Ασθένειες χοίρων

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Γρίπη των χοίρων

Η γρίπη των χοίρων [1], είναι μια ιδιαίτερα μεταδοτική, οξεία, αναπνευστική ασθένεια των χοίρων. Η νοσηρότητα τείνει να είναι υψηλή και η θνησιμότητα χαμηλή (1-4%). Ο ιός διαδίδεται μεταξύ των χοίρων από τα αερολύματα, καθώς και την άμεση ή έμμεση επαφή. Τα κρούσματα στους χοίρους εμφανίζονται όλο το χρόνο, με μια αυξανόμενη επίπτωση το φθινόπωρο και το χειμώνα. Πολλές χώρες εμβολιάζουν συνήθως τους πληθυσμούς χοίρων ενάντια στη γρίπη των χοίρων. Οι ιοί της γρίπης χοίρων είναι συνηθέστερα το στέλεχος H1N1 (οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι ο ιός που ευθύνεται για τη νόσο είχε ταυτοποιηθηθεί ως το στέλεχος Η1Ν1 ), αλλά υπάρχουν και άλλα στελέχη στους χοίρους (π.χ., H1N2, H3N1, H3N2). Οι χοίροι μπορούν επίσης να μολυνθούν με τους ιούς γρίπης των πτηνών και τους ανθρώπινους εποχιακούς ιούς της γρίπης. Ο H3N2 ιός χοίρων πιστεύεται πως αρχικά είχε εισαχθεί στους χοίρους από τους ανθρώπους. Μερικές φορές οι χοίροι μπορούν να μολυνθούν με περισσότερους από έναν τύπους ιών τη φορά, ο οποίος μπορεί να επιτρέψει στα γονίδια των ιών αυτών να αναμιχθούν. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε έναν ιό της γρίπης που περιέχει γονίδια από διάφορες πηγές. Αν και οι ιοί της γρίπης χοίρων είναι κανονικά συγκεκριμένοι και μολύνουν μόνο τους χοίρους, μερικές φορές μπορεί να προκαλέσουν ασθένεια και στους ανθρώπους.



Βιβλιογραφία

  1. Ιστοσελίδα Κέντρο παιδιατρικής μέριμνας, Η γρίπη των χοίρων


Κλασσική πανώλης των χοίρων

Παθογόνο αίτιο της νόσου [1] είναι ο RNA ιός Togaviridae, Pestivirus. Ο ιός αυτός δε δίνει κυτταροπαθογόνο αποτέλεσμα σε ευαίσθητες κυτταρικές σειρές στον ιό.

Η μόλυνση των χοίρων γίνεται από τη στοματική κοιλότητα και το αναπνευστικό σύστημα. Η περίοδος επώασης της νόσου είναι 5-10 μέρες. Προκαλεί βλάβες αγγείων, αποβολές και μουμιοποιημένα έμβρυα ή έμβρυα με αιμορραγίες.

Η νόσος εκδηλώνεται με καταβολή, αδιαφορία, ανορεξία, πυρετό 40,5-41,5oC. Εντοπίζεται επιπεφυκίτιδα και εξίδρωμα που κολλά τα βλέφαρα. Στα ενήλικα άτομα εμφανίζεται εναλλασσόμενη δυσκοιλιότητα, διάρροια και έμετος. Τα ζώα εμφανίζουν χαρακτηριστικό περπάτημα (στα άκρα των νυχιών)εξαιτίας αρθρίτιδας και αδυναμίας στήριξης των πίσω άκρων. Παρατηρείται επίσης ερύθημα, δύσπνοια, νέκρωση αυτιών, αδυνάτισμα, κηλίδες νευρικά συμπτώματα, κυκλικές κινήσεις, αταξία, θάνατος. Η αντιμετώπιση της ασθένειας γίνεται με απομόνωση αρρώστων ζώων μετά από εξετάσεις και αποζημιώσεις επειδή πρόκειται για νόσο υποχρεωτικής δήλωσης. Στο παρακάτω pdf με τίτλο "Πανώλη των χοίρων", ακολουθούν αναλυτικές πληροφορίες για την ασθένεια καθώς και τρόποι πρόληψης κι αντιμετώπισής της. Πανώλη των χοίρων.

Τέλος με απόφαση του αναπληρωτή υπουργού αγροτικής ανάπτυξης και τροφίμων, εγκρίνεται η εφαρμογή του Εθνικού προγράμματος επιτήρησης της κλασσικής πανώλους των χοίρων και της φυσαλιδώδους νόσου των χοίρων σε ολόκληρη την Ελληνική επικράτεια, για το έτος 2013.



