Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ευδεμίδα της αμπέλου"

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
(Νέα σελίδα με 'Ενήλικο. Κατά τον Bovey (1966), το μέσο μήκος του είναι 6 και το άνοιγμα πτερύγων 11-13 mm, ενώ κατά του...')
 
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
 
Ενήλικο. Κατά τον Bovey (1966), το μέσο μήκος του είναι 6 και το άνοιγμα πτερύγων 11-13 mm, ενώ κατά τους Balachowsky and Mesnil (1935) σαφώς μεγαλύτερα. Οι πρόσθιες πτέρυγες είναι τεφροκίτρινες με χαρακτηριστικές σκοτεινές ή μαύρες κηλίδες και στίγματα. Το βασικό μέρος των πτερύγων αυτών είναι καστανοπράσινο. Από τη μέση της πρόσθιας παρυφής τους ξεκινά μια σκοτεινή εγκάρσια ζώνη, που στενεύει προς τα πίσω και τελικά κάμπτεται προς την κορυφή της πτέρυγας. Οι οπίσθιες πτέρυγες είναι τεφρές, ανοιχτότερες στο βασικό τους μέρος. Οι κνήμες είναι ανοιχτόχρωμες και έχουν μικρά αγκάθια στην άκρη.                  Αυγό.  Σε κάτοψη είναι σχεδόν κυκλικό, διαστάσεων  περίπου 0,65-0,8 x 0,6 mm. Στην αρχή είναι κίτρινο και αργότερα ανοιχτότεφρο ιριδίζον. Σε μεγέθυνση, η επιφάνειά του φαίνεται σχεδόν λεία.                                                                              Προνύμφη. Έχει τελικό μήκος 10-12mm. Η τελευταίου σταδίου είναι κιτρινοπράσινη, καστανοπράσινη, ή βαθυπράσινη τέφρη. Έχει κεφαλή κιτρινοπράσινη, πλάτους περίπου 0,9 mm, προθωρακική πλάκα καστανωπή και πυγαία πλάκα ανοιχτοκίτρινη. Η προνύμφη είναι ζωηρή και ευκίνητη.                            Νύμφη (pupa). Είναι σκοτεινοκάστανη, μήκους 4,7-6,7 mm στα θηλυκά και λίγο μικρότερου στα αρσενικά. Ο εδραίος κώνος καταλήγει σε επιφάνεια ριπιδοειδή με 4 νωτιαίες και 4 πλευρονωτιαίες λεπτές τρίχες. Το βομβύκιο είναι  λευκό.  
 
Ενήλικο. Κατά τον Bovey (1966), το μέσο μήκος του είναι 6 και το άνοιγμα πτερύγων 11-13 mm, ενώ κατά τους Balachowsky and Mesnil (1935) σαφώς μεγαλύτερα. Οι πρόσθιες πτέρυγες είναι τεφροκίτρινες με χαρακτηριστικές σκοτεινές ή μαύρες κηλίδες και στίγματα. Το βασικό μέρος των πτερύγων αυτών είναι καστανοπράσινο. Από τη μέση της πρόσθιας παρυφής τους ξεκινά μια σκοτεινή εγκάρσια ζώνη, που στενεύει προς τα πίσω και τελικά κάμπτεται προς την κορυφή της πτέρυγας. Οι οπίσθιες πτέρυγες είναι τεφρές, ανοιχτότερες στο βασικό τους μέρος. Οι κνήμες είναι ανοιχτόχρωμες και έχουν μικρά αγκάθια στην άκρη.                  Αυγό.  Σε κάτοψη είναι σχεδόν κυκλικό, διαστάσεων  περίπου 0,65-0,8 x 0,6 mm. Στην αρχή είναι κίτρινο και αργότερα ανοιχτότεφρο ιριδίζον. Σε μεγέθυνση, η επιφάνειά του φαίνεται σχεδόν λεία.                                                                              Προνύμφη. Έχει τελικό μήκος 10-12mm. Η τελευταίου σταδίου είναι κιτρινοπράσινη, καστανοπράσινη, ή βαθυπράσινη τέφρη. Έχει κεφαλή κιτρινοπράσινη, πλάτους περίπου 0,9 mm, προθωρακική πλάκα καστανωπή και πυγαία πλάκα ανοιχτοκίτρινη. Η προνύμφη είναι ζωηρή και ευκίνητη.                            Νύμφη (pupa). Είναι σκοτεινοκάστανη, μήκους 4,7-6,7 mm στα θηλυκά και λίγο μικρότερου στα αρσενικά. Ο εδραίος κώνος καταλήγει σε επιφάνεια ριπιδοειδή με 4 νωτιαίες και 4 πλευρονωτιαίες λεπτές τρίχες. Το βομβύκιο είναι  λευκό.  
Ξενιστές. Προσβάλλει κυρίως την ευρωπαϊκή [[αμπέλι|άμπελο]]. Μπορεί όμως η προνύμφη να αναπτυχθεί και σε ορισμένα φυτά άλλων οικογενειών, ώστε ο Bovey (1966) τη θεωρεί πολυφάγο έντομο. Στο ύπαιθρο, τα ενήλικα ωοτοκούν και οι προνύμφες της 1ης γενεάς αναπτύσσονται ικανοποιητικά και σε ανθοταξίες ελιάς, όταν τα ελαιόδεντρα βρίσκονται κοντά σε αμπελώνες. Στην περιοχή της Καβάλας, αυγά ευδεμίδας βρέθηκαν και σε νεαρούς καρπούς δαμασκηνιάς κοντά σε αμπελώνα (πληροφορία Μ. Σαββοπούλου-Σουλτάνη). Στην Ν. Ιταλία, διαπιστώθηκε προσβολή μικρού ποσοστού καρπών ακτινιδιάς σε φυτεία που ήταν κοντά σε αμπελώνα που είχε πρόσφατα ξεριζωθεί  (Moleas 1988). Όμως πιθανότατα, η ευδεμίδα δεν μπορεί να συμπληρώσει διαδοχικά και τις τρείς γενεές της στα ανωτέρω καρποφόρα, εκτός από την άμπελο.  
+
Ξενιστές. Προσβάλλει κυρίως την ευρωπαϊκή [[αμπέλι|άμπελο]]. Μπορεί όμως η προνύμφη να αναπτυχθεί και σε ορισμένα [[φυτό |φυτά]] άλλων οικογενειών, ώστε ο Bovey (1966) τη θεωρεί πολυφάγο έντομο. Στο ύπαιθρο, τα ενήλικα ωοτοκούν και οι προνύμφες της 1ης γενεάς αναπτύσσονται ικανοποιητικά και σε ανθοταξίες ελιάς, όταν τα ελαιόδεντρα βρίσκονται κοντά σε αμπελώνες. Στην περιοχή της Καβάλας, αυγά ευδεμίδας βρέθηκαν και σε νεαρούς καρπούς δαμασκηνιάς κοντά σε αμπελώνα (πληροφορία Μ. Σαββοπούλου-Σουλτάνη). Στην Ν. Ιταλία, διαπιστώθηκε προσβολή μικρού ποσοστού καρπών ακτινιδιάς σε φυτεία που ήταν κοντά σε αμπελώνα που είχε πρόσφατα ξεριζωθεί  (Moleas 1988). Όμως πιθανότατα, η ευδεμίδα δεν μπορεί να συμπληρώσει διαδοχικά και τις τρείς γενεές της στα ανωτέρω καρποφόρα, εκτός από την άμπελο.  
