οπές και να παρουσιάζουν έντονα σχισίματα. Τα προσβλημένα φύλλα που βρίσκονται στην κορφή του φυτού μπορεί να εμφανίσουν συμπτώματα που μοιάζουν με αυτά που προκαλεί ο ιός του μωσαϊκού. Παρόμοιες κηλίδες μπορεί να εμφανιστούν στα στελέχη, τους βλαστούς και τους μίσχους. Στους καρπούς μικρής ηλικίας, που προσβάλλονται περισσότερο, εμφανίζονται μικρές υδαρείς πληγές, σαν αυτές που προκαλούν τα νύγματα εντόμων. Αργότερα μεγαλώνουν, σκουραίνουν, βυθίζονται και εκκρίνουν κολλώδης ουσία, η οποία ευνοεί την ανάπτυξη βακτηρίων, τα οποία προκαλούν αποσύνθεση των καρπών που συνοδεύεται από δυσάρεστη οσμή. Σε συνθήκες υψηλής υγρασίας, καλύπτονται από το σκούρο καστανό βελούδινο στρώμα, που αποτελείται από τις καρποφορίες του μύκητα (κονιδιοφόροι και κονίδια). Στους καρπούς μεγαλύτερης ηλικίας, λόγω της αντίδρασης των ιστών στη μόλυνση, σχηματίζεται φελλώδες στρώμα που εμποδίζει την εξάπλωση της και στους καρπούς εμφανίζεται «δερματώδης ξηρή σχάρα». Οι έντονα προσβεβλημένοι καρποί παραμορφώνονται. Τυπικό χαρακτηριστικό της ασθένειας είναι η παρουσία σταγόνων κόμμεος. Αποτέλεσμα της προσβολής είναι ότι τα φυτά γίνονται λιγότερο παραγωγικά και οι καρποί ωριμάζουν με δυσκολία. Ο μύκητας Cladosporium cucumerinum είναι το παθογόνο αίτιο της ασθένειας. Διαχειμάζει με τη μορφή κονιδίων ή μυκηλίου στα φυτικά υπολείμματα, στο έδαφος, στους σπόρους και σε διάφορα μέρη των σπορείων και των θερμοκηπίων. Παράγει κονίδια σχεδόν σφαιρικά, μονοκύτταρα ή δικύτταρα, ανοιχτού καστανού ελαιώδους χρώματος, πάνω σε ελεύθερους και βραχείς κονιδιοφόρους. Τα σπόρια του παθογόνου είναι πολύ ανθεκτικά στις περιβαλλοντικές συνθήκες, τα έντομα και αντέχουν στη μεταφορά σε μεγάλες αποστάσεις. Μεταφέρονται με τον αέρα, τη βροχή, τα καλλιεργητικά μέσα και την επαφή μεταξύ φυτών προκαλώντας μόλυνση. Η είσοδος του μύκητα στα φύλλα γίνεται μέσω των στοματίων ή με διάτρηση της εφυμενίδας. Για την ανάπτυξη της ασθένειας πρέπει η σχετική υγρασία να είναι υψηλή (95%) και οι θερμοκρασίες από 22-24oC ώστε να πραγματοποιούνται οι μολύνσεις. Γενικά η ασθένεια ευνοείται από υγρό και σχετικά ψυχρό καιρό. Η μετάδοση της ασθένειας γίνεται με τον αέρα, τη βροχή, το σπόρο, τα έντομα, τα εργαλεία και το εργατικό προσωπικό. Η αντιμετώπιση της ασθένειας εφαρμόζονται τα εξής καλλιεργητικά μέτρα:

  • Αμειψισπορά, δηλαδή εναλλαγή καλλιεργειών της αγγουριάς με φυτά άλλων βοτανικών οικογενειών, όπου θα επανέρχονται στο ίδιο χωράφι τουλάχιστον μετά από 2-3 χρόνια.
  • Απομάκρυνση και καταστροφή των φυτικών υπολειμμάτων της προηγούμενης καλλιέργειας.
  • Χρησιμοποίηση υγιούς σπόρου.
  • Αραιή φύτευση.
  • Διαφυγή της ασθένειας. Το φύτεμα της καλλιέργειας να γίνεται αργά την άνοιξη, ή νωρίς το φθινόπωρο, επειδή τότε οι κλιματολογικές συνθήκες δεν ευνοούν την ανάπτυξη της ασθένειας.
  • Επισήμανση και καταστροφή των ύποπτων και άρρωστων φυτών.
  • Σωστό κλάδεμα.
  • Αποφυγή άρδευσης με ψυχρό καιρό.
  • Αποφυγή άρδευσης με καταιονισμό.
  • Μείωση της υπερβολικής υγρασίας.
  • Σωστό αερισμό.
  • Αν το θερμοκήπιο θερμαίνεται να επιδιώκεται η αύξηση της θερμοκρασίας πάνω από τους 25oC γιατί έτσι επιβραδύνεται η εξέλιξη της ασθένειας.
  • Καλλιέργεια ανθεκτικών υβριδίων και ποικιλιών. Αποτελεί τον οικονομικότερο και αποτελεσματικότερο τρόπο για την αντιμετώπιση της ασθένειας.







Αλτερναρίωση

Προσβολή φύλλου αγγουριάς από Αλτερναρίωση

H αλτερναρίωση είναι ασθένεια του υπέργειου τμήματος και προσβάλλει τα φύλλα της αγγουριάς προκαλώντας την ασθένεια «κηλίδωση των φύλλων από Alternaria». Στη χώρα μας προκαλεί σοβαρές ζημιές στις θερμοκηπιακές καλλιέργειες σε ορισμένες περιοχές της Κρήτης. Το παθογόνο προσβάλλει μόνο τα φύλλα της αγγουριάς και εντονότερα αυτά που βρίσκονται στο μεσαίο και ανώτερο τμήμα του φυτού. Αρχικά σχηματίζονται νεκρωτικά στίγματα που περιβάλλονται από χλωρωτικό κίτρινο περιθώριο. Με το καιρό μεγαλώνουν και μετασχηματίζονται σε νεκρωτικές κηλίδες οι οποίες αργότερα μπορούν να καλύψουν μεγάλο μέρος της επιφάνειας των φύλλων. Πολύ γρήγορα γίνονται σκούρες, νεκρώνονται και η επιφάνειά τους μοιάζει με πάπυρο. Σε συνθήκες υψηλής υγρασίας οι προσβλημένες κηλίδες καλύπτονται από καστανόμαυρη εξάνθηση, η οποία αποτελείται από τις καρποφορίες του παθογόνου (κονιδιοφόροι και κονίδια). Τα προσβλημένα φύλλα κιτρινίζουν και ξηραίνονται. Η αλτερναρίωση, εμφανίζεται σε θερμοκηπιακές καλλιέργειες αργά το φθινόπωρο μέχρι τον Απρίλιο. Ο μύκητας Alternaria alternatα f.sp. cucurbitae είναι το παθογόνο αίτιο της ασθένειας. Διαχειμάζει με τη μορφή κονιδίων, μυκηλίου και ίσως χλαμυδοσπορίων στα υπολείμματα της καλλιέργειας, σε αυτοφυείς ξενιστές και σε μολυσμένους σπόρους. Μπορεί να ζήσει σαπροφυτικά και κάτω από ειδικές συνθήκες να γίνει ισχυρό παθογόνο. Η ποσοτική παρουσία του στο περιβάλλον είναι υψηλή γιατί μπορεί και αναπτύσσεται σε πολλά θρεπτικά υποστρώματα. Παράγει κονίδια καστανού χρώματος, σε μακριές αλυσίδες πάνω σε ελεύθερους και βραχείς κονιδιοφόρους. Τα κονίδια είναι ανθεκτικά στην ξηρασία και στους ανταγωνιστές μικροοργανισμούς. Όταν υπάρχουν κατάλληλες συνθήκες περιβάλλοντος ελευθερώνονται και μεταφέρονται με τον αέρα, τη βροχή και τα καλλιεργητικά μέσα προκαλώντας μολύνσεις. Η είσοδός του στα φύλλα γίνεται μέσω των στοματίων ή με διάτρηση της εφυμενίδας. Για την ανάπτυξη της ασθένειας σημαντικό ρόλο παίζει η υψηλή υγρασία ή η βροχή καθόσον πρέπει η επιφάνεια του ξενιστή να είναι βρεγμένη ώστε να βλαστήσουν τα κονίδια και να πραγματοποιηθούν οι μολύνσεις. Το άριστο της μόλυνσης είναι γύρω στους 25oC. Η καρποφορία ευνοείται από υψηλή υγρασία και θερμοκρασία γύρω στους 20-25oC. Η βροχή, η δροσιά, η άρδευση με καταιονισμό, η υπερβολική αζωτούχος και καλιούχος λίπανση ευνοούν πολύ στην ανάπτυξη της ασθένειας. Η προσβολή είναι εντονότερη μεταξύ Δεκέμβρη και Γενάρη, όταν η σχετική υγρασία στα θερμοκήπια κατά τη νύχτα και νωρίς το πρωί βρίσκεται κοντά στον κορεσμό, και τα φυτά δεν είναι πολύ εύρωστα. Η μετάδοση της ασθένειας γίνεται με τον αέρα, τη βροχή, το σπόρο και τα έντομα. Για την αντιμετώπιση της ασθένειας εφαρμόζονται τα παρακάτω μέτρα:

  • Απομάκρυνση και καταστροφή των φυτικών υπολειμμάτων της προηγούμενης καλλιέργειας.
  • Χρησιμοποίηση υγιούς σπόρου.
  • Αραιή φύτευση.
  • Σωστό κλάδεμα.
  • Αφαίρεση των προσβλημένων καρπών.
  • Αποφυγή άρδευσης με καταιονισμό.
  • Μείωση της υπερβολικής υγρασίας.
  • Σωστό αερισμό (θερμοκήπια με εξαεριστήρες και παράθυρα στην οροφή).





