Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ασθένειες τριανταφυλλιάς"

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{{top_heading|==}}}Μελανή κηλίδωση{{{top_heading|==}}} {{:Ασθένει...')
 
Γραμμή 66: Γραμμή 66:
  
 
{{:Ασθένεια τριανταφυλλιάς μη μεταδοτικές ασθένειες|top_heading={{{top_heading|==}}}=}}
 
{{:Ασθένεια τριανταφυλλιάς μη μεταδοτικές ασθένειες|top_heading={{{top_heading|==}}}=}}
 +
 +
<ref name="Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών"/>
 +
  
 
==Βιβλιογραφία==
 
==Βιβλιογραφία==

Αναθεώρηση της 08:20, 12 Ιανουαρίου 2016

Μελανή κηλίδωση

Η τριανταφυλλιά ή ρόδη (Rosa spp.) αποτελεί την πλέον διαδεδομένη καλλιέργεια καλλωπιστικών φυτών παγκοσμίως και έχει εξασφαλίσει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον και την προτίμηση των ανθρώπων τόσο ως φυτό κήπου και γλαστρών, όσο και ως φυτό δρεπτών ανθέων. Είναι γνωστά τουλάχιστο 200 βοτανικά είδη του γένους Rosa και όλα παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τα παραγόμενα άνθη και τη χρησιμοποίησή τους για καλλωπιστικούς θάμνους. Εκτιμάται ότι στην Ελλάδα απαντώνται 25 αυτοφυή είδη τριανταφυλλιάς. Οι καλλιεργούμενες όμως ποικιλίες τριανταφυλλιάς, που είναι αποτέλεσμα επιλογής και υβριδισμού, υπολογίζονται ότι ανέρχονται σε 20.000 περίπου παγκοσμίως. Στη συνέχεια περίγράφονται οι κυριότερες ασθένειες της τριανταφυλλιάς που προκαλούν συχνότερα προβλήματα στις καλλιέργειες και έχουν επίσης μεγάλη γεωγραφική εξάπλωση. Η μελανή ή μαύρη κηλίδωση της τριανταφυλλιάς (αγγλ. black spot, leaf blotch, leaf spot, blotch, rose Actinonema, rose leaf Asteroma, star sooty mold) είναι ευρύτατα διαδεδομένη στην Ευρώπη αλλά και στις περισσότερες χώρες των άλλων ηπείρων. Αναφέρθηκε για πρώτη φορά στη Σουηδία το 1815 και αργότερα (1844) αναφέρθηκε από τη Γαλλία, το Βέλγιο, τη Γερμανία, την Αγγλία και την Ολλανδία. Η ασθένεια είναι ευρύτατα διαδεδομένη στις υπαίθριες καλλιέργειες, είναι συχνά επιδημική και μπορεί να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα.

Τα κυριότερα συμπτώματα της τριανταφυλλιάς μέσω της μελανής κηλίδωσης είναι τ' ακόλουθα:

  • Στο πάνω μέρος του ελάσματος των φύλλων σχηματίζονται χαρακτηριστικές μελανές κηλίδες που έχουν διάμετρο 2 - 12mm.
  • Οι κηλίδες είναι κυκλικές ή ακανόνιστου σχήματος λόγω συνενώσεώς τους με διπλανές κηλίδες και έχουν χαρακτηριστική πτερωτή, ακτινωτή, κροσσωτή περιφέρεια που αποτελείται από αναπτυσσόμενα κάτω από την εφυμενίδα μυκηλιακά νήματα.
  • Οι ιστοί των φύλλων γύρω από τις κηλίδες κιτρινίζουν από τη δράση των μεταβολιτών του παθογόνου (παραγωγή αιθυλενίου) και τελικά προκαλείται γενική χλώρωση και πτώση των φύλλων.
  • Επί της επιφάνειας των κηλίδων εμφανίζονται μικρά μελανά ακέρβουλα, διασκορπισμένα ή κατά συγκεντρικούς κύκλους.
  • Με υγρό καιρό τα κονίδια του παρασίτου εμφανίζονται σαν λευκές, γλοιώδεις μάζες πάνω στα ακέρβουλα.
  • Λίγες μολύνσεις εμφανίζονται και επί των ετήσιων βλαστών με τη μορφή ελαφρά υπερυψωμένων κηλίδων χρώματος ερυθροϊώδους.
  • Κηλίδες μπορεί ακόμη να εμφανισθούν στους μίσχους, στα σέπαλα και τα πέταλα των ανθέων.

Αίτια και συνθήκες αναπτύξεως της μελανής κηλίδωσης:

Ο μύκης Diplocarpon rosae F.A. Wolf (Ascomycota, Dermateaceae, Leotiales), έχει ατελή μορφή Marssonina rosae (Lib.) Died., συν. Αctinonema rosae (Lib.) Fr. Η ατελής μορφή του παράσιτου (ακέρβουλα) σχηματίζεται πάνω στις κηλίδες υπό μορφή μελανών στιγμάτων. Διαχειμάζει ως μυκήλιο και κονίδια στα παλαιά προσβεβλημένα φύλλα, τους μολυσμένους βλαστούς και τους οφθαλμούς. Οι πρωτογενείς μολύνσεις προκαλούνται συνήθως από τα κονίδια. Τα μολύσματα αυτά μεταφέρονται με τα σταγονίδια της βροχής, ιδιαίτερα όταν η βροχή συνοδεύεται από άνεμο, με τα καλλιεργητικά εργαλεία και τα χέρια των εργατών και με τα έντομα. Η είσοδος του παρασίτου γίνεται με απευθείας διάτρηση της εφυμενίδας. Το μυκήλιο αναπτύσσεται μεταξύ της εφυμενίδας και των επιδερμικών κυττάρων και ακολούθως σχηματίζει τις γνωστές κηλίδες. Στη συνέχεια σχηματίζονται οι καρποφορίες του μύκητα (ατελής μορφή, ακέρβουλα) επί των οποίων παράγονται τα κονίδια. Τα ακέρβουλα έχουν διάμετρο που κυμαίνεται από 50 - 400μm και παράγουν δικύταρρα, υαλώδη κονίδια διαστάσεων 15 - 25 x 5 - 7μm. Οι κονιδιοφόροι, που είναι βραχείς και εξέρχονται από ένα λεπτό μαύρο στρώμα, παράγουν επανειλημμένως νέα κονίδια τα οποία πιέζουν και σπάνε την εφυμενίδα και έτσι εμφανίζονται στην επιφάνεια της κηλίδας έτοιμα να διασπαρούν. Με αυτά προκαλούνται οι δευτερογενείς μολύνσεις καθ' όλη την περίοδο μέχρι και του φθινοπώρου. Επί των πεσμένων φύλλων μπορούν να σχηματισθούν τα μικροσκοπικά αποθήκια του παρασίτου (η τέλεια μορφή). Την άνοιξη τα ασκοσπόρια ελευθερούμενα από τα αποθήκια μεταφέρονται με τον άνεμο (είναι ξηροσπόρια) και προκαλούν τις πρώτες μολύνσεις. Πάντως, επισημαίνεται ότι η τέλεια μορφή του παρασίτου σχηματίζεται στη φύση σπανίως και ως εκ τούτου ο ρόλος των ασκοσπορίων στη διασπορά της ασθένειας δεν είναι σημαντικός. Τα αποθήκια έχουν διάμετρο 100 - 250μm και περιέχουν ασκούς διαστάσεων 70 - 80 x 15μm εντός των οποίων σχηματίζονται οκτώ υαλώδη ασκοσπόρια διαστάσεων 20 - 25 x 5 - 6μm. Η αρρώστια ευνοείται σε θερμοκρασίες μεταξύ 15 και 270C και με συνθήκες υψηλής υγρασίας. Τα φύλλα είναι περισσότερο ευπαθή, όταν βρίσκονται στο στάδιο της αναπτύξεως (ηλικίας 6 - 14 ημερών). Για τη βλάστηση των κονιδίων και την πραγματοποίηση των μολύνσεων είναι απαραίτητο οι επιφάνειες των φυτικών ιστών να είναι βρεγμένες τουλάχιστον επί επτά ώρες. Τα συμπτώματα εμφανίζονται μέσα σε 3-16 ημέρες από τη μόλυνση, αναλόγως της θερμοκρασίας και της πυκνότητας του μολύσματος. Σε θερμοκρασίες 22 - 300C τα συμπτώματα εμφανίζονται μέσα σε 3 - 4 ημέρες από τη μόλυνση. Η άριστη θερμοκρασία για την ανάπτυξη της ασθενείας είναι οι 240C.

Τρόποι καταπολέμησης της μελανής κηλίδωσης της τριανταφυλλιάς:

  • Συλλογή και κάψιμο όλων των φύλλων και προσβεβλημένων βλαστών, στο τέλος της εποχής.
  • Λήψη μέτρων για τον περιορισμό της υγρασίας στο περιβάλλον αναπτύξεως των φυτών (αραιή φύτευση, αποφυγή διαβροχής του φυλλώματος κ.ά.).
  • Χειμερινός ψεκασμός με βορδιγάλειο πολτό ή χαλκούχα ή chlorothalonil ή cyproconazole ή triforine.
  • Ψεκασμοί ανά 7 - 10 ημέρες με ένα από τα ακόλουθα μυκητοκτόνα:

azoxystrobin, ferbam, zineb, maneb, mancozeb, captan, phaltan, benomyl, chlorothalonil, cyproconazole, propiconazole, triforine, myclobutanil, flusilazole, polyram, dichlofluanid, dodine. Σε υγρές εποχές οι ψεκασμοί να συνεχίζονται και το φθινόπωρο. Ακόμη (αντί των ανωτέρω) μπορεί να γίνουν επεμβάσεις με θείο (σκόνη ή βρέξιμο) ή με μίγμα θείου και ferbam, οπότε αντιμετωπίζονται επίσης το ωίδιο και η σκωρίαση.[1]


Βιβλιογραφία

  1. Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.





Έλκη στελέχους και σημείων εμβολιασμού

Τα έλκη του στελέχους και των σημείων εμβολιασμού ή έλκος του εμβολιασμού αποτελούν ένα άθροισμα, συνήθως πολύ σοβαρών μυκητολογικών ασθενειών της τριανταφυλλιάς, που εμφανίζονται με παρόμοιες συμπτωματολογικές εκδηλώσεις και οι οποίες οδηγούν στην αποξήρανση κλαδίσκων και στελεχών, στην εξασθένηση των φυτών και στη μείωση της παραγωγής ανθέων. Οι ασθένειες προκαλούνται από διάφορους μύκητες και είναι γνωστές με διάφορα κοινά ονόματα στην αγγλική γλώσσα, όπως: Common stem canker, Brand canker, Brown canker, Cane blight canker, Crown canker, Fungal canker, Graft canker. Είναι πολύ διαδεδομένες στη χώρα μας αλλά και στις περισσότερες περιοχές του κόσμου που καλλιεργούνται τριανταφυλλιές στο ύπαιθρο ή υπό κάλυψη.

Τα κυριότερα συμπτώματα της τριανταφυλλιάς, από τα έλκη στελεχών και σημείων εμβολιασμού είναι τ' ακόλουθα:

  • Το χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ασθένειας είναι η σταδιακή μερική ή καθολική αποξήρανση των κλαδίσκων και στελεχών της τριανταφυλλιάς.
  • Η προσβολή αρχίζει συνήθως από τις τομές που δημιουργούνται κατά το κλάδεμα, ή τη συλλογή των ανθέων και βαθμιαία εξαπλώνεται κατά μήκος των ανθικών στελεχών, των κυρίων κλαδίσκων και τέλος κατά μήκος του στελέχους με αποτέλεσμα να προκαλείται αποξήρανση ολόκληρου του φυτού.
  • Οι προσβολές ακόμη μπορεί να αρχίζουν από τραυματισμούς που δημιουργούνται στην επιφάνεια των βλαστών από διάφορες αιτίες καθώς και στο σημείο του εμβολιασμού.
  • Τα πρώτα συμπτώματα της προσβολής είναι κηλίδες ρόδινες, καστανές μέχρι πορφυρές, οι οποίες μεγαλώνουν εξελισσόμενες σε έλκη με κεντρική περιοχή χρώματος ανοιχτού καστανού και σκούρας περιφέρειας.
  • Στα νεαρά φυτά η είσοδος του παθογόνου πραγματοποιείται από την τομή κλαδέματος του υποκειμένου. Αρχικά προκαλείται ξήρανση του τμήματος του υποκειμένου πάνω από το σημείο εμβολιασμού και στη συνέχεια η προσβολή εξαπλώνεται μονόπλευρα, από την αντίθετη πλευρά του εμβολίου και μόνο όταν φθάσει κάτω από αυτό περιβάλλει το στέλεχος του υποκειμένου με αποτέλεσμα την πλήρη νέκρωση αυτού και του εμβολίου.
  • Οι προσβεβλημένοι βλαστοί αποκτούν βαθύ καστανό χρώμα με σαφές περιθώριο και στην επιφάνειά τους εμφανίζονται πολυάριθμα μικρά, μελανά, ελαφρά υπερυψωμένα στίγματα (πολυστιγμία) που είναι τα πυκνίδια του παθογόνου μύκητα.
  • Τα ασθενή φυτά παρουσιάζουν καχεξία, μαρασμό, ανάσχεση της βλάστησης και φυλλόπτωση, με αποτέλεσμα την εμφάνιση ξηρών και αποφυλλωμένων κλαδίσκων.

