Βλαστοί

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ένα δένδρο συνίσταται από δυο τμήματα: το επίγειο τμήμα, το οποίο αποτελείται από τον κορμό και τους κλάδους με τα βλαστικά και αναπαραγωγικά όργανα τους και το υπόγειο τμήμα ή ριζικό σύστημα. Το καθένα απ' αυτά αναπτύσσεται σε διαφορετικό περιβάλλον και εκτελεί διαφορετικές λειτουργίες. Οι κλάδοι σχηματίζουν το βασικό σκελετό του δένδρου, που φέρει βλαστούς, φύλλα, άνθη και καρπούς. Το νερό, τα διαλυτά ανόργανα στοιχεία και κάποιες οργανικές ουσίες μεταφέρονται ανοδικά δια των στοιχείων του ξύλου μέχρι τα επάκρια μέρη της κόμης, ενώ τα προϊόντα της φωτοσύνθεσης, που παρασκευάζονται στα φύλλα, διακινούνται καθοδικά δια των στοιχείων του ηθμού στις ρίζες. Οι ρίζες στηρίζουν το δένδρο στο έδαφος απ' το οποίο απορροφούν νερό και ανόργανα στοιχεία. Τα απορροφούμενα αυτά ανόργανα στοιχεία και μερικά οργανικά συστατικά, όπως τα αμινοξέα και οι ορμόνες, που συντίθενται στις ριζικές κορυφές, οδεύουν στα στοιχεία του ξύλου και διακινούνται ανοδικά με τη διαπνευστική ροή. Στα κύτταρα των ξυλωδών ακτίνων και του φλοιώδους παρεγχύματος του ξύλου και του φλοιού αποθηκεύονται τα τροφικά αποθέματα, των οποίων το μεγαλύτερο μέρος χρησιμοποιείται για την αύξηση των βλαστών την άνοιξη. Το αυτοφυόμενο δένδρο έχει βλαστικό και ριζικό σύστημα γενετικά παρόμοιο, γιατί το φυτό προέρχεται από σπόρο ή ριζική παραφυάδα. Τα φυτά που προέρχονται από σπόρους, δείχνουν να είναι όμοια, αλλά γενετικά διαφέρουν. Ομοίως, καρποφόρα δένδρα παραγόμενα από σπόρους που συλλέχθηκαν από το ίδιο δένδρο, είναι πιθανό να είναι απολύτως διαφορετικά μεταξύ τους, γιατί ως ετερωζυγωτά, δεν αναπαράγονται πιστά. Συνεπώς, κατά την εγκατάσταση ενός οπωρώνα κάποιας επιθυμητής ποικιλίας (καλλιεργούμενη ποικιλία), τα εμβόλια της (μικρά τμήματα εμβολιοφόρων βλαστών) συνήθως εμβολιάζονται επί υποκειμένων. Τα υποκείμενα αυτά μπορεί να δημιουργήθηκαν εγγενώς με σπόρους και να διαφέρουν γενετικά μεταξύ τους, ή να δημιουργήθηκαν αγενώς με μοσχεύματα, ή καταβολάδες, οπότε αυτά γενετικά είναι παρόμοια. Ανεξάρτητα, αν το υποκείμενο παράγεται εγγενώς ή αγενώς, η κόμη του δένδρου, που προέρχεται από εμβολιασμό, γενετικά θα διαφέρει απ' το υποκείμενο. Όταν αναφερόμαστε σε εμβολιασμένο δένδρο, εννοούμε ένα δισυπόστατο δένδρο, που προήλε από συνδυασμό εμβολίου / υποκειμένου, π.χ. Golden Delicious/M26, ή Cardinal/GF677. Η αγενής αναπαραγωγή μιας σειράς φυτών από ένα και μόνο μητρικό φυτό (κλώνος), για να διατηρήσουμε τα επιθυμητά χαρακτηριστικά τους, καλείται κλωνική αναπαραγωγή. Ο εμβολιασμός δεν είναι απαραίτητος, όταν οι ποικιλίες, που συνιστούν το εμβόλιο πολλαπλασιάζονται αγενώς με μοσχεύματα ή με καταβολάδες. Σ' αυτές τις περιπτώσεις η κόμη και το ριζικό σύστημα είναι γενετικά παρόμοια. Βασικά, ο σκελετός του επίγειου τμήματος ενός καρποφόρου δένδρου αποτελείται από όργανα πλήρως διαφοροποιημένα (κορμός, κλάδοι) και μη διαφοροποιημένα (βλαστοί). Οι βλαστοί προέρχονται απ' τους βλαστοφόρους ή ξυλοφόρους οφθαλμούς και διαφοροποιούμενοι, αφού συμπληρώσουν ηλικία ενός έτους, γίνονται κλάδοι. Οι κλάδοι συνδέονται με τον κορμό, ο οποίος στην περιοχή του λαιμού συνδέεται με το ριζικό σύστημα. Κορμός είναι το τμήμα του βλαστικού άξονα (στελέχους) μεταξύ του λαιμού και του σημείου εκπτύξεως των πρώτων κλάδων (βραχιόνων), ενώ λαιμός το σημείο που συνδέει τον κορμό με το ριζικό σύστημα. Τα καρποφόρα δένδρα ανάλογα με το μήκος του κορμού τους, κατατάσσονται σε μακρόκορμα, βραχύκορμα και μεσόκορμα. Το ύψος του κορμού το καθορίζουν οι συνθήκες του φυσικού περιβάλλοντος (παγετός, άνεμοι), ο τρόπος συγκομιδής (μηχανικά, με το χέρι) και τα μέσα εδαφοκατεργασίας (χειροκίνητα, μηχανοκίνητα, ζωοκίνητα). Η παρουσία ενός ή περισσότερων κορμών, χαρακτηρίζει το φυτό δένδρο ή θάμνο, αντίστοιχα, και πιο συγκεκριμένα ως δένδρο χαρακτηρίζεται το ξυλώδες, πολυετές, μεγάλης αναπτύξεως, μονοστέλεχο (μονόκορμο), φυλλοβόλο ή αειθαλές φυτό, ενώ ως θάμνος το ξυλώδες, πολυετές, χαμηλής αναπτύξεως, πολυστέλεχο (πολύκορμο), φυλλοβόλο ή αειθαλές φυτό.


[1]


Βιβλιογραφία

  1. Γενική Δενδροκομία, του Καθηγητή Δενδροκομίας Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνου Α. Ποντίκη, 1997.