Βιβλιογραφία

  1. "Πανώλη χοίρων (Classical Swine Fever), Δρ. Ευτυχία Ξυλούρη-Φραγκιαδάκη, Κτηνίατρος-Υγιεινολόγος, Αναπληρώτρια καθηγήτρια υγιεινής αγρ. ζώων, Τμήμα επιστήμης ζωικής παραγωγής και υδατοκαλλιεργειών, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πανώλη χοίρων


Αφθώδης πυρετός χοίρων

Είναι η περισσότερο μεταδοτική και περισσότερο καταστροφική νόσος των παραγωγικών ζώων. Έτσι τα συμπτώματα που περιγράφονται πιο κάτω μπορούν να εντοπιστούν σε μεγάλο αριθμό ζώων μιας εκμετάλλευσης. Ο αφθώδης πυρετός οφείλεται σε ιό της οικογένειας Picornaviridae, του γένους Aphthovirus. Οι χοίροι παρουσιάζουν μια απροθυμία να στέκονται όρθιοι, ενώ κατά το περπάτημα χωλαίνουν. Στα νεαρά χοιρίδια παρατηρείται ψηλή θνησιμότητα λόγω της μυοκαρδίτιδας που παρατηρείται.

Οι τρόποι μετάδοσης του ιού γίνεται με τους εξής τρόπους:

  • Άμεση και έμμεση επαφή (σταγονίδια).
  • Μηχανικοί ξενιστές - μεταφορείς του ιού: (άνθρωποι, κυρίως με τα υποδήματά τους, ζώα, άγρια πουλιά, αντικείμενα, οχήματα κλπ.)
  • Αεριογενής μετάδοση, ιδιαίτερα όταν επικρατεί υψηλή υγρασία και μεγάλος αριθμός σωματιδίων ρυπαντών, ο άνεμος μπορεί να μεταφέρει τη νόσο σε μεγάλες αποστάσεις.
  • Σε μακρινές περιοχές ή από χώρα σε χώρα ο αφθώδης πυρετός μεταδίδεται με τη μετακίνηση ζωντανών μολυσμένων ζώων, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της επώασης, με μολυσμένα ζωοκομικά προϊόντα ή με διάφορα αντικείμενα.

Για τη διάγνωση της νόσου [1] εργαστηριακά χρησιμοποιούνται οι εξής μέθοδοι:

  1. Μέθοδος ELISA,
  2. Σύνδεση του συμπληρώματος και,
  3. Ενοφθαλμισμοί κυτταροκαλιεργειών.

Η πρόληψη στηρίζεται στην τήρηση αυστηρών μέτρων αποτροπής εισόδου της νόσου και, σε περίπτωση εισαγωγής της σε λήψη αυστηρών μέτρων καταστολής και εκρίζωσής της.

Τα μέτρα αποτροπής εισόδου της νόσου περιλαμβάνουν:

  1. Εισαγωγές ζώντων ζώων και προϊόντων ζωικής προέλευσης από χώρες απαλλαγμένες από τον αφθώδη πυρετό.
  2. Αυστηρός έλεγχος επί των διακινήσεων των ζώντων ζώων, τόσο κατά τις διακρατικές, όσο και κατά τις μετακινήσεις τους στο εσωτερικό της χώρας.
  3. Πιστή εφαρμογή των διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας:
    • Μητρώο μεταφορέων
    • Διακινήσεις ζώων μόνο εφ' όσον είναι καταγραμμένα και σημασμένα και εφ' όσον συνοδεύονται από κτηνιατρική άδεια μεταφοράς.

Σε περιπτώσεις υποψίας αφθώδους πυρετού από τον κτηνοτρόφο ή τον ιδιώτη κτηνίατρο, ενημερώνεται αμέσως ο επίσημος κτηνίατρος της περιοχής, ο οποίος:

  • Επισκέπτεται αμέσως την εκμετάλλευση, τηρώντας όλους τους κανόνες υγιεινής και ασφάλειας.
  • Διενεργεί κλινική εξέταση όλων των ζώων για τυχόν διαπίστωση κλινικών συμπτωμάτων της νόσου
  • Ενημερώνει τον κτηνοτρόφο ότι τα ζώα του πρέπει να παραμείνουν μέσα στο στάβλο ή τον αρχικό χώρο διαβίωσής τους, όπου θα εξασφαλίζεται η πλήρης απομόνωσή τους.

Σε περίπτωση που και από τον επίσημο κτηνίατρο τεθεί υποψία αφθώδους πυρετού, τότε αυτός κοινοποιεί άμεσα την υποψία στην αρμόδια Διεύθυνση Κτηνιατρικής του Νομού, η οποία λαμβάνει τα ακόλουθα μέτρα:

  • Την απογραφή όλων των ευαίσθητων στον αφθώδη πυρετό ειδών ζώων, κατά κατηγορία και την καταγραφή του αριθμού των ήδη νεκρών ζώων που έχουν προσβληθεί ή ενδέχεται να έχουν μολυνθεί ή προσβληθεί. Η κατάσταση της απογραφής πρέπει να ενημερώνεται συνεχώς και να λαμβάνονται υπόψη τα ζώα που γεννιούνται ή πεθαίνουν κατά την περίοδο για την οποία υπάρχει υποψία αφθώδους πυρετού.
  • Τον περιορισμό στους χώρους σταβλισμού ή σε άλλους χώρους, στους οποίους είναι δυνατή η απομόνωσή τους, όλων των ζώων της εκμετάλλευσης των ευαίσθητων ειδών στον αφθώδη πυρετό.
  • Την απαγόρευση των μετακινήσεων ζώων των ευαίσθητων στη νόσο ειδών από ή προς την εκμετάλλευση.
  • Την απαίτηση άδειας της αρμόδιας κτηνιατρικής αρχής, η οποία καθορίζει τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να προληφθεί ο κίνδυνος εξάπλωσης της νόσου, για κάθε μετακίνηση:
    • προσώπων, ζώων μη ευαίσθητων ειδών και οχημάτων από ή προς την εκμετάλλευση,
    • κρεάτων ή πτωμάτων ζώων των ευαίσθητων ειδών, ζωοτροφών, σκευών, αντικειμένων, ερίων, απορριμμάτων ή άλλων καταλοίπων που μπορούν να μεταδώσουν τον αφθώδη πυρετό.
  • Την απαγόρευση εξόδου του γάλακτος από την εκμετάλλευση, εκτός και αν είναι δύσκολη η αποθήκευσή του σ' αυτήν, οπότε μπορεί να επιτραπεί η έξοδός του σε εργαστήριο ή εργοστάσιο, υπό κτηνιατρικό έλεγχο, για να υποστεί θερμική επεξεργασία ικανή να καταστρέψει τον ιό του αφθώδους πυρετού.
  • Την επιβολή χρησιμοποίησης των κατάλληλων μέσων απολύμανσης στις εισόδους και εξόδους των χώρων στέγασης των ζώων και της ίδιας της εκμετάλλευσης.
  • Τη διεξαγωγή επιζωοτιολογικής έρευνας σύμφωνα με τις οδηγίες του Σχεδίου αντιμετώπισης έκτακτης ανάγκης για την καταπολέμηση του αφθώδους πυρετού.
  • Μέρος των παραπάνω μέτρων ή και όλα αν κριθεί αναγκαίο παίρνονται και σε οποιαδήποτε άλλη εκμετάλλευση, εφ' όσον η θέση της, η διάταξη των χώρων της ή οι επαφές της με την ύποπτη εκμετάλλευση, δημιουργούν υπόνοιες ενδεχόμενης μόλυνσης.
  • Τέλος, ενημερώνονται όλοι οι κτηνοτρόφοι σε ακτίνα τριών (3) χιλιομέτρων από την ύποπτη εκμετάλλευση, καθώς και οι κρατικοί και ιδιώτες κτηνίατροι, αφ' ενός μεν για να βρίσκονται σε ετοιμότητα για πιθανή εκδήλώση συμπτωμάτων της νόσου, αφ' ετέρου δε για να τηρούν τις αναγκαίες υγειονομικές προφυλάξεις όταν επισκέπτονται εκμεταλλεύσεις με ζώα ευαίσθητα στη νόσο.

Μέτρα που παίρνονται σε περίπτωση επιβεβαίωσης αφθώδους πυρετού:

Σε περίπτωση επίσημης επιβεβαίωσης κρούσματος αφθώδους πυρετού σε μια εκμετάλλευση, η αρμόδια Διεύθυνση Κτηνιατρικής επιβάλλει, πλην των μέτρων που λαμβάνονται σε περιπτώσεις υποψίας αφθώδους πυρετού και τα ακόλουθα μέτρα:

  • Τη θανάτωση όλων των ζώων των ευαίσθητων ειδών της εκμετάλλευσης επί τόπου και χωρίς καθυστέρηση. Τα νεκρά ή θανατωθέντα ζώα καίγονται ή θάβονται αν είναι δυνατόν επί τόπου και με τη λήψη κάθε δυνατού μέτρου μείωσης στο ελάχιστο του κινδύνου εξάπλωσης του ιού.
  • Την ανεύρεση και την καταστροφή υπό επίσημο έλεγχο των κρεάτων των ζώων των ευαίσθητων ειδών που προέρχονται από τη μολυσμένη εκμετάλλευση και τα οποία έχουν σφαγεί κατά το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία της πιθανής εισόδου της νόσου στην εκμετάλλευση και της εφαρμογής των επίσημων μέτρων.
  • Την καταστροφή υπό επίσημο έλεγχο, του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων.
  • Την καταστροφή υπό επίσημο έλεγχο των ζωοτροφών, των σκευών, των αντικειμένων, των ερίων, των απορριμμάτων ή άλλων καταλοίπων ή την επεξεργασία τους με τρόπο που να καταστρέφεται ο ιός του αφθώδους πυρετού.
  • Μετά την εκτέλεση των ανωτέρω εργασιών, οι χώροι στέγασης των ζώων και οι γύρω χώροι, τα μεταφορικά μέσα και κάθε άλλο υλικό που ενδέχεται να έχει μολυνθεί, καθαρίζονται και απολυμαίνονται με ένα εγκεκριμένο απολυμαντικό.
  • Διεξάγεται επιζωοτιολογική έρευνα σύμφωνα με τις οδηγίες του Σχεδίου αντιμετώπισης του αφθώδους πυρετού.
  • Τέλος, σε περίπτωση εκδήλωσης βεβαιωμένα κρούσματος αφθώδους πυρετού σε μια εκμετάλλευση, οριοθετείται γύρω από την εκμετάλλευση αυτή μια προστατευτική ζώνη ακτίνας τουλάχιστον τριών (3) χιλιομέτρων και μια ζώνη επίβλεψης ακτίνας τουλάχιστον δέκα (10) χιλιομέτρων.