Βοτρύτης

Προσβολή φύλλου αγγουριάς από Βοτρύτη
Προσβολή αγγουριού από Βοτρύτη

Ο βοτρύτης ή φαιά σήψη είναι ασθένεια του υπέργειου τμήματος και προσβάλλει όλα τα μέρη του φυτού. Στη χώρα μας προκαλεί σοβαρές ζημιές κυρίως στις θερμοκηπιακές καλλιέργειες της αγγουριάς και μετασυλλεκτικές σήψεις στα συγκομισμένα προϊόντα. Το παθογόνο προσβάλλει τα φυτά σε όλα τα στάδια ανάπτυξής τους και δημιουργεί ζημιές σε όλα τα μέρη του φυτού. Στα φυτάρια οι προσβολές από βοτρύτη είναι σπάνιες. Προκαλούνται τήξεις ή λιωσίματα, ιδίως όταν το υπόστρωμα συγκρατεί πολύ νερό. Στο λαιμό των φυταρίων παρατηρείται χαρακτηριστικό ξερό έλκος που καλύπτεται από γκρίζα εξάνθηση. Τα φυτάρια υποφέρουν κυρίως κατά τη μεταφύτευση. Στα φύλλα σχηματίζονται καστανοπράσινες κηλίδες, οι οποίες είναι πιο συχνές στην περιφέρεια. Σε ευνοϊκές συνθήκες μεγαλώνουν και δημιουργούν νεκρωτικές περιοχές όπου μέσω των μίσχων εξαπλώνονται στο στέλεχος. Στα στελέχη, η μόλυνση ξεκινά από τις πληγές, όπου σχηματίζονται καστανά επιμήκη έλκη. Σε συνθήκες υψηλής σχετικής υγρασίας, οι πληγές καλύπτονται από την πυκνή χαρακτηριστική γκρίζα εξάνθηση, που αποτελείται από τις καρποφορίες (κονιδιοφόροι και κονίδια) του μύκητα. Οι ζημιές που προκαλούνται στα στελέχη είναι σοβαρές, διότι τα φυτά πάνω από το σημείο προσβολής μαραίνονται και ξεραίνονται. Στους καρπούς, η προσβολή ξεκινά συνήθως από τις κορυφές που φέρουν στην άκρη τους ανθικά υπολείμματα, τα οποία αποτελούν την κύρια είσοδο του παθογόνου και άριστη τροφή για αυτό. Οι καρποί γίνονται μαλακοί και υδαρείς. Οι προσβλημένες περιοχές καλύπτονται από τη γκρίζα εξάνθηση. Τα φυτά γίνονται καχεκτικά, μαραίνονται, ξεραίνονται και οι καρποί υποβαθμίζονται ποιοτικά. Για τις συνθήκες της Κρήτης, η πιο ευνοϊκή περίοδος της ασθένειας είναι από το Νοέμβριο μέχρι τα μέσα της άνοιξης, όπου έχουμε σημαντικές ζημιές. Ο μύκητας Botrytis cinerea είναι το παθογόνο αίτιο της ασθένειας. Διαχειμάζει με τη μορφή μυκηλίου σαπροφυτικά στα φυτικά υπολείμματα ή παρασιτικά στα προσβλημένα καλλιεργούμενα και αυτοφυή φυτά και με τη μορφή σκληρωτίων στο έδαφος. Τα σκληρώτια, κατά τη βλάστησή τους μπορεί να δώσουν ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν μυκήλιο, κονιδιοφόρους και κονίδια ή και σπάνια αποθήκια. Το σαπροφυτικό ή παρασιτικό μυκήλιο αποτελεί σημαντική πηγή μολύσματος και παίζει σπουδαίο ρόλο σε λανθάνουσες μολύνσεις αποθηκευμένων προϊόντων. Ο μύκητας παράγει κονιδιοφόρους ελαιώδους χρώματος σε δέσμες, οι οποίοι φέρουν υαλώδη, μονοκύτταρα, ωοειδή κονίδια κατά κεφαλές σε μορφή βότρυος. Τα κονίδια, είναι ξηροσπόρια και ελευθερώνονται με τον αέρα. Μεταφέρονται με τον αέρα, τη βροχή, τα εργαλεία, τα έντομα ακόμα και με την επαφή υγιών με προσβλημένους ή νεκρούς φυτικούς ιστούς προκαλώντας μολύνσεις. Στα θερμοκήπια μεταφέρονται με τα ρεύματα αέρα, τα σταγονίδια που σχηματίζονται με τη συμπύκνωση των υδρατμών και με την άρδευση με καταιονισμό ή αυλάκια. Στα φύλλα εισβάλλουν με απ’ ευθείας διάτρηση της εφυμενίδας και στα φυτά από ηλικιωμένους ιστούς και πληγές των οπoίων ο χυμός αποτελεί άριστη τροφή. Μπορούν εύκολα να προκαλέσουν μολύνσεις κάθε φορά που οι κλιματολογικές συνθήκες είναι ευνοϊκές και τα φυτικά τμήματα ευπαθή στο παθογόνο. Για την ανάπτυξη της ασθένειας σημαντικό ρόλο παίζουν η υψηλή σχετική υγρασία >90% για τη βλάστηση των κονιδίων και η θερμοκρασία από 18-23oC για την ανάπτυξη του μύκητα. Η παρουσία ελεύθερου νερού στη φυτική επιφάνεια ευνοεί τη μόλυνση. Το νερό αυτό προέρχεται κυρίως από τα σταγονίδια που σχηματίζονται στην οροφή του πλαστικού καλύψης του θερμοκηπίου και πέφτουν στα φύλλα. Η διάρκεια διύγρανσης της φυλλικής επιφάνειας είναι καθοριστικός παράγοντας για την ανάπτυξη του παθογόνου. Η ασθένεια ευνοείται από συχνές βροχοπτώσεις, ομίχλες, ψυχρό και υγρό καιρό, κακό αερισμό και ίσκιο. Υπάρχουν όμως και άλλοι παράγοντες που οδηγούν τα φυτά στη μόλυνση, όπως οι ατμοσφαιρικοί ρύποι, η ψύξη, η ποιότητα του φωτός όπου ασκεί σημαντική επίδραση στη σπορίωση του μύκητα, η ακτινοβολία με μήκος κύματος μικρότερο των 345nm όπου ευνοεί τη παραγωγή των σπορίων, η υπερβολική χρήση λιπασμάτων κυρίως αζώτου, η έλλειψη ασβεστίου, η πυκνή φύτευση, η κακή υποστύλωση, το καθυστερημένο κλάδεμα, η γήρανση των ιστών και οι τραυματισμοί των φυτών. Η μετάδοση της ασθένειας γίνεται με τον αέρα, τη βροχή και τα έντομα. Για την αντιμετώπιση του βοτρύτη αναγράφονται παρακάτω τα σημαντικότερα μέτρα καταπολέμησης:

  • Αραιή φύτευση, με κατεύθυνση από βορρά προς νότο.
  • Σε εδάφη με έλλειψη ασβεστίου στα οποία ευνοείται η ασθένεια να γίνεται ασβέστωση με 150-200kg Ca(OH2) στο στρέμμα.
  • Αποφυγή ποτίσματος με τεχνητή βροχή.
  • Αποφυγή πρόσδεσης του σπάγκου υποστύλωσης στο στέλεχος των φυτών.
  • Σωστό κλάδεμα (αφαίρεση πλαγίων βλαστών).
  • Αποφυγή δημιουργίας πληγών στα φυτά.
  • Απομάκρυνση και καταστροφή των προσβλημένων φυτικών τμημάτων.
  • Μείωση της υπερβολικής υγρασίας.
  • Σωστό αερισμό (θερμοκήπια με εξαεριστήρες).
  • Να αποφεύγονται οι μεγάλες διακυμάνσεις θερμοκρασίας οι οποίες συντελούν στη συμπύκνωση των υδρατμών και την επικάθηση σταγονιδίων νερού στα φυτά.
  • Η υψηλή περιεκτικότητα σε διοξείδιο του άνθρακα στην ατμόσφαιρα εμποδίζει την ανάπτυξη της ασθένειας.
  • Επιπλέον συστήνεται η χρησιμοποίηση ειδικών πλαστικών για κάλυψη των θερμοκηπίων. Χρησιμοποιούνται πλαστικά όπως τα «θερμοπλαστικά» που έχουν μικρή διαπερατότητα στην υπέρυθρη ακτινοβολία υψηλών μηκών κύματος (7-14μm) που οδηγούν κατά την περίοδο του χειμώνα σε αύξηση της θερμοκρασίας με αποτέλεσμα την καλύτερη ανάπτυξη των φυτών και τη μείωση της προσβολής. Επίσης συστήνονται τα “UV blocking films” πλαστικά που απορροφούν την υπεριώδη ακτινοβολία υψηλών μηκών κύματος (<340nm) και παρεμποδίζουν τις δευτερογενείς μολύνσεις και τα “Anti-fogging” πλαστικά τα οποία εμποδίζουν τη συμπύκνωση υδρατμών και το σχηματισμό σταγόνων στην εσωτερική επιφάνεια τους και έχουν μεγαλύτερη διαπερατότητα στο φως στο με αποτέλεσμα την καλύτερη ανάπτυξη των φυτών.






