Γκουάβα φυτό

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Γενικά στοιχεία

Δέντρο Γκουάβα

Η γκουάβα κατάγεται από την τροπική Αμερική και καλλιεργείται ευρέως στην Ινδία, Χαβάη και Φλόριδα των ΗΠΑ, Νότια Αφρική, Βραζιλία, Αϊτή, Κούβα, Γουϊάνα, Φιλιππίνες και τη Νέα Ζηλανδία. Στην Ελλάδα καλλιεργείται σε περιορισμένη έκταση. Ο καρπός της τρώγεται ως νωπός, αλλά χρησιμοποιείται και για την παρασκευή μαρμελάδας, ζελέ, χυμού και άλλων παρόμοιων προϊόντων. Είναι πλούσιος σε βιταμίνη C της οποίας η περιεκτικότητα κυμαίνεται από 10-2000mg/100gr καρπού, ανάλογα με την ποικιλία, τις περιβαλλοντικές συνθήκες και την καλλιεργητική τεχνική.[1]

Βοτανικά χαρακτηριστικά

Η γκουάβα ανήκει στην οικογένεια Myrtaceae και το επιστημονικό της όνομα είναι Psidium guajava L. Είναι δέντρο αειθαλές, μικρού μεγέθους και επιπολαιόριζο. Συχνά σχηματίζει παραφυάδες στη βάση του κορμού. Τα φύλλα (μήκους 10-15cm) είναι αντίθετα, ωοειδή, μαλακά και ανοικτοπράσινου χρωματισμού. Τα άνθη είναι ερμαφρόδιτα (διαμέτρου 2.5 cm), φέρονται σε τρέχουσα βλάστηση ανά ένα ή υπό μορφή ταξιανθίας (2 ή 3) και έχουν πολλούς στήμονες. Ο καρπός είναι ράγα, με σχήμα σφαιρικό ή αχλαδόμορφο. Ο φλοιός έχει χρώμα πρασινοκίτρινο. Η σάρκα είναι μαλακή, χρώματος λευκού ή κίτρινου, ή ρόζ, ή κόκκινου, ή σωμόν, γλυκιά ή υπόξινη, αρωματική και με πολλούς μικρούς κιτρινωπούς σπόρους.[1]

Κλιματικές συνθήκες

Η γκουάβα ανέχεται μια ευρεία ποικιλία κλιμάτων, που δεν σημειώνονται παγετοί. Ως κατάλληλη θερμοκρασία θεωρείται εκείνη που βρίσκεται μεταξύ 230C-280C. Σε θερμοκρασίες κάτω από 80C υφίσταται σοβαρές ζημιές. Η βροχόπτωση πρέπει να κυμαίνεται από 1000 - 2000mm το χρόνο, ομοιόμορφα κατανεμημένη καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου.[1]

Εδαφικές συνθήκες

Η γκουάβα αναπτύσσεται και καρποφορεί ικανοποιητικά σε ευρεία ποικιλία εδαφών, από τα αμμώδη μέχρι αργιλώδη. Θεωρείται αρκετά ανεκτική στα αλατούχα εδάφη. Το pH του εδάφους πρέπει να είναι από 4.5-8.2. Σε καλά εδάφη και με τη σωστή καλλιεργητική φροντίδα τα δέντρα μπαίνουν νωρίς σε καρποφορία και είναι πολύ παραγωγικά. Τα εδάφη πρέπει να αποστραγγίζουν καλά.[1]

Επικονίαση - Γονιμοποίηση

Πολλές ποικιλίες της γκουάβας είναι αυτογόνιμες, αλλά υπάρχουν και κάποιες που είναι αυτόστειρες. Η αυτοστειρότητα των ποικιλιών, για την εξασφάλιση ικανοποιητικής παραγωγής, αντιμετωπίζεται με την συγκαλλιέργεια δυό ή τριών ποικιλιών, που να συνανθούν, και να είναι και συμβιβαστές. Η μεταφορά της γύρης γίνεται με τα έντομα και ιδιαίτερα με τις μέλισσες.[1]

Πολλαπλασιασμός

Οι ποικιλίες της γκουάβα, των οποίων οι καρποί προορίζονται για βιομηχανική επεξεργασία, πολλαπλασιάζονται με σπόρο, γιατί το 70% των σποροφύτων διατηρούν τα γενικά χαρακτηριστικά του μητρικού φυτού. Οι φρέσκοι σπόροι φυτρώνουν σε ποσοστό 90%, σε χρονικό διάστημα 2 εβδομάδων, όταν στρωματωθούν σε απολυμασμένο υπόστρωμα με θερμοκρασία 300C. Οι σπόροι διατηρούν τη βλαστικότητα τους για ένα χρόνο στους 80C υπό χαμηλή σχετική υγρασία. Τα σπορόφυτα είναι έτοιμα για μεταφύτευση μετά από 6 μήνες, όταν έχουν ύψος 30cm περίπου. Οι δε ποικιλίες, των οποίων οι καρποί προορίζονται για επιτραπέζια χρήση, πολλαπλασιάζονται αγενώς με εμβολιασμό (εγκεντρισμός, ενοφθαλμισμός) των επιθυμητών ποικιλιών επί σποροφύτων υποκειμένων ή με φυλλοφόρα μοσχεύματα βλαστών ή μοσχεύματα ριζών ή και μεριστωματικά.[1]

Ποικιλίες

Οι ποικιλίες της γκουάβα είναι διπλοειδείς (2n=22), αλλά υπάρχουν και τριπλοειδείς (3n=33), που παράγουν άσπερμους καρπούς. Οι σπουδαιότερες καλλιεργούμενες ποικιλίες είναι οι Banaras, Chittidar, Vietnamese Pear, Smooth Green, Alahabad, Nagpur Seedless, Safeda, Supreme, Red Indian και Ruby.[1]

Ασθένειες

Rust Puccinia psidii Τα συμτπώματα είναι πορτοκαλί πρός κόκκινο των φλυκταινών που περιλαμβάνονται στα φύλλα, στους νέους βλαστούς άνθη και φρούτα, τα φύλλα παραμορφωμένα, η φυλλόπτωση του δέντρου, μειωμένη ανάπτυξη, κυκλικά τραύματα σε πλήρως διευρυμένα φύλλα με σκούρα σύνορα και κίτρινα φωτοστέφανα. Η αιτία είναι μύκητας fungus. Η εμφάνιση της ασθένειας ευνοείται από θερμές θερμοκρασίες και υψηλή υγρασία. Η κύρια μέθοδος ελέγχου της ασθένειας είναι συνήθως η εφαρμογή κατάλληλων μυκητοκτόνων, πολιτιστικές πρακτικές που μπορούν να μειώσουν τη συχνότητα της ασθένειας στην οποία περιλαμβάνονται οι καλές πρακτικές υγιεινής και επαρκής λίπανση, άρδευση και κλάδεμα των δέντρων. Anthracnose Colletotrichum gloeosporoides Τα συμπτώματα είναι Χαμηλωμένο, σκούρο χρώμα αλλοιώσεις σε ώριμο καρπό που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο σε ρόζ σπόρια, οι αλλοιώσεις συσσωματώνονται σχηματίζοντας μεγάλες νεκρωτικές επιδιορθώσεις στην επιφάνεια των φρούτων. Η αιτία είναι o μύκητας fungus. Η εμφάνιση της ασθένειας ευνοείται με ζεστό και υγρό καιρό, και διαδίδεται εύκολα όταν βρέχει με εκτίναξη νερού. Η κύρια μέθοδος ελέγχου της ασθένειας είναι το ανθεκτικό φυτό guava cultivars τόσο συστημικών και μη συστημικών μυκητοκτόνων είναι αποτελεσματικό στον έλεγχο της ασθένειας και συνήθως εφαρμόζεται λίγο πριν την ανθοφορία και κατά τη διάρκεια ανάπτυξης των καρπών. Pseudocercospora leaf spot Pseudocercospora psidii Τα συμπτώματα είναι το μικρό ακανόνιστο σχήμα, ή σχεδόν κυκλικό σκούρο καφέ. Αλλοιώσεις με πιο σκούρο καφέ σύνορο στην επάνω επιφάνεια των φύλλων. Τραύματα μπορούν επίσης να παρουσιαστούν με μίσχους και καρπό, κατώ από συνθήκες υγρασίας. Οι μύκητες μπορούν να παράγουν σπόρους και γκρί τούφες του φουλαρίου το οποίο μπορεί να είναι ορατό στο κέντρο των τραυμάτων. Αλλοιώσεις ενδέχεται να συσσωματώνονται σχηματίζοντας μεγάλες νεκρωτικές ενημερώσεις. Η αιτία είναι ο μύκητας Fungus. Η Μόλυνση των φύλλων γίνεται κατά τις υγρές συνθήκες, όταν οι θερμοκρασίες είναι μεταξύ 1300C και 2500C (55-77F). Η ασθένεια μπορεί να εξαπλωθεί από σταγονίδια νερού. Σε περιοχές όπου οι περιβαλλοντικές συνθήκες είναι ευνοϊκές για την ανάπτυξη της ασθένειας χημικού ελέγχου χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα μυκητοκτόνα είναι αναγκαία για τον έλεγχο της ασθένειας και περιέχουν τον μυκητοκτόνο χαλκό που είναι πιο αποτελεσματικός.[2]

Εχθροί

Τα είδη του γένους Psidium χρησιμοποιούνται ως τροφή από ορισμένα Λεπιδόπτερα, όπως την Erinnyis ello, Eupseudosoma aberrans, Snowy Eupseudosoma (E. involutum) και Hypercompe icasia. Τα είδη της μηλογκουάβας προσβάλλονται από ζιζάνια αλλά και από το βακτήριο Erwinia psidii. Erwinia psidii είναι ένα Gram αρνητικό βακτήριο, φυτοπαθογόνο της Κοινής γκουάβας (Psidium guajava) προκαλώντας σήψη σε υποκαταστήματα, άνθη και καρπούς. Πρόσφατα αποδείχθηκε ότι το είδος αυτό παράγει δυο ακυλιώμενους άνθρακες homoserine λακτόνες (S)-(-)-N-hexanoyl- and N-heptanoyl-homoserine lactone, αναγνωρίζεται ευρέως ως βακτηριακή απαρτία σηματοδοσίας ανίχνευσης ουσιών και απασχολήθηκε σε βακτηριακό κύτταρο με κύτταρο σύστημα επικοινωνίας. Dacus dorsalis είναι ένα μείζον παράσιτο της γκουάβα επίσης κατέκτησε το βερίκοκο, sapota, brinjal πιπεριών. Ο επιβλαβής αυτός οργανισμός βρέθηκε σε όλη την Ινδία. Φύση της ζημιάς τόσο σε ενήλικες και σκώληκες που προκαλούν αλλοιώσεις στους καρπούς. Οι σκώληκες για δολώματα καταστρέφουν τον πολτό του καρπού που με την σειρά του καθίσταται να αποχρωματίσει και να παράγει απαίσια οσμή. Σάπιες καφέ κηλίδες εμφανίζονται στα επιτιθέμενα φρούτα τα οποία τελικά πέφτουν κάτω. Τροφοδοσίες ενηλίκων των εκκρίσεων από τα ώριμα φρούτα. Η παρακέντηση παράγεται από θηλυκό στην επιφάνεια των καρπών για ωοτοκία η οποία καθιστά τον τρόπο για τους μικροοργανισμούς για να εισέλθουν στο εσωτερικό του καρπού. Το έντομο είναι ανοιχτό καφέ με διαφανή φτερά και κίτρινο στα πόδια. Αυτή η μια μύγα του φρούτου είναι λίγο μεγαλύτερη από το σπίτι στο οποίο πετούν και το οποίο έχουν κατασκευάσει. Τα θηλυκά γεννημένα αυγά με το μαγικό δέρμα της ωρίμανσης των καρπών. Τα αυγά είναι τοποθετημένα κάτω από τη φλούδα των φρούτων. Οι ενήλικες μύγες που προήλθαν κατά τον μήνα Απρίλιο ξεκινούν να γεννιούνται τα αυγά. Η διαδικασία του αυγού ξαπλωμένου συνεχίζεται για τέσσερις μήνες περίπου δηλαδή μέχρι τον Ιούλιο. Τα αυγά γεννιούνται σε συστάδες των 2-15 στα κεντρικά φρούτα. Κατά την διάρκεια των ενήλικων ζεύγων των τεσσάρων μηνών το θηλυκό γεννά από 600 έως 800 αυγά. Οι σκώληκες για τα δολώματα που προκύπτουν από τα εν λόγω αυγά, ως διατροφή έχουν τον ώριμο πολτό του φρούτου. Η ζωή των προνύμφων διαρκεί 6-44 ημέρες. Ο ώριμος σκώληκας βγαίνει από τα φρούτα και προκαλεί πτώση του καρπού στο έδαφος με την μορφή pupa. Εχθροί των φυτών είναι επίσης πολλά θηλαστικά και πτηνά. Στο γεγονός αυτό οφείλεται και η διάδοση του φυτού, καθώς τα ζώα συνήθως τρώνε τον καρπό και σκορπούν στη γη τους σπόρους με τις κουτσουλιές τους.


Σχετικές σελίδες

Βιβλιογραφία

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 Ειδική δενδροκομία Τόμος V "Τροπικά φυτά", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.