Βιβλιογραφία

  1. Αφθώδης πυρετός, Αναστάσιος Γ. Τσώνης, Διευθυντής Κτηνιατρικής, Καλαμάτα, 2001


Αναπνευστικό και αναπαραγωγικό σύνδρομο του χοίρου

Ο ιός του αναπνευστικού και αναπαραγωγικού συνδρόμου του χοίρου (ΑΑΣΧ), είναι RNA ιός με βιολογική, δομική, μορφολογική και γενετική συγγένεια με τον ιό της λοιμώδους αρτηρίτιδας των ιπποειδών, τον ιό της γαλακτικής δεϋδρογενάσης των ποντικών και τον ιό του αιμορραγικού πυρετού των πιθήκων. Με βάση τα παραπάνω κοινά χαρακτηριστικά οι τέσσερις αυτοί ιοί κατατάχθηκαν στο γένος Arterivirus της οικογένειας Arteriviridae, που ανήκει στην τάξη Nidovirales. Στα βασικά χαρακτηριστικά της παραπάνω ομάδας ιών, εντάσσονται

  • η ικανότητά τους να προκαλούν ασυμπτωματική λοίμωξη ή σοβαρή και συχνά θανατηφόρο νόσο,
  • η αντιτύπωσή τους στα μακροφάγα λευκοκύτταρα και
  • η μεγάλη παραλλακτικότητα του γονιδιώματός τους.

Το σωματίδιο του ιού του ΑΑΣΧ [1] έχει διάμετρο 50 έως 65nm και αποτελείται εσωτερικά από το νουκλεϊκό οξύ, το νουκλεοκαψίδιο γύρω από αυτό και εξωτερικά από το περίβλημα.

Ο ιός του ΑΑΣΧ έχει δύο διαφορετικούς γενότυπους (στελέχη), τον ευρωπαϊκό και τον αμερικάνικο και έχουν γενετικές και αντιγονικές διαφορές μεταξύ τους. Τα ευρωπαϊκά και τα αμερικάνικα στελέχη του ιού παρουσιάζουν ομοιότητα περίπου 50-63% σε επίπεδο αλληλουχίας των νουκλεοτιδίων και μπορεί να προκαλούν παρόμοια κλινικά συμπτώματα και μερική προστατευτική ανοσία σε μόλυνση έναντι ομόλογων στελεχών του ιού.

Οι κυριότερες πύλες εισόδου του ιού είναι η στοματική, η ρινική και η γεννητική οδός. Ο ιός απεκκρίνεται με το σάλιο, το ούρο, το σπέρμα και το γάλα. Έχει ανιχνευθεί για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 42 ημερών στο σάλιο και των 14 ημερών στο ούρο μετά τη φυσική μόλυνση. Στο σπέρμα ο ιός έχει ανιχνευθεί 43 έως 92 ημέρες μετά από πειραματική μόλυνση κάπρων.

Μετά την αρχική μόλυνση μιας εκτροφής από το ΑΑΣΧ, ο ιός συνεχίζει να κυκλοφορεί σ'αυτήν. Οι μηχανισμοί οι οποίοι προκαλούν ενζωοτίες δεν έχουν διευκρινιστεί πλήρως. Η παρουσία σε μια εκτροφή χοίρων-φορέων με εμμένουσα μόλυνση και η συνεχής εισαγωγή ευπαθών ζώων αναπαραγωγής διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην παραμονή του ιού στην εκτροφή.

Στο pdf που ακολουθεί υπάρχουν αναλυτικές πληροφορίες για το μέγεθος, τη μορφολογία και οργάνωση του γονιδιώματος του ιού για τη βιολογική και γενετική παραλλακτικότητα των στελεχών του ιού, για την καλλιέργεια του ιού, την ανθεκτικότητά του καθώς και για την μετάδοσή του. Αναπνευστικό και αναπαραγωγικό σύνδρομο του χοίρου.



Βιβλιογραφία

  1. "Αναπνευστικό και αναπαραγωγικό σύνδρομο του χοίρου (ΑΑΣΧ). Μελέτη των μακροχρόνιων επιπτώσεων στην υγεία των κάπρων, συών και χοιριδίων μετά τον εμβολιασμό τους με νεκρό εμβόλιο του υπεύθυνου ιού", Διδακτορική διατριβή του Παπατσίρου Γ. Βασιλείου, Κτηνίατρος-Υπότροφος Ι.Κ.Υ., θεσσαλονίκη 2006

Φυσαλιδώδης νόσος χοίρων

Τα κλινικά συμπτώματα της ασθένειας [1] αυτής εύκολα μπορεί να συγχυστούν με αυτά του Αφθώδους Πυρετού (FMD).