Σκληρωτινίαση

Προσβεβλημένα αγγούρια λόγω Σκληρωτινίασης
Προσβεβλημένο στέλεχος φυτού αγγουριάς από Σκληρωτινίαση

Η σκληρωτινίαση είναι ασθένεια του εδάφους και προσβάλλει όλα τα υπέργεια μέρη του φυτού. Στη χώρα μας προκαλεί σημαντικές ζημιές, κυρίως στις θερμοκηπιακές καλλιέργειες της αγγουριάς και μετασυλλεκτικές σήψεις στους καρπούς. Το παθογόνο προσβάλλει φυτά σε όλα τα στάδια ανάπτυξης τους και κυρίως τα αναπτυγμένα, δημιουργώντας ζημιές στα φύλλα, στελέχη και καρπούς. Στα φύλλα σχηματίζονται στην αρχή υδαρείς κηλίδες που σε συνθήκες υψηλής υγρασίας, οι προσβεβλημένες περιοχές καλύπτονται από το πλούσιο, πυκνό βαμβακώδες μυκήλιο του παθογόνου από το οποίο σχηματίζονται αρχικά υπόλευκα και αργότερα μαύρα σκληρώτια. Στα στελέχη η μόλυνση ξεκινά συνήθως από τη περιοχή του λαιμού των φυτών και εξαπλώνεται προς το στέλεχος και τη ρίζα. Οι προσβλημένοι ιστοί γίνονται υδαρείς αποκτώντας ένα καστανό μεταχρωματισμό. Σε ευνοϊκές συνθήκες αναπτύσσονται με τη μορφή βαμβακιού οι μυκηλιακές υφές του μύκητα που καλύπτουν τα σημεία προσβολής και στη συνέχεια δημιουργούνται υπόλευκα σταχτιά έλκη που περιβάλλουν το στέλεχος. Έπειτα αποσυντίθεται η εντεριώνη και μένουν μόνο οι ξυλώδεις ίνες. Στο μεταξύ αρχίζουν να σχηματίζονται μεγάλα, μαύρα σκληρώτια. Πολύ χαρακτηριστικές είναι οι σταγόνες σκούρου κιτρινόχρωμου κόμμεος, που σχηματίζονται πάνω στο βαμβακώδες μυκήλιο. Από τους καρπούς προσβάλλονται συνήθως εκείνοι που βρίσκονται στα χαμηλότερα τμήματα ή σε επαφή με το έδαφος. Στη κορυφή εμφανίζονται υδαρείς καστανές κηλίδες και συνέχεια προκαλείται μαλακή σήψη. Γρήγορα καλύπτονται από το χαρακτηριστικό μυκήλιο. Δεν είναι σπάνια η έναρξη της προσβολής του παθογόνου από τα ανθικά υπολείμματα που υπάρχουν ακόμα στο καρπό και τα οποία αποτελούν εξαιρετικό θρεπτικό υπόστρωμα. Η ασθένεια εμφανίζεται και στους συγκομισμένους καρπούς που διατηρούνται σε μη καλά αεριζόμενους και υγρούς χώρους. Ο μύκητας Sclerotinia sclerotiorum είναι το παθογόνο αίτιο της ασθένειας. Διαχειμάζει με τη μορφή σκληρωτίων στο έδαφος (ένα χρόνο περίπου σε υγρές συνθήκες και μέχρι οχτώ χρόνια σε ξηρές συνθήκες) με τη μορφή μυκηλίου στα φυτικά υπολείμματα (μικρά χρονικά διαστήματα) καθώς και με τη μορφή ασκοσπορίων (από μερικές μέρες ως αρκετούς μήνες ανάλογα με τις συνθήκες περιβάλλοντος).

Τα σκληρώτια, όταν υπάρχουν κατάλληλες συνθήκες, βλαστάνουν και δίνουν ή μυκήλιο (όταν βρίσκονται σε επαφή με ευπαθές φυτό όπου η μόλυνση γίνεται σε φυτικό ιστό που βρίσκεται στην επιφάνεια του εδάφους και κοντά στο βλαστάνον σκληρώτιο) ή δίνουν αποθήκια (όπου γίνεται σε οποιοδήποτε ιστό του υπέργειου τμήματος του ευπαθούς φυτού). Η βλάστηση των σκληρωτίων επηρεάζεται από τη θερμοκρασία, την ηλικία του σκληρωτίου, το στέλεχος του φυτού και το υδατικό δυναμικού του εδάφους. Τα αποθήκια για να σχηματιστούν χρειάζεται επαρκής υγρασία και θερμοκρασία γύρω στους 23oC. Είναι τα όργανα εγγενούς αναπαραγωγής στα οποία σχηματίζονται οι ασκοί που περιέχουν πάνω από 8 ασκοσπόρια, τα οποία για να βλαστήσουν πρέπει οι φυτικές επιφάνειες να είναι βρεγμένες για πολλές ώρες. Τα ασκοσπόρια ελευθερώνονται και μεταφέρονται με τα εργαλεία, το νερό ποτίσματος, τα ζώα και με τον αέρα. Όταν βρεθούν σε ευνοϊκές συνθήκες και κοντά σε ευαίσθητους ξενιστές προκαλούν τις πρώτες μολύνσεις. Η είσοδος του στα φύλλα γίνεται είτε μέσω των στομάτων είτε με απευθείας διάτρηση της εφυμενίδας. Για την ανάπτυξη της ασθένειας πρέπει να υπάρχει υψηλή εδαφική και ατμοσφαιρική υγρασία και θερμοκρασίες από 15–20oC. Ο μύκητας αναπτύσσεται καλύτερα στα ελαφρά και πλούσια σε χούμο εδάφη και σε φυτικά μέρη ιδιαίτερα κοντά στο λαιμό ή κάτω από το φύλλωμα του φυτού. Η ασθένεια ευνοείται από υγρό και ψυχρό καιρό, ομίχλες, δρόσο και έντονες βροχοπτώσεις. Η μετάδοση της ασθένειας γίνεται με τα σκληρώτια, τα ασκοσπόρια, το έδαφος, τα προσβλημένα φυτικά τμήματα, το νερό ποτίσματος, τα εργαλεία, τα έντομα, τα ζώα και τον αέρα. Για να αντιμετωπιστεί η ασθένεια πρέπει να εφαρμοστούν τα εξής καλλιεργητικά μέτρα:

  • Απομάκρυνση και καταστροφή των φυτικών υπολειμμάτων της προηγούμενης καλλιέργειας.
  • Αραιή φύτευση.
  • Εμπλουτισμός του επιφανειακού εδάφους με οργανική ουσία ώστε η μεγάλη περιεκτικότητα του σε διοξείδιο του άνθρακα να εμποδίσει την ανάπτυξη του παθογόνου.
  • Προσθήκη στο έδαφος ασβεστούχου κυαναμίδης και οργανικής ουσίας και στη συνέχεια εφαρμογή ηλιοαπολύμανσης που εμποδίζουν τη βλάστηση των σκληρωτίων του μύκητα και την παραγωγή αποθηκίων και ασκοσπορίων.
  • Βαθύ όργωμα για τη μετακίνηση των σκληρωτιών σε βαθύτερα στρώματα του εδάφους.
  • Αποφυγή άρδευσης με αυλάκια που μπορούν να μεταφέρουν σκληρώτια και να διατηρούν μεγάλο μέρος της επιφάνειας υγρό και άρδευσης με τεχνητή βροχή.
  • Σωστό κλάδεμα.
  • Αποφυγή δημιουργίας πληγών στα φυτά.
  • Χρησιμοποίηση ειδικών πλαστικών για κάλυψη θερμοκηπίων (UV blocking films) που απορροφούν την υπεριώδη ακτινοβολία υψηλών μηκών κύματος και εμποδίζουν το σχηματισμό των αποθηκίων.
  • Μείωση της υπερβολικής υγρασίας.
  • Σωστό αερισμό (θερμοκήπια με εξαεριστήρες).
  • Επισήμανση και καταστροφή των ύποπτων και άρρωστων φυτών.
  • Εδαφοκάλυψη με πλαστικό με σκοπό την εμπόδιση της βλάστησης των σκληρωτίων, του σχηματισμού των αποθηκίων και της διασποράς των ασκοσπορίων.






