Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Θερμοκρασία και φωτοπερίοδος κατάλληλες για την ανάπτυξη του σιταριού"

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
(Νέα σελίδα με 'Σύμφωνα με τις θερμικές απαιτήσεις και φωτοπεριοδικές αντιδράσεις τους οι Ποικιλίες σιτα...')
 
Γραμμή 6: Γραμμή 6:
 
Γενικά το [[Σιτάρι φυτό |σιτάρι]] είναι φυτό των ευκράτων κλιμάτων που απαιτεί για