Βοτανικά χαρακτηριστικά μελιτζάνας

Από GAIApedia
Αναθεώρηση της 10:12, 9 Ιουλίου 2015 υπό τον P chasapis (Συζήτηση | συνεισφορές)

(διαφορά) ←Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεώτερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Οι βλαστοί στην αρχή της εμφάνισής τους, είναι τρυφεροί ποώδεις και με την πάροδο του χρόνου γίνονται ξυλώδεις, αλλά είναι εύθραυστοι, γι’ αυτό χρειάζεται κάποια στήριξη του φυτού. Τα φύλλα είναι μεγάλα, σαρκώδη, ελλειψοειδή, ακέραια, φέρουν τρίχες και χνούδι, είναι βαθυπράσινα και αρκετές φορές πάνω στις νευρώσεις φέρουν άκανθες. Τα φύλλα είναι εναλλασσόμενα επί των βλαστών και έχουν κοντό μίσχο που μερικές φορές φέρει και άκανθες. Η ρίζα αναπτύσσεται σε ενδιάμεσο βάθος 60 - 120cm. Έχει κεντρική ρίζα που αντικαθίσταται από πολλές πλευρικές αν τραυματιστεί κατά τη μεταφύτευση. Οι πλευρικές ρίζες απλώνονται σε σχετικά μικρό βάθος. Τα άνθη εμφανίζονται μονήρη ή σε ταξιανθίες, 2-3 μαζί πάνω στους βλαστούς, είναι μεγάλα με ιώδη χρώμα. Στις πρώιμες ποικιλίες τα άνθη εμφανίζονται με την εμφάνιση του έκτου πραγματικού φύλλου, ενώ στις πολύ όψιμες μετά το 14ο πραγματικό φύλλο. Η στεφάνη είναι συμπέταλη ιώδους χρώματος με 5 ή περισσότερα πέταλα. Στο κάτω μέρος του κάθε πετάλου είναι κολλημένος ένας στήμονας. Οι στήμονες που δεν είναι κολλημένοι στη βάση μεταξύ τους αλλά απλώς ενωμένοι με τα πέταλα, δημιουργούν ένα κώνο γύρω από τον στύλο, που είναι συνήθως πιο μακρύς από τους στήμονες, αλλά μπορεί να είναι και μικρότερος. Οι στήμονες φέρουν ανθήρες από τους οποίους η γύρη εξέρχεται κατά την ωρίμανση από τρύπες που ανοίγουν στην κορυφή τους. Στη μελιτζάνα παρουσιάζεται έντονα το φαινόμενο της ετεροστυλίας. Ανάλογα με το μήκος του στύλου σε σχέση με τον κώνο των ανθήρων, τα άνθη της διακρίνονται σε 4 κατηγορίες:

  • Μακρόστυλα άνθη: ο στύλος είναι αρκετά μακρύς (1 - 1,3cm) και το στίγμα προεξέχει του κώνου των ανθήρων.
  • Μεσαία – μακρόστυλα άνθη: ο στύλος είναι μακρύς (0,8 - 1cm), αλλά ίσος σε μήκος με αυτό του κώνου των ανθήρων και επομένως το στίγμα δεν προεξέχει.
  • Ψευδοκοντόστυλα άνθη: ο στύλος έχει μήκος περίπου 0,5 - 0,7cm και είναι μικρότερος σε μήκος από το μήκος του κώνου των ανθήρων και κατά συνέπεια, το στίγμα είναι σε χαμηλότερο σημείο από την θέση των ανθήρων.
  • Πραγματικά κοντόστυλα άνθη: ο στύλος έχει μήκος 0,1 - 0,3cm είναι δηλαδή πολύ μικρός και επίσης η ωοθήκη του άνθους αυτού είναι συνήθως μικρή.

Ο κάλυκας είναι σαρκώδης, τριχωτός, ακανθώδης που αναπτύσσεται μαζί με τον καρπό και έχει 5 ή περισσότερα σέπαλα. Ο ποδίσκος είναι αρκετά ανεπτυγμένος, σαρκώδης, ξυλώδης, που κατά την άνθιση κυρτώνεται προς τα κάτω. Τα άνθη αυτογονιμοποιούνται και σε πολύ μικρό ποσοστό σταυρογονιμοποιούνται με έντομα. Έτσι η κύρτωση του ποδίσκου, οπότε και του άνθους, προς τα κάτω διευκολύνει την αυτογονιμοποίηση. Η ωρίμανση των ανθήρων γίνεται ταυτόχρονα με την ωρίμανση του στίγματος κατά το άνοιγμα του άνθους που συμβαίνει κατά τις πρωινές ώρες. Το άνθος παραμένει ανοικτό για 2- 3 ημέρες. Όταν γίνει γονιμοποίηση, η στεφάνη και οι στήμονες μαραίνονται. Τα άνθη μπορεί να αναπτυχθούν σε καρπούς και παρθενοκαρπικά, χωρίς γονιμοποίηση. Ο καρπός είναι ράγα διαφόρων σχημάτων, σφαιροειδής, απιοειδής, ωοειδής, επιμήκης, κυλινδρικός. Ποικιλίες που έχουν προέλευση από την Ασία παράγουν περισσότερους καρπούς οι οποίοι είναι λεπτοί στη διάμετρο (4 – 5cm) και επιμήκης (15 – 30cm). Το χρώμα επίσης ποικίλει από βαθύ μέχρι ανοιχτό ιώδες στις πιο δημοφιλείς καλλιεργούμενες σήμερα ποικιλίες, αλλά μερικές έχουν άσπρο ή και πράσινο χρώμα. Το χρώμα μπορεί να είναι ομοιογενές ή με ραβδώσεις ανοιχτού και βαθέως χρώματος. Το ιώδες χρώμα οφείλεται σε ανθοκυανίνες που υπάρχουν κάτω από την λεία και γυαλιστερή επιδερμίδα. Η σάρκα είναι λευκή, συμπαγής και περιέχει πολυάριθμα σπέρματα τα οποία είναι πλατιά, πεπιεσμένα, δισκοειδή με λεία επιφάνεια και υποκίτρινο χρώμα. Ο καρπός της μελιτζάνας αποτελείται κατά κύριο μέρος, από νερό 92,5%, υδατάνθρακες 5,6%, πρωτεΐνες 1,2% και λίπη 0,2%. Επίσης είναι μια πολύ καλή πηγή βιταμινών Α, Β1,Β2,C καθώς και Ca.[1]

Βιβλιογραφία

  1. Η τεχνική της καλλιέργειας των κηπευτικών στα θερμοκήπια, του Χρήστου Ολύμπιου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 2001.