Διδυμέλλα

Προσβολή φυτείας αγγουριού λόγω Διδυμέλλας

Η διδυμέλλα ή κομμιώδης ή μαύρη σήψη του στελέχους είναι ασθένεια του εδάφους που επίσης προσβάλλει όλα τα υπέργεια μέρη κυρίως των πλήρως αναπτυγμένων φυτών. Στη χώρα μας προκαλεί σοβαρές ζημιές, κυρίως στις θερμοκηπιακές καλλιέργειες αγγουριάς και σοβαρές μετασυλλεκτικές σήψεις στα συγκομισμένα προϊόντα. Το παθογόνο προσβάλλει τα φυτά σε όλα τα στάδια ανάπτυξής τους και κυρίως τα πλήρως αναπτυγμένα, προκαλώντας ζημιές στα φύλλα, στελέχη και καρπούς. Στα σπορόφυτα, στην αρχή εμφανίζονται ελαιώδεις και αργότερα σκούρες γκρίζες και μαύρες κηλίδες. Στα φύλλα η προσβολή αρχίζει σχεδόν πάντα από την περιφέρεια του ελάσματος. Σχηματίζονται μεγάλες, ακανόνιστες υδαρείς κηλίδες οι οποίες πάντα συνοδεύονται από κίτρινο περιθώριο. Αργότερα γίνονται καστανές και φέρουν στο κέντρο τους καστανόμαυρες καρποφορίες (πυκνίδια και περιθήκια) του μύκητα. Η προσβλημένη περιοχή παίρνει ένα καστανό μπεζ χωματισμό και τελικά ξεραίνεται. Στα στελέχη και κυρίως στην περιοχή του λαιμού έχουμε τις πιο πολλές ζημιές ιδίως όταν έχουν δημιουργηθεί πληγές και υπάρχει υψηλή υγρασία. Μεταξύ του προσβεβλημένου και του υγιούς τμήματος σχηματίζεται χαρακτηριστική κίτρινη διαχωριστική γραμμή και εσωτερικά σε επιμήκη τομή παρατηρείται καστανός μεταχρωματισμός. Αρχικά εμφανίζονται κατά μήκος του βλαστού ανοικτοπράσινες υδαρείς κηλίδες, οι οποίες αργότερα αποκτούν σκούρο πράσινο χρώμα και εξελίσσονται σε μαύρες σήψεις. Οι περιοχές αυτές, που καλύπτονται από τις καρποφορίες (πυκνίδια και περιθήκια) του μύκητα, εκκρίνουν καστανοκίτρινο κόμμι. Πολλές φορές, οι κηλίδες αυτές περιβάλλουν ολόκληρο το στέλεχος. Το φυτικό τμήμα πάνω από το σημείο προσβολής νεκρώνεται. Οι μολύνσεις πιθανότατα να πραγματοποιούνται κατά το διάστημα της άνθησης. Η προσβολή ξεκινάει από τα ανοιχτά άνθη, τα ανθικά υπολείμματα και από τις πληγές. Οι προσβεβλημένοι καρποί εμφανίζουν μαλακή, υγρή, γκριζοπράσινη σήψη, πλάτυνση της κορυφής και καθυστερημένη ανάπτυξη. Οι πυκνές καρποφορίες του μύκητα προσδίδουν στην κορυφή των καρπών μαύρη όψη. Λανθάνουσες μολύνσεις μπορεί να έχουμε μετά τη συγκομιδή. Τα έντονα προσβεβλημένα φυτά μαραίνονται απότομα και ξεραίνονται. Ο μύκητας Didymella bryoniae είναι το παθογόνο αίτιο της ασθένειας. Διαχειμάζει με τη μορφή μυκηλίου ή χλαμυδοσπορίων στο έδαφος, στα φυτικά υπολείμματα, στα στελέχη και στο εσωτερικό των θερμοκηπίων. Το πρωταρχικό μόλυσμα του παθογόνου είναι τα πυκνιδιοσπόρια και ασκοσπόρια που σχηματίζει. Οι δευτερογενείς μολύνσεις προέρχονται από τις καρποφορίες του μύκητα στα προσβλημένα φυτικά τμήματα. Σε αυτά σχηματίζονται τόσο πυκνίδια όσο και περιθήκια. Τα πυκνίδια είναι καστανόμαυρα και περιέχουν υαλώδη, κυλινδρικά, δικύτταρα, πυκνιδιοσπόρια. Τα πυκνιδιοσπόρια εξέρχονται από το πυκνίδιο με τη μορφή ρευστής κιτρινωπής μάζας. Μεταφέρονται με τα σταγονίδια της βροχής και μηχανικά με τις καλλιεργητικές φροντίδες από φυτό σε φυτό. Σε περιοχές όπου οι χειμώνες είναι ήπιοι ο μύκητας παράγει μαύρα, σφαιρικά περιθήκια. Την άνοιξη, όταν υπάρχουν υγρές συνθήκες, τα περιθήκια ελευθερώνουν τους ασκούς οι οποίοι περιέχουν υαλώδη, δικύτταρα ασκοσπόρια. Η μεταφορά των ασκοσπορίων στα φυτά γίνεται με τον υγρό αέρα. Στα θερμοκήπια, που δεν αερίζονται κανονικά, είναι δυνατή η απελευθέρωση τους σε όλη την καλλιεργητική περίοδο. Στην ύπαιθρο, η μεγαλύτερη απελευθέρωση γίνεται μετά από βροχή ή άρδευση με καταιονισμό. Αρκούν μόνο λίγες ώρες διύγρανσης της προσβλημένης επιφάνειας για να αρχίσει η απελευθέρωση. Η είσοδος του μύκητα στα φύλλα γίνεται μέσω της επιδερμίδας, στα στελέχη και στους βλαστούς μέσω των πληγών από τις τομές του κλαδέματος ή λόγω γηρασμένων ιστών και στους καρπούς είτε μέσω των πληγών, είτε μέσω των ανθέων κατά την επικονίαση. Το παθογόνο καρποφορεί σε μεγάλο εύρος θερμοκρασιών από 5-35oC. Οι άριστες θερμοκρασίες για την καρποφορία, τη βλάστηση των πυκνιδιοσπορίων του μύκητα και την ανάπτυξη της ασθένειας είναι γύρω στους 23oC. Για την ανάπτυξη της ασθένειας πρέπει ο καιρός να είναι βροχερός και να υπάρχει υψηλή ατμοσφαιρική και εδαφική υγρασία. Η πυκνή φύτευση και η πλούσια αζωτούχος λίπανση των φυτών, ευνοεί την ασθένεια. Η μετάδοση της ασθένειας γίνεται με τον αέρα, τη βροχή, το έδαφος, το σπόρο, τα εργαλεία και το προσωπικό. Για την αντιμετώπιση της ασθένειας αυτής εφαρμόζουμε τα παρακάτω καλλιεργητικά μέτρα:

  • Εναλλαγή καλλιεργειών, όπου τα κολοκυνθοειδή επανέρχονται στο ίδιο χωράφι μετά από 2 χρόνια.
  • Απομάκρυνση και καταστροφή των φυτικών υπολειμμάτων της προηγούμενης καλλιέργειας.
  • Χρησιμοποίηση υγιούς σπόρου.
  • Αραιή φύτευση.
  • Επισήμανση και καταστροφή των ύποπτων και άρρωστων φυτών.
  • Αποφυγή άρδευσης με καταιονισμό. Η συχνή άρδευση και με λίγο νερό, όπως τη στάγδην, εμποδίζει την εξέλιξη της ασθένειας.
  • Καταστροφή των ζιζανίων ή φυτών ξενιστών του παθογόνου.
  • Βαθύ παράχωμα των φυτικών υπολειμμάτων μετά το τέλος της καλλιέργειας.
  • Μείωση της υπερβολικής υγρασίας.
  • Μπορεί να γίνει τοποθέτηση εντομοστεγούς δικτύου, όπου θα περιορίσει την είσοδο των εντόμων, όπου δημιουργούν πληγές στα φυτά.