 
Βιολογία-ζημιές.  Στην Ελλάδα έχει 3 γενεές, στις πλείστες περιοχές και 4 σε ορισμένες. Διαχειμάζει ως νύμφη, μέσα σε λευκό βομβύκιο, κάτω από ξερούς φλοιούς των πρέμνων, σε άλλα φυσικά καταφύγια πάνω ή κοντά στα φυτά-ξενιστές, ή στο έδαφος σε μικρό βάθος. Τα ενήλικα της γενεάς που διαχείμασε (συνήθως της 3ης) εμφανίζονται τον Απρίλιο και Μάϊο. Είναι δραστήρια το λυκόφως και έχουν πτήση τεθλασμένη. Αν την εποχή εκείνη οι ταξιανθίες της αμπέλου βρίσκονται σε έκπτυξη  ή έχουν εκπτυχθεί αλλά τα άνθη είναι ακόμα κλειστά, τα θηλυκά ωοτοκούν πάνω στα κλειστά άνθη, και κυρίως στους ποδίσκους και στα βράκτια. Αν οι ταξιανθίες δεν έχουν εκπτυχθεί, ο ωοτοκία γίνεται και πάνω σε νεαρά φύλλα ή στο φλοιό νεαρών βλαστών. Η πρώτη γενεά είναι κατά κανόνα ανθοφάγος. Η προνύμφη ανοίγει οπή και μπαίνει στο κλειστό άνθος του οποίου τρώει τους στήμονες και τον ύπερο. Στη συνέχεια προσβάλλει με τον ίδιο τρόπο και αλλά γειτονικά άνθη ώσπου να συμπληρώσει την ανάπτυξη της. Συνδέει τα άνθη που προσβάλλει και τα γειτονικά τους με μετάξινους ιστούς. Νυμφώνεται μέσα σε βομβύκιο, στην προσβεβλημένη ανθοταξία, ή κάτω από ξερούς φλοιούς του πρέμνου, ή σε άλλο καταφύγιο, ή ακόμα και στο έδαφος. Τα ενήλικα της 1ης αυτής γενεάς ωοτοκούν στις μικρές άγουρες ράγες, στους ποδίσκους, ή στους άξονες των βοτρύων. Οι προνύμφες της 2ης γενεάς, που είναι καρποφάγος όπως και η 3η, μπαίνουν στις άγουρες ράγες και καταστρέφουν τη μια μετά την άλλη, ώσπου να συμπληρώσουν την ανάπτυξη τους. Συχνά συνδέουν με νήματα τις ράγες που προσβάλλουν και συνήθως μπαίνουν στη ράγα σε σημεία επαφής της με γειτονική ράγα, φύλλο, ή βλαστό. Νυμφώνονται μέσα σε ράγες των οποίων κατανάλωσαν το μεσοκάρπιο ή κάτω από ξερούς φλοιούς ή άλλα καταφύγια. Τα ενήλικα της 2ης αυτής γενεάς ωοτοκούν επίσης στους βότρυς και οι προνύμφες προσβάλλουν τις ράγες που τότε έχουν το τελικό τους μέγεθος και αρχίζουν να ωριμάζουν ή είναι ήδη ώριμες. Όταν συμπληρώσουν την ανάπτυξη τους υφαίνουν το βομβύκιο διαχείμασης στις προφυλαγμένες θέσεις που αναφέραμε, νυμφώνονται και διαχειμάζουν ως νύμφες. Οι περίοδοι παρουσίας ενηλίκων της γενεάς που διαχείμασε ( συνήθως 3ης), της 1ης και της 2ης, όπως προκύπτει από συλλήψεις τους σε φερομονικές παγίδες, ήταν αντίστοιχα, Απρίλιος-Μάϊος, Ιούνιος-Ιούλιος και Αύγουστος-Σεπτέμβριος, τόσο για το Ηράκλειο Κρήτης (Ροδιτάκης 1987), όσο και για την Αττική και Λάρισα (Μπρούμας και συνεργάτες 1994, 1995). Για το Αμύνταιο Φλώρινας, οι αντίστοιχες περίοδοι ήταν κυρίως Απρίλιος-Μάϊος, Ιούλιος και Αύγουστος- Σεπτέμβριος μια πρώϊμη χρονιά, αλλά Ιούνιος, Ιούλιος-Αύγουστος και Σεπτέμβριος μια όψιμη χρονιά (Κυπαρισσούδας 1990b). Στον νομό Καβάλας, σε Ροζάκι, οι περίοδοι ήταν Απρίλιος-Μάϊος, Ιούνιος και Αύγουστος. Στην ίδια περιοχή παρατηρήθηκαν αυγά τον Απρίλιο-Μάϊο, Ιούνιο-Ιούλιο και Αύγουστο, ενώ προνύμφες διάφορων σταδίων κάλυψαν την περίοδο από 10 Μαΐου ως και τέλη Αυγούστου τουλάχιστον (Stavraki et al. 1987). Η βλάβη είναι συνήθως σοβαρότερη σε πυκνόρραγους βότρυς και σε κληματαριές. Εκτός από την άμεση ζημιά λόγω καταστροφής των ραγών και ρύπανσης τους με τα αποχωρήματα και τους ιστούς της προνύμφης, συνήθως προκαλείται σήψη των βοτρύων από μύκητες ή άλλους μικροοργανισμούς που  εγκαθίστανται στις τραυματισμένες ράγες και στη συνέχεια απλώνονται και σε υγιείς ράγες, ιδιαίτερα όταν ο καιρός είναι υγρός. Ο μύκητας Botrytis cinerea, που προκαλεί τη φαιά σήψη, είναι συχνό επακόλουθο της προσβολής των βοτρύων από την ευδεμίδα, ιδίως το φθινόπωρο. Δηλαδή, τα τραύματα και οι στοές που δημιουργεί στις ράγες η προνύμφη του εντόμου διευκολύνουν την είσοδο και επέκταση του μύκητα. Επί πλέον, ράγες προσβεβλημένες από τον μύκητα είναι καταλληλότερες ως τροφή των προνυμφών του εντόμου (Savopoulou-Soultani and  Tzanakakis 1988), συνεπώς και το έντομο ευνοείται από τον μύκητα. Τα τραύματα σε ράγες από την ευδεμίδα ευνοούν την είσοδο και του μύκητα Botryosphaeria dothidea, γνωστού ως μακρόφωμα και των παθογόνων που προκαλούν την όξινη σήψη (Ρούμπος 1987). Ευνοούν όμως τα τραύματα αυτά και προσβολή από άλλα έντομα, όπως είδη Drosophila.  