Αίτια και Συνθήκες αναπτύξεως από τα έλκη των στελεχών και σημείων εμβολιασμού της τριανταφυλλιάς είναι τ' ακόλουθα: Τα έλκη των στελεχών της τριανταφυλλιάς οφείλονται συνήθως στον ασκομύκητα Kalmusia coniothyrium (Fuckel) Huhndorf, συν. Diapleella coniothyrium (Fuckel) Barr, Leptosphaeria coniothyrium (Fuckel) Sacc., Sphaeria coniothyrium Fuckel, (Loculoascomycetes, Dothideales) του οποίου η ατελής μορφή, που είναι και η παρασιτική φάση του παθογόνου, ονομάζεται Coniothyrium fuckelii Sacc. (Deuteromycotina, Coelomycetes). Το παθογόνο προσβάλλει εκτός από την τριανταφυλλιά, τα κόκκινα σμέουρα (Rubus idaeus, red raspberry, framboise), τα μαύρα σμέουρα (Rubus occidentalis, black raspberry), το loganberry (υβρίδιο σμέουρου και βατόμουρου, Rubus ursinus x Rubus idaeus), τις καλλιεργούμενες ποικιλίες του βατόμουρου (Rubus fruticosus, blackberry). Ακόμη, αναφέρεται ότι προσβάλλει τη μηλιά, την αμπέλοψη (Parthenocissus quinquefolia), τη φράουλα και τη γαρυφαλλιά. Η τέλεια μορφή του μύκητα τα ψευδοθήκια σχηματίζεται σπανίως πάνω στους προσβεβλημένους κλάδους της τριανταφυλλιάς και για τούτο ο ρόλος της στη βιολογία του παθογόνου και την επιδημιολογία της ασθένειας δε φαίνεται να είναι σημαντικός. Επί των προσβεβλημένων μερών της τριανταφυλλιάς σχηματίζονται τα πυκνίδια του μύκητα που ανήκουν στην ατελή μορφή του παθογόνου (Coniothyrium fuckelii), τα οποία και αποτελούν τις σπουδαιότερες πηγές των μολυσμάτων. Οι καρποφορίες της τέλειας μορφής, τα ψευδοθήκια, σχηματίζονται κατά ομάδες, έχουν χρώμα καστανό μέχρι μαύρο, είναι ωοειδή, βυθισμένα στο φλοιό και έχουν διάμετρο 250 - 300μm. Οι ασκοί έχουν σχήμα κυλινδρικό ή ροπαλοειδές, διαστάσεων 60 - 99 x 4 - 7μm και περιέχουν ανά 8 ασκοσπόρια. Τα ασκοσπόρια είναι ελλειψοειδή, χρώματος ανοιχτού ελαιοκαστανού, με τρία εγκάρσια χωρίσματα, έχουν ελαφρά ή όχι στένωση στο κεντρικό χώρισμα και είναι διαστάσεων 12 - 15 x 3,5 - 4,5μm. Στα προσβεβλημένα όργανα της τριανταφυλλιάς σχηματίζονται κυρίως οι καρποφορίες της ατελούς μορφής, τα πυκνίδια. Τα πυκνίδια εμφανίζονται άφθονα, σκορπισμένα ή σε ομάδες, βυθισμένα στο φλοιό και είναι ωοειδή, χρώματος σκούρου καστανού μέχρι μαύρου και διαστάσεων 180 - 260 μm. Τα πυκνιδιοσπόρια είναι μονοκύτταρα, σφαιρικά ή ελαφρώς ελλειψοειδή, χρώματος ελαιώδους και διαστάσεων 2,0 - 5,0 x 1,2 - 3,5 μm. Οι νέες μολύνσεις πραγματοποιούνται από τα πυκνιδιοσπόρια τα οποία ελευθερώνονται μαζικά από τα πυκνίδια με το νερό (βροχή, πότισμα, πολύ υψηλή σχετική υγρασία αέρος). Η διασπορά των μολυσμάτων σε μικρές αποστάσεις γίνεται με το νερό της βροχής, το πότισμα, με τα εργαλεία κλαδέματος, τους χειρισμούς των εργαζομένων και με τα ρούχα και τα παπούτσια τους, ιδίως όταν τα φυτά είναι υγρά. Η μετάδοση του παθογόνου σε μεγάλες αποστάσεις γίνεται με το φυτικό πολλαπλασιαστικό υλικό. Η είσοδος του παθογόνου στους φυτικούς ιστούς πραγματοποιείται από τις πληγές στα στελέχη και τους βλαστούς της τριανταφυλλιάς που δημιουργούνται από τις τομές του κλαδέματος, την κοπή των ανθέων, από τα αγκάθια των βλαστών, τα έντομα, τα δεσίματα, τις ουλές πτώσεως φύλλων ή αγκαθιών, τη χαλαζόπτωση κ.α. Η θερμοκρασία αναπτύξεως του παθογόνου κυμαίνεται από 1 - 350C, ενώ η άριστη θερμοκρασία κυμαίνεται μεταξύ 25 και 260C. Έλκη στελεχών στην τριανταφυλλιά με παρόμοια με τα περιγραφέντα συμπτώματα προκαλούνται και από τους παρακάτω μύκητες: α) Τον Coniothyrium wernsdorffiae Laubert που προκαλεί το έλκος με τη μορφή στιγμάτων (αγγλ. brand canker). Δεν είναι γνωστή η τέλεια μορφή του μύκητα. β) Τον Coniothyrium rosarum Cooke & Harkn., που προκαλεί τη γνωστή ως το έλκος του εμβολίου (αγγλ. graft canker) ασθένεια. Δεν είναι γνωστή η τέλεια μορφή του μύκητα. γ) Τον ασκομύκητα Cryptosporella umbrina (Jenkins) Jenk. & Wehmeyer, συν. Diaporthe umbrina Jenkins, (Diaporthales, Valsaceae) α. μ., Phomopsis umbrina που προκαλεί τη γνωστή ως καστανό έλκος (αγγλ. brown canker)ασθένεια. Η προσβολή εκδηλώνεται με το σχηματισμό ελκών στους βλαστούς που έχουν ανοικτό καστανό χρώμα στην κεντρική περιοχή και σκούρα ερυθροκύανη περιφέρεια. Στην επιφάνεια των ελκών εμφανίζονται μικρά μαύρα στίγματα που είναι οι καρποφορίες της ατελούς μορφής του παθογόνου (πυκνίδια του γένους Phomopsis). Η ασθένεια διαπιστώθηκε για πρώτη φορά στη χώρα μας πρόσφατα, στην περιοχή Γιαννιτσών.

Τρόποι καταπολέμησης των έλκων στελέχους και σημείων εμβολιασμού της τριανταφυλλιάς είναι οι ακόλουθοι: Τα μέτρα αντιμετωπίσεως της ασθένειας αποβλέπουν στην καταστροφή ή μείωση των μολυσμάτων, ιδίως στα θερμοκήπια τριανταφυλλιάς, στη μείωση της ευαισθησίας των φυτών με τη λήψη κατάλληλων μέτρων και στην παρεμπόδιση των μολύνσεων τις κρίσιμες περιόδους με την εφαρμογή μυκητοκτόνων. Ειδικότερα, συνιστώνται τα ακόλουθα μέτρα:

  • Το κλάδεμα των φυτών να γίνεται νωρίς την άνοιξη που αρχίζει ή έκπτυξη της νέας βλαστήσεως και που οι τομές του κλαδέματος επουλώνονται σύντομα με το σχηματισμό καμβίου. Οι τομές πρέπει να γίνονται αμέσως πάνω από τον κόμβο του κλαδίσκου, ώστε να σχηματίζεται σύντομα κάλος που παρεμποδίζει τη μόλυνση. Τα εργαλεία κλαδέματος πρέπει να είναι κοφτερά, ώστε οι τομές να είναι λείες. Επίσης, τα εργαλεία κλαδέματος πρέπει να απολυμαίνονται συνεχώς κατά τη διάρκεια της εργασίας με εμβάπτιση σε διάλυμα φορμόλης ή υποχλωριώδους νατρίου ή οινοπνεύματος.
  • Κλάδεμα και κάψιμο των προσβεβλημένων βλαστών και στελεχών. Να γίνονται συχνές επιθεωρήσεις της καλλιέργειας και να αφαιρούνται επιμελώς όλοι οι προσβεβλημένοι κλαδίσκοι μαζί με υγιές τμήμα μήκους 10 - 15cm, αμέσως μόλις επισημανθούν, να συγκεντρώνονται μακριά από τις φυτείες και να καίγονται. Η εργασία αυτή να γίνεται ιδιαίτερα την άνοιξη με την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων και αργά το Φθινόπωρο (Νοέμβριο - Δεκέμβριο).
  • Εφαρμογή προληπτικών ψεκασμών, κάθε 8 - 10 ημέρες, με ένα από τα μυκητοκτόνα folpet, phaltan, ferbam, daconil, benomyl, thiram, dichlofluanid, captan, mancozeb, από το φθινόπωρο μέχρι την άνοιξη με ιδιαίτερη μέριμνα κατά τις περιόδους που παρατηρείται υψηλή υγρασία. Ψεκασμός επίσης συνιστάται αμέσως μετά τα κλαδέματα. Σημειώνεται ότι δεν επιτρέπεται η χρήση του captan σε καλλιέργειες θερμοκηπίου.
  • Χρησιμοποίηση υγιούς φυτικού υλικού για την εγκατάσταση νέων φυτειών. Επιβάλλεται τα μοσχεύματα και τα εμβόλια να λαμβάνονται από μητρικές φυτείες που είναι απαλλαγμένες από την ασθένεια.
  • Καλλιέργεια ανθεκτικών ποικιλιών και υποκειμένων.[1]


Βιβλιογραφία

  1. Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.