Χωλότητα παρατηρείται σε πολλά ζώα που εκτρέφονται σε ομάδες και έχουν στενή επαφή. Σε σκληρές επιφάνειες μπορεί να παρατηρηθεί τα ζώα να στέκονται με καμπυλωμένη πλάτη που σχηματίζει τόξο, ενώ συχνά αρνούνται να μετακινηθούν ακόμα και στην παρουσία τροφής. Πιο πολύ επηρεάζονται τα νεαρά ζώα.

Φυσαλίδες εμφανίζονται κυρίως στη μύτη και κατά μήκος της στεφάνης των ποδιών και των μεσοδακτύλιων χώρων. Σπάνια εντοπίζονται φυσαλίδες στη στοματική κοιλότητα, τη γλώσσα ή τις θηλές. Ιδιαίτερα τα χοιρίδια πολλές φορές χάνουν τις χηλές των ποδιών με αποτέλεσμα να μην μπορούν ακόμα και να σταθούν.



Βιβλιογραφία

  1. Περιπτώσεις ασθενειών αγροτικών ζώων όπου πρέπει να γίνεται κοινοποίησή τους στην αρμόδια Αρχή


Οξεία υπογλυκαιμία των χοιριδίων

Η νόσος [1] εμφανίζεται στα νεογέννητα χοιρίδια και παρουσιάζει μεγάλη θνησιμότητα.

Το πιο πιθανό αίτιο είναι η αγαλαξία της χοιρομητέρας. Τα χοιρίδια που γεννιούνται αδύνατα ή προέρχονται από πολύδυμους τοκετούς με μεγάλο αριθμό νεογνών μπορεί να παρουσιάσουν τη νόσο.

Τα χοιρίδια παρουσιάζουν ρίγος, ανέγερση του τριχώματος, απίσχνανση, υποθερμία, ραιβόκρανο, αδυναμία ανέγερσης, κινήσεις ποδηλάτου, κώμα και τελικά θάνατο.

Για τη θεραπεία απ' τη νόσο χορηγείται ενδομυϊκώς ή ενδοπεριτοναϊκώς γλυκόζη 5% κάθε 5-6 ώρες και από το στόμα γάλα αγελάδας. Η θεραπεία ατυή έχει ευνοϊκά αποτελέσματα, όταν γίνεται πριν από την εμφάνιση των νευρικών συμπτωμάτων.




Βιβλιογραφία

  1. "Υγιεινή και στοιχεία παθολογίας των αγροτικών ζώων" Αποστόλου Μ. Ζαφράκα

Σιδηροπενική αναιμία των χοιριδίων

Η σιδηροπενική αναιμία [1] εμφανίζεται κυρίως στα θηλάζοντα χοιρίδια και οφείλεται στην επίδραση πολλών δυσμενών συνθηκών. Η αναιμία των χοιριδίων μπορεί να προκληθεί από τους εξής παράγοντες:

  • Το ήπαρ των νεογέννητων χοιριδίων είναι φτωχό σε περιεκτικότητα σιδήρου.
  • Λόγω της ταχυαυξητικής τους ικανότητας τα χοιρίδια παίρνουν διπλάσιο βάρος τις πρώτες 10-14 ημέρες της ζωής τους με συνέπεια να μην καλύπτονται οι ανάγκες σε σίδηρο από το γάλα που θηλάζουν.
  • Ο σταβλισμός των χοιριδίων σε σύγχρονες εγκαταστάσεις, όπου δεν υπάρχει χώμα στο δάπεδο, από το οποίο θα έπαιρναν σίδηρο και θα συμπλήρωναν τις ανάγκες τους.

Έτσι λόγω των παραγόντων αυτών ο σίδηρος του γάλακτος της χοιρομητέρας καλύπτει μόνο το 45-60% των αναγκών των χοιριδίων.

Επειδή στα χοιρίδια για τους παραπάνω λόγους δεν καλύπτονται οι ανάγκες σε σίδηρο, η περιεκτικότητά του στο αίμα πέφτει σημαντικά και αυξάνει η υπεύθυνη για τη μεταφορά του σιδήρου πρωτεΐνη, η τρανσφαιρίνη. Αποτέλεσμα αυτού είναι η μείωση της σύνθεσης της αιμοσφαιρίνης και η αναιμία.

Τα χοιρίδια τη 2η-4η εβδομάδα της ζωής τους παρουσιάζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξη, μείωση της ζωηρότητάς τους, ωχρότητα των βλεννογόνων και του δέρματος, ελαφρά ταχύπνοια και πτύχωση του δέρματος. Είναι παράλληλα πολύ ευαίσθητα στις μολύνσεις και μπορεί να παρουσιάσουν διάρροια και υποδόρια οιδήματα.

Η διάγνωση στηρίζεται στα συμπτώματα και επιβεβαιώνεται με την εργαστηριακή εξέταση του αίματος. Γίνεται καταμέτρηση των ερυθρών αιμοσφαιρίων και προσδιορισμός του αιματοκρίτη.