 
Βιολογία-ζημιές.  Στην Ελλάδα έχει 3 γενεές, στις πλείστες περιοχές και 4 σε ορισμένες. Διαχειμάζει ως νύμφη, μέσα σε λευκό βομβύκιο, κάτω από ξερούς φλοιούς των πρέμνων, σε άλλα φυσικά καταφύγια πάνω ή κοντά στα φυτά-ξενιστές, ή στο έδαφος σε μικρό βάθος. Τα ενήλικα της γενεάς που διαχείμασε (συνήθως της 3ης) εμφανίζονται τον Απρίλιο και Μάϊο. Είναι δραστήρια το λυκόφως και έχουν πτήση τεθλασμένη. Αν την εποχή εκείνη οι ταξιανθίες της αμπέλου βρίσκονται σε έκπτυξη  ή έχουν εκπτυχθεί αλλά τα άνθη είναι ακόμα κλειστά, τα θηλυκά ωοτοκούν πάνω στα κλειστά άνθη, και κυρίως στους ποδίσκους και στα βράκτια. Αν οι ταξιανθίες δεν έχουν εκπτυχθεί, ο ωοτοκία γίνεται και πάνω σε νεαρά φύλλα ή στο φλοιό νεαρών βλαστών. Η πρώτη γενεά είναι κατά κανόνα ανθοφάγος. Η προνύμφη ανοίγει οπή και μπαίνει στο κλειστό άνθος του οποίου τρώει τους στήμονες και τον ύπερο. Στη συνέχεια προσβάλλει με τον ίδιο τρόπο και αλλά γειτονικά άνθη ώσπου να συμπληρώσει την ανάπτυξη της. Συνδέει τα άνθη που προσβάλλει και τα γειτονικά τους με μετάξινους ιστούς. Νυμφώνεται μέσα σε βομβύκιο, στην προσβεβλημένη ανθοταξία, ή κάτω από ξερούς φλοιούς του πρέμνου, ή σε άλλο καταφύγιο, ή ακόμα και στο έδαφος. Τα ενήλικα της 1ης αυτής γενεάς ωοτοκούν στις μικρές άγουρες ράγες, στους ποδίσκους, ή στους άξονες των βοτρύων. Οι προνύμφες της 2ης γενεάς, που είναι καρποφάγος όπως και η 3η, μπαίνουν στις άγουρες ράγες και καταστρέφουν τη μια μετά την άλλη, ώσπου να συμπληρώσουν την ανάπτυξη τους. Συχνά συνδέουν με νήματα τις ράγες που προσβάλλουν και συνήθως μπαίνουν στη ράγα σε σημεία επαφής της με γειτονική ράγα, φύλλο, ή βλαστό. Νυμφώνονται μέσα σε ράγες των οποίων κατανάλωσαν το μεσοκάρπιο ή κάτω από ξερούς φλοιούς ή άλλα καταφύγια. Τα ενήλικα της 2ης αυτής γενεάς ωοτοκούν επίσης στους βότρυς και οι προνύμφες προσβάλλουν τις ράγες που τότε έχουν το τελικό τους μέγεθος και αρχίζουν να ωριμάζουν ή είναι ήδη ώριμες. Όταν συμπληρώσουν την ανάπτυξη τους υφαίνουν το βομβύκιο διαχείμασης στις προφυλαγμένες θέσεις που αναφέραμε, νυμφώνονται και διαχειμάζουν ως νύμφες. Οι περίοδοι παρουσίας ενηλίκων της γενεάς που διαχείμασε ( συνήθως 3ης), της 1ης και της 2ης, όπως προκύπτει από συλλήψεις τους σε φερομονικές παγίδες, ήταν αντίστοιχα, Απρίλιος-Μάϊος, Ιούνιος-Ιούλιος και Αύγουστος-Σεπτέμβριος, τόσο για το Ηράκλειο Κρήτης (Ροδιτάκης 1987), όσο και για την Αττική και Λάρισα (Μπρούμας και συνεργάτες 1994, 1995). Για το Αμύνταιο Φλώρινας, οι αντίστοιχες περίοδοι ήταν κυρίως Απρίλιος-Μάϊος, Ιούλιος και Αύγουστος- Σεπτέμβριος μια πρώϊμη χρονιά, αλλά Ιούνιος, Ιούλιος-Αύγουστος και Σεπτέμβριος μια όψιμη χρονιά (Κυπαρισσούδας 1990b). Στον νομό Καβάλας, σε Ροζάκι, οι περίοδοι ήταν Απρίλιος-Μάϊος, Ιούνιος και Αύγουστος. Στην ίδια περιοχή παρατηρήθηκαν αυγά τον Απρίλιο-Μάϊο, Ιούνιο-Ιούλιο και Αύγουστο, ενώ προνύμφες διάφορων σταδίων κάλυψαν την περίοδο από 10 Μαΐου ως και τέλη Αυγούστου τουλάχιστον (Stavraki et al. 1987). Η βλάβη είναι συνήθως σοβαρότερη σε πυκνόρραγους βότρυς και σε κληματαριές. Εκτός από την άμεση ζημιά λόγω καταστροφής των ραγών και ρύπανσης τους με τα αποχωρήματα και τους ιστούς της προνύμφης, συνήθως προκαλείται σήψη των βοτρύων από μύκητες ή άλλους μικροοργανισμούς που  εγκαθίστανται στις τραυματισμένες ράγες και στη συνέχεια απλώνονται και σε υγιείς ράγες, ιδιαίτερα όταν ο καιρός είναι υγρός. Ο μύκητας Botrytis cinerea, που προκαλεί τη φαιά σήψη, είναι συχνό επακόλουθο της προσβολής των βοτρύων από την ευδεμίδα, ιδίως το φθινόπωρο. Δηλαδή, τα τραύματα και οι στοές που δημιουργεί στις ράγες η προνύμφη του εντόμου διευκολύνουν την είσοδο και επέκταση του μύκητα. Επί πλέον, ράγες προσβεβλημένες από τον μύκητα είναι καταλληλότερες ως τροφή των προνυμφών του εντόμου (Savopoulou-Soultani and  Tzanakakis 1988), συνεπώς και το έντομο ευνοείται από τον μύκητα. Τα τραύματα σε ράγες από την ευδεμίδα ευνοούν την είσοδο και του μύκητα Botryosphaeria dothidea, γνωστού ως μακρόφωμα και των παθογόνων που προκαλούν την όξινη σήψη (Ρούμπος 1987). Ευνοούν όμως τα τραύματα αυτά και προσβολή από άλλα έντομα, όπως είδη Drosophila.  
 
Καταπολέμηση. Γίνεται συνήθως με συνθετικά εντομοκτόνα και λιγότερο συχνά με μικροβιακά. Δοκιμάστηκε επίσης και στη χώρα μας, με ενθαρρυντικά αποτελέσματα, η μέθοδος παρεμπόδισης σύζευξης, αλλά δεν χρησιμοποιείται ακόμα από τους αμπελουργούς. Τα μικροβιακά εντομοκτόνα (σκευάσματα του Bacillus thuringiensis) είναι εκλεκτικά. Δεν βλάπτουν τα εντομοφάγα έντομα και ακαρεοφάγα ακάρεα, ούτε είναι επικίνδυνα για τον άνθρωπο. Όμως, η αποτελεσματικότητά τους κατά των καρποφάγων προνυμφών της ευδεμίδας δεν είναι τόση ώστε να είναι κατάλληλα για προστασία επιτραπέζιων ποικιλιών. Συνεπώς είναι κατάλληλα μόνο για οινοποιήσιμες ποικιλίες. Πρέπει να εφαρμόζονται λίγο πριν από την εκκόλαψη και κατά προτίμηση με σχετικά ζεστό καιρό (Μπρούμας 1996). Από τα εντομοκτόνα που εμποδίζουν  την κανονική ανάπτυξη και εξέλιξη των εντόμων, το fenoxycarb έχει και ωοκτόνο δράση κατά της ευδεμίδας, αν εφαρμοστεί λίγο πριν από την ωοτοκία, ή ως 2 ημέρες μετά την ωοτοκία. Για τον λόγο αυτόν χρησιμοποείται σε πολλές περιοχές κατά της ευδεμίδας μόνο του, ή μαζί με μικροβιακό εντομοκτόνο. Ορισμένες άλλες ουσίες-παρεμποδιστές της ανάπτυξης των εντόμων είχαν ικανοποιητική αποτελεσματικότητα σε πειράματα, αλλά δεν έχουν ακόμα άδεια χρησιμοποίησής τους σε αμπελώνες (Μπρούμας 1996). Τα οργανοφωσφορούχα εντομοκτόνα είναι αποτελεσματικά εναντίον ενηλίκων εντόμων και νεαρών προνυμφών, ορισμένα δε και αφού οι προνύμφες μπουν σε μικρό βάθος στις ράγες. Κατά κανόνα, πρέπει να εφαρμόζονται ανάμεσα στις πρώτες και στις τελευταίες εκκολάψεις κάθε καρποφάγου γενεάς, ο δε ακριβής χρόνος ψεκασμού εξαρτάται από τις ιδιότητες του εντομοκτόνου και ορισμένους άλλους παράγοντες (Αγγελάκης 1996). Ανάμεσα στα οργανοφωσφορούχα που έδωσαν καλά αποτελέσματα είναι τα azinphos-methyl, chlorpyrifos, chlorpyrifos-methyl, diazinon, etrimfos, fenitrothion, methidathion, methyl parathion, mevinphos, parathion, phosalone, pyridafenthion, ronnel, tetrachlorvinphos και trichlorfon. Από τα καρβαμιδικά το fenoxycarb (που έχει ορμονική δράση) και το methomyl έχουν και αξιόλογη ωοκτόνο δράση κατά της ευδεμίδας υπό ορισμένες συνθήκες. Το carbaryl, όπως και η ομάδα των σταθερών συνθετικών πυρεθροειδών, είναι μεν αποτελεσματικά κατά της ευδεμίδας και λιγότερο επικίνδυνα για τον άνθρωπο, αλλά περιορίζουν πολύ τα ακαρεοφάγα αρθρόποδα, με συνέπεια να ευνοούν πυκνούς πληθυσμούς και ζημιές από φυτοφάγα ακάρεα. Από τα χλωριωμένα εντομοκτόνα χρησιμοποιήθηκαν το endosulfan μόνο του, ή μαζί με θερινό ορυκτέλαιο (oleoendosulfan). Συνήθως δεν χρειάζεται επέμβαση εναντίον των αυγών ή προνυμφών της 1ης (ανθοφάγου)  γενεάς, παρά μόνο σε ορισμένες περιοχές όπως της Καβάλας, όπου ο πληθυσμός είναι πολύ πυκνός. Εκεί συνιστάται ένας ψεκασμός με Bacillus thuringiensis (B. t.) όταν ο πληθυσμός φτάσει την πυκνότητα επέμβασης (Μπούμας 1989). Εναντίον αυγών και προνυμφών της 2ης και 3ης (ή και 4ης) γενεάς, δηλαδή αυτών που τρώνε τους καρπούς, γίνονται συνήθως 1-3 ψεκασμοί. Στη χώρα μας, σε πειράματα, επιτεύχθηκε ικανοποιητική προστασία ορισμένων οινοποιήσιμων και επιτραπέζιων ποικιλιών, όταν ο χρόνος επέμβασης ορίστηκε με βάση μόνο τις συλλήψεις αρσενικών σε παγίδες (Μπρούμας και συνεργάτες 1994, 1995, Σαββοπούλου-Σουλτάνη και συνεργάτες 1994). Αντίθετα, στις πλείστες χώρες της Ευρώπης, ο αριθμός των συλλαμβανόμενων σε παγίδες αρσενικών δεν έχει στενή συσχέτιση με το μέγεθος της βλάβης στις ράγες και συνεπώς δεν αποτελεί το κύριο κριτήριο για καθορισμό του χρόνου των εντομοκτόνων επεμβάσεων. Το ίδιο συμπεραίνει και ο Αγγελάκης (1996). Είναι όμως οι συλλήψεις αρσενικών χρήσιμος δείκτης του πότε πρέπει να αρχίσει στους βότρυς η καταμέτρηση αυγών και εκκολάψεων της 2ης και 3ης (ή και 4ης) γενεάς του εντόμου, βάσει του αριθμού των οποίων ορίζονται οι ημερομηνίες ψεκασμού. Για το πότε πρέπει να γίνονται οι εντομοκτόνες επεμβάσεις, τα εντομοκτόνα που χρησιμοποιούνται και λεπτομέρειες στην καταπολέμηση της ευδεμίδας βλέπε Αγγελάκης (1996) και Μπρούμας (1996). Οι υπηρεσίες γεωργικών προειδοποιήσεων παρακολουθούν  και την πορεία του ενήλικου πληθυσμού και την ωοτοκία και εκκόλαψη, ώστε να ενημερώνουν έγκαιρα τους αμπελουργούς. Στην κεντρική και νότια Ιταλία, η πυκνότητες επέμβασης είναι για τη 2η γενεά 3-5 % των βοτρύων με αυγά ή προνύμφες. Για την 3η γενεά είναι 3-5% των βοτρύων με αυγά ή προνύμφες. Για την 3η γενεά είναι 3-5 % για οινοποιήσιμες και 2-3 % για επιτραπέζιες ποικιλίες (Moleas1981, Tranfaglia et al. 1981). Κατά τον Μπρούμα (1996), αν χρησιμοποιηθεί  fenoxycarb, ο ψεκασμός πρέπει να γίνει 3-5 ημέρες μετά την έναρξη συλλήψεων  ενηλίκων  σε φερομονικές παγίδες. Αν χρειαστεί, δηλαδή αν συνεχίζεται η ωοτοκία, ο ψεκασμός εναντίων της 2ης γενεάς επαναλαμβάνεται μετά 10-15 ημέρες. Αν χρησιμοποιηθεί B.t. ή συνθετικό εντομοκτόνο επαφής που δεν έχει ωοκτόνο δράση, ο πρώτος ψεκασμός γίνεται αργότερα, 10-12 ημέρες μετά την έναρξη αύξησης των συλλήψεων στις παγίδες, δηλαδή γίνεται κατά την περίοδο εκκόλαψης των προνυμφών. Συνήθως χρειάζεται επανάληψη του ψεκασμού 2-3 εβδομάδες αργότερα, ανάλογα με την υπολειμματική διάρκεια του εντομοκτόνου και τη συνεχιζόμενη ωοτοκία. Αν χρησιμοποιηθεί B.t. μαζί με fenoxycarb λίγο πριν από τις πρώτες εκκολάψεις, συνήθως αρκεί ένας ψεκασμός. Σε περιοχές, συνθήκες και ποικιλίες όπου ευνοείται η φαιά σήψη που προκαλεί ο B. cinerea, το όριο ανεκτής πυκνότητας προσβολής των βοτρύων είναι μικρότερο, συνεπώς μικρότερη και η πυκνότητα επέμβασης. Από το μέγεθος δηλαδή του κινδύνου ζημιάς από φαιά σήψη, εξαρτάται σε ορισμένες περιοχές αν θα γίνουν ένας ή δυο ψεκασμοί εναντίον κάθε καρποφάγου γενεάς της ευδεμίδας. Κατά τους Egger και Borgo (1981), ο απλούστερος και οικονομικότερος τρόπος καθορισμού του χρόνου επέμβασης, για την Ιταλία, είναι να αρχίσουν οι δειγματοληψίες βοτρύων (για διαπίστωση προσβολής) από ορισμένα φαινολογικά στάδια της αμπέλου και όχι βάσει συλλήψεων του εντόμου σε φερομονικές παγίδες. Όταν δε παρακολουθείται ο πληθυσμός του εντόμου, ο 1ος ψεκασμός (αν χρειαστεί) γίνεται όταν τα άνθη είναι ακόμα κλειστά (λίγες ημέρες πριν ανοίξουν), ο 2ος όταν οι ράγες έχουν μέγεθος μπιζελιού και ο 3ος όταν αρχίσει η ωρίμαση, δηλαδή όταν οι ράγες αλλάζουν χρώμα. Κατά άλλη άποψη, ο 2ος ψεκασμός γίνεται κατά το γυάλισμα (περκασμό)  των ραγών. Η παρεμπόδιση της σύζευξης, με τοποθέτηση εξατμιστήρων ελκυστικής φερομόνης φύλου, έδωσε ενθαρρυντικά αποτελέσματα με λογικό κόστος σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, όταν η πυκνότητα πληθυσμού του εντόμου δεν ήταν μεγάλη. Τα αποτελέσματα ήταν ενθαρρυντικά και σε τέσσερις περιοχές της χώρας μας (Παλούκης και συνεργάτες 1994, Τσιτσιπής και συνεργάτες 1995, Μπρούμας 1996). Ιδιαίτερα στις περιοχές Ελασσόνας και Αταλάντης όπου η μέθοδος εφαρμόστηκε σε οινοποιήσιμες ποικιλίες για 5 έτη, η παραγωγή προστατεύτηκε εξ ίσου καλά όσο σε αμπελώνες που δέχτηκαν τους συνηθισμένους ψεκασμούς με εντομοκτόνα (Ι. Τσιτσιπής και συνεργάτες, αδημοσίευτα στοιχεία).<ref name=" Ευδεμίδα της αμπέλου"/>
 
Καταπολέμηση. Γίνεται συνήθως με συνθετικά εντομοκτόνα και λιγότερο συχνά με μικροβιακά. Δοκιμάστηκε επίσης και στη χώρα μας, με ενθαρρυντικά αποτελέσματα, η μέθοδος παρεμπόδισης σύζευξης, αλλά δεν χρησιμοποιείται ακόμα από τους αμπελουργούς. Τα μικροβιακά εντομοκτόνα (σκευάσματα του Bacillus thuringiensis) είναι εκλεκτικά. Δεν βλάπτουν τα εντομοφάγα έντομα και ακαρεοφάγα ακάρεα, ούτε είναι επικίνδυνα για τον άνθρωπο. Όμως, η αποτελεσματικότητά τους κατά των καρποφάγων προνυμφών της ευδεμίδας δεν είναι τόση ώστε να είναι κατάλληλα για προστασία επιτραπέζιων ποικιλιών. Συνεπώς είναι κατάλληλα μόνο για οινοποιήσιμες ποικιλίες. Πρέπει να εφαρμόζονται λίγο πριν από την εκκόλαψη και κατά προτίμηση με σχετικά ζεστό καιρό (Μπρούμας 1996). Από τα εντομοκτόνα που εμποδίζουν  την κανονική ανάπτυξη και εξέλιξη των εντόμων, το fenoxycarb έχει και ωοκτόνο δράση κατά της ευδεμίδας, αν εφαρμοστεί λίγο πριν από την ωοτοκία, ή ως 2 ημέρες μετά την ωοτοκία. Για τον λόγο αυτόν χρησιμοποείται σε πολλές περιοχές κατά της ευδεμίδας μόνο του, ή μαζί με μικροβιακό εντομοκτόνο. Ορισμένες άλλες ουσίες-παρεμποδιστές της ανάπτυξης των εντόμων είχαν ικανοποιητική αποτελεσματικότητα σε πειράματα, αλλά δεν έχουν ακόμα άδεια χρησιμοποίησής τους σε αμπελώνες (Μπρούμας 1996). Τα οργανοφωσφορούχα εντομοκτόνα είναι αποτελεσματικά εναντίον ενηλίκων εντόμων και νεαρών προνυμφών, ορισμένα δε και αφού οι προνύμφες μπουν σε μικρό βάθος στις ράγες. Κατά κανόνα, πρέπει να εφαρμόζονται ανάμεσα στις πρώτες και στις τελευταίες εκκολάψεις κάθε καρποφάγου γενεάς, ο δε ακριβής χρόνος ψεκασμού εξαρτάται από τις ιδιότητες του εντομοκτόνου και ορισμένους άλλους παράγοντες (Αγγελάκης 1996). Ανάμεσα στα οργανοφωσφορούχα που έδωσαν καλά αποτελέσματα είναι τα azinphos-methyl, chlorpyrifos, chlorpyrifos-methyl, diazinon, etrimfos, fenitrothion, methidathion, methyl parathion, mevinphos, parathion, phosalone, pyridafenthion, ronnel, tetrachlorvinphos και trichlorfon. Από τα καρβαμιδικά το fenoxycarb (που έχει ορμονική δράση) και το methomyl έχουν και αξιόλογη ωοκτόνο δράση κατά της ευδεμίδας υπό ορισμένες συνθήκες. Το carbaryl, όπως και η ομάδα των σταθερών συνθετικών πυρεθροειδών, είναι μεν αποτελεσματικά κατά της ευδεμίδας και λιγότερο επικίνδυνα για τον άνθρωπο, αλλά περιορίζουν πολύ τα ακαρεοφάγα αρθρόποδα, με συνέπεια να ευνοούν πυκνούς πληθυσμούς και ζημιές από φυτοφάγα ακάρεα. Από τα χλωριωμένα εντομοκτόνα χρησιμοποιήθηκαν το endosulfan μόνο του, ή μαζί με θερινό ορυκτέλαιο (oleoendosulfan). Συνήθως δεν χρειάζεται επέμβαση εναντίον των αυγών ή προνυμφών της 1ης (ανθοφάγου)  γενεάς, παρά μόνο σε ορισμένες περιοχές όπως της Καβάλας, όπου ο πληθυσμός είναι πολύ πυκνός. Εκεί συνιστάται ένας ψεκασμός με Bacillus thuringiensis (B. t.) όταν ο πληθυσμός φτάσει την πυκνότητα επέμβασης (Μπούμας 1989). Εναντίον αυγών και προνυμφών της 2ης και 3ης (ή και 4ης) γενεάς, δηλαδή αυτών που τρώνε τους καρπούς, γίνονται συνήθως 1-3 ψεκασμοί. Στη χώρα μας, σε πειράματα, επιτεύχθηκε ικανοποιητική προστασία ορισμένων οινοποιήσιμων και επιτραπέζιων ποικιλιών, όταν ο χρόνος επέμβασης ορίστηκε με βάση μόνο τις συλλήψεις αρσενικών σε παγίδες (Μπρούμας και συνεργάτες 1994, 1995, Σαββοπούλου-Σουλτάνη και συνεργάτες 1994). Αντίθετα, στις πλείστες χώρες της Ευρώπης, ο αριθμός των συλλαμβανόμενων σε παγίδες αρσενικών δεν έχει στενή συσχέτιση με το μέγεθος της βλάβης στις ράγες και συνεπώς δεν αποτελεί το κύριο κριτήριο για καθορισμό του χρόνου των εντομοκτόνων επεμβάσεων. Το ίδιο συμπεραίνει και ο Αγγελάκης (1996). Είναι όμως οι συλλήψεις αρσενικών χρήσιμος δείκτης του πότε πρέπει να αρχίσει στους βότρυς η καταμέτρηση αυγών και εκκολάψεων της 2ης και 3ης (ή και 4ης) γενεάς του εντόμου, βάσει του αριθμού των οποίων ορίζονται οι ημερομηνίες ψεκασμού. Για το πότε πρέπει να γίνονται οι εντομοκτόνες επεμβάσεις, τα εντομοκτόνα που χρησιμοποιούνται και λεπτομέρειες στην καταπολέμηση της ευδεμίδας βλέπε Αγγελάκης (1996) και Μπρούμας (1996). Οι υπηρεσίες γεωργικών προειδοποιήσεων παρακολουθούν  και την πορεία του ενήλικου πληθυσμού και την ωοτοκία και εκκόλαψη, ώστε να ενημερώνουν έγκαιρα τους αμπελουργούς. Στην κεντρική και νότια Ιταλία, η πυκνότητες επέμβασης είναι για τη 2η γενεά 3-5 % των βοτρύων με αυγά ή προνύμφες. Για την 3η γενεά είναι 3-5% των βοτρύων με αυγά ή προνύμφες. Για την 3η γενεά είναι 3-5 % για οινοποιήσιμες και 2-3 % για επιτραπέζιες ποικιλίες (Moleas1981, Tranfaglia et al. 1981). Κατά τον Μπρούμα (1996), αν χρησιμοποιηθεί  fenoxycarb, ο ψεκασμός πρέπει να γίνει 3-5 ημέρες μετά την έναρξη συλλήψεων  ενηλίκων  σε φερομονικές παγίδες. Αν χρειαστεί, δηλαδή αν συνεχίζεται η ωοτοκία, ο ψεκασμός εναντίων της 2ης γενεάς επαναλαμβάνεται μετά 10-15 ημέρες. Αν χρησιμοποιηθεί B.t. ή συνθετικό εντομοκτόνο επαφής που δεν έχει ωοκτόνο δράση, ο πρώτος ψεκασμός γίνεται αργότερα, 10-12 ημέρες μετά την έναρξη αύξησης των συλλήψεων στις παγίδες, δηλαδή γίνεται κατά την περίοδο εκκόλαψης των προνυμφών. Συνήθως χρειάζεται επανάληψη του ψεκασμού 2-3 εβδομάδες αργότερα, ανάλογα με την υπολειμματική διάρκεια του εντομοκτόνου και τη συνεχιζόμενη ωοτοκία. Αν χρησιμοποιηθεί B.t. μαζί με fenoxycarb λίγο πριν από τις πρώτες εκκολάψεις, συνήθως αρκεί ένας ψεκασμός. Σε περιοχές, συνθήκες και ποικιλίες όπου ευνοείται η φαιά σήψη που προκαλεί ο B. cinerea, το όριο ανεκτής πυκνότητας προσβολής των βοτρύων είναι μικρότερο, συνεπώς μικρότερη και η πυκνότητα επέμβασης. Από το μέγεθος δηλαδή του κινδύνου ζημιάς από φαιά σήψη, εξαρτάται σε ορισμένες περιοχές αν θα γίνουν ένας ή δυο ψεκασμοί εναντίον κάθε καρποφάγου γενεάς της ευδεμίδας. Κατά τους Egger και Borgo (1981), ο απλούστερος και οικονομικότερος τρόπος καθορισμού του χρόνου επέμβασης, για την Ιταλία, είναι να αρχίσουν οι δειγματοληψίες βοτρύων (για διαπίστωση προσβολής) από ορισμένα φαινολογικά στάδια της αμπέλου και όχι βάσει συλλήψεων του εντόμου σε φερομονικές παγίδες. Όταν δε παρακολουθείται ο πληθυσμός του εντόμου, ο 1ος ψεκασμός (αν χρειαστεί) γίνεται όταν τα άνθη είναι ακόμα κλειστά (λίγες ημέρες πριν ανοίξουν), ο 2ος όταν οι ράγες έχουν μέγεθος μπιζελιού και ο 3ος όταν αρχίσει η ωρίμαση, δηλαδή όταν οι ράγες αλλάζουν χρώμα. Κατά άλλη άποψη, ο 2ος ψεκασμός γίνεται κατά το γυάλισμα (περκασμό)  των ραγών. Η παρεμπόδιση της σύζευξης, με τοποθέτηση εξατμιστήρων ελκυστικής φερομόνης φύλου, έδωσε ενθαρρυντικά αποτελέσματα με λογικό κόστος σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, όταν η πυκνότητα πληθυσμού του εντόμου δεν ήταν μεγάλη. Τα αποτελέσματα ήταν ενθαρρυντικά και σε τέσσερις περιοχές της χώρας μας (Παλούκης και συνεργάτες 1994, Τσιτσιπής και συνεργάτες 1995, Μπρούμας 1996). Ιδιαίτερα στις περιοχές Ελασσόνας και Αταλάντης όπου η μέθοδος εφαρμόστηκε σε οινοποιήσιμες ποικιλίες για 5 έτη, η παραγωγή προστατεύτηκε εξ ίσου καλά όσο σε αμπελώνες που δέχτηκαν τους συνηθισμένους ψεκασμούς με εντομοκτόνα (Ι. Τσιτσιπής και συνεργάτες, αδημοσίευτα στοιχεία).<ref name=" Ευδεμίδα της αμπέλου"/>

Αναθεώρηση της 12:45, 2 Ιουνίου 2016

Ενήλικο. Κατά τον Bovey (1966), το μέσο μήκος του είναι 6 και το άνοιγμα πτερύγων 11-13 mm, ενώ κατά τους Balachowsky and Mesnil (1935) σαφώς μεγαλύτερα. Οι πρόσθιες πτέρυγες είναι τεφροκίτρινες με χαρακτηριστικές σκοτεινές ή μαύρες κηλίδες και στίγματα. Το βασικό μέρος των πτερύγων αυτών είναι καστανοπράσινο. Από τη μέση της πρόσθιας παρυφής τους ξεκινά μια σκοτεινή εγκάρσια ζώνη, που στενεύει προς τα πίσω και τελικά κάμπτεται προς την κορυφή της πτέρυγας. Οι οπίσθιες πτέρυγες είναι τεφρές, ανοιχτότερες στο βασικό τους μέρος. Οι κνήμες είναι ανοιχτόχρωμες και έχουν μικρά αγκάθια στην άκρη. Αυγό. Σε κάτοψη είναι σχεδόν κυκλικό, διαστάσεων περίπου 0,65-0,8 x 0,6 mm. Στην αρχή είναι κίτρινο και αργότερα ανοιχτότεφρο ιριδίζον. Σε μεγέθυνση, η επιφάνειά του φαίνεται σχεδόν λεία. Προνύμφη. Έχει τελικό μήκος 10-12mm. Η τελευταίου σταδίου είναι κιτρινοπράσινη, καστανοπράσινη, ή βαθυπράσινη τέφρη. Έχει κεφαλή κιτρινοπράσινη, πλάτους περίπου 0,9 mm, προθωρακική πλάκα καστανωπή και πυγαία πλάκα ανοιχτοκίτρινη. Η προνύμφη είναι ζωηρή και ευκίνητη. Νύμφη (pupa). Είναι σκοτεινοκάστανη, μήκους 4,7-6,7 mm στα θηλυκά και λίγο μικρότερου στα αρσενικά. Ο εδραίος κώνος καταλήγει σε επιφάνεια ριπιδοειδή με 4 νωτιαίες και 4 πλευρονωτιαίες λεπτές τρίχες. Το βομβύκιο είναι λευκό. Ξενιστές. Προσβάλλει κυρίως την ευρωπαϊκή άμπελο. Μπορεί όμως η προνύμφη να αναπτυχθεί και σε ορισμένα φυτά άλλων οικογενειών, ώστε ο Bovey (1966) τη θεωρεί πολυφάγο έντομο. Στο ύπαιθρο, τα ενήλικα ωοτοκούν και οι προνύμφες της 1ης γενεάς αναπτύσσονται ικανοποιητικά και σε ανθοταξίες ελιάς, όταν τα ελαιόδεντρα βρίσκονται κοντά σε αμπελώνες. Στην περιοχή της Καβάλας, αυγά ευδεμίδας βρέθηκαν και σε νεαρούς καρπούς δαμασκηνιάς κοντά σε αμπελώνα (πληροφορία Μ. Σαββοπούλου-Σουλτάνη). Στην Ν. Ιταλία, διαπιστώθηκε προσβολή μικρού ποσοστού καρπών ακτινιδιάς σε φυτεία που ήταν κοντά σε αμπελώνα που είχε πρόσφατα ξεριζωθεί (Moleas 1988). Όμως πιθανότατα, η ευδεμίδα δεν μπορεί να συμπληρώσει διαδοχικά και τις τρείς γενεές της στα ανωτέρω καρποφόρα, εκτός από την άμπελο. Βιολογία-ζημιές. Στην Ελλάδα έχει 3 γενεές, στις πλείστες περιοχές και 4 σε ορισμένες. Διαχειμάζει ως νύμφη, μέσα σε λευκό βομβύκιο, κάτω από ξερούς φλοιούς των πρέμνων, σε άλλα φυσικά καταφύγια πάνω ή κοντά στα φυτά-ξενιστές, ή στο έδαφος σε μικρό βάθος. Τα ενήλικα της γενεάς που διαχείμασε (συνήθως της 3ης) εμφανίζονται τον Απρίλιο και Μάϊο. Είναι δραστήρια το λυκόφως και έχουν πτήση τεθλασμένη. Αν την εποχή εκείνη οι ταξιανθίες της αμπέλου βρίσκονται σε έκπτυξη ή έχουν εκπτυχθεί αλλά τα άνθη είναι ακόμα κλειστά, τα θηλυκά ωοτοκούν πάνω στα κλειστά άνθη, και κυρίως στους ποδίσκους και στα βράκτια. Αν οι ταξιανθίες δεν έχουν εκπτυχθεί, ο ωοτοκία γίνεται και πάνω σε νεαρά φύλλα ή στο φλοιό νεαρών βλαστών. Η πρώτη γενεά είναι κατά κανόνα ανθοφάγος. Η προνύμφη ανοίγει οπή και μπαίνει στο κλειστό άνθος του οποίου τρώει τους στήμονες και τον ύπερο. Στη συνέχεια προσβάλλει με τον ίδιο τρόπο και αλλά γειτονικά άνθη ώσπου να συμπληρώσει την ανάπτυξη της. Συνδέει τα άνθη που προσβάλλει και τα γειτονικά τους με μετάξινους ιστούς. Νυμφώνεται μέσα σε βομβύκιο, στην προσβεβλημένη ανθοταξία, ή κάτω από ξερούς φλοιούς του πρέμνου, ή σε άλλο καταφύγιο, ή ακόμα και στο έδαφος. Τα ενήλικα της 1ης αυτής γενεάς ωοτοκούν στις μικρές άγουρες ράγες, στους ποδίσκους, ή στους άξονες των βοτρύων. Οι προνύμφες της 2ης γενεάς, που είναι καρποφάγος όπως και η 3η, μπαίνουν στις άγουρες ράγες και καταστρέφουν τη μια μετά την άλλη, ώσπου να συμπληρώσουν την ανάπτυξη τους. Συχνά συνδέουν με νήματα τις ράγες που προσβάλλουν και συνήθως μπαίνουν στη ράγα σε σημεία επαφής της με γειτονική ράγα, φύλλο, ή βλαστό. Νυμφώνονται μέσα σε ράγες των οποίων κατανάλωσαν το μεσοκάρπιο ή κάτω από ξερούς φλοιούς ή άλλα καταφύγια. Τα ενήλικα της 2ης αυτής γενεάς ωοτοκούν επίσης στους βότρυς και οι προνύμφες προσβάλλουν τις ράγες που τότε έχουν το τελικό τους μέγεθος και αρχίζουν να ωριμάζουν ή είναι ήδη ώριμες. Όταν συμπληρώσουν την ανάπτυξη τους υφαίνουν το βομβύκιο διαχείμασης στις προφυλαγμένες θέσεις που αναφέραμε, νυμφώνονται και διαχειμάζουν ως νύμφες. Οι περίοδοι παρουσίας ενηλίκων της γενεάς που διαχείμασε ( συνήθως 3ης), της 1ης και της 2ης, όπως προκύπτει από συλλήψεις τους σε φερομονικές παγίδες, ήταν αντίστοιχα, Απρίλιος-Μάϊος, Ιούνιος-Ιούλιος και Αύγουστος-Σεπτέμβριος, τόσο για το Ηράκλειο Κρήτης (Ροδιτάκης 1987), όσο και για την Αττική και Λάρισα (Μπρούμας και συνεργάτες 1994, 1995). Για το Αμύνταιο Φλώρινας, οι αντίστοιχες περίοδοι ήταν κυρίως Απρίλιος-Μάϊος, Ιούλιος και Αύγουστος- Σεπτέμβριος μια πρώϊμη χρονιά, αλλά Ιούνιος, Ιούλιος-Αύγουστος και Σεπτέμβριος μια όψιμη χρονιά (Κυπαρισσούδας 1990b). Στον νομό Καβάλας, σε Ροζάκι, οι περίοδοι ήταν Απρίλιος-Μάϊος, Ιούνιος και Αύγουστος. Στην ίδια περιοχή παρατηρήθηκαν αυγά τον Απρίλιο-Μάϊο, Ιούνιο-Ιούλιο και Αύγουστο, ενώ προνύμφες διάφορων σταδίων κάλυψαν την περίοδο από 10 Μαΐου ως και τέλη Αυγούστου τουλάχιστον (Stavraki et al. 1987). Η βλάβη είναι συνήθως σοβαρότερη σε πυκνόρραγους βότρυς και σε κληματαριές. Εκτός από την άμεση ζημιά λόγω καταστροφής των ραγών και ρύπανσης τους με τα αποχωρήματα και τους ιστούς της προνύμφης, συνήθως προκαλείται σήψη των βοτρύων από μύκητες ή άλλους μικροοργανισμούς που εγκαθίστανται στις τραυματισμένες ράγες και στη συνέχεια απλώνονται και σε υγιείς ράγες, ιδιαίτερα όταν ο καιρός είναι υγρός. Ο μύκητας Botrytis cinerea, που προκαλεί τη φαιά σήψη, είναι συχνό επακόλουθο της προσβολής των βοτρύων από την ευδεμίδα, ιδίως το φθινόπωρο. Δηλαδή, τα τραύματα και οι στοές που δημιουργεί στις ράγες η προνύμφη του εντόμου διευκολύνουν την είσοδο και επέκταση του μύκητα. Επί πλέον, ράγες προσβεβλημένες από τον μύκητα είναι καταλληλότερες ως τροφή των προνυμφών του εντόμου (Savopoulou-Soultani and Tzanakakis 1988), συνεπώς και το έντομο ευνοείται από τον μύκητα. Τα τραύματα σε ράγες από την ευδεμίδα ευνοούν την είσοδο και του μύκητα Botryosphaeria dothidea, γνωστού ως μακρόφωμα και των παθογόνων που προκαλούν την όξινη σήψη (Ρούμπος 1987). Ευνοούν όμως τα τραύματα αυτά και προσβολή από άλλα έντομα, όπως είδη Drosophila. Καταπολέμηση. Γίνεται συνήθως με συνθετικά εντομοκτόνα και λιγότερο συχνά με μικροβιακά. Δοκιμάστηκε επίσης και στη χώρα μας, με ενθαρρυντικά αποτελέσματα, η μέθοδος παρεμπόδισης σύζευξης, αλλά δεν χρησιμοποιείται ακόμα από τους αμπελουργούς. Τα μικροβιακά εντομοκτόνα (σκευάσματα του Bacillus thuringiensis) είναι εκλεκτικά. Δεν βλάπτουν τα εντομοφάγα έντομα και ακαρεοφάγα ακάρεα, ούτε είναι επικίνδυνα για τον άνθρωπο. Όμως, η αποτελεσματικότητά τους κατά των καρποφάγων προνυμφών της ευδεμίδας δεν είναι τόση ώστε να είναι κατάλληλα για προστασία επιτραπέζιων ποικιλιών. Συνεπώς είναι κατάλληλα μόνο για οινοποιήσιμες ποικιλίες. Πρέπει να εφαρμόζονται λίγο πριν από την εκκόλαψη και κατά προτίμηση με σχετικά ζεστό καιρό (Μπρούμας 1996). Από τα εντομοκτόνα που εμποδίζουν την κανονική ανάπτυξη και εξέλιξη των εντόμων, το fenoxycarb έχει και ωοκτόνο δράση κατά της ευδεμίδας, αν εφαρμοστεί λίγο πριν από την ωοτοκία, ή ως 2 ημέρες μετά την ωοτοκία. Για τον λόγο αυτόν χρησιμοποείται σε πολλές περιοχές κατά της ευδεμίδας μόνο του, ή μαζί με μικροβιακό εντομοκτόνο. Ορισμένες άλλες ουσίες-παρεμποδιστές της ανάπτυξης των εντόμων είχαν ικανοποιητική αποτελεσματικότητα σε πειράματα, αλλά δεν έχουν ακόμα άδεια χρησιμοποίησής τους σε αμπελώνες (Μπρούμας 1996). Τα οργανοφωσφορούχα εντομοκτόνα είναι αποτελεσματικά εναντίον ενηλίκων εντόμων και νεαρών προνυμφών, ορισμένα δε και αφού οι προνύμφες μπουν σε μικρό βάθος στις ράγες. Κατά κανόνα, πρέπει να εφαρμόζονται ανάμεσα στις πρώτες και στις τελευταίες εκκολάψεις κάθε καρποφάγου γενεάς, ο δε ακριβής χρόνος ψεκασμού εξαρτάται από τις ιδιότητες του εντομοκτόνου και ορισμένους άλλους παράγοντες (Αγγελάκης 1996). Ανάμεσα στα οργανοφωσφορούχα που έδωσαν καλά αποτελέσματα είναι τα azinphos-methyl, chlorpyrifos, chlorpyrifos-methyl, diazinon, etrimfos, fenitrothion, methidathion, methyl parathion, mevinphos, parathion, phosalone, pyridafenthion, ronnel, tetrachlorvinphos και trichlorfon. Από τα καρβαμιδικά το fenoxycarb (που έχει ορμονική δράση) και το methomyl έχουν και αξιόλογη ωοκτόνο δράση κατά της ευδεμίδας υπό ορισμένες συνθήκες. Το carbaryl, όπως και η ομάδα των σταθερών συνθετικών πυρεθροειδών, είναι μεν αποτελεσματικά κατά της ευδεμίδας και λιγότερο επικίνδυνα για τον άνθρωπο, αλλά περιορίζουν πολύ τα ακαρεοφάγα αρθρόποδα, με συνέπεια να ευνοούν πυκνούς πληθυσμούς και ζημιές από φυτοφάγα ακάρεα. Από τα χλωριωμένα εντομοκτόνα χρησιμοποιήθηκαν το endosulfan μόνο του, ή μαζί με θερινό ορυκτέλαιο (oleoendosulfan). Συνήθως δεν χρειάζεται επέμβαση εναντίον των αυγών ή προνυμφών της 1ης (ανθοφάγου) γενεάς, παρά μόνο σε ορισμένες περιοχές όπως της Καβάλας, όπου ο πληθυσμός είναι πολύ πυκνός. Εκεί συνιστάται ένας ψεκασμός με Bacillus thuringiensis (B. t.) όταν ο πληθυσμός φτάσει την πυκνότητα επέμβασης (Μπούμας 1989). Εναντίον αυγών και προνυμφών της 2ης και 3ης (ή και 4ης) γενεάς, δηλαδή αυτών που τρώνε τους καρπούς, γίνονται συνήθως 1-3 ψεκασμοί. Στη χώρα μας, σε πειράματα, επιτεύχθηκε ικανοποιητική προστασία ορισμένων οινοποιήσιμων και επιτραπέζιων ποικιλιών, όταν ο χρόνος επέμβασης ορίστηκε με βάση μόνο τις συλλήψεις αρσενικών σε παγίδες (Μπρούμας και συνεργάτες 1994, 1995, Σαββοπούλου-Σουλτάνη και συνεργάτες 1994). Αντίθετα, στις πλείστες χώρες της Ευρώπης, ο αριθμός των συλλαμβανόμενων σε παγίδες αρσενικών δεν έχει στενή συσχέτιση με το μέγεθος της βλάβης στις ράγες και συνεπώς δεν αποτελεί το κύριο κριτήριο για καθορισμό του χρόνου των εντομοκτόνων επεμβάσεων. Το ίδιο συμπεραίνει και ο Αγγελάκης (1996). Είναι όμως οι συλλήψεις αρσενικών χρήσιμος δείκτης του πότε πρέπει να αρχίσει στους βότρυς η καταμέτρηση αυγών και εκκολάψεων της 2ης και 3ης (ή και 4ης) γενεάς του εντόμου, βάσει του αριθμού των οποίων ορίζονται οι ημερομηνίες ψεκασμού. Για το πότε πρέπει να γίνονται οι εντομοκτόνες επεμβάσεις, τα εντομοκτόνα που χρησιμοποιούνται και λεπτομέρειες στην καταπολέμηση της ευδεμίδας βλέπε Αγγελάκης (1996) και Μπρούμας (1996). Οι υπηρεσίες γεωργικών προειδοποιήσεων παρακολουθούν και την πορεία του ενήλικου πληθυσμού και την ωοτοκία και εκκόλαψη, ώστε να ενημερώνουν έγκαιρα τους αμπελουργούς. Στην κεντρική και νότια Ιταλία, η πυκνότητες επέμβασης είναι για τη 2η γενεά 3-5 % των βοτρύων με αυγά ή προνύμφες. Για την 3η γενεά είναι 3-5% των βοτρύων με αυγά ή προνύμφες. Για την 3η γενεά είναι 3-5 % για οινοποιήσιμες και 2-3 % για επιτραπέζιες ποικιλίες (Moleas1981, Tranfaglia et al. 1981). Κατά τον Μπρούμα (1996), αν χρησιμοποιηθεί fenoxycarb, ο ψεκασμός πρέπει να γίνει 3-5 ημέρες μετά την έναρξη συλλήψεων ενηλίκων σε φερομονικές παγίδες. Αν χρειαστεί, δηλαδή αν συνεχίζεται η ωοτοκία, ο ψεκασμός εναντίων της 2ης γενεάς επαναλαμβάνεται μετά 10-15 ημέρες. Αν χρησιμοποιηθεί B.t. ή συνθετικό εντομοκτόνο επαφής που δεν έχει ωοκτόνο δράση, ο πρώτος ψεκασμός γίνεται αργότερα, 10-12 ημέρες μετά την έναρξη αύξησης των συλλήψεων στις παγίδες, δηλαδή γίνεται κατά την περίοδο εκκόλαψης των προνυμφών. Συνήθως χρειάζεται επανάληψη του ψεκασμού 2-3 εβδομάδες αργότερα, ανάλογα με την υπολειμματική διάρκεια του εντομοκτόνου και τη συνεχιζόμενη ωοτοκία. Αν χρησιμοποιηθεί B.t. μαζί με fenoxycarb λίγο πριν από τις πρώτες εκκολάψεις, συνήθως αρκεί ένας ψεκασμός. Σε περιοχές, συνθήκες και ποικιλίες όπου ευνοείται η φαιά σήψη που προκαλεί ο B. cinerea, το όριο ανεκτής πυκνότητας προσβολής των βοτρύων είναι μικρότερο, συνεπώς μικρότερη και η πυκνότητα επέμβασης. Από το μέγεθος δηλαδή του κινδύνου ζημιάς από φαιά σήψη, εξαρτάται σε ορισμένες περιοχές αν θα γίνουν ένας ή δυο ψεκασμοί εναντίον κάθε καρποφάγου γενεάς της ευδεμίδας. Κατά τους Egger και Borgo (1981), ο απλούστερος και οικονομικότερος τρόπος καθορισμού του χρόνου επέμβασης, για την Ιταλία, είναι να αρχίσουν οι δειγματοληψίες βοτρύων (για διαπίστωση προσβολής) από ορισμένα φαινολογικά στάδια της αμπέλου και όχι βάσει συλλήψεων του εντόμου σε φερομονικές παγίδες. Όταν δε παρακολουθείται ο πληθυσμός του εντόμου, ο 1ος ψεκασμός (αν χρειαστεί) γίνεται όταν τα άνθη είναι ακόμα κλειστά (λίγες ημέρες πριν ανοίξουν), ο 2ος όταν οι ράγες έχουν μέγεθος μπιζελιού και ο 3ος όταν αρχίσει η ωρίμαση, δηλαδή όταν οι ράγες αλλάζουν χρώμα. Κατά άλλη άποψη, ο 2ος ψεκασμός γίνεται κατά το γυάλισμα (περκασμό) των ραγών. Η παρεμπόδιση της σύζευξης, με τοποθέτηση εξατμιστήρων ελκυστικής φερομόνης φύλου, έδωσε ενθαρρυντικά αποτελέσματα με λογικό κόστος σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, όταν η πυκνότητα πληθυσμού του εντόμου δεν ήταν μεγάλη. Τα αποτελέσματα ήταν ενθαρρυντικά και σε τέσσερις περιοχές της χώρας μας (Παλούκης και συνεργάτες 1994, Τσιτσιπής και συνεργάτες 1995, Μπρούμας 1996). Ιδιαίτερα στις περιοχές Ελασσόνας και Αταλάντης όπου η μέθοδος εφαρμόστηκε σε οινοποιήσιμες ποικιλίες για 5 έτη, η παραγωγή προστατεύτηκε εξ ίσου καλά όσο σε αμπελώνες που δέχτηκαν τους συνηθισμένους ψεκασμούς με εντομοκτόνα (Ι. Τσιτσιπής και συνεργάτες, αδημοσίευτα στοιχεία).[1]


Βιβλιογραφία

  1. Έντομα καρποφόρων δέντρων και αμπέλου, Μ.Ε. Τζανακάκης- Β.Ι. Κατσόγιαννός, 1998.