Εχθρός φιστικιάς Καπνώδης

Από GAIApedia
Αναθεώρηση της 09:19, 23 Ιουλίου 2013 υπό τον A papageorgiou (Συζήτηση | συνεισφορές)

(διαφορά) ←Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεώτερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Καπνώδης σε φιστικιά

Ο καπνώδης (Capnodis tenebrionis) είναι ένας από τους σημαντικότερους εχθρούς της φιστικιάς. Το ενήλικο έχει μήκος 15-30 mm, πλάτος 7-12 mm και χρώμα γενικά μαύρο θαμπό, εκτός από το πρόνωτο. Το πρόνωτο είναι λευκό ή ανοιχτότεφρο και έχει μαύρες κηλίδες ποικίλου μεγέθους και σχήματος και μαύρα στίγματα. Οι κηλίδες αυτές αντιστοιχούν σε ελαφρές εξάρσεις του δερματίου. Υπάρχουν 2 τέτοιες εξάρσεις-κηλίδες σε κάθε πλευρά του προνώτου (μία περίπου κυκλική κοντά στην πρόσθια και μία μεγαλύτερη και στενόμακρη που αγγίζει την οπίσθια παρυφή του προνώτου). Το πρόνωτο έχει πλάτος περίπου διπλάσιο του μήκους του και περίπου διπλάσιο του πλάτους της κεφαλής. Το πλάτος του προνώτου στα αρσενικά είναι 8- 9mm και στα θηλυκά 9-10 mm. Τα έλυτρα είναι μαύρα και έχουν πολλά μικρά εισέχοντα στίγματα, διατεταγμένα σε κατά μήκος γραμμές. Συχνά έχουν αραιές διάσπαρτες υπόλευκες κηλίδες. Η προνύμφη η νεαρή έχει μήκος 3,5 mm, είναι λευκή με σκοτεινή κεφαλή και γνάθους και έχει θώρακα σαφώς πλατύτερο από την κοιλία. Στα επόμενα στάδια έχει σώμα άποδο, στενόμακρο, νωτοραχιαία πεπλατυσμένο και με προθώρακα πολύ πλατύτερο από τα αλλά τμήματα του σώματος, όπως συμβαίνει σε πολλά είδη της ίδιας οικογένειας, που είναι γι’αυτό γνωστά κοινώς ως πλατυκέφαλα σκολήκια.

Η ξυλοφάγος προνύμφη προσβάλλει και αναπτύσσεται κυρίως σε πυρηνόκαρπα και δευτερευόντως σε άλλα δέντρα όπως μηλιά, κυδωνιά, μουσμουλιά, φιστικιά και φουντουκιά. Το ενήλικο τρώει το φύλλωμα πυρηνόκαρπων, γιγαρτόκαρπων και ίσως και άλλων δέντρων.

Διαχειμάζει ως προνύμφη διάφορων ηλικιών και ως ενήλικο σε διάφορα καταφύγια. Όταν διαχειμάζει ως ενήλικο, τα ενήλικα δραστηριοποιούνται νωρίς την άνοιξη και τρέφονται για εβδομάδες από το φύλλωμα των δέντρων – ξενιστών και ωριμάζουν αναπαραγωγικά τον Μάϊο, ή αργότερα, τις αρχές με μέσα του θέρους. Είναι μακρόβια και ωοτοκούν κυρίως το θέρος. Το θηλυκό αποθέτει τα αυγά του, ένα ένα ή σε μικρές ομάδες, κυρίως στο έδαφος κοντά στο λαιμό του δέντρου, και δευτερευόντως σε ρωγμές του φλοιού της βάσης το κορμού, κοντά στο έδαφος. Η νεαρή προνύμφη μπαίνει στο λαιμό ή στη βάση μιας ρίζας και ορύσσει στοά. Η στοά γίνεται στο εσωτερικό στρώμα το φλοιού και στο κάμβιο ως το ξύλο, αλλά και μέσα στο ξύλο, ενώ κατ’ άλλους γίνεται στην αρχή στο φλοιό και στη συνέχεια στο ξύλο και μάλιστα βαθειά. Οι στοές βρίσκονται κυρίως στο λαιμό, αλλά προχωρούν πάνω και κάτω ως τις κεντρικές ρίζες. Αναφέρεται ότι η προνυμφηκή στοά μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 50 cm και κατ’ άλλους τα150 cm. Η νύμφωση γίνεται σε θάλαμο που η προνύμφη κατασκευάζει στο ξύλο και στον φλοιό κοντά στον λαιμό του δέντρου. Προνύμφες από τις θερινές ωοτοκίες φτάνουν το φθινόπωρο κυρίως στο 2ο στάδιο και ορισμένες ίσως στο 3ο, διαχειμάζουν, ενεργοποιούνται την άνοιξη και συμπληρώνουν την ανάπτυξη τους αργά την άνοιξη και το θέρος. Νυμφώνονται αργά την άνοιξη και το θέρος, τα δε ενήλικα βγαίνουν από τους νυμφικούς θαλάμους, τρέφονται και ωοτοκούν όλη τη θερμή εποχή. Σε περιοχές όπου ο βιολογικός κύκλος είναι διετής, το προνυμφικό στάδιο διαρκεί άνω του έτους, και η διαχείμαση τον πρώτο χειμώνα θα πρέπει να γίνεται στο προνυμφικό στάδιο.

Η βλάβη από τις προνυμφικές στοές το φλοιό και το ξύλο του κορμού και των κεντρικών ριζών προκαλεί σχεδόν πάντα το θάνατο των δενδρυλλίων και νεαρών δέντρων σε περιοχές με ξερό θέρος και φθινόπωρο. Αλλά και μεγαλύτερης ηλικίας δέντρα σε ξερικούς η ανεπαρκώς αρδευόμενους οπωρώνες μπορεί να ζημιωθούν σοβαρά. Δενδρύλλια και δέντρα ζωηρά, που αρδεύονται αρκετά, συνήθως αποφεύγουν την προσβολή. Κατά μια άποψη, το άφθονο κόμμι που εκκρίνουν τα ζωηρά δέντρα στην προνυμφική στοά, δεν επιτρέπει στην προνύμφη να επιζήσει.

Εναντίον του καπνώδου και άλλων ειδών του ίδιου γένους που ζούν και προσβάλλουν δέντρα κατά παρόμοιο τρόπο, συνιστώνται καλλιεργητικά και χημικά μέτρα, που αν δεν προστατεύουν τα δέντρα τελείως, τουλάχιστον περιορίζουν τη ζημιά όταν εφαρμόζονται προσεκτικά και συστηματικά. Τα μέτρα αυτά είναι κυρίως τα εξής:

  • Φύτευση υγιών δενρυλλίων που δεν έχουν προνύμφες του εντόμου.
  • Τακτική άρδευση και λίπανση, τόσο στα φυτώρια όσο και στους οπωρώνες, ώστε τα δέντρα να διατηρούνται ζωηρά.
  • Σε μικρούς οπωρώνες, συλλογή των ενηλίκων με το χέρι.
  • Όταν κρίνεται αναγκαία, θανάτωση των ενηλίκων με χημικά μέσα. Ψεκασμοί των δέντρων και πρό παντός των κορμών, το θέρος, με κατάλληλα εντομοκτόνα (azinphos-methyl, endosulfan, parathion και άλλα).