Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Βελτίωση ποικιλιών καρποφόρων δένδρων με τη μέθοδο της επιλογής"

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
μ (Ο P chasapis μετακίνησε τη σελίδα Βελτίωση ποικιλιών καρποφόρων δένδρων με την μέθοδο της επιλογής στη [[Βελτίωση ποικιλιών καρποφόρων δένδ...)
 
(Καμία διαφορά)

Τελευταία αναθεώρηση της 11:28, 2 Σεπτεμβρίου 2016

Η βελτίωση των ποικιλιών των καρποφόρων δένδρων με επιλογή ξεκίνησε κατά τους προϊστορικούς χρόνους. Χρησιμοποιήθηκαν δυο είδη επιλογής:

  • Η συλλογή άγριων φαγώσιμων ειδών και η διάδοση των καλύτερων απ' αυτά στην καλλιέργεια
  • Και η συλλογή μη φαγώσιμων ή σχεδόν μη φαγώσιμων τύπων που βελτιώθηκαν επί αιώνες δια της επιλογής ατόμων με μεγαλύτερο μέγεθος καρπού και καλύτερης ποιότητας.

Στον πρώτο τύπο επιλογής κατατάσσονται ή άμπελος, η δαμασκηνιά και η καρυδιά, ενώ στον δεύτερο η μηλιά και αχλαδιά.

Η επιλογή καλύτερων ποικιλιών συνεχίστηκε επί αιώνες, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ασία. Η πρόοδος ήταν βραδεία, γιατί η επιστήμη της γενετικής και ακόμα οι πρώτες γνώσεις του υβριδισμού ήταν άγνωστα. Μερικές εργασίες σταυρεπικονιάσεως διεξήχθηκαν κατά το 18ο αιώνα, αλλά μόνο μετά την επανακάλυψη της εργασίας του Mendel το 1900 η γενετική και ο υβριδισμός έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη βελτίωση των καλλιεργούμενων φυτών. Ο Mendel έδειξε, ότι ο σπόρος περιείχε ευδιάκριτες μονάδες κληρονομικότητας από αμφότερους τους γονείς. Τα αντικείμενα των αρχικών προγραμμάτων υβριδισμού ήταν ποικίλα, αλλά συχνά προσδιορίζονταν από ένα ή περισσότερους περιοριστικούς παράγοντες, κλειδιά, για καλλιέργεια κάποιου είδους φυτού σε μια συγκεκριμένη περιοχή.

Μερικά προγράμματα επιδίωκαν ανθεκτικότητα στο ψύχος και άλλα προσαρμοστικότητα σε ζεστούς χειμώνες. Άλλα επικεντρώνονταν στο χρόνο ωρίμασης, συντήρησης ή ανθεκτικότητας στα έντομα και τις ασθένειες. Γόνοι σήμερα είναι γνωστοί για πολλά ειδικά χαρακτηριστικά, διευκολύνοντες έτσι την καλύτερη δυνατή επιλογή των γονέων, για τη δημιουργία ενός νέου επιθυμητού κλώνου. Ωστόσο, πολλά χαρακτηριστικά βρίσκονται υπό τον έλεγχο πολλών γόνων, αυξάνοντας έτσι την περιπλοκότητα και το χρόνο που απαιτείται να επιτύχεις τον επιθυμητό συνδυασμό γόνων. Ανεξάρτητα από τη μεγάλη πρόοδο στη βελτίωση, σε πολλά οπωροφόρα δένδρα με μεγάλη παραγωγική διάρκεια ζωής, όπως είναι η μηλιά και η αχλαδιά, πολλές από τις παλαιές ποικιλίες, που επιλέχθηκαν ως τυχαία σπορόφυτα παραμένουν.

Οι πιο πολλές από τις σύγχρονες καλλιεργούμενες ποικιλίες, με μικρή παραγωγική διάρκεια ζωής, όπως είναι οι ποικιλίες της ροδακινιάς, προέρχονται από πρόσφατα βελτιωτικά προγράμματα. Η φράουλα της οποίας η παραγωγική ζωή διαρκεί από 1 εως 4 χρόνια, περιλαμβάνει εξολοκλήρου ποικιλίες, που προήλθαν από μοντέρνα βελτιωτικά προγράμματα. Η σχέση τους είναι προφανής. Αν μια φυτεία παραμένει παραγωγική για 50 ή περισσότερα χρόνια, το κίνητρο είναι μικρό να την εκριζώσεις και να την ανανεώσεις, αλλά αν η φυτεία πρέπει να ανανεωθεί (π.χ. φράουλα), γιατί να μην αντικατασταθεί με καλύτερες νέες ποικιλίες.[1]

Βιβλιογραφία

  1. Γενική Δενδροκομία, του Καθηγητή Δενδροκομίας Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνου Α. Ποντίκη, 1997