Βερτισιλλίωση

Προσβεβλημένη φυτεία αγγουριάς λόγω Βερτισιλλίωσης

Η βερτισιλλίωση είναι ασθένεια του εδάφους, όπου ο μύκητας εγκαθίστανται στα αγγεία του ξύλου (αδρομύκωση) με αποτέλεσμα τα φυτά να γίνονται καχεκτικά ή να αποξηραίνονται. Τα προσβεβλημένα φυτά είναι διασκορπισμένα ή σε ομάδες και πολύ σπάνια σε μια σειρά. Το παθογόνο προσβάλλει τα αναπτυγμένα φυτά και προκαλεί ζημιές στα φύλλα, στα αγγεία του ξύλου και στους καρπούς. Στα φυλλίδια των φύλων που βρίσκονται στη βάση του φυτού, εμφανίζονται μεσονεύριες χλωρωτικές κηλίδες. Στη συνέχεια, οι κηλίδες αυτές μεγαλώνουν και παίρνουν σχήμα V με την κορυφή προς το σημείο πρόσφυσης. Οι προσβλημένοι ιστοί του ελάσματος νεκρώνονται και ξεραίνονται. Δεν είναι σπάνια και η μονόπλευρη νέκρωση μέρους του μίσχου και του ελάσματος του φύλλου που ξεκινάει από το σημείο πρόσφυσης του μίσχου. Στα αγγεία του ξύλου χαρακτηριστικός είναι ο καστανός μεταχρωματισμός, που ξεκινάει από τις ρίζες και προχωράει σε όλο το στέλεχος. Τα συμπτώματα αυτά προχωρούν αργότερα προς την κορυφή του φυτού. Στα προσβεβλημένα φυτά παρατηρείται τις ζεστές μέρες ακροπέταλη απώλεια σπαργής, η οποία καταλήγει σε πρόσκαιρη μάρανση της κορυφής των φυτών. Τα φυτά με μικρή προσβολή επανέρχονται, σε έντονη προσβολή όμως η μάρανση είναι μόνιμη. Χαρακτηριστικό της ασθένειας είναι ο βραδύς μαρασμός των φύλλων, που οδηγεί τα φυτά στην κακή ανάπτυξη ή στην ξήρανσή τους. Ο μύκητας Verticillium dahliae είναι το παθογόνο αίτιο της ασθένειας. Διαχειμάζει με τη μορφή μικροσκληρωτίων στο έδαφος, σε φυτικά υπολείμματα και σε αυτοφυή και καλλιεργούμενα φυτά. Μπορεί να διατηρηθεί στο έδαφος από 12-24 χρόνια. Η είσοδός του στα φυτά γίνεται δια μέσου των ανέπαφων ριζίδιων ή ριζών, από τα σημεία έκφυσης των ριζών και από τις πληγές που δημιουργούνται από βιοτικούς ή αβιοτικούς παράγοντες. Το παθογόνο από τους μεσοκυττάριους ή ενδοκυττάριους χώρους προχωράει στα αγγεία. Εκεί αναπαράγονται και τα κονίδια. Μεταφερόμενα με το διαπνευστικό ρεύμα μολύνουν και άλλα σημεία του φυτού. Η αντίδραση του φυτού στο παθογόνο είναι η δημιουργία θυλλίδων (tyloses) που αποφράζουν τα αγγεία. Άλλες αντιδράσεις υδρόλυσης, οξείδωσης και πολυμερισμού των φαινολικών ενώσεων καταλήγουν στην απόθεση μελανίνης που είναι και το βασικό στοιχείο μεταχρωματισμού των αγγείων. Για την ανάπτυξη της ασθένειας πρέπει να υπάρχουν χαμηλές θερμοκρασίες και ημέρες με μικρή φωτοπερίοδο. Άριστη θερμοκρασία ανάπτυξης στο έδαφος είναι 23-25oC. Το παθογόνο επηρεάζεται από τη θερμοκρασία του εδάφους. Η συχνή άρδευση ή η βροχή εξαιτίας της μείωσης της θερμοκρασίας του εδάφους κατά τη διάρκεια της θερμής περιόδου ευνοούν την ασθένεια. Αναπτύσσεται σε ουδέτερα μέχρι αλκαλικά εδάφη. Η έλλειψη ασβεστίου ή καλίου και η περίσσεια αζώτου καθιστούν τα φυτά ευπαθή στο παθογόνο. Η μετάδοση της ασθένειας γίνεται με τα μολυσμένα φυτάρια, τα όργανα πολλαπλασιασμού των προσβεβλημένων φυτών, την επαφή προσβεβλημένων ριζών με υγιείς, το μολυσμένο έδαφος και νερό ποτίσματος, τα εργαλεία, τα έντομα και τους νηματώδεις. Για να αντιμετωπιστεί η ασθένεια εφαρμόζονται πολλά εναλλακτικά μέτρα που είναι τα εξής:

  • Απομάκρυνση και καταστροφή των φυτικών υπολειμμάτων της προηγούμενης καλλιέργειας.
  • Αποφυγή καλλιέργειας σε εδάφη με πρόσφατο ιστορικό προσβολών από την ασθένεια ή αποφυγή μεταφοράς μολύσματος από θερμοκήπιο σε θερμοκήπιο.
  • Χρησιμοποίηση καθαρών οργανικών υποστρωμάτων στα σπορεία.
  • Η φύτευση να γίνεται με την αύξηση των θερμοκρασιών.
  • Επισήμανση και καταστροφή των ύποπτων και άρρωστων φυτών.
  • Αποφυγή άρδευσης με αλατούχα νερά και συχνής άρδευσης με κρύο νερό κατά τη ζεστή περίοδο.
  • Φυτά που σκιάζονται πρέπει να ποτίζονται λιγότερο.
  • Καταστροφή ζιζανίων.
  • Παράχωμα των ριζών με επιφανειακό έδαφος για τη δημιουργία πρόσκαιρων ριζών.
  • Όταν δε γίνεται απολύμανση του εδάφους αποφυγή βαθέως οργώματος.
  • Εδαφοκάλυψη με πλαστικό σε συνδυασμό με άλλα μέτρα, μειώνει το μολυσματικό δυναμικό στο έδαφος.





Φουζάριο

Προσβεβλημένη φυτεία αγγουριάς λόγω Αδροφουζαρίωσης

Η αδροφουζαρίωση της αγγουριάς είναι ασθένεια του εδάφους, όπου ο μύκητας εγκαθίστανται στα αγγεία του ξύλου (αδρομύκωση), με αποτέλεσμα τα φυτά να γίνονται καχεκτικά ή να αποξηραίνονται. Στη χώρα μας προκαλεί σοβαρές ζημιές μόνο σε ντόπιες ποικιλίες αγγουριάς. Το παθογόνο προσβάλλει τα φυτά σε όλα τα στάδια ανάπτυξής τους και προκαλεί προφυτρωτικές-μεταφυτρωτικές τήξεις και αδρομύκωση. Στα σπορόφυτα κατά την έκπτυξή τους όταν η εδαφική θερμοκρασία παραμένει για πολύ καιρό στους 15-18oC παρατηρείται επιβράνδυση στην ανάπτυξη και στα υποκοτύλια εμφανίζονται ξερές βυθισμένες κηλίδες. Τα φυτάρια σαπίζουν στη βάση του στελέχους. Σε χρόνια εξέλιξη της ασθένειας τα φυτάρια δεν ξεραίνονται αλλά προκαλείται ανωμαλία της κανονικής τους ανάπτυξης. Σε ευνοϊκές συνθήκες, στα σημεία προσβολής εμφανίζονται καστανές και ασπριδερές εξανθίσεις που είναι οι καρποφορίες του μύκητα. Στα αγεία του ξύλου εμφανίζεται κιτρινοκαστανός μεταχρωματισμός. Στα αναπτυγμένα φυτά, τα χαρακτηριστικά συμπτώματα είναι εκείνα της αποπληξίας ή της ημιπληγίας. Είναι δυνατό στην οξεία μορφή της ασθένειας το προσβεβλημένο φυτό να μαραθεί απότομα μέσα σε λίγες ημέρες από την προσβολή. Μερικές φορές μπορεί να μαραθεί μόνο ένας πλάγιος βλαστός. Σπανιότερα εμφανίζεται και το σύμπτωμα της προοδευτικής μάρανσης όπου αρχικά στα κατώτερα φύλλα παρατηρείται βαθμιαίο κιτρίνισμα και μάρανση. Ο μαρασμός γίνεται μόνιμος και επεκτείνεται σε όλο το φυτό με αποτέλεσμα τα φύλλα τελικά να ξεραίνονται. Αυτό οφείλεται στις υψηλές θερμοκρασίες, στη ξήρανση και στο φορτίο των καρπών. Ο μύκητας Fusarium oxysporum f.sp. cucumerinum είναι το παθογόνο αίτιο της ασθένειας. Διαχειμάζει με τη μορφή χλαμυδοσπορίων στο έδαφος, σε φυτικά υπολείμματα και σε άλλα οργανικά υλικά για πολλά χρόνια. Η μακρόχρονη επιβίωση του επιτυγχάνεται χάρη σε αυτά. Λόγω της σαπροφυτικής του ικανότητας μπορεί να αναπτυχθεί και να διαιωνιστεί σε διάφορα οργανικά υποστρώματα. Το μολυσματικό δυναμικό του μύκητα στο έδαφος αυξάνει πολύ γρήγορα από την πρώτη χρονιά της καλλιέργειας. Έτσι, τη δεύτερη χρονιά οι ζημιές είναι πολύ σοβαρές. Τα χλαμυδοσπόρια σχηματίζονται σε θερμοκρασίες από 20–25oC σε αποστειρωμένο έδαφος καθώς και σε θερμοκρασίες από 15–20oC σε μη αποστειρωμένο έδαφος. Το παθογόνο παράγει άφθονα χλαμυδοσπόρια στο έδαφος και σποριοδοχεία στα προσβεβλημένα στελέχη. Τα χλαμυδοσπόρια μπορούν να διατηρηθούν ζωντανά πολλά χρόνια ακόμα και αν βρίσκονται σε μεγάλο βάθος. Η είσοδος του παθογόνου στα φυτά γίνεται από τις ρίζες, από ανοίγματα που δημιουργούνται κατά την ανάπτυξή τους. Για την ανάπτυξη της ασθένειας, πρέπει να υπάρχει υψηλή ατμοσφαιρική και χαμηλή εδαφική υγρασία και χαμηλή ένταση φωτισμού. Εδάφη που δέχονται πλούσια αζωτούχο λίπανση ευνοούν την ανάπτυξη της αδροφουζαρίωσης. Σε θρεπτικό υπόστρωμα το άριστο ανάπτυξης του μύκητα βρίσκεται μεταξύ στους 29oC. Όταν οι θερμοκρασίες κυμαίνονται γύρω στους 18-22oC η ασθένεια εμφανίζεται εντονότερα. Η μετάδοση της ασθένειας γίνεται με τους σπόρους, το έδαφος, τα μολυσμένα οργανικά υποστρώματα και φυτάρια, το νερό ποτίσματος, τα εργαλεία, τον αέρα και τη βροχή. Για την αντιμετώπιση της ασθένειας αυτής εφαρμόζονται τα παρακάτω μέτρα:

  • Αμειψισπορά για τρία χρόνια.
  • Απομάκρυνση και καταστροφή των φυτικών υπολειμμάτων της προηγούμενης καλλιέργειας.
  • Χρησιμοποίηση υγιούς σπόρου.
  • Το σπορείο πρέπει να μη βρίσκεται κοντά σε καλλιέργεια αγγουριάς. Το υπόστρωμα να είναι απολυμασμένο και να διατηρείται η θερμοκρασία και η υγρασία του σε κανονικά επίπεδα.
  • Διαφυγή της ασθένειας. Δηλαδή καλλιέργεια των φυτών στα θερμοκήπια αργά το φθινόπωρο ως νωρίς την άνοιξη, όπου οι κλιματολογικές συνθήκες να μην είναι ευνοϊκές για την ανάπτυξη της ασθένειας.
  • Φύτευση υγιών φυταρίων.
  • Όχιβαθύ παράχωμα κατά τη μεταφύτευση.
  • Απομάκρυνση των φύλλων σε ύψος 40cm βοηθάει το στέγνωμα του εδάφους.
  • Για την προστασία των καρπών πρέπει να αφαιρούνται τα μαραμένα πέταλα και σέπαλα, να αντιμετωπίζονται τα διάφορα έντομα που προκαλούν μικροπληγές και να αποφεύγεται η επαφή των καρπών με το υγρό έδαφος.
  • Καταστροφή των προϊόντων κλαδέματος.
  • Αποφυγή υπερβολικής υγρασίας στη βάση του στελέχους.
  • Όταν στη αζωτούχο λίπανση το άζωτο χρησιμοποιείται με τη νιτρική του μορφή η ασθένεια περιορίζεται.
  • Αύξηση του pH στο 6,5 εμποδίζει την ανάπτυξη του παθογόνου στο έδαφος.
  • Επισήμανση και καταστροφή των ύποπτων και άρρωστων φυτών.
  • Καλλιέργεια ανθεκτικών ποικιλιών και υβριδίων. Όλα τα υβρίδια Ολλανδικού τύπου που κυκλοφορούν στην αγορά είναι ανθεκτικά στην ασθένεια.
  • Εμβολιασμός σε ανθεκτικά υποκείμενα κολοκυνθοειδών δίνει ικανοποιητικά αποτελέσματα (κυρίως Cucurbita maxima x C . moschata).
  • Η χρησιμοποίηση αδιαπέραστων πλαστικών αυξάνει την αποτελεσματικότητα της ηλιοαπολύμανσης.







Σήψη ριζών και στελέχους

Σήψη ριζικού συστήματος αγγουριάς

Η σήψη των ριζών και του στελέχους είναι ασθένεια του εδάφους. Στη χώρα μας προκαλεί πολύ σοβαρές ζημιές στις θερμοκηπιακές καλλιέργειες αγγουριάς. Το παθογόνο προσβάλλει νεαρά φυτά και αναπτυγμένα φυτά στο στάδιο της παραγωγής. Στα νεαρά φυτά, όταν αυτά είναι περίπου ηλικίας ενός μηνός, στην περιοχή του λαιμού και από τη μία πλευρά του βλαστού εμφανίζεται ανοιχτοπράσινη σήψη, η οποία αργότερα γίνεται καστανή και σε συνθήκες υψηλής υγρασίας καλύπτεται από λευκοπορτοκαλιά εξάνθηση του μύκητα. Αργότερα, σε πιο προχωρημένο στάδιο, εσωτερικά των φυταρίων παρατηρείται καστανός μεταχρωματισμός των αγγείων, του λαιμού και των ριζών. Τα φυτά έχουν καχεκτική ανάπτυξη, μαραίνονται και τέλος ξηραίνονται. Στα αναπτυγμένα φυτά, που βρίσκονται στο στάδιο της παραγωγής, τα φύλλα που είναι στη βάση του φυτού παρουσιάζουν μεσονεύριες χλωρώσεις, κιτρινίσματα και ξηράνσεις. Στην περιοχή του λαιμού και από τη μία πλευρά του στελέχους δημιουργούνται επιμήκη έλκη τα οποία καλύπτονται από τη λευκοπορτοκαλιά εξάνθηση του μύκητα. Στα αγγεία του ξύλου, εσωτερικά, παρατηρείται ένας καστανός μεταχρωματισμός, ο οποίος ξεκινά από τη βάση του φυτού και μπορεί να φτάσει σε ύψος τα 40-200cm. Στο ριζικό σύστημα των φυτών παρουσιάζεται καστανή σήψη. Ο μύκητας Fusarium oxysporym f.sp. radicis-cucumerinum είναι το παθογόνο αίτιο της ασθένειας. Διαχειμάζει με τη μορφή χλαμυδοσπορίων στο έδαφος και στα φυτικά υπολείμματα από τη μία καλλιεργητική περίοδο στην άλλη. Η είσοδος του παθογόνου στον ξενιστή γίνεται κυρίως από τις ρίζες και το λαιμό. Οι πληγές που δημιουργούνται στις ρίζες και το λαιμό κατά τη διάρκεια της καλλιέργειας ή λόγω προσβολής από νηματώδεις διευκολύνουν την είσοδό του. Για την ανάπτυξη της ασθένειας παίζουν σημαντικό ρόλο οι χαμηλές θερμοκρασίες. Η άριστη θερμοκρασία είναι γύρω στους 17oC. Για αυτό το λόγo προσβάλλει τα φυτά των πρώιμων καλλιεργειών και των ψυχρότερων θέσεων στο θερμοκήπιο. Σε ορισμένες όμως περιοχές, ο μύκητας μπορεί να προκαλέσει ζημιές ακόμα και το καλοκαίρι και αυτό οφείλεται στη μεγάλη παθογόνο δύναμη των στελεχών του παθογόνου και στην έκθεση των ριζών σε περίσσεια υγρασίας ή στη μεγάλη διαφορά θερμοκρασιών ημέρας και νύχτας. Η μετάδοση της ασθένειας γίνεται με το έδαφος, τα μολυσμένα φυτάρια και το νερό ποτίσματος. Τα σπόρια του μύκητα που παράγονται στην περιοχή του λαιμού και του στελέχους μεταφέρονται με τον αέρα και τα έντομα σε μικρές αποστάσεις, ενώ σε μεγάλες αποστάσεις μεταφέρονται με τους σπόρους και τα οργανικά υποστρώματα. Για την αντιμετώπιση της ασθένειας αυτής εφαρμόζουμε τα εξής μέτρα:

  • Εναλλαγή καλλιεργειών.
  • Απομάκρυνση και καταστροφή των φυτικών υπολειμμάτων της προηγούμενης καλλιέργειας.
  • Ενσωμάτωση στο έδαφος μαρουλιών πριν την εγκατάσταση της κύριας καλλιέργειας της αγγουριάς.
  • Διαφυγή της ασθένειας. Δηλαδή η φύτευση στα θερμοκήπια να γίνεται αργά το καλοκαίρι ή νωρίς την άνοιξη ώστε να μην υπάρχουν ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη της ασθένειας.
  • Φύτευση υγιών φυταρίων.
  • Επισήμανση και καταστροφή των ύποπτων και άρρωστων φυτών.
  • Χρησιμοποίηση υγιούς σπόρου και απολυμασμένων οργανικών υποστρωμάτων.
  • Εμβολιασμός σε ανθεκτικά υποκείμενα κολοκυνθοειδών (κυρίως Cucurbita maxima x C . moschata).
  • Η χρησιμοποίηση αδιαπέραστων πλαστικών κάλυψης του εδάφους δίνει ικανοποιητικά αποτελέσματα, όταν το μολυσματικό δυναμικό στο έδαφος είναι μικρό.