Σκωρίαση

Η σκωρίαση της τριανταφυλλιάς (αγγλ. rose rust) είναι ευρύτατα διαδεδομένη σε όλες τις χώρες του κόσμου και είναι γνωστή από το 1790. Τα φύλλα είναι τα όργανα που προσβάλλονται συχνότερα, αλλά το παθογόνο προσβάλλει επίσης τα στελέχη και τα άνθη. Οι ζημιές από τη σκωρίαση οφείλονται κυρίως στην αποφύλλωση, η οποία μπορεί να προκαλέσει σοβαρή εξασθένηση των φυτών. Τα συπτώματα της ασθένειας της σκωρίασης στην τριανταφυλλιά είναι τ' ακόλουθα:

  • Τα συμπτώματα της ασθένειας εμφανίζονται νωρίς την άνοιξη αρχικά στη κάτω επιφάνεια των φύλλων και στα άλλα πράσινα μέρη του φυτού υπό μορφή πορτοκαλί φλυκταινών διαμέτρου μέχρι 5mm που περιέχουν τα αικιδιοσπόρια του μύκητα.
  • Καθώς οι φλύκταινες μεγαλώνουν, στο πάνω μέρος του ελάσματος των φύλλων, εμφανίζονται κηλίδες χρώματος πορτοκαλί ή καστανού. Παρόμοιες, αλλά μεγαλύτερες, φλύκταινες μπορεί να σχηματισθούν στα στελέχη και να προκαλέσουν παραμορφώσεις και μερικές φορές νέκρωση βλαστών. Αυτό είναι το αικιδιακό στάδιο του παθογόνου.
  • Κατά την ίδια περίοδο, συχνά λίγο νωρίτερα, εμφανίζονται στην πάνω επιφάνεια των φύλλων μικρές πορτοκαλιές ή πορτοκαλέρυθρες κηλίδες στις οποίες εμφανίζονται τα σπερμογόνια ή πύκνια του παθογόνου τα οποία σχηματίζονται μετά τη μόλυνση των φυτών με τα βασιδιοσπόρια.
  • Τα σπερμογόνια σχηματίζονται πρώτα και μετά ακολουθούν τα αικίδια, αλλά συχνά τα σπερμογόνια δεν διακρίνονται εύκολα είτε διότι καλύπτονται από τα μεγαλύτερα αικίδια είτε διότι είναι ολιγάριθμα. Επίσης το παθογόνο αναλόγως και των συνθηκών και της ποικιλίας της τριανταφυλλιάς σχηματίζει αικίδια από το διαχειμάζον μυκήλιο και έτσι το στάδιο 0 (σπερμογόνια) απουσιάζει.
  • Οι μολύνσεις με τα αικιδιοσπόρια ή με ουρεδοσπόρια προκαλούν το σχηματισμό των ουρεδοσωρών. Οι ουρεδοσωροί σχηματίζονται σε μεγάλο αριθμό κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και είναι μικροί, διαμέτρου 0,3 - 0,6mm, χρώματος ερυθροπορτοκαλί και μπορεί να επαναλαμβάνονται κάθε 10 - 14 ημέρες κάτω από ευνοϊκές περιβαλλοντικές συνθήκες. Τα πορτοκαλιά ουρεδοσπόρια συνεχίζουν να προκαλούν νέες μολύνσεις καθ' όλη την θερινή περίοδο.
  • Αργά το καλοκαίρι και το φθινόπωρο στα προσβεβλημένα όργανα του φυτού εμφανίζονται μαύρες φλύκταινες που περιέχουν τα τελειοσπόρια του παρασίτου. Τα τελειοσπόρια είναι όργανα διαχειμάσεως του παθογόνου, αντέχουν στις δυσμενείς για το μύκητα συνθήκες περιβάλλοντος και βλαστάνοντα την άνοιξη παράγουν βασίδια και βασιδιοσπόρια. Τα βασιδιοσπόρια είναι ξηροσπόρια που μεταφέρονται με τον αέρα και όταν βρεθούν σε ευπαθείς επιφάνειες ιστών τριανταφυλλιάς (συνήθως μολύνουν τα αναπτυσσόμενα φύλλα την άνοιξη) βλαστάνουν και μολύνουν το φυτό και έτσι αρχίζει ένας νέος κύκλος της ασθένειας.

Αίτια και συνθήκες αναπτύξεως της ασθένειας της σκωρίασης στην τριανταφυλλιά: Η ασθένεια οφείλεται σε διάφορα είδη του γένους Phragmidium με σπουδαιότερο το είδος Phragmidium mucronatum. Στην Ευρώπη η τριανταφυλλιά προσβάλλεται ακόμη (σπανιότερα) και από τα είδη Phragmidium tuberculatum Mull., P. rosae-pimpinellifoliae (Rabh.) Dietel και P. fusiforme Schort. Οι μύκητες είναι αυτόοικοι και μακροκυκλικοί. Το παθογόνο διαχειμάζει στα ασθενή φύλλα (υπό μορφή τελειοσπορίων) και στα μολυσμένα στελέχη (υπό μορφή μυκηλίου) καθώς και ως ουρεδοσπόρια σε περιοχές με ήπιο χειμώνα. Ευνοϊκές συνθήκες για τις μολύνσεις και την ανάπτυξη της ασθένειας είναι θερμοκρασίες κυμαινόμενες μεταξύ 18 - 210C και συνεχής διαβροχή της επιφάνειας των ιστών επί τουλάχιστον 2 - 4 ώρες. Οι υψηλές θερμοκρασίες του θέρους παρεμποδίζουν τις μολύνσεις. Τα ουρεδοσπόρια διατηρούν τη βιωσιμότητα τους μόνο για μια εβδομάδα σε θερμοκρασία 270C.

Τρόποι καταπολέμησης της ασθένειας σκωρίασης στην τριανταφυλλιά είναι οι ακόλουθοι:

  • Αφαίρεση και καταστροφή των προσβεβλημένων βλαστών και φύλλων.
  • Στις θερμοκηπιακές καλλιέργειες να λαμβάνονται μέτρα περιορισμού της υγρασίας στο περιβάλλον αναπτύξεως των φυτών, ώστε να μη διατηρούνται οι φυλλικές επιφάνειες υγρές επί πολλές ώρες.
  • Επεμβάσεις με ένα από τα ακόλουθα μυκητοκτόνα: oxycarboxin, triforine, propiconazole, benodanil, mancozeb.

[1]


Βιβλιογραφία

  1. Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.





Βοτρύτης

Πολύ συνηθισμένη και ευρέως εξαπλωμένη αρρώστια σ' όλο τον κόσμο όπου καλλιεργείται η τριανταφυλλιά στο θερμοκήπιο ή στο ύπαιθρο. Το παθογόνο έχει ευρύτατο κύκλο ξενιστών και προσβάλλει τα πλείστα από τα καλλιεργούμενα φυτά, περιλαμβανόμενων των καλλωπιστικών. Ως ασθένεια της τριανταφυλλιάς περιγράφηκε για πρώτη φορά στο Maryland των ΗΠΑ το 1909 και αργότερα αναφέρθηκε στη Γαλλία (1926) και τη Γερμανία (1933). Ψυχρές και υγρές συνθήκες ευνοούν την ασθένεια. Τέτοιες συνθήκες δημιουργούνται συχνά σε μη θερμαινόμενα θερμοκήπια.

Συμπτώματα της ασθένειας του βοτρύτη στην τριανταφύλλιά είναι τ' ακόλουθα:

  • Το παθογόνο προσβάλλει όλα τα υπέργεια μέρη του φυτού, συχνότερα τα άνθη και τους ανθοφόρους βλαστούς, επίσης προσβάλλει τα στελέχη και τους κλαδίσκους των φυτών. Η ασθένεια προκαλεί ακόμη μετασυλλεκτικές σήψεις στα κομμένα άνθη κατά τις μεταφορές και τη διατήρησή τους. Είναι γνωστή με διάφορα κοινά ονόματα στην αγγλική γλώσσα που συχνά χαρακτηρίζουν το είδος των προκαλούμενων συμπτωμάτων, όπως: Botrytis blight, grey mould, bud and flower blight, twig blight, flower spot, "ghost spot", blossom blight, cane canker.
  • Οι προσβολές εκδηλώνονται με την εμφάνιση καστανών κηλίδων ή καστανών περιοχών που αργότερα εξελίσσονται σε νεκρωτικές περιοχές, σήψεις ή έλκη στους κλαδίσκους και τα στελέχη. Τα άνθη που προσβάλλονται, ενώ είναι κλειστά, δεν ανοίγουν, οι τρυφεροί ανθοφόροι βλαστοί κάμπτονται και ξηραίνονται. Ακόμη, παρατηρείται ξήρανση κλαδίσκων και εξασθένιση και ξήρανση κλάδων. Είναι χαρακτηριστικό της ασθενείας τα προσβεβλημένα μέρη του φυτού να καλύπτονται με την πυκνή τεφρή (γκριζοκαστανή) εξάνθηση του παρασίτου, ιδιαιτέρως με συνθήκες υψηλής υγρασίας. Μερικές φορές η προσβολή εκδηλώνεται στα πέταλα των ανθέων με τη μορφή μικρών στιγμάτων διαμέτρου μέχρι 5-6mm που θυμίζουν νύγμα εντόμου και είναι γνωστές ως κηλίδες "φάντασμα" αγγλ. (ghost spot). Οι κηλίδες αυτές δεν καλύπτονται με την εξάνθηση του παθογόνου.

Αίτια και συνθήκες αναπτύξεως του βοτρύτη στην τριανταφυλλιά είναι οι ακόλουθοι:

Ο μύκης Botrytis cinerea Pers.:Fr. (Deuteromycotina, Ηyphomycetes) σχηματίζει κονιδιοφόρους (μήκους >- 2mm και πάχους 16 - 30 μm) που αποτελούνται από έναν ποδίσκο καστανού χρώματος, ο οποίος φέρει στην κορυφή του επί μικρών διακλαδώσεων τα υαλώδη μονοκύτταρα κονίδια κατά κεφαλές σε μορφή βότρυος. Τα κονίδια του μύκητα είναι υαλώδη, μονοκύτταρα, ωοειδή και έχουν διαστάσεις 9,7 - 11,1 μm x 7,3 - 8,0μm. Η τέλεια μορφή του παράσιτου ανήκει στους Ασκομύκητες και ονομάζεται Botryotinia fuckeliana(de Bary) Whetzel, συν. Sclerotinia fuckeliana (de Bary) Fuckel (Ascomycota, Leotiales, Sclerotiniaceae) και σχηματίζεται από τα σκληρώτια του μύκητα τα οποία, βλαστάνοντα, υπό ειδικές συνθήκες, παράγουν αποθήκια. Η τέλεια μορφή του παθογόνου πολύ σπανίως εμφανίζεται στη φύση. Τα σκληρώτια του παρασίτου, όταν βλαστάνουν δίνουν συνήθως μυκήλιο ή κονιδιοφόρους. Ο Botrytis cinerea επιβιώνει επί νεκρών φυτικών ιστών σαπροφυτικά, επί προσβεβλημένων καλλιεργούμενων και αυτοφυών φυτών καθώς επίσης με τα σκληρώτιά του. Απαραίτητες συνθήκες για την ανάπτυξη της ασθένειας είναι η υψηλή σχετική υγρασία του περιβάλλοντος (συχνές βροχοπτώσεις, ομίχλες, υψηλή ατμοσφαιρική υγρασία λόγω ελλείψεως αερισμού κ.τ.λ.) και ο σχετικά ψυχρός καιρός. Το περιβάλλον υψηλής σχετικής υγρασίας που επικρατεί μέσα στο φύλλωμα των φυτών κατά τη διάρκεια της νύκτας είναι συνήθως επαρκές για την ανάπτυξη της ασθένειας. Με τέτοιες συνθήκες αναπτύσσεται πολύ γρήγορα το μυκήλιο του παρασίτου και σχηματίζονται άφθονες καρποφορίες με τεράστιο αριθμό κονιδίων. Τα κονίδια βλαστάνουν ταχύτατα στις σταγόνες του νερού και προκαλούν με απευθείας διάτρηση της εφυμενίδας νέες μολύνσεις. Οι μολύνσεις όμως γίνονται συνηθέστερα με σαπροφυτικό μυκήλιο, το οποίο, αναπτυσσόμενο επί νεκρών ή εξασθενημένων φυτικών ιστών, εξαπλώνεται εύκολα στους συνεχόμενους ή εφαπτόμενους υγιείς φυτικούς ιστούς. Έτσι, στην περίπτωση της τριανταφυλλιάς ο μύκητας εισέρχεται συνήθως δια των νεκρών ή γηρασμένων υπολειμμάτων του άνθους. Η παρουσία πληγών διευκολύνει ιδιαιτέρως την είσοδο του παρασίτου. Επίσης, έχει διαπιστωθεί ότι η παραγωγή αιθυλενίου από τα άνθη, τα πέταλα και τα φύλλα της τριανταφυλλιάς συσχετίζεται με τη σοβαρότητα της ασθένειας. Συχνά η μόλυνση των πετάλων δεν εκδηλώνεται αμέσως με συμπτώματα, αλλά είναι λανθάνουσα και εκδηλώνεται αργότερα με την επικράτηση συνθηκών υψηλής υγρασίας ή με την ωρίμανση των ανθέων τα οποία γίνονται ευπαθέστερα λόγω της παραγωγής αιθυλενίου. Η ελευθέρωση και διασπορά των κονιδίων γίνεται κυρίως με τον άνεμο (ξηροσπόρια) και σε μικρότερη κλίμακα με τις ψεκάδες του νερού. Διασπορά των μολυσμάτων (κονιδίων) και μεταφορά τους στα υγιή φυτά γίνεται επίσης με τα χέρια, τα ρούχα και τα εργαλεία των εργατών κατά την εκτέλεση των καλλιεργητικών φροντίδων ιδιαίτερα μέσα στα θερμοκήπια. Ο μύκητας δεν είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος στις διακυμάνσεις της θερμοκρασίας, γιατί μπορεί ν' αναπτυχθεί σε θερμοκρασίες που κυμαίνονται μεταξύ 1 και 300C. Εντούτοις η άριστη θερμοκρασία για την ανάπτυξη του μύκητα και της ασθένειας είναι οι 150C. Σε θερμοκρασίες 320C και άνω η ανάπτυξη του παθογόνου παρεμποδίζεται. Η ασθένεια είναι σοβαρότερη στα ανεπτυγμένα φυτά που έχουν πυκνό φύλλωμα. Τα τελευταία χρόνια διεξάγεται εντατική έρευνα για την ανάπτυξη μεθόδων βιολογικής, μη χημικής αλλά και συνδυασμένης, καταπολεμήσεως της ασθενείας. Πολύ ενθαρρυντικά αποτελέσματα εναντίον των μετασυλλεκτικών σήψεων από βοτρύτη σε κομμένα τριαντάφυλλα έδωσε η εμβάπτιση των ανθέων σε νερό θερμοκρασίας 500C επί 20 - 40 δευτερόλεπτα καθώς και η εμβάπτιση σε διάλυμα του αντιβιοτικού pyrrolnitrin (το οποίο έχει απομονωθεί από το βακτήριο Pseudomonas cepacia). Πρόσφατα κυκλοφόρησε ένα νέο φάρμακο που είναι μίγμα των βοτρυδιοκτόνων fludioxonil και cyprodinil το οποίο θεωρείται πολύ αποτελεσματικό εναντίον του παθογόνου. Επισημαίνεται ότι το fludioxonil ανήκει στην ομάδα των phenylpyrroles η οποία έχει χημική ομοιότητα με το pyrrolnitrin. Προ ολίγων ετών (1993) πήρε έγκριση στη χώρα μας το πρώτο βιολογικό μυκητοκτόνο που συνιστάται για τη βιολογική καταπολέμηση του Botrytis cinerea. Είναι το Τrichodex 20 wp που περιέχει το μύκητα Trichoderma harzianum (φυλή no. 39) ο οποίος φαίνεται ότι δρα ως τροφικός ανταγωνιστής εναντίον του παθογόνου. Ακόμη, σε άλλα πειράματα διαπιστώθηκε ικανοποιητική καταπολέμηση της ασθένειας με τη χρησιμοποίηση ειδικής κατηγορίας πλαστικού που απορροφά μέρος της ευνοϊκής για το μύκητα υπεριώδους ακτινοβολίας (μήκους κύματος 355nm) και έχει ως αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση της παραγωγής σπορίων από το παθογόνο.