Την 3η-6η ημέρα από τη γέννηση χορηγούνται σε κάθε χοιρίδιο 150-200mg σιδήρου ενδομϊκώς ή υποδορίως. Όταν η χορήγηση του σιδήρου γίνεται μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων της αναιμίας, αυτή βέβαια θεραπεύεται, αλλά η ανάπτυξη των χοιριδίων εξακολουθεί να υστερεί. Πρόληψη της αναιμίας μπορεί να γίνει με την εξασφάλιση προαυλίου με χώμα καλής ποιότητας ή τοποθέτηση χώματος στα κελλιά των χοιριδίων.




Βιβλιογραφία

  1. "Υγιεινή και στοιχεία παθολογίας των αγροτικών ζώων" Αποστόλου Μ. Ζαφράκα

Φυσαλιδώδης στοματίτιδα χοίρων

Τα συμπτώματα είναι παρόμοια με αυτά του Αφθώδους Πυρετού (FMD), τα οποία μπορούν εύκολα να συγχυστούν. Σε αντίθεση με τον Αφθώδη Πυρετό, η Φυσαλιδώδης Στοματίτιδα μπορεί να προσβάλει και τα άλογα. Τα προσβεβλημένα ζώα παρουσιάζουν αυξημένη σιελόρροια. Μέσα στο στόμα παρατηρούνται διαφόρων διαστάσεων φυσαλίδες που άλλες είναι ακόμα άρρηκτες και άλλες έχουν σπάσει.

Στους χοίρους τα συμπτώματα εντοπίζονται πάνω στη μύτη. Ως επιπλοκή απ' την ασθένεια [1] παρατηρείται μείωση στην παραγωγή γάλακτος και μαστίτιδα σε γαλακτοφόρα ζώα που οφείλεται σε δευτερογενείς μολύνσεις.



Βιβλιογραφία

  1. Περιπτώσεις ασθενειών αγροτικών ζώων όπου πρέπει να γίνεται κοινοποίησή τους στην αρμόδια Αρχή


Λιστερίωση

Το βακτήριο Listeria monocytogenes στο μικροσκόπιο

Η λιστερίωση [1] είναι λοιμώδες σποραδικό νόσημα που προσβάλλει διάφορα ζώα και τον άνθρωπο και χαρακτηρίζεται από εγκεφαλίτιδα, σηψαιμία και αποβολές. Πιο συχνά η νόσος παρατηρείται στις αίγες.

Η νόσος οφείλεται στη Listeria monocytogenes, η οποία είναι μικρό, ακίνητο, μη σπορογόνο, πολύ ανθεκτικό βακτήριο θετικό κατά Gram. Είναι αρκετά διαδεδομένο σ' ολόκληρο τον κόσμο και έχει βρεθεί σε πολλά είδη ζώων και πτηνών, στο νερό, στις ζωοτροφές και στο έδαφος.

Το μικρόβιο εισβάλλει από το φάρυγγα. Στην εγκεφαλίτιδα φαίνεται ότι το μικρόβιο οδεύει κατά μήκος των τριδύμων νεύρων. Στη χώρα μας έχει παρατηρηθεί ότι παρουσιάζεται εγκεφαλίτιδα στις αίγες κυρίως κατά το χειμώνα, οπότε τα ζώα τρώνε πουρνάρι. Με τα μικρά αγκάθια του πληγώνεται ο βλεννογόνος του στόματος και του φάρυγγα κι έτσι δημιουργούνται οι πύλες εισόδου του μικροβίου στον οργανισμό του ζώου. Έχει παρατηρηθεί ακόμη ότι κατά τη διάρκεια της χορήγησης ενσιρωμένης τροφής παρουσιάζονται κρούσματα λιστερίωσης, τα οποία σταματούν, όταν παύει η χορήγηση του ενσιρώματος. Το φαινόμενο αυτό δεν έχει εξηγηθεί επαρκώς. Πάντως η καλά ενσιρωμένη τροφή είναι ακίνδυνη. Ο πολλαπλασιασμός του βακτηριδίου ευνοείται, όταν το pH είναι πάνω από 5.

Στα μηρυκαστικά (βοοειδή, αιγοπρόβατα) η νόσος εμφανίζεται μετη μορφή της εγκεφαλίτιδας και προσβάλλει ζώα όλων των ηλικιών και συνήθως τα καλύτερα του κοπαδιού. Η διαδρομή της νόσου είναι σύντομη και ιδιαίτερα στα αιγοπρόβατα ο θάνατος επέρχεται σε 4-48 ώρες. Τα άρρωστα ζώα μένουν τελευταία στο κοπάδι, βαδίζουν στα τυφλά σκοντάφτοντας πάνω σε οποιοδήποτε εμπόδιο ή βαδίζουν κυκλικά άσκοπα ή πέφτουν κάτω και αδυνατούν να ανεγερθούν. Συνήθως προσβάλλεται το 30% σε ένα κοπάδι αιγών ή προβάτων και το 10% των βοοειδών μιας εκτροφής. Αν και η νοσηρότητα είναι χαμηλή, η θνησιμότητα είναι μεγάλη.