Βακτηριακή σήψη στελέχους

Βακτηριακή σήψη στελέχους αγγουριάς

Η βακτηριακή σήψη του στελέχους είναι αδροβακτηρίωση και προσβάλλει όλα τα μέρη του φυτού. Στη χώρα μας προκαλεί σοβαρές ζημιές στις θερμοκηπιακές καλλιέργειες αγγουριάς και μετασυλλεκτικά στους καρπούς. Το παθογόνο προσβάλλει φυτά σε όλα τα στάδια ανάπτυξης και όλα τα μέρη. Η ασθένεια εκδηλώνεται στα θερμοκήπια κατά το χειμώνα και σε φυτά που βρίσκονται σε σημεία του θερμοκηπίου που υπάρχει πολύ υψηλή υγρασία. Στα φύλλα παρατηρείται κιτρίνισμα και μαρασμός. Στα στελέχη σχηματίζονται ανοιχτά έλκη. Σε κατά μήκος τομή του στελέχους παρατηρείται εσωτερικά καστανός μεταχρωματισμός των αγγείων και υγρή σήψη από την οποία εκκρίνεται παχύρρευστο, δύσοσμο βακτηριακό υγρό που αναδίδει χαρακτηριστή δύσοσμη μυρωδιά. Στους καρπούς σχηματίζονται μαλακές, υδαρείς περιοχές και σήψεις μετασυλλεκτικά. Το βακτήριο Erwinia carotovora είναι το παθογόνο αίτιο της ασθένειας. Είναι προαιρετικό αναερόβιο, ραβδοειδές με περίτριχα μαστίγια και ανήκει στη κατηγορία των κατά Gram αρνητικών βακτηρίων. Διατηρείται στο έδαφος, σε μολυσμένα φυτικά υπολείμματα και στα εργαλεία. Η είσοδός του στα φυτά γίνεται μέσω των ριζών και στους καρπούς μέσω των πληγών. Για την ανάπτυξη της ασθένειας πρέπει ο καιρός να είναι βροχερός και να υπάρχει υψηλή εδαφική υγρασία. Αναπτύσσεται σε μεγάλο εύρος θερμοκρασιών με άριστη τους 22oC.Η μετάδοση της ασθένειας γίνεται με τις καλλιεργητικές εργασίες. Τρόποι αντιμετώπισης της βακτηριακής σήψης του στελέχους είναι οι εξής:

  • Απομάκρυνση και καταστροφή των φυτικών υπολειμμάτων της προηγούμενης καλλιέργειας.
  • Αραιή φύτευση.
  • Επισήμανση και καταστροφή των ύποπτων και άρρωστων φυτών.
  • Σωστό κλάδεμα.
  • Το κόψιμο των καρπών να γίνεται με ξερό καιρό. Σε αντίθετη περίπτωση πρέπει να γίνεται αμέσως μετά τη συγκομιδή επέμβαση με χαλκούχα σκευάσματα.
  • Επεμβάσεις μετά το κλάδεμα με χαλκούχα σκευάσματα. Για τις σήψεις του στελέχους η επάλειψη των ελκών με χαλκούχο δίνει ικανοποιητικά αποτελέσματα. Εξαιρετική αποτελεσματικότητα έχει και κατευθυνόμενος ψεκασμός στη βάση του στελέχους με χαλκούχα μυκητοκτόνα.
  • Αποφυγή τραυματισμού των καρπών και να υπάρχουν κατάλληλες συνθήκες κατά την αποθήκευση τους.
  • Απολύμανση των εργαλείων με φορμόλη ή οινόπνευμα ή χλωρίνη.
  • Μείωση της υπερβολικής υγρασίας.
  • Καλός αερισμός (θερμοκήπια με εξαεριστήρες).






Βακτηριακή κηλίδωση φύλλων

Βακτηριακή κηλίδωση φύλλου αγγουριάς

Η βακτηριακή κηλίδωση των φύλλων προσβάλλει τα φύλλα της αγγουριάς. Στη χώρα μας και κυρίως στην Κρήτη, προκαλεί ζημιές κυρίως στις θερμοκηπιακές καλλιέργειες αγγουριάς, όπου τα θερμοκήπια είναι χαμηλά. Το παθογόνο προσβάλλει κατά τη διάρκεια του χειμώνα τα αναπτυγμένα φυτά, που βρίσκονται στο θερμοκήπιο. Στα φύλλα αρχικά στα κατώτερα και έπειτα στα ανώτερα σχηματίζονται υδαρείς, χλωρωτικές κηλίδες με χλωρωτικό στεφάνι σε σημεία του ελάσματος, όπως στην περιφέρεια και στις πτυχώσεις, που συγκεντρώνεται υγρασία. Αργότερα οι κηλίδες αυτές μεγαλώνουν, γίνονται καστανές, νεκρώνονται και ξεραίνονται και καταλαμβάνοντας μεγάλο τμήμα του φύλλου. Στους καρπούς σχηματίζονται στρογγυλές ελαιώδεις κηλίδες. Στο κέντρο των κηλίδων παρατηρείται κίτρινο ξερό βακτηριακό έκκριμα. Όταν οι καρποί πλησιάζουν το στάδιο της ωρίμανσης οι κηλίδες εξελίσσονται σε ελκώδεις. Αναπτύσσονται σε βάθος προκαλώντας καστανή σήψη της σάρκας των καρπών. Πολλές φορές σάπιοι καρποί όταν βρίσκονται σε επαφή με υγιείς καταστρέφουν τη παραγωγή κυρίως κατά την αποθήκευση. Το βακτήριο Pseudomonas viridiflava είναι το παθογόνο αίτιο της ασθένειας. Είναι υποχρεωτικό αερόβιο, ραβδοειδές και ανήκει στην κατηγορία των κατά Gram αρνητικών βακτηρίων. Διατηρείται σε μολυσμένα φυτικά υπολείμματα, στο νερό, σε ζιζάνια, στα γεωργικά εργαλεία και μηχανήματα και στο σπόρο. Οι καρποί που παραμένουν στους αγρούς είναι το καλύτερο μέσο διαιώνισης του παθογόνου. Για την ανάπτυξη της ασθένειας πρέπει ο καιρός να είναι υγρός και να υπάρχουν συνθήκες υψηλής σχετικής υγρασίας και παρουσία ελεύθερου νερού στα φύλλα. Οι θερμοκρασίες κυμαίνονται από 10-25oC. Η είσοδός του στα φύλλα γίνεται από τα στομάτια και στους καρπούς από τις πληγές και τα φακοειδή. Η μετάδοση της ασθένειας γίνεται με το σπόρο ιδιαίτερα όταν συλλέγεται παραδοσιακά από τον ίδιο τον παραγωγό, τις καλλιεργητικές εργασίες, την άρδευση με καταιονισμό, τον αέρα και τη βροχή. Η βακτηριακή κηλίδωση των φύλλων της αγγουριάς αντιμετωπίζεται ως εξής:

  • Απομάκρυνση και καταστροφή των φυτικών υπολειμμάτων της προηγούμενης καλλιέργειας.
  • Χρησιμοποίηση υγιούς σπόρου.
  • Αραιή φύτευση.
  • Σωστό κλάδεμα.
  • Αποφυγή άρδευσης με τεχνητή βροχή. Αν δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα τότε να εφαρμόζεται μόνο τις πρωινές ώρες.
  • Μείωση της υπερβολικής υγρασίας.
  • Σωστό αερισμό (θερμοκήπια με εξαεριστήρες).