Τρόποι καταπολέμησης του βοτρύτη στην τριανταφυλλιά είναι οι ακόλουθοι: Η αντιμετώπιση της ασθένειας γίνεται με την εφαρμογή των παρακάτω μέτρων:

  • Μείωση της υγρασίας. Στις υπαίθριες καλλιέργειες αυτό επιτυγχάνεται με αραιή φύτευση. Στις υπό κάλυψη καλλιέργειες να αποφεύγονται οι μεγάλες διακυμάνσεις της θερμοκρασίας, οι οποίες συντελούν στη συμπύκνωση των υδρατμών και επικάθιση σταγονιδίων νερού στα φυτά. Οι χώροι αυτοί να αερίζονται καλά, τα φυτά να είναι κατά το δυνατό αραιοφυτευμένα, οι αρδεύσεις να γίνονται τις πρωινές ώρες, ώστε να γίνεται γρήγορη εξάτμιση του νερού από την επιφάνεια των φυτών.
  • Τήρηση καλής υγιεινής στις φυτείες. Αφαίρεση και καταστροφή των προσβεβλημένων φυτικών οργάνων αμέσως μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων. Οι καλλιέργειες πρέπει να είναι απαλλαγμένες κατά το δυνατό από νεκρούς φυτικούς ιστούς και υπολείμματα φυτών, διότι αυτά αποτελούν εστίες μολύνσεως αλλά και πύλες εισόδου του παθογόνου στα φυτά.
  • Χημικά μέτρα. Για την προστασία των εναέριων φυτικών μερών των φυτών συνιστώνται προληπτικοί ψεκασμοί, ανά 7 ημέρες, με ένα προστατευτικό οργανικό μυκητοκτόνο, όπως captan, thiram, difolatan, dichlofluanid, chlorothalonil, dicloran και σύμφωνα με τις οδηγίες του Παρασκευαστού Οίκου. Εκτός από τα παραπάνω φάρμακα μπορεί να χρησιμοποιηθούν βενζιμιδαζολικά διασυστηματικά μυκητοκτόνα (benomyl ή thiophanate methyl ή carbendazim). Τα φάρμακα αυτά να μη χρησιμοποιούνται κατ' αποκλειστικότητα, αλλά να εναλλάσσονται με ένα από τα παραπάνω και μόνο εφόσον εμφανίζονται ως αποτελεσματικά (σε πολλές περιοχές έχει εμφανισθεί ανθεκτικότητα του παρασίτου στα φάρμακα αυτά). Πολύ αποτελεσματικά εναντίον του μύκητα θεωρούνται επίσης και τα μυκητοκτόνα της ομάδας των δικαρβοξιμιδικών (vinclozolin, procymidone, iprodione) Όμως, περιπτώσεις ανάπτυξης ανθεκτικότητας έχουν αναφερθεί και στα δικαρβοξιμιδικά μυκητοκτόνα. Επίσης, χρησιμοποιούνται και τα iminoctadine triacetate (Befran) και μίγμα diethofencarb+carbendazim (Sumico).

Τρία νέα βοτρυδιοκτόνα τα οποία πήραν πρόσφατα έγκριση (για τις καλλιέργειες τομάτας, μελιτζάνας, φράουλας και αμπέλου) στη χώρα μας και ανήκουν στις ομάδες των phenylpyrroles, anilinopyrimidines και hydroxyanilide, είναι τα ακόλουθα:

  • Το μίγμα των μυκητοκτόνων fludioxonil και cyprodinil, με εμπορικό όνομα Switch,
  • Το pyrimethanil, με εμπορικό όνομα Scala
  • Το fenhexamid (με εμπορικό όνομα Teldor).

Τα τρία αυτά φυτοπροστατευτικά θεωρούνται ως πολύ αποτελεσματικά εναντίον του παθογόνου ακόμη και όταν έχει αναπτύξει ανθεκτικότητα σε άλλα φάρμακα. Πάντως για την αποφυγή αναπτύξεως ανθεκτικότητας, στο βοτρύτη και στα φάρμακα αυτά συνιστάται η όσο το δυνατό περιορισμένη εφαρμογή τους σε μια καλλιέργεια (2 - 3 φορές σε διαστήματα 10 - 14 ημέρες). Για την αντιμετώπιση της ασθένειας μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί το fluazinam της κατηγορίας των phenylpyridinamines. Το fluazinam όπως διαπιστώθηκε τελευταίως, είναι αποτελεσματικό και κατά των πληθυσμών του παθογόνου που είναι ανθεκτικοί στα benzimidazoles και dicarboximides καθώς και το μίγμα benzimidazoles (carbendazim) + phenylcarbamates (diethofencarb). Επισημαίνεται ότι ορισμένα μυκητοκτόνα (π.χ. procymidone, vinclozolin) μπορεί να προκαλέσουν φυτοτοξικότητα σε μερικές ποικιλίες τριανταφυλλιάς. [1]


Βιβλιογραφία

  1. Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.





Περονόσπορος

Ο Περονόσπορος (downy mildew) της τριανταφυλλιάς διαπιστώθηκε για πρώτη φορά το 1862 στην Αγγλία και από εκεί, στις αρχές του 1900, διαπιστώθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη, από τη Γαλλία και Σκανδιναβία μέχρι την τέως Σοβιετική Ένωση. Στις ΗΠΑ διαπιστώθηκε αρχικά στις μεσοδυτικές πολιτείες το 1880 και αργότερα σε όλες τις περιοχές των ΗΠΑ και τον Καναδά. Σήμερα η ασθένεια είναι γνωστή στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Όλες οι ποικιλίες της τριανταφυλλιάς είναι ευπαθείς στην ασθένεια, αλλά διαφέρει ο βαθμός ευαισθησίας μεταξύ των διαφόρων ποικιλιών. Τα διάφορα είδη άγριας τριανταφυλλιάς (όπως Rosa californica, R. centifolia, R. canina, R. rubiginosa και R. indica) είναι επίσης ευαίσθητα στο μύκητα.

Συμπτώματα της ασθένειας του περονόσπορου στην τριανταφυλλιά είναι τ' ακόλουθα: Τα συμπτώματα της ασθένειας εμφανίζονται στα φύλλα, τους βλαστούς, τους ποδίσκους, τους κάλυκες και τα πέταλα των ανθέων. Προσβάλλονται κυρίως τα τρυφερά όργανα του φυτού. Στα φύλλα εμφανίζονται ακανόνιστες κιτρινο-πράσινες κηλίδες που συχνά αποκτούν χρώμα ιώδες μέχρι σκούρο καστανό. Η ασθένεια είναι γνωστή και ως "μαύρος περονόσπορος" (black mildew). Τα ελάσματα των φύλλων κιτρινίζουν, ενώ διατηρούνται περιοχές διαμέτρου μέχρι 1 cm πράσινες. Τα προσβεβλημένα φύλλα πέφτουν με ελαφρό τίναγμα του φυτού. Με υψηλή σχετική υγρασία στις προσβεβλημένες περιοχές και στην κάτω επιφάνεια του ελάσματος των φύλλων εμφανίζονται οι λευκο-γκρίζες εξανθήσεις του μύκητα. Τα συμπτώματα στα φύλλα μοιάζουν με εγκαύματα από φυτοφάρμακα. Στους βλαστούς, τους ποδίσκους, τους κάλυκες και σπανιότερα στα πέταλα εμφανίζονται μικρές κηλίδες ή περιοχές μήκους >- 2cm και χρώματος ιώδους μέχρι μελανού.

Αίτια και Συνθήκες αναπτύξεως του περονόσπορου στην τριανταφυλλιά: Οφείλεται στον μύκητα Peronospora sparsa Berk. Σχηματίζει κονιδιοφόρους που εξέρχονται από τα στόματα της κάτω επιφάνειας των φύλλων και είναι διαστάσεων 490 - 600 x 4 - 6μm με διχοτομική διακλάδωση, στο οξύ άκρο των οποίων παράγονται τα ελλειψοειδή μέχρι σφαιρικά, σποράγγεια (κονίδια) του μύκητα διαστάσεων 18 - 24 x 16 - 20μm. Τα ωοσπόρια έχουν διάμετρο 22 - 30μm. Το παθογόνο διαχειμάζει με τα ωοσπόρια τα οποία σχηματίζονται στα προσβεβλημένα φύλλα, τα σέπαλα, τους ανθοφόρους οφθαλμούς και τους βλαστούς. Ακόμη ο μύκητας μπορεί να διαχειμάσει με μυκήλιο που διατηρείται στα προσβεβλημένα όργανα του φυτού. Τα κονίδια επιβιώνουν επί των ξηρών πεσμένων φύλλων επί ένα μήνα. Η ασθένεια ευνοείται από τον υγρό καιρό (σχετική υγρασία 90 - 100% και πάντως με σχετική υγρασία μεγαλύτερη από 85%) και με άριστη θερμοκρασία 180C. Η βλάστηση των κονιδίων πραγματοποιείται σε θερμοκρασίες που κυμαίνονται μεταξύ 5 - 270C. Σύμφωνα με πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα η ασθένεια μεταδίδεται και με το πολλαπλασιαστικό υλικό που προέρχεται από προσβεβλημένες μητρικές φυτείες. Η χρησιμοποίηση μοσχευμάτων που έχουν λανθάνουσα μόλυνση μπορεί να προκαλέσει σοβαρές ζημιές στα φυτώρια τριανταφυλλιάς λόγω αποτυχίας της ριζοβολίας. Η ανίχνευση του παθογόνου στις μητρικές φυτείες με PCR και η εμβάπτιση, επί 10 λεπτά, των υπόπτων μοσχευμάτων, προ της φυτεύσεως , σε διάλυμα metalaxyl ή mefenoxam φαίνεται ότι αντιμετωπίζουν το πρόβλημα.