Η σηψαιμική μορφή της λιστερίωσης παρατηρείται συχνότερα στα μονογαστρικά ζώα, το χοίρο, το σκύλο, τη γάτα και σε πολλά άγρια ζώα, τα οποία παίζουν σημαντικό ρόλο στη μετάδοση της νόσου. Από τα μηρυκαστικά παρατηρείται κυρίως στους μόσχους και τους αμνούς και τα ερίφια, δηλαδή σε ηλικία που η μεγάλη κοιλία δεν λειτουργεί ακόμη κανονικά. Κατά τη σηψαιμική μορφή παρατηρούνται ηπατικές νεκρώσεις.

Οι αποβολές από L. monocytogenes παρατηρούνται σε πολλά είδη ζώων και συχνότερα στα αιγοπρόβατα και τα βοοειδή. Ακόμη μπορεί να παρατηρηθούν γεννήσεις νεκρών ή θνησιγενών νεογνών. Δυστυχώς τα συμπτώματα της νόσου δεν είναι επαρκή για να οδηγήσουν σε ασφαλή διάγνωση. Στα αιγοπρόβατα γίνεται σύγχυση με την εντεροτοξιναιμία και την τοξιναιμία εγκυμοσύνης, ενώ στα βοοειδή με τη λύσσα. Από τις αρρώστιες συτές πρέπει να γίνεται διαφορική διάγνωση. Επειδή και οι νεκροτομικές αλλοιώσεις δεν είναι χαρακτηριστικές απολύτως για τη νόσο αυτή, η διάγνωση στηρίζεται μόνο στην απομόνωση και ταυτοποίηση του μικροβίου.

Στα αιγοπρόβατα συνήθως δεν υπάρχουν χρονικά περιθώρια για θεραπεία, ενώ στα βοοειδή η νόσος αντιμετωπίζεται με τη χορήγηση μιας τετρακυκλίνης.

Για την πρόληψη λαμβάνονται υγεινομικά μέτρα για τη μείωση της μόλυνσης του περιβάλλοντος των ζώων από τη L. monocytogenes και ιδιαίτερα, όταν έχουν εμφανισθεί κρούσματα της νόσου. Η λιστερίωση μπορεί να μεταδοθεί από τα ζώα ή από το περιβάλλον τους και στους ανθρώπους που ασχολούνται με την περιποίησή τους. Στον άνθρωπο εκδηλώνεται με αποβολές, μηνιγγίτιδα, μηνιγγοεγκεφαλίτιδα, λεμφαδενίτιδα κ.λπ.

Βιβλιογραφία

  1. "Υγιεινή και στοιχεία παθολογίας των αγροτικών ζώων" Αποστόλου Μ. Ζαφράκα





Ακτινοβακίλωση

Παθογόνος παράγοντας: Ακτινομύκωση (Actinomyces bovis). Η νόσος [1] προσβάλλει κυρίως χοίρους και βοοειδή και σπανίως τα πρόβατα. Στους ανθρώπους παρατηρείται ο Actinomyces israeli ο οποίος είναι σαπρόφυτο του στόματος. Ο τρόποι μετάδοσης της ασθένειας είναι πως δεν μεταδίδονται στον άνθρωπο αλλά αλλοιώνουν το σφάγιο και τα προσβεβλημένα μέρη πρέπει να καταστρέφονται. Αλλοιώσεις που γίνονται στο σφάγιο είναι ότι ο Actinomyces bovis προκαλεί διογκώσεις των οστών της κάτω γνάθου, κυρίως, οι οποίες περιέχουν πύο. Ο Actinobacillus lignieresi δημιουργεί αποστήματα στους μυς του κεφαλιού αλλά σπάνια προσβάλει την κάτω γνάθο. Στη γλώσσα δημιουργούνται μικρά αποστήματα τα οποία περιβάλλονται από συνδετικό ιστό. Όταν τα αποστήματα είναι πολλά τότε η γλώσσα γίνεται πολύ σκληρή. Οζίδια επίσης παρατηρούνται στο περιτόναιο και στο συκώτι. Για την προφύλαξη πρέπει να αφαιρούνται και να καταστρέφονται όσα τμήματα φέρουν αλλοιώσεις (λεμφογάγγλια γλώσσα) όχι διότι είναι επικίνδυνα για τον άνθρωπο αλλά διότι σύμφωνα με τη νομοθεσία απαγορεύεται η διάθεση στην κατανάλωση τεμαχίων κρέατος ή οργάνων ζώων που φέρουν αλλοιώσεις.



Βιβλιογραφία

  1. Ιστοσελίδα Agrotes.eu, Ασθένειες παραγωγικών ζώων, Ακτινοβακίλωση


Ακτινομύκωση

Η ακτινομύκωση [1] είναι χρόνια πυώδης κοκκιωματώδης νόσος των κατοικιδίων ζώων. Στα πρόβατα μόνο συμβαίνει σπάνια. Η νόσος οφείλεται στο μύκητα Avtinomyces bovis, ο οποίος χρωματίζεται θετικά κατά Gram. Στα βοοειδή, τα οποία παρουσιάζουν τη νόσο συχνότερα από ό,τι τα άλλα ζώα, προσβάλλονται συνήθως τα οστά των γνάθων και άλλα οστά της κεφαλής, ενώ σπάνια προσβάλλονται τα μαλακά μόρια. Τα οστά της άνω και κάτω γνάθου παρουσιάζουν διόγκωση λόγω ίνωσης και οστεΐτιδας. Κατά την πορεία της νόσου μπορεί να εμφανισθούν συρίγγια, τα οποία πυορροούν. Με χειρουργική διάνοιξη εξέρχεται άοσμο κίτρινο πύο, μέσα στο οποίο μπορεί να υπάρχουν μικρά κοκκία.