Γωνιώδης κηλίδωση φύλλων

Γωνιώδης κηλίδωση φύλλου αγγουριάς

Η γωνιώδης κηλίδωση των φύλλων προσβάλλει όλα τα μέρη του φυτού. Στη χώρα μας προκαλεί σημαντικές ζημιές τόσο στις θερμοκηπιακές όσο και στις υπαίθριες καλλιέργειες αγγουριάς των θερμών και υγρών περιοχών. Το παθογόνο προσβάλλει όλα τα τμήματα του φυτού. Στα φυτάρια οι πρώτες μολύνσεις παρατηρούνται στις κοτυληδόνες. Το μόλυσμα προέρχεται από το μολυσμένο σπόρο ή έδαφος. Εμφανίζονται στρογγυλές προς επιμήκεις υδαρείς, ελαιώδες κηλίδες που αργότερα αποκτούν κιτρινοκαστανό χρωματισμό. Στα φύλλα αρχικά εμφανίζονται μικρές, υδαρείς σκούρο πράσινες γωνιώδες κηλίδες μεταξύ των νευρώσεων του ελάσματος οι οποίες αργότερα γίνονται χλωρωτικές, καστανές και νεκρώνονται. Σε ξερικές συνθήκες τα σημεία προσβολής εμφανίζουν άσπρη, περγαμηνοειδή μορφή. Στο κέντρο των κηλίδων πολλές φορές σχηματίζονται οπές και τα φύλλα μοιάζουν σαν σχισμένα. Σε συνθήκες υψηλής σχετικής υγρασίας, στην κάτω επιφάνεια των φύλλων, στο σημείο που βρίσκονται οι κηλίδες εκκρίνεται ένα παχύρρευστο, διαφανές βακτηριακό υγρό το οποίο όταν ξεραίνεται μοιάζει με λευκή γυαλιστερή κρούστα. Τα φύλλα ξεραίνονται και πέφτουν. Στα στελέχη, οι κηλίδες προσβολής είναι μικρότερες και περισσότερο στρογγυλωμένες με υδαρή, ελαιώδη όψη. Με υγρό καιρό παρατηρούνται στα στελέχη σταγόνες βακτηριακού απεκκρίματος. Στους καρπούς εμφανίζονται μικρές, κυκλικές ανοιχτοπράσινες κηλίδες που στο κέντρο τους είναι λίγο βυθισμένες. Αργότερα γίνονται καστανές, υδαρείς και τα σημεία που οι ιστοί νεκρώνονται αποκτούν λευκό χρωματισμό. Με υγρό καιρό παρατηρείται βακτηριακό έκκριμα. Η προσβολή στους καρπούς είναι κατά κανόνα επιφανειακή. Είναι δυνατό όμως να προχωρήσει και εσωτερικά του καρπού. Οι καρποί ανοίγουν με αποτέλεσμα την είσοδο σε μύκητες και βακτήρια που προκαλούν την ολοκληρωτική τους σήψη. Τα προσβεβλημένα φυτά παρουσιάζουν καθυστερημένη ανάπτυξη και μειωμένη παραγωγή. Το βακτήριο Pseudomonas syringae pv. lachrymans είναι το παθογόνο αίτιο της [[Ασθένειες αγγουριάς|ασθένειας. Είναι αερόβιο, ραβδοειδές με 1 έως 5 πολικά μαστίγια και ανήκει στην κατηγορία των κατά Gram αρνητικών βακτηρίων. Διαχειμάζει σε μολυσμένα φυτικά υπολείμματα στο έδαφος και στο περίβλημα του σπόρου, ο οποίος είναι το βασικό μέσο διαιώνισης και διάδοσης του παθογόνου, χωρίς να χάσει την παθογένειά του. Η είσοδος του στα φύλλα γίνεται μέσω των στοματίων, από τα ανοίγματα των υδατωδών και των πληγών. Το βακτήριο πολλαπλασιάζεται στους μεσοκυττάριους χώρους των φύλλων και στους ιστούς του πλακούντα των καρπών. Η ανάπτυξη του ευνοείται από υψηλή υγρασία και θερμοκρασίες από 24-28oC. Για την ανάπτυξη της ασθένειας πρέπει ο καιρός να είναι υγρός και θερμός. Οι συχνές αρδεύσεις διαποτίζουν τα φυτά με νερό και τα καθιστούν ευπαθή στην ασθένεια. Στα αμμώδη εδάφη ο δυνατός αέρας σηκώνει το χώμα και δημιουργεί στα φυτικά τμήματα πληγές από τις οποίες εισέρχεται το παθογόνο. Η υπερβολική αζωτούχο λίπανση προδιαθέτει τα φυτά στην ασθένεια. Η μετάδοση της ασθένειας γίνεται με το σπόρο, το έδαφος, το νερό του ποτίσματος, τα έντομα, το εργατικό προσωπικό, τα εργαλεία, τον αέρα και τη βροχή. Για να αντιμετώπισουμε την ασθένεια αυτή προβαίνουμε στις εξής ενέργειες:

  • Αμειψισπορά της καλλιέργειας κάθε 2-3 χρόνια.
  • Απομάκρυνση και καταστροφή των φυτικών υπολειμμάτων της προηγούμενης καλλιέργειας.
  • Χρησιμοποίηση υγιούς σπόρου.
  • Αραιή φύτευση.
  • Αποφυγή άρδευσης με τεχνητή βροχή.
  • Αποφυγή υπερβολικής αζωτούχου λίπανσης.
  • Σωστό κλάδεμα.
  • Οι εργασίες να γίνονται όταν τα φυτά είναι στεγνά.
  • Απολύμανση των εργαλείων κλαδέματος.
  • Μείωση της υπερβολικής υγρασίας.
  • Σωστό αερισμό (θερμοκήπια με εξαεριστήρες και παράθυρα στην οροφή).
  • Αύξηση της θερμοκρασίας στους 35oC όπου περιορίζεται η ανάπτυξη του παθογόνου.
  • Καλλιέργεια ανθεκτικών υβριδίων.






Ιός του μωσαϊκού της αγγουριάς

Προσβολή αγγουριού από Ιό μωσαϊκού του αγγουριού
Προσβολή φύλλου αγγουριάς από Ιό μωσαϊκού του αγγουριού

Το μωσαϊκό της αγγουριάς προσβάλλει φυτά σε όλα τα στάδια ανάπτυξης. Στη χώρα μας προκαλεί λιγότερες ζημιές στις καλλιέργειες αγγουριάς, λόγω της καλλιέργειας ανθεκτικών υβριδίων. Το παθογόνο προσβάλλει τα φύλλα και τους καρπούς των φυτών. Τα συμπτώματα εξαρτώνται από το είδος και την ποικιλία του ξενιστή, τη φυλή του ιού και τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Στα νεαρά φυτά προκαλεί νανισμό ή αποξήρανση. Στα αναπτυγμένα φυτά, στα φύλλα εμφανίζεται μωσαϊκό ή ποικιλοχλώρωση και παραμορφώσεις όπως στένωση, κατσάρωμα και συστροφή του ελάσματος προς τα κάτω. Στους καρπούς εμφανίζεται στην επιφάνεια τους μωσαϊκό ή ποικιλοχλώρωση, με ελαφρά βυθισμένες κηλίδες. Οι καρποί παραμορφώνονται και γίνονται μικρότεροι σε μέγεθος. Η παραγωγή μειώνεται και υποβαθμίζεται ποιοτικά και πολλές φορές έχουμε την καταστροφή της καλλιέργειας. Ο ιός CMV είναι το παθογόνο αίτιο της ασθένειας. Ανήκει στο γένος Cucumoriruς. Τα σωματίδια του είναι ισομετρικά (εικοσοεδρικά), διαμέτρου περίπου 28mm με 4 μονονηματικά είδη RΝΑ. Διατηρείται στα πολυετή ζιζάνια, στα καλλιεργούμενα φυτά και στα υπολείμματα των καλλιεργειών. Ο χρόνος επώασης του ιού στα νεαρά φυτά, είναι 4-5 ημέρες και στα αναπτυγμένα 18-20 ημέρες. Ο βαθμός μετάδοσης του ιού εξαρτάται από διάφορους παράγοντες όπως το στέλεχος του ιού, το βιότυπο του εντόμου-φορέα και τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Για την ανάπτυξη της ασθένειας πρέπει να υπάρχει υψηλή θερμοκρασία και μεγάλη ηλιοφάνεια. Η μετάδοση της ασθένειας γίνεται με το σπόρο, μηχανικά και με τις αφίδες Myzus persicae, Macrosiphum euphorbiae και Aulacorthum solani με μη έμμονο τρόπο. Τα καλλιεργητικά μέτρα που εφαρμόζονται για την αντιμετωπίση της ασθένειας αυτής είναι:

  • Επισήμανση και καταστροφή των ύποπτων και άρρωστων φυτών.
  • Καταστροφή των ζιζανίων.
  • Συστηματική καταπολέμηση των αφίδων - φορέων. Εδαφοκάλυψη με αλουμινόχαρτο ή με φύλλα πλαστικού μειώνει τον αριθμό των αφίδων.
  • Χρήση εντομοστεγών δικτύου στα θερμοκήπια.
  • Απολύμανση των εργαλείων.
  • Αποφυγή καλλιέργειας κοντά σε ευπαθή κηπευτικά ή καλλωπιστικά.
  • Καλλιέργεια ανθεκτικών υβριδίων.







Ιός του πράσινου ποικιλοχλωρωτικού μωσαϊκού

Προσβολή φύλλου αγγουριάς από Ιό πράσινου ποικιλοχλωρωτικού μωσαϊκού

Το πράσινο ποικιλοχλωρωτικό μωσαϊκό της αγγουριάς προσβάλλει τα φύλλα και τους καρπούς. Στη χώρα μας προκαλεί ζημιές στις θερμοκηπιακές καλλιέργειες αγγουριάς. Στα φύλλα εμφανίζεται ποικιλοχλώρωση, φλύκταινες και παραμόρφωση όπου τα συμπτώματα είναι εντονότερα στις χαμηλές θερμοκρασίες. Στα φυτά παρατηρείται νανισμός. Ο ιός CGMMV είναι το παθογόνο αίτιο της ασθένειας. Ανήκει στο γένος Tobamorirus το οποίο δεν έχει ταξινομηθεί σε οικογένεια. Τα σωματίδια του είναι ραβδοειδή, διαστάσεων 300Χ18mm και περιέχουν μονόκλωνο RNA. Διατηρείται στα υπολείμματα της καλλιέργειας στο έδαφος, μέχρι 7 μήνες και στο μολυσμένο σπόρο, στο εξωτερικό περίβλημα. Η μετάδοση της ασθένειας γίνεται με το σπόρο, με τον εμβολιασμό, μηχανικά, με τον αυλακοφόρο της πεπονιάς (Aulacophora foveicollis) και τις κουσκούτες. Οι καλλιεργητικές μέθοδοι που απαιτούνται για την αντιμετώπιση της ασθένειας αυτής είναι:

  • Απομάκρυνση και καταστροφή των φυτικών υπολειμμάτων της προηγούμενης καλλιέργειας.
  • Επισήμανση και καταστροφή των ύποπτων και άρρωστων φυτών.
  • Καταστροφή των ζιζανίων.
  • Εναλλαγή της καλλιέργειας με σολανώδη.
  • Χρησιμοποίηση υγιούς σπόρου.






[1]

Βιβλιογραφία

  1. Αντιμετώπιση ασθενειών σε βιολογική καλλιέργεια αγγουριάς στην Κρήτη, πτυχιακή εργασία της φοιτήτριας Μανουσιδάκη Στεφανίας, Ηράκλειο 2008.