Τρόποι καταπολέμησης της ασθένειας του περονόσπορου στην τριανταφυλλιά είναι οι ακόλουθοι:

  • Αφαίρεση και καταστροφή των προσβεβλημένων φυτικών οργάνων.
  • Στις θερμοκηπιακές καλλιέργειες συνιστάται η λήψη μέτρων μειώσεως της υγρασίας του περιβάλλοντος με καλό αερισμό ή και με αύξηση της θερμοκρασίας στους 270C.
  • Συνιστώνται ψεκασμοί με azoxystrobin, zineb, febram, maneb, mancozeb, daconil, metalaxyl ή fosetyl. [1]


Βιβλιογραφία

  1. Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.





Ωίδιο

Το Ωίδιο (αγγλ. Powdery mildew) είναι μια ασθένεια της τριανταφυλλιάς που είναι γνωστή από την αρχαιότητα και αναφέρθηκε για πρώτη φορά από το Θεόφραστο γύρω στα 300 π.χ. Εν τούτοις η πρώτη περιγραφή του παθογόνου μύκητα ως αιτίου της ασθενείας έγινε από τον Wallroth το 1819. Η ασθένεια σήμερα είναι διαδεδομένη σε όλα τα μέρη του κόσμου και είναι η σοβαρότερη πάθηση της τριανταφυλλιάς τόσο στις υπό κάλυψη, όσο και στις υπαίθριες καλλιέργειες. Οι προσβολές από το ωίδιο εκτός από την εξασθένιση των φυτών υποβαθμίζουν σοβαρά την ποιότητα των κομμένων ανθέων και βλάπτουν επίσης σοβαρά την αισθητική των καλλωπιστικών κήπων τριανταφυλλιάς. Η ασθένεια σπανίως προκαλεί το θάνατο των φυτών.

Συμπτώματα της ασθένειας του ωιδίου στην τριανταφυλλιά είναι τ' ακόλουθα:

  • Προσβάλλονται τα φύλλα, οι βλαστοί, οι οφθαλμοί και τα άνθη.
  • Προκαλεί παραμόρφωση των οργάνων και καχεξία του φυλλώματος.
  • Δεν ανοίγουν τα τριαντάφυλλα.
  • Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται στο έλασμα των τρυφερών φύλλων υπό μορφή ελαφρά υπερυψωμένων περιοχών, με χρώμα συχνά ανοικτό ερυθρό στο πάνω μέρος της φυλλικής επιφάνειας. Η χαρακτηριστική αλευρώδης εξάνθηση του παθογόνου, που αποτελείται από μυκήλιο, κονιδιοφόρους και κονίδια, εμφανίζεται ως λευκές περιοχές στις επιφάνειες των νεαρών φύλλων τα οποία συστρέφονται, κατσαρώνουν και παραμορφώνονται, τελικά δε καλύπτονται πλήρως από τη λευκή εξάνθηση. Παρατηρείται πρόωρη φυλλόπτωση.
  • Τα μεγαλύτερης ηλικίας φύλλα συνήθως δεν παραμορφώνονται, αλλά εμφανίζουν κυκλικές ή ακανόνιστες περιοχές που καλύπτονται από τη λευκή εξάνθηση του παθογόνου. Τα ώριμα φύλλα δεν προσβάλλονται συνήθως από το παθογόνο.
  • Την άνοιξη με την έκπτυξη των οφθαλμών οι νεαροί βλαστοί μολύνονται από το παθογόνο, που διαχειμάζει στα λέπια των οφθαλμών και καλύπτονται από την αλευρώδη εξάνθηση του μύκητα.
  • Ο μύκητας προσβάλλει επίσης τα άνθη, ιδιαίτερα όταν τα άνθη είναι ακόμη κλειστά, και αναπτύσσεται πάνω στους ποδίσκους, τα σέπαλα και τον κάλυκα. Τα πέταλα των ανοικτών ανθέων προσβάλλονται σπανιότερα.

Αίτια και Συνθήκες αναπτύξεως της ασθένειας του ωίδιου στην τριανταφυλλιά:

  • Οφείλεται στο μύκητα Sphaerotheca pannosa (Wallr.:Fr.) Lev. var. rosae Woronichin, συν. Sphaerotheca pannosa (Wallr.:Fr.) Lev. var. pannosa (Ascomycota, Erysiphales, Erysiphaceae.
  • Ο μύκητας είναι υποχρεωτικό παράσιτο, ετερόθαλλος και προσβάλλει μόνο φυτά του γένους Rosa. Η αγενής μορφή του ανήκει στο γένος Oidium. Το παθογόνο σχηματίζει ελλειψοειδή, υαλώδη κονίδια σε αλυσίδες που έχουν διαστάσεις 23 - 29 x 14 - 19μm. Τα κλειστοθήκια είναι σφαιρικά μέχρι απιοειδή και έχουν διαστάσεις 85 - 120μm. Οι ασκοί είναι σφαιροειδείς, διαστάσεων 88 - 115μm και περιέχουν οκτώ ασκοσπόρια διαστάσεων 20 - 27 x 12 - 15μm.
  • Διαχειμάζει στους οφθαλμούς υπό μορφή μυκηλίου, στο φύλλωμα και στους βλαστούς ή στα πεσμένα φύλλα υπό μορφή μυκηλίου, κονιδίων ή κλειστοθηκίων.
  • Οι πλέον ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη της ασθένειας είναι θερμοκρασία 150C και σχετική υγρασία 90 - 99% κατά τη διάρκεια της νύκτας για το σχηματισμό των κονιδίων, τη βλάστησή τους και τη μόλυνση των φυτικών οργάνων, ενώ θερμοκρασία γύρω στους 260C και σχετική υγρασία 40 - 70% κατά τη διάρκεια της ημέρας ευνοούν την ωρίμανση και ελευθέρωση των κονιδίων. Επισημαίνεται ότι η παρουσία νερού στις φυτικές επιφάνειες παρεμποδίζει την ανάπτυξη του ωιδίου. Το νερό παρεμποδίζει τη βλάστηση των κονιδίων και τούτο αποδίδεται στην υπερβολική απορρόφηση νερού από τα κονίδια, στον ανεπαρκή εφοδιασμό με οξυγόνο και στη χαμηλή περιεκτικότητα διοξειδίου του άνθρακα των κονιδίων. Έχει διαπιστωθεί σημαντική καταπολέμηση της ασθένειας με πρόγραμμα ψεκασμών των φυτών με νερό.
  • Τα κονίδια μεταφέρονται με τον άνεμο και μολύνουν τους τρυφερούς φυτικούς ιστούς της τριανταφυλλιάς.

Τρόποι καταπολέμησης της ασθένειας του ωιδίου στην τριανταφυλλιά είναι οι ακόλουθοι:

  • Συνιστώνται ψεκασμοί, αμέσως με την εμφάνιση της νεαρής βλαστήσεως την άνοιξη, σε διαστήματα 7 - 14 ημερών, με ένα από τ' ακόλουθα μυκητοκτόνα: azoxystrobin, kresoxim methyl, piperalin, dinocap, drazoxolon, benomyl, thiophanate methyl, carbendazim, imazalil, pyrazophos, triforine, dodemorph, fenarimol, myclobutanil, propiconazole, bupirimate, triflumizole ή triadimefon.

Ακόμη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί το θείο. Μερικές ποικιλίες τριανταφυλλιάς είναι ευπαθείς σε ορισμένα από τα παραπάνω φάρμακα (π.χ. στο triadimefon, το οποίο μπορεί να προκαλέσει νανισμό σε μερικές ποικιλίες) γι' αυτό θα πρέπει στην αρχή να χρησιμοποιούνται δοκιμαστικά. Ακόμη, καλό είναι να γίνεται εναλλαγή των χρησιμοπούμενων μυκητοκτόνων, καθόσον το παθογόνο μπορεί ν' αναπτύξει ανθεκτικότητα σε αυτά.

  • Οι επεμβάσεις με θείο να αποφεύγονται, όταν η θερμοκρασία είναι μεγαλύτερη από 270C, γιατί μπορεί να προκληθούν εγκαύματα στα φυτά.
  • Για τον περιορισμό των μολυσμάτων συνιστάται αφαίρεση και καταστροφή των προσβεβλημένων στελεχών και φύλλων στο τέλος της καλλιεργητικής περιόδου. Επίσης, αν είναι δυνατό, η καταστροφή των πεσμένων στο έδαφος φύλλων.
  • Στις υπό κάλυψη καλλιέργειες συνιστάται η λήψη μέτρων για τη μείωση της σχετικής υγρασίας του περιβάλλοντος κατά τη διάρκεια της νύκτας.
  • Τα τελευταία χρόνια διεξάγεται εντατική έρευνα για την αντιμετώπιση της ασθένειας με διάφορους ανταγωνιστικούς μικροοργανισμούς ή με διέγερση των μηχανισμών αντοχής των φυτών στο παθογόνο. [1]


Βιβλιογραφία

  1. Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.





Αδρομύκωση

Η βερτισιλλίωση της τριανταφυλλιάς (αγγλ. Verticillium wilt) αναφέρθηκε για πρώτη φορά το 1889 στη Γερμανία και αργότερα, το 1924, στις Η.Π.Α. Η ασθένεια σήμερα είναι διαπιστωμένη σε πολλά μέρη του κόσμου που καλλιεργείται η τριανταφυλλιά. Δεδομένου όμως ότι ο παθογόνος μύκητας έχει ευρύτατο κύκλο ξενιστών φυτών, περιλαμβανόμενων και πολλών καλλωπιστικών, καρποφόρων δένδρων και κηπευτικών καλλιεργειών πιστεύεται ότι η ασθένεια υπάρχει οπουδήποτε καλλιεργούνται τριανταφυλλιές.

Τα συμπτώματα της ασθένειας της αδρομύκωσης στην τριανταφυλλιά είναι τ' ακόλουθα:

  • Τα αρχικά συμπτώματα της αδρομύκωσης είναι ο μαρασμός των φύλλων στις κορυφές των νεαρών βλαστών και μια χλώρωση των κατώτερων φύλλων. Μετά από λίγες ημέρες ο μαρασμός γίνεται μόνιμος και τα φύλλα γενικά κιτρινίζουν, γίνονται καστανά και ξηραίνονται. Παρατηρείται φυλλόπτωση που αρχίζει από τα φύλλα της βάσεως και προχωρεί προς τα επάνω. Παρατηρείται ξήρανση κορυφών σε προσβεβλημένους βλαστούς και νεκρωτικές επιμήκεις ραβδώσεις κατά μήκος των βλαστών. Τα ασθενή φυτά εμφανίζουν αυξανόμενη εξασθένηση και τελικά αποξηραίνονται.
  • Στην τριανταφυλλιά δεν παρατηρείται συνήθως ο χαρακτηριστικός καστανός μεταχρωματισμός των αγγείων του ξύλου, που αποτελεί συνηθισμένο και διαγνωστικά σημαντικό σύμπτωμα της ασθένειας σε άλλους ξενιστές. Τα συμπτώματα της βερτισιλλίωσης μπορεί να συγχυσθούν με εκείνα μιας άλλης ασθένειας που είναι γνωστή ως "μαρασμός της τριανταφυλλιάς" (αγγλ. rose wilt). Η ασθένεια αυτή αποδίδεται σε ιό, χωρίς όμως αυτό να έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα και γι' αυτό θεωρείται ασθένεια ασαφούς αιτιολογίας.
  • Τα συμπτώματα της αδρομύκωσης εμφανίζονται εντονότερα κατά τη διάρκεια περιόδων καταπονήσεως των φυτών, όπως είναι η ξηρασία. Η ασθένεια θεωρείται ότι είναι ηπιότερη στις υπαίθριες καλλιέργειες από ότι είναι στις θερμοκηπιακές. Στις υπαίθριες καλλιέργειες παρατηρείται συχνά μια φυσική ανάρρωση των προσβεβλημένων φυτών και οι περίοδοι μολύνσεως παρατηρούνται την άνοιξη και τον χειμώνα. Στις θερμοκηπιακές καλλιέργειες δεν παρατηρείται εμφανής εποχική διακύμανση των συμπτωμάτων της ασθενείας.

