Διάρκεια και κληρονομικότητα της περιόδου νεανικότητας

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η διάρκεια της περιόδου νεανικότητας διαφέρει μεταξύ και εντός των ειδών, τούτου εξαρτωμένου απ' το γονότυπο του κλώνου. Είναι ένα κληρονομικό χαρακτηριστικό, το οποίο οι βελτιωτές μηλιάς πιστεύουν ότι κληρονομείται μέσω του κυτταροπλάσματος του ωαρίου (κυτταροπλασματική κληρονομικότητα).

Δηλαδή, αν ένα υβρίδιο δημιουργηθεί μεταξύ ενός μητρικού φυτού, που έχει μια βραχεία νεανική περίοδο και ενός γυρεοδότη γονέα με μια μακρά νεανική περίοδο, οι απόγονοι ως επί το πλείστον θα έχουν βραχεία νεανική περίοδο όπως ο μητρικός γονέας.

O Wellington παρατήρησε ότι, απόγονοι σπορόφυτων, που προήλθαν από γονεϊκές ποικιλίες μηλιάς με μακρές περιόδους νεανικότητας, άργησαν επίσης να μπούν σε καρποφορία.

Εμβόλια, που ελήφθησαν απ' αυτούς τους σποροφυτικούς απογόνους και εμβολιάστηκαν επί υποκειμένων, χρειάστηκαν να περάσουν αρκετά έτη πριν σχηματίσουν άνθη. Ο εμβολιασμός επιβραχύνει τη νεανική περίοδο, ίσως με την προσωρινή πρόκληση χαρακώματος στην εμβολιαστική ένωση, αλλ' αυτό δεν υπερνικά το κληρονομικό νεανικό χαρακτηριστικό των σποροφύτων.

Τα σπορόφυτα, που εισέρχονται σε ανθοφορία σε νεαρή ηλικία λέγονται πρώιμα και το φαινόμενο καλείται πρωϊμότητα.

Ο Zimmerman διαπίστωσε ότι, τα φυτά που καλλιεργούνταν κάτω από συνεχή φωτισμό ήταν μεγαλύτερα σε μέγεθος και είχαν βραχύτερες περιόδους νεανικότητας, απ' ότι εκείνα που καλλιεργούνταν κάτω από φυσικές φωτοπεριόδους. Η περίοδος νεανικότητας επίσης επιβραχύνθηκε δια της προτροπής των φυτών να μπούν σε λήθαργο με στέρηση νερού κι έπειτα φορτσάροντας αυτά (παροχή νερού, λιπάσματος κ.λ.π.) για την επίτευξη επανειλημμένων κύκλων βλάστησης.

Μετά από κάποιο αριθμό κύκλων βλάστησης, τα φυτά αναπτύχθηκαν περισσότερο και άνθισαν νωρίτερα απ' εκείνα που δεν είχαν υποστεί την υδατική καταπόνηση. O Zimmerman, βασιζόμενος σ' αυτά τα πειραματικά δεδομένα, κατέληξε στο αξίωμα, ότι τα δένδρα πρέπει να αποκτήσουν κάποιο κρίσιμο ύψος ή ένα ελάχιστο αριθμό κόμβων ή να διέλθουν κάποιο αριθμό βλαστικών κύκλων πριν από το σχηματισμό ανθέων.

Τα νουκελλικά ή απομικτικά σπορόφυτα διέρχονται κανονικά από τη φάση της νεανικότητας όπως συμβαίνει και με τα ζυγωτικά σπορόφυτα. Σπανιότερα, ωστόσο οι εσπεριδοβελτιωτές έχουν παρατηρήσει άνθη σε νεοαναπτυσσόμενα σπορόφυτα που καλλιεργούνται κάτω απ' ένα συγκεκριμένο καθεστώς θερμοκρασίας.

Η περίοδος νεανικότητας έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους βελτιωτές και τους πολλαπλασιαστές, αλλά πολύ λίγο ενδιαφέρει τους παραγωγούς καρποφόρων δένδρων. Το μήκος της περιόδου νεανικότητας ποικίλλει από δυο έως τρία χρόνια για τα σπορόφυτα της αμυγδαλιάς και ροδακινιάς και από επτά έως δέκα χρόνια για τα σπορόφυτα της μηλιάς και αχλαδιάς.

Οι πολλαπλασιαστές φυτών (φυτωριούχοι) προτιμούν να διατηρούν χαρακτήρες νεανικότητας στις μητρικές φυτείες υποκείμενων, προκειμένου τα μοσχεύματα να ριζοβολούν εύκολα και με μικρό κόστος. Αυτό επιτυγχάνεται με τη μέθοδο πολλαπλασιασμού των φυτών με καταβολάδες δια συστάδος (προοδευτική κάλυψη του μητρικού φυτού με χώμα μέχρι εκεί που να καλύπτεται το 50% του ύψους του) και με αυστηρό κλάδεμα για την παραγωγή παραφυάδων και λαίμαργων.

Οι βελτιωτές καρποφόρων δένδρων προτιμούν να επιβραχύνουν την περίοδο νεανικότητας των υβριδίων απογόνων, για να μπορέσουν να τα αξιολογήσουν για την ποιότητα των καρπών τους, όσο γίνεται γρηγορότερα. Με τη συντόμευση του χρόνου παραγωγής, μπορεί να συγκεντρώσουν γενετικές πληροφορίες γρηγορότερα και να επισπεύσουν τη διάρκεια του ερευνητικού προγράμματος τους.

Το μήκος της περιόδου νεανικότητας δεν επηρεάζει τους φρουτοπαραγωγούς, γιατί όλα τα εμπορικής κλίμακας καλλιεργούμενα καρποφόρα δένδρα πολλαπλασιάζονται δι' εμβολιασμού ή με μοσχεύματα, ώριμων εμβολιοφόρων βλαστών.

Εξαρτώμενου από το είδος του καρποφόρου δένδρου, τα νεαρά δενδρύλλια, που παράλαμβάνονται από τα φυτώρια δεν παράγουν άνθη για δυο έως πέντε χρόνια μετά τη φύτευση. Το αυστηρό κλάδεμα κατά την περίοδο διαμορφώσεως της κόμης των δένδρων είναι μερικώς υπεύθυνο γι' αυτή την καθυστέρηση. Τα ενήλικα καρποφόρα δένδρα, τα οποία εμβολιάζονται, για αλλαγή των παλαιών ποικιλιών με νέες, χρειάζονται ομοίως μερικά χρόνια για να ανθοφορήσουν.

Ο Visser αναφέρεται σ' αυτή την περίοδο μετά τη φύτευση ή τον εμβολιασμό κατά τη διάρκεια της οποίας τα φυτά δεν ανθίζουν λόγω της βλαστικής φάσης, που αποτελεί προσωρινό στάδιο βλαστικής ανάπτυξης.

Τα καρποφόρα δένδρα πρέπει να διατηρούνται στη βλαστική φάση, κατά την περίοδο διαμορφώσεώς τους, όταν δηλαδή αναπτύσσεται ο σκελετός της κόμης τους. Πειραματικά η βλαστική φάση έχει παρακαμφθεί στις καρποφόρες καρυδιές και στα πυρηνόκαρπα, γιατί τ' ανθικά μέρη ή οι ανθοφόρες καταβολάδες απαντούν από το χειμώνα στα διάφορα μέρη των βλαστών τους.

Τα εμβόλια, που λαμβάνονται απ' αυτά τα μέρη θα προηγηθούν σ' ανθοφορία αν εμβολιαστούν πάνω σε κατάλληλα υποκείμενα.[1]


Βιβλιογραφία

  1. Γενική Δενδροκομία, του Καθηγητή Δενδροκομίας Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνου Α. Ποντίκη, 1997