Στο χοίρο ο A. bovis προσβάλλει τους μαστούς. Παρουσιάζονται μικρά αποστήματα σε έναν ή περισσότερους μαστούς με πηχτό κίτρινο άοσμο πύο. Τα αποστήματα περιβάλλονται από πλατιά ζώνησυνδετικού ιστού. Αποστήματα μπορεί να εμφανιστούν και στο κοιλιακό τρίχωμα.

Στον ίππο ο A. bovis μαζί με τη βρουκέλλα προκαλεί τα συρίγγια της ακρωμίας. Σπάνια ο ακτινομύκητας προκαλεί αποστήματα με συρίγγια στην υπογνάθια χώρα και στο φάρυγγα.

Για τη διάγνωση της νόσου γίνεται λήψη πύου από τα συρίγγια, το οποίο αναμιγνύεται με φυσιολογικό ορό μέσα σε ένα δισκίο Petri, όπου διακρίνονται τα κίτρινα κοκκία. Μερικά κοκκία συνθλίβονται πάνω σε μια αντικειμενοφόρο πλάκα, γίνεται επίχρισμα και χρώση κατά Gram. Ο A. bovis εμφανίζεται με τη μορφή διακλαδούμενων νηματίων, ράβδων και κόκκων θετικών κατά Gram.

Η θεραπεία στα βοοειδή γίνεται με απόξεση του οστού που έχει προσβληθεί. Στην κοιλότητα που θα σχηματισθεί μετά την απόξεση τοποθετείται γάζα εμποτισμένη με στρεπτομυκίνη ή βάμμα ιωδίου. Γύρω από την πάσχουσα περιοχή γίνονται ενέσεις στρεπτομυκίνης, 5g ημερησίως για 5-10 ημέρες. Στο χοίρο εφαρμόζεται χειρουργική εξαίρεση των μαστών, που πάσχουν ή των αποστημάτων της κοιλιακής χώρας και μετά την επούλωση των χειρουργικών τραυμάτων το ζώο αξιοποιείται ως σφάγιο. Στον ίππο γίνεται πλύση του συριγγίου της ακρωμίας με ιωδιούχα διαλύματα ή διάλυμα υπερμαγγανικού καλίου και τοποθέτηση γάζας κατά μήκος του συριγγίου για παροχέτευση. Η θεραπεία αυτή επαναλαμβάνεται κάθε 2-4 ημέρες ως την πλήρη επούλωση του συριγγίου.

Βιβλιογραφία

  1. "Υγιεινή και στοιχεία παθολογίας των αγροτικών ζώων" Αποστόλου Μ. Ζαφράκα






Κολιβακίλλωση χοίρων

Η κολιβακίλλωση [1] των χοιριδίων είναι νόσος που εμφανίζεται με διάφορες μορφές, οι οποίες κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες. Τη σηψαιμική, που προσβάλλει τα νεογέννητα χοιρίδια μέχρι και την τέταρτη ημέρα μετά τον τοκετό, τη διαρροϊκή, που προσβάλλει τα νεογέννητα μέσα στις πρώτες δυο εβδομάδες, τα θηλάζοντα 3 εβδομάδων και τα απογαλακτιζόμενα και τέλος το οίδημα που προσβάλλει επίσης τα απογαλακτιζόμενα.

Η αιτιολογία και η παθογένεια της νόσου είναι περίπου όπως και στην αντίστοιχη νόσο των μόσχων. Τα συμπτώματα είανι ανάλογα με τη μορφή της νόσου, όπως αναφέρεται παραπάνω. Η διάγνωση της νόσου στηρίζεται στα συμπτώματα, τις παθολογοανατομικές αλλοιώσεις και την επιζωοτιολογική εικόνα. Πρέπει αν γίνεται διαφορική διάγνωση από άλλες σηψαιμικές παθήσεις και διάρροιες των χοιριδίων διαφορετικής αιτιολογίας. Η θεραπεία γίνεται με τη χορήγηση αντιβιοτικών και σουλφοναμιδών, όπως και στους μόσχους.

Η πρόληψη έχει μεγάλη σημασία. Χορηγούνται προληπτικώς αντιβιοτικά κατά τις κρίσιμες περιόδους της ζωής των χοιριδίων, όπως κατά τον απογαλακτισμό. Εμβολιασμός εφαρμόζεται στις έγκυες χοιρομητέρες 6 και 3 εβδομάδες πριν από τον τοκετό.




Βιβλιογραφία

  1. "Υγιεινή και στοιχεία παθολογίας των αγροτικών ζώων" Αποστόλου Μ. Ζαφράκα