Αίτια και συνθήκες αναπτύξεως της ασθένειας της αδρομύκωσης στην τριανταφυλλιά: Προκαλείται από δύο είδη Verticillium, το V. dahliae Kleb. και Verticillium albo-atrum Reinke & Berthier (Deuteromycotina, Hyphomycetes). Το πρώτο σχηματίζει καστανά μέχρι μαύρα μικροσκληρώτια, διαστάσεων 80 - 120 x 15 - 50μm και το δεύτερο δε σχηματίζει σκληρώτια αλλά ένα καστανό μέχρι μαύρο διαχειμάζον μυκήλιο. Σχηματίζουν ελεύθερους, ανορθώμενους, υαλώδεις, πολυκύτταρους, κονιδιοφόρους που έχουν χαρακτηριστική διακλάδωση κατά σπονδύλους. Στα septa του κονιδιοφόρου σχηματίζονται 3-4 πλάγια, κοντά, μονοκύτταρα στηρίγματα (διαστάσεων 16 - 35 x 1 - 2,5 μm), που στην πραγματικότητα είναι φιαλίδια, στις κορυφές των οποίων σχηματίζονται τα κονίδια (φιαλιδοσπόρια) του μύκητα. Τα κονίδια είναι μονοκύτταρα, υαλώδη, ωοειδή μέχρι ελλειψοειδή, διαστάσεων 2,5 - 8 x 1,4 - 3,2μm. Στην κορυφή κάθε στηρίγματος (φιαλιδίου) παράγονται διαδοχικά πολλά κονίδια τα οποία όμως συγκρατούνται μεταξύ τους με μια κολλώδη ουσία και έτσι σχηματίζονται μικρές κεφαλές κονιδίων. Η ελευθέρωση των κονιδίων γίνεται με το νερό. Στη χώρα μας υπεύθυνο για την ασθένεια είναι σχεδόν αποκλειστικά το είδος Verticillium dahliae. Έχει ευρύτατο φάσμα ξενιστών φυτών (κηπευτικά, βιομηχανικά, πυρηνόκαρπα, φιστικιά, ελιά, αμπέλι, καλλωπιστικά). Η βερτισιλλίωση ευνοείται ιδιαιτέρως, όταν οι ημηρεσίες μέσες μέγιστες θερμοκρασίες κυμαίνονται μεταξύ 20 - 240C. Επίσης είναι σοβαρότερη σε ουδέτερα μέχρι αλκαλικά εδάφη. Το παθογόνο διατηρείται στο έδαφος και επιβιώνει για πάρα πολλά χρόνια (αναφέρονται 8 - 14 χρόνια), ακόμη και χωρίς την παρουσία ευπαθών ξενιστών. Επιβιώνει κυρίως με τα μικρσκληρώτια αλλά και ως μυκήλιο και κονίδια στα προσβεβλημένα υπολείμματα της καλλιέργειας. Ένας άλλος τρόπος διαιωνίσεως του παθογόνου και αυξήσεως των μολυσμάτων του στο έδαφος είναι τα διάφορα ζιζάνια - ξενιστές του. Η τοπική διασπορά των μολυσμάτων γίνεται με το νερό, τα υπολείμματα της καλλιέργειας, τα ζιζάνια και με το έδαφος που μεταφέρεται με τα εργαλεία και μηχανήματα κατεργασίας του εδάφους. Το νερό του ποτίσματος αποτελεί πολύ σοβαρό μέσο διασποράς των μολυσμάτων του μύκητα. Σε μεγάλες αποστάσεις το παθογόνο μεταφέρεται κυρίως με το μολυσμένο πολλαπλασιαστικό υλικό (φυτά, μοσχεύματα, εμβόλια). Η είσοδος του παθογόνου γίνεται κυρίως από τις ρίζες. Μετά την είσοδο του στις ρίζες ο μύκητας προχωρεί και εγκαθίσταται στα αγγεία του ξύλου.

Τρόποι καταπολέμησης της ασθένειας της αδρομύκωσης στην τριανταφυλλιά είναι:

  • Δεν υπάρχει χημική θεραπεία της βερτισιλλιώσεως. Η αντιμετώπισή της βασίζεται στη χρησιμοποίηση υγιούς πολλαπλασιαστικού υλικού (φυτών, μοσχευμάτων, εμβολίων) σε αμόλυντο αγρό, χρησιμοποίηση ανθεκτικών ποικιλίων ή ανθεκτικών υποκειμένων και στην αποφυγή εγκαταστάσεως των φυτειών τριανταφυλλιάς σε εδάφη που καλλιεργήθηκαν για μακρό χρονικό διάστημα με ευπαθή ετήσια φυτά (σολανώδη, βαμβάκι κ.ά.). Τα μολυσμένα εδάφη, εφόσον είναι ανάγκη να χρησιμοποιηθούν, πρέπει ν' απολυμαίνονται με χημικά απολυμαντικά (βρωμιούχο μεθύλιο, ισοθειοκυανικό μεθύλιο, vapam, dazomet).
  • Ενθαρρυντικά αποτελέσματα έχει δώσει και η απολύμανση του εδάφους με ηλιακή θερμότητα.
  • Η εφαρμογή της ηλιοαπολύμανσης γίνεται με κάλυψη του εδάφους κατά τη διάρκεια του θέρους (Ιούλιος - Σεπτέμβριος) με διαφανή φύλλα πολυαιθυλενίου πάχους 70 - 100μm.
  • Ενθαρρυντικά, τέλος, πειραματικά δεδομένα υπάρχουν για τη βιολογική καταπολέμηση της ασθένειας με τη χρησιμοποίηση ανταγωνιστικών μικροοργανισμών, οι οποίοι αποικίζουν τη ριζόσφαιρα και ανταγωνίζονται το παθογόνο πριν και κατά τη διάρκεια της μολύνσεως. [1]


Βιβλιογραφία

  1. Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.





Σηψιρριζίες

Σηψιρριζίες [Armillaria mellea (Basidiomycetes, Agaricales) και Rosellinia necatrix (Ascomycota, Xylariales), α.μ. Dematophora necatrix R. Hartig]. Η σηψιρριζία που οφείλεται στον Armillaria mellea (Vahl: Fr.) Κummer, εμφανίζεται συνήθως, όταν καλλιέργειες τριανταφυλλιάς εγκαθίστανται σε πρόσφατα εκχερσωμένα δασικά εδάφη ή θέσεις παλαιών πολυετών φυτειών. Τα προσβεβλημένα φυτά αναπτύσσονται βραδέως και δε δείχνουν συνήθως άλλα συμπτώματα εκτός από μια πτωχή καχεκτική βλάστηση. Τα παραπάνω συμπτώματα δεν είναι χαρακτηριστικά των σηψιρριζιών, γιατί μπορεί να προκληθούν και από διάφορα άλλα αίτια και ιδιαίτερα από αίτια που ζημιώνουν το ριζικό σύστημα των φυτών (π.χ. διάφοροι παθογόνοι μύκητες, αποκοπή των ριζών κατά την κατεργασία του εδάφους, ασφυξία ριζών κ.ά). Ο μόνος επόμενως τρόπος για την ασφαλή διάγνωση της ασθένειας είναι η εκλάκκωση και εξέταση της βάσεως του κορμού και των κεντρικών ριζών των φυτών. Στην περίπτωση προσβολής από τον Armillaria mellea παρατηρούμε ότι μερικές ρίζες παρουσιάζουν μια ξηρή σήψη που αρχίζει από το φλοιό και φθάνει μέσα στο ξύλο. Ο φλοιός στα προσβεβλημένα τμήματα είναι έντονα καστανός, αποκολλάται εύκολα από το ξύλο και έχει έντονη οσμή μανιταριού. Η οσμή αυτή είναι χαρακτηριστική της παρασιτικής σηψιρριζίας. Στις περιπτώσεις ασφυξίας οι ρίζες αναδίδουν οσμή οινοπνεύματος ή βούρκου. Μεταξύ φλοιού και ξύλου παρατηρούνται πυκνές, λευκές μυκηλιακές πλάκες που συχνά έχουν την μορφή ριπιδίου (βεντάλιας). Χαρακτηριστικό σημείο της ασθένειας είναι η παρουσία των ριζόμορφων του παθογόνου μύκητα. Τα ριζόμορφα, όταν βρίσκονται κάτω από τον φλοιό, είναι πεπλατυσμένα, ερυθροκαστανά ή σχεδόν μαύρα και αναστομούνται σε μορφή δικτύου. Όταν τα ριζόμορφα βρίσκονται στην επιφάνεια των ριζών ή αναπτύσσονται μεταξύ των ριζών σε διάφορα βάθη μέσα στο έδαφος, είναι κυλινδρικά και μοιάζουν με κορδόνια, έχουν διάμετρο 1 - 3mm, μήκος μέχρι 9 μέτρα ή περισσότερο και σπανίως αναστομούνται. Στην περίπτωση που η σηψιρριζία οφείλεται στον Rosellinia necatrix Prill. τα προσβεβλημένα φυτά εμφανίζουν στο υπέργειο μέρος συμπτώματα παρόμοια με αυτά που προκαλούνται από τον Armillaria mellea. Η διάγνωση επομένως γίνεται μόνο με την εξέταση των υπόγειων μερών του φυτού. Οι προσβεβλημένες ρίζες καλύπτονται στην επιφάνεια τους από πλούσιο τεφροπράσινο ή τεφροκαστανό μυκήλιο. Ο φλοιός παρουσιάζει ξηρή σήψη, έχει βαθύ καστανό μέχρι μαύρο χρώμα και εύκολα αποκολλάται. Ανάμεσα στο φλοιό και το ξύλο σχηματίζονται λευκές, αραιές μυκηλιακές πλάκες μορφής ριπιδίου. Ο μύκητας προσβάλλει το παρέγχυμα, το φλοιό και το κάμβιο αλλά δεν εγκαθίσταται στο ξύλο των ριζών. Ο μύκητας είναι δυνατόν να προσδιορισθεί εύκολα στο μικροσκόπιο από το μυκήλιό του που είναι καστανό και σχηματίζει χαρακτηριστικές ροπαλόμορφες ή αχλαδόμορφες διογκώσεις (έχουν 2 - 3 φορές μεγαλύτερη διάμετρο από εκείνη της υφής) στα διαφράγματα των υφών. Για την αντιμετώπιση των σηψιρριζιών συνιστώνται τα ακόλουθα μέτρα:

  • Τα προσβεβλημένα φυτά και τα γειτονικά τους που είναι ύποπτα προσβολής μαζί με όλο το ριζικό σύστημα πρέπει να ξεριζώνονται και να καταστρέφονται με φωτιά.
  • Πρίν από τη φύτευση νέων φυτών στο μολυσμένο έδαφος, πρέπει να γίνεται απολύμανση του εδάφους με βρωμιούχο μεθύλιο.
  • Αποτελεσματική εναντίον του Rosellinia necatrix είναι και η ηλιοαπολύμανση του εδάφους. Είναι περισσότερο αποτελεσματική, όταν η προσβολή βρίσκεται στ' αρχικά της στάδια.
  • Όταν η προσβολή οφείλεται στον Rosellinia necatrix, συνιστάται πότισμα των φυτών με βενζιμιδαζολικά μυκητοκτόνα (benomyl, carbendazim, thiabendazole κ.α.). Ακόμη, μπορεί να γίνει εμβάπτιση του ριζικού συστήματος των νεαρών φυτών σε διάλυμα ενός βενζιμιδαζολικού μυκητοκτόνου πρίν από τη φύτευση τους. [1]


Βιβλιογραφία

  1. Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.





Προσβολή λαιμού

Τα αίτια της συγκεκριμένης ασθένειας οφείλονται στα Phytophthora spp. και Rhizoctonia solani. Pythium Fusarium. Τα μοσχεύματα δε ριζοβολούν, αποφυλλώνονται και ξηραίνονται. Παρατηρείται νέκρωση των ριζών της τριανταφυλλιάς (Pythium).[1]

Βιβλιογραφία

  1. Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.





Ανθράκωση

Οφείλεται στον ασκομύκητα (Dothideales, Elsinoaceae) Elsinoe rosarum Jenkins & Bitancourt (ατελής μορφή Sphaceloma rosarum (Pass.) Jenkins) που προκαλεί κηλίδωση των φύλλων και ενίοτε των βλαστών. Στα φύλλα οι κηλίδες είναι περίπου κυκλικές, έχουν διάμετρο μέχρι 0,5cm και απόχρωση στην αρχή ερυθρά, ενώ αργότερα γίνεται καστανή ή σκοτεινή ιώδης. Τελικά το κέντρο των κηλίδων γίνεται τεφρόλευκο και το περιθώριο αποκτά σκούρο ερυθρό χρώμα. Τα μικροσκοπικά ακέρβουλα του παρασίτου εμφανίζονται διάσπαρτα στην κεντρική περιοχή των κηλίδων. Σε έντονες προχωρημένες προσβολές οι κηλίδες των φύλλων εξελίσσονται σε "τρύπες από σκάγια". Είναι διαδεδομένη στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική και μπορεί να προκαλέσει ζημιές με υγρό καιρό. Τα μέτρα αντιμετωπίσεως της Μελανής Κηλίδωσης είναι αποτελεσματικά επίσης και εναντίον της Ανθράκωσης. [1]


Βιβλιογραφία

  1. Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.





Μαύρη μούχλα

Η Μαύρη μούχλα (Black mold) είναι μια ασθένεια που προσβάλλει τα σημεία εμβολιασμού και τους οφθαλμούς της τριανταφυλλιάς. Επίσης, προσβάλλει τις τομές της βάσεως των μοσχευμάτων και παρεμποδίζει τη ριζοβολία. Στις πρόσφατες τομές εμβολιασμού τόσο του υποκειμένου όσο και εμβολίου αναπτύσσεται η πυκνή μαύρη εξάνθηση του παρασίτου (μυκήλιο και μαύρα σπόρια), η οποία παρεμποδίζει το σχηματισμό κάλου και τη συγκόλληση των ιστών και προκαλεί τη νέκρωση των εμβολίων.

Οφείλεται στον αδηλομύκητα Chalara thielavioides (Peyronel) Nag Raj & Kendrick = Chalaropsis thielavioides Peyronel = Chalara paradoxa (De Seynes) Sacc. Σχηματίζονται δυο ειδών κονίδια. Τα μακροκονίδια ή χλαμυδοσπόρια (ελαιώδη - καστανά με παχέα τοιχώματα, διαμέτρου 14 - 19μm) και τα ενδοκονίδια (υαλώδη, κυλινδρικά μονοκύτταρα διαστάσεων 8 - 15 x 2,5 - 4,5 μm. Η τέλεια μορφή του μύκητα ονομάζεται Ceratocystis paradoxa (Dade) C. Μοreau, συν. Ceratostomella paradoxa Dade (Microascales, Αscomycota). Το παθογόνο που είναι παράσιτο πληγών, σπανίως προκαλεί σοβαρά προβλήματα στις καλλιέργειες. Η αντιμετώπιση της ασθένειας επιτυγχάνεται κυρίως με τη λήψη αυστηρών μέτρων υγιεινής στα φυτά. [1]

Βιβλιογραφία

  1. Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.





Κηλιδώσεις

Οι ακόλουθοι μύκητες προκαλούν ενίοτε μικρής συνήθως σημασίας κηλιδώσεις φύλλων στην τριανταφυλλιά, ιδιαίτερα με συνθήκες συχνών βροχοπτώσεων και μεγάλης υγρασίας: Alternaria alternata (Fr.:Fr.) Keissl., A. brassicae Berk κ.α. [1]

Βιβλιογραφία

  1. Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.





Καρκίνος

Ο καρκίνος ή όγκος του λαιμού (αγγλ. Crown gall) της τριανταφυλλιάς είναι μια από τις πλεόν σοβαρές ασθένειες της καλλιέργειας και είναι διαδεδομένη σε όλες τις περιοχές του κόσμου. Είναι μια ασθένεια που για πρώτη φορά παρατηρήθηκε στο αμπέλι στην Ευρώπη το 1853 και το παθογόνο βακτήριο απομονώθηκε για πρώτη φορά από όγκους στο χρυσάνθεμο στις ΗΠΑ το 1904. Ο καρκίνος είναι μια ασθένεια με παγκόσμια εξάπλωση που προσβάλλει μεγάλο αριθμό φυτικών ειδών (643 είδη που ανήκουν σε 331 γένη φυτών). Στην Ελλάδα η ασθένεια έχει μεγάλη οικονομική σημασία για τα μηλοειδή, τα πυρηνόκαρπα, το αμπέλι και την τριανταφυλλιά. Η μεγάλη εξάπλωση της που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στις καλλιέργειες της τριανταφυλλιάς, αποδίδεται κυρίως στη χρησιμοποίηση μολυσμένων υποκειμένων. Έχει διαπιστωθεί η ενδοφυτική παρουσία του παθογόνου και η διασυστηματική μετακίνησή του εντός των αγγείων των στελεχών της τριανταφυλλιάς. Έχουν βρεθεί ορισμένα υποκείμενα τριανταφυλλιάς που παρουσιάζουν σημαντικό βαθμό αντοχής στο παθογόνο και ελπίζεται τα υποκείμενα αυτά να χρησιμοποιηθούν σε προγράμματα βελτιώσεως για την δημιουργία υποκειμένων με ακόμη μεγαλύτερη αντοχή στην ασθένεια.

Συμπτώματα της ασθένειας αυτής στην τριανταφυλλιά:

  • To χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ασθένειας είναι ο σχηματισμός, σε διάφορα μέρη του φυτού (στις ρίζες, το λαιμό και στα υπέργεια μέρη του φυτού, πολύ συχνά στο σημείο εμβολιασμού), σχεδόν σφαιρικών όγκων που έχουν διάμετρο 0,5 - 25cm. Στην αρχή, οι όγκοι εμφανίζονται σαν μικρές προεξοχές (υπερπλάσιες) ιστών, μεμονωμένες ή σε ομάδες, έχουν χρώμα υπόλευκο και σύσταση μαλακή, αργότερα όμως μεγαλώνοντας αποκτούν σκοτεινότερο χρώμα και γίνονται σκληροί. Η επιφάνεια των νεαρών όγκων είναι σχεδόν λεία, ενώ αργότερα γίνεται τραχεία και ανώμαλη και πολλές φορές εμφανίζει μικρές προεξοχές που μοιάζουν με καταβολές ριζών. Κατά τα αρχικά στάδια σχηματισμού τους οι καρκινικοί όγκοι μπορεί να συγχέονται με το συνήθη επουλωτικό ιστό (κάλο) που σχηματίζεται στις διάφορες τομές και πληγές (βάση των μοσχευμάτων επιφάνειες εμβολίων κ.ά.) ή τις υπερπλάσιες που δημιουργούνται στο ριζικό σύστημα μετά από χρήση ορμονών ριζοβολιάς. Τα προσβεβλημένα φυτά γίνονται καχεκτικά, νάνα, μερικές φορές χλωρωτικά, μη παραγωγικά και πολλά αποξηραίνονται. Η σοβαρότητα της ασθένειας εξαρτάται από την έκταση προσβολής, το χρόνο πραγματοποιήσεως της μολύνσεως και τη θέση εμφανίσεως των όγκων.

Αίτια και Συνθήκες αναπτύξεως της ασθένειας του Καρκίνου της τριανταφυλλιάς:

  • O Καρκίνος ή όγκος του λαιμού (Crown gall) είναι μια νεοπλασματική ασθένεια που προκαλείται από το βακτήριο Acrobacterium tumefaciens (Smith & Townsend) Conn, (συν. Bacterium tumefaciens, Pseudomonas tumefaciens, Bacillus tumefaciens, Phytomonas tumefaciens).
  • Το παθογόνο βακτήριο επιβιώνει στους όγκους, στην επιφάνεια και περίξ του ριζικού συστήματος των ευπαθών φυτών, στο έδαφος και διασυστηματικά μέσα στα αγγεία των ριζών, στελεχών και βλαστών της τριανταφυλλιάς (λανθάνουσα μόλυνση). Η ασθένεια στην τριανταφυλλιά προκαλείται από τους βιοτύπους 1 και 2 του παθογόνου, οι οποίοι έχουν ευρύ κύκλο ξενιστών. Διασπορά των μολυσμάτων σε μεγάλες αποστάσεις και σε αμόλυντες περιοχές γίνεται συνήθως με το πολλαπλασιαστικό υλικό (έρριζα εμβολιασμένα φυτά, έρριζα υποκείμενα, εμβόλια και μοσχεύματα). Ιδιαίτερα σημαντική θεωρείται η μετάδοση του παθογόνου με φυτικό υλικό (μοσχεύματα, εμβόλια, έρριζα υποκείμενα) που δεν εμφανίζει συμπτώματα, αλλά έχει το παθογόνο μέσα στα αγγεία του ξύλου (λανθάνουσα μόλυνση).
  • Τοπική διασπορά των βακτηρίων και μόλυνση υγιών φυτών γίνεται με τη βροχή, το νερό ποτίσματος, το έδαφος και με τα εργαλεία κλαδέματος και κατεργασίας του εδάφους.
  • Η είσοδος των βακτηρίων και η εγκατάσταση τους στα φυτά γίνεται μόνο από πρόσφατες πληγές που προκαλούνται από φυσικά ή άλλα αίτια, όπως το κλάδεμα, οι εμβολιασμοί, τραυματισμοί από καλλιεργητικά εργαλεία, παγετός, χαλαζόπτωση, έντομα και νηματώδεις κ.ά.
  • Μετά την είσοδο του παθογόνου στο φυτό μέσω μιας πληγής, ένα μικρό τεμάχιο του ογκογόνου πλασμιδίου, το Τ-DNA, μεταφέρεται από το βακτήριο στο φυτικό κύτταρο και ενσωματώνεται στο πυρηνικό DNA του φυτικού κυττάρου σαν φορέας γενετικών μηνυμάτων που εκφράζονται στη συνέχεια από αυτό. Έτσι, το φυτικό κύτταρο μετατρέπεται μόνιμα σε καρκινικό. Οι νέοι όγκοι εμφανίζονται μέσα σε 8 - 15 ημέρες μέχρι μερικούς μήνες (2-6) από τη μόλυνση. Η περισσότερο ευνοϊκή θερμοκρασία για τη γρήγορη εμφάνιση των όγκων κυμαίνεται μεταξύ 14 - 280C.

Τρόποι καταπολέμησης της ασθένειας του καρκίνου στην τριανταφυλλιά είναι οι ακόλουθοι:

  • Είναι απαραίτητο το πάσης φύσεως πολλαπλασιαστικό υλικό να λαμβάνεται από υγιείς μητρικές φυτείες, ιδιαίτερα για να είναι απαλαγμένο διασυστηματικής (λανθάνουσας) προσβολής.
  • Τα ψαλίδια και όλα τα εργαλεία κοπής να απολυμαίνονται με φορμόλη 5% σε νερό.
  • Συνιστάται η εφαρμογή της βιολογικής προστασίας του φυτευτικού υλικού με τη χρησιμοποίηση αιωρήματος του ανταγωνιστικού στελέχους στελέχους Κ84 του βακτηρίου Agrobacterium radiobacter. Η μέθοδος είναι προληπτική και για να είναι αποτελεσματική πρέπει να εφαρμόζεται μόνο σε υλικό (μοσχεύματα, έρριζα φυτά) που δεν είναι μολυσμένο. Η εφαρμογή γίνεται ως εξής:
  • Σε καθαρό πλαστικό δοχείο προσθέτουμε 5 κιλά νερό (όχι χλωριωμένο).
  • Αφαιρούμε το πώμα της φιάλης (περιεκτικότητας 250 κυβ. εκατ. που περιέχει τη βακτηριακή καλλιέργεια) και τη γεμίζουμε μέχρι τη μέση με νερό (επίσης όχι χλωριωμένο).
  • Ανακινούμε τη φιάλη μέχρι να εκπλυθούν τα βακτήρια από την επιφάνεια του στερεού θρεπτικού υλικού και να σχηματισθεί πυκνό αιώρημα.
  • Προσθέτουμε το περιεχόμενο της φιάλης (το αιώρημα των βακτηρίων) στο πλαστικό δοχείο με τα 5 κιλά νερό.

Το αιώρημα που παρασκευάζεται κατ' αυτόν τον τρόπο μπορεί να χρησιμοποιείται επί 48 ώρες.

  • Εμβαπτίζομε επιμελώς ολόκληρο το ριζικό σύστημα των φυτών.
  • Μετά την εμβάπτιση (εμβολιασμό των ριζών με τα βακτήρια) τα φυτά πρέπει να φυτεύονται αμέσως.

Παρατηρήσεις:

  • Τα φυτά πρέπει να εμβαπτίζονται στο βακτηριακό αιώρημα αμέσως μετά την εκρίζωσή τους ή το αργότερο 2 ώρες μετά απ' αυτήν. Αν αυτό δεν είναι δυνατό, τότε επιβάλλεται να κλαδεύονται όλες οι πληγωμένες ρίζες, πριν από την εμβάπτιση στο αιώρημα των βακτηρίων.
  • Οι καλλιέργειες με το βακτήριο Κ84 χορηγούνται από το Εργαστήριο Βακτηριολογίας του Μπενακείου Φυτοπαθολογικού Ινστιτούτου. Η βιολογική προστασία εφαρμόζεται επί πολλά χρόνια στη χώρα μας και είναι πολύ αποτελεσματική. [1]

Βιβλιογραφία

  1. Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003





Ριζομανία

Η Ριζομανία (Hairy root) οφείλεται στο βακτήριο Agrobacterium rhizogenes (Riker et al.) Conn και χαρακτηρίζεται από το σχηματισμό μεγάλων μαζών νηματοειδών ριζών στις μολυσμένες από το παθογόνο θέσεις του ριζικού συστήματος ή και στις μολυσμένες πληγές και τομές υπέργειων μερών του φυτού. Οι πυκνοί θύσανοι των λεπτών ριζών αναπτύσσονται στην επιφάνεια των μικρών διογκώσεων ή υπερπλασιών που σχηματίζονται στις μολυσμένες θέσεις των φυτών. Το παθογόνο είναι συγγενές με το αίτιο του καρκίνου αλλά κατά την παθογένεση μετατρέπει τα υγιή φυτικά κύτταρα σε "ριζομανιακά" με την ενσωμάτωση σε αυτά μέρους του ειδικού παθογόνου πλασμιδίου του που περιέχει τους γόνους της ριζομανίας (root-inducing plasmid, Ri-plasmid). Η ασθένεια δεν έχει αναφερθεί στην Ελλάδα. [1]

Βιβλιογραφία

  1. Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.





Βακτηριακή κηλίδωση και νέκρωση

Βακτηριακή κηλίδωση και νέκρωση (Bacterial leaf spot and blast or blight) που οφείλεται στο Pseudomonas syringae van Hall.

Η ασθένεια προσβάλλει τα φύλλα, τα άνθη και τους βλαστούς της τριανταφυλλιάς και εκδηλώνεται με το σχηματισμό καστανόμαυρων κηλίδων, νεκρωτικών περιοχών ή ραβδώσεων στα διάφορα μέρη του φυτού. Η ασθένεια ευνοείται από τον ψυχρό και υγρό καιρό και ενίοτε μπορεί να προκαλέσει πρόβλημα κατά τη διάρκεια παρατεταμένων βροχοπτώσεων νωρίς την άνοιξη. [1]

Βιβλιογραφία

  1. Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.





Ιώσεις

Οι ιώσεις της τριανταφυλλιάς σπανίως αποξηραίνουν τα ασθενή φυτά, αλλά γενικά μειώνουν σημαντικά την ευρωστία των φυτών, την ποιότητα των παραγόμενων ανθέων και το μέγεθος της συγκομιδής. Υπολογίζεται ότι οι απώλειες σε εμπορεύσιμα άνθη ανέρχονται σε 14% στις ιωμένες θερμοκηπιακές καλλιέργειες της τριανταφυλλιάς. Οι ιώσεις που προσβάλλουν τριανταφυλλιά ανήκουν κυρίως στα γένη IIarvirus (οικογένεια Bromoviridae και Nepovirus (οικογένεια Comoviridae). Μεταξύ των ιών του γένους ΙΙarvirus o ιός της Νεκρωτικής Δακτυλιωτής Κηλιδώσεως των πυρηνοκάρπων Prunus necrotic ringspot virus (PNRSV) έχει απομονωθεί σε πάρα πολλές περιοχές παγκοσμίως, ενώ ο ιός του Μωσαϊκού της μηλιάς Αpple mosaic virus έχει απομονωθεί κυρίως στις ΗΠΑ, τη Νέα Ζηλανδία και την Αυστραλία. Η ασθένεια που ονομάζεται στις ΗΠΑ Μωσαϊκό της τριανταφυλλιάς (Rose mosaic) μπορεί να προκληθεί από τον καθένα από αυτούς τους δυο ιούς. Ο ιός Ράβδωση του καπνού Tobacco streak virus (TSV) έχει διαπιστωθεί περιστασιακά στην τριανταφυλλιά στις ΗΠΑ όπου προκαλούσε πολύ έντονα συμπτώματα. Μεταξύ των ιών του γένους Nepovirus οι ιοί Μωσαϊκό της αραβίδος Αrabis mosaic virus και Λανθάνων ιός της δακτυλιωτής κηλιδώσεως της φράουλας Strawberry latent ringspot virus (SLRSV), από μόνοι τους ή σε μικτές μολύνσεις με ιούς ΙΙarvirus, προσβάλλουν τις υπαίθριες και θερμοκηπιακές φυτείες τριανταφυλλιάς στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο Arabis mosaic virus μεταδίδεται με νηματώδεις (Xiphinema bakeri, Χ. coxi, X. diversicaudatum), μηχανικά με τον εμβολιασμό και με το σπόρο. Σχηματίζει ισομετρικά σωματίδια διαμέτρου 25 - 27nm, που περιέχουν μονονηματικό RNA. Έχει πολύ μεγάλο κύκλο ξενιστών φυτών και είναι εξαπλωμένος στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Ο Strawberry latent ringspot virus (SLRSV) μεταδίδεται με τον νηματώδη Xiphinema diversicaudatum , μηχανικά, με τον εμβολιασμό και με το σπόρο. Σχηματίζει ισομετρικά σωματίδια διαμέτρου 30nm, που περιέχουν μονονηματικό RNA. Έχει μεγάλο κύκλο ξενιστών φυτών και ευρεία εξάπλωση σε πολλές χώρες του κόσμου και στην Ευρώπη. Επίσης, ο ιός της Δακτυλιωτής Κηλιδώσεως του καπνού Tobacco ringspot virus (ΤRSV), Nepovirus: Comoviridae και ο ιός της Δακτυλιωτής Κηλιδώσεως της τομάτας Τomato ringspot virus (ΤοmRSV), Nepovirus:Comoviridae έχουν απομονωθεί από την τριανταφυλλιά στις ΗΠΑ. Ακόμη ο ιός Rose tobamovirus συν. rose colour break virus έχει απομονωθεί από την τριανταφυλλιά στην Αγγλία το 1984. Στον ιό αυτό αποδίδεται η θραύση του χρώματος των πετάλων (lower break) της τριανταφυλλιάς, χωρίς όμως να έχει τεκμηριωθεί η αιτιολογική σχέση του εν λόγω ιού με τη συμπτωματολογία της ασθένειας. Εκτός των ανωτέρω έχουν περιγραφεί και άλλες ιώσεις ή ασθένειες που μοιάζουν με ιώσεις (όπως οι Rose streak, Rose rosette κ.α.), αλλά η πραγματική τους αιτιολογία δεν είναι ακόμη γνωστή. Πάντως ο ιός της Νεκρωτικής Δακτυλιωτής Κηλιδώσεως των πυρηνοκάρπων Prunus necrotic ringspot virus (PNRSV) θεωρείται ο συνηθέστερος και ο πλέον διαδεδομένος ιός στις καλλιέργειες τριανταφυλλιάς στην Ευρώπη. Σε πολύ πρόσφατη εκτεταμένη ιολογική επισκόπηση (ιολογικός έλεγχος) που έγινε στις φυτείες της τριανταφυλλιάς στην Ευρώπη διαπιστώθηκε η παρουσία μόνο του ιού (PNRSV) μεταξύ συνολικά επτά ιώσεων (των PNRSV, ΑpMV, TSV, ArMV, SLRSV, TRSV και ΤomRSV) που ερευνήθηκαν. Τα αποτελέσματα της εν λόγω ερεύνης φαίνεται να είναι αντιπροσωπευτικά των εμπορικών ποικιλιών της τριανταφυλλιάς που διακινούνται στον ευρωπαϊκό χώρο. Το "Μωσαϊκό της τριανταφυλλιάς", όπως λέγεται συνήθως η κυριότερη ίωση της τριανταφυλλιάς, οφείλεται (στην Ευρώπη) στον ιό της Νεκρωτικής Δακτυλιωτής Κηλιδώσεως των πυρηνοκάρπων Prunus necrotic ringspot virus (PNRSV) και εκδηλώνεται με μεγάλη ποικιλία συμπτωμάτων. Τα πλέον χαρακτηριστικά συμπτώματα είναι χλωρωτικές περιοχές κατά μήκος των νευρώσεων του ελάσματος των φύλλων, ποικιλοχλώρωση και κατά θέσεις παραμορφώσεις. Μερικές φορές εμφανίζονται δακτύλιοι ή "φύλλο δρυός". Τα ασθενή φυτά εμφανίζουν συνήθως μειωμένη ζωτικότητα και μεγαλύτερη ευαισθησία στο ψύχος. Τα συμπτώματα ποικίλλουν πολύ ανάλογα με την εποχή, τη θερμοκρασία και τη ποικιλία, η συγκέντρωση του ιού είναι συχνά χαμηλή και παρουσιάζει μεγάλη παραλλακτικότητα. Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις τα προσβεβλημένα φυτά δεν εμφανίζουν συμπτώματα. Επειδή παρόμοια συμπτώματα μπορεί να οφείλονται σε διάφορους ιούς, αλλά και ασθένειες που μοιάζουν με ιούς ή και μη παρασιτικά αίτια, η αναγνώριση της ασθένειας πρέπει να γίνεται με εργαστηριακή διάγνωση. Η ανίχνευση και ο προσδιορισμός του PNRSV γίνεται με τι μέθοδο ΙC - RT - PCR (Immunocapture - reverse transcription - polymerase chain reaction) και τη DAS - ELISA (double - antibody sandwich - enzyme - linked immunosorbent assay). Η πρώτη μέθοδος είναι 100 φορές περίπου περισσότερο ευαίσθητη από τη DAS - ELISA. Επίσης, η διάγνωση της ιώσεως γίνεται και με μόλυνση φυτών δεικτών. Ο Prunus necrotic ringspot virus (PNRSV) ανήκει στο γένος ΙΙarvirus, στην οικογένεια Bromoviridae, έχει παγκόσμια εξάπλωση και προσβάλλει κυρίως ξυλώδη φυτά των γενών Prunus (όπως την αμυγδαλιά, βερικοκιά, κερασία ροδακινιά και δαμασκηνιά), Rosa και Humulus. Ο ιός, αναλόγως με τον ξενιστή φυτό, μεταδίδεται με τη γύρη, με το σπόρο, με το αγενές πολλαπλασιαστικό υλικό και τον εμβολιασμό ή μηχανικά, με διάφορες καλλιεργητικές πρακτικές που προκαλούν πληγές (τομές κλαδέματος, διαδικασίες διαμορφώσεως σχήματος και συγκομιδή). Τα σωματίδια του ιού είναι πολυσωματιδιακά (έχουν διηρημένο γένωμα τριών ειδών), σφαιρικά, διαμέτρου 23, 25, και 27nm και περιέχουν μονονηματικό RNA. Δεν είναι γνωστός ζωικός φορέας. Για την καταπολέμηση των ιώσεων είναι αναγκαίο το πάσης φύσεως πολλαπλασιατικό υλικό να λαμβάνεται από υγιείς μητρικές φυτείες, οι οποίες υφίστανται επιμελή ιολογικό έλεγχο. Ακόμη, συνιστάται εκρίζωση και καταστροφή των φυτών που εμφανίζουν ύποπτα συμπτώματα μέσα στην καλλιέργεια. Αναφέρεται ότι η διατήρηση ιωμένων φυτών τριανταφυλλιάς σε θερμοκρασία 380C επί τέσσερις εβδομάδες (θερμοθεραπεία) απαλλάσει τα φυτά από τη προσβολή και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για εμβολιοληψία και δημιουργία μητρικών φυτών μετά φυσικά από τον ενδεδειγμένο ιολογικό έλεγχο. Εφόσον υπάρχει σχετικό πρόβλημα, επιβάλλεται η καταπολέμηση των νηματωδών. [1]


Βιβλιογραφία

  1. Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.





Μη μεταδοτικές ασθένειες

Οι μη μεταδοτικές ασθένειες της τριανταφυλλιάς προκαλούνται από περίσσεια, έλλειψη ή διαταραχή της ισορροπίας θρεπτικών στοιχείων, από ακραίες καταστάσεις στην παροχή νερού, στο pH ή στις συνθήκες του περιβάλλοντος και από αέριους ρύπους, φυτοφάρμακα και άλλους ζημιογόνους παράγοντες. Τα συμπτώματα που προκαλούνται από τα διάφορα μη μεταδοτικά αίτια συχνά συγχέονται με εκείνα που οφείλονται σε μύκητες, βακτήρια, φυτοπλάσματα, ιούς και ιοειδή. [1]

Βιβλιογραφία

  1. Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.





[1]


Βιβλιογραφία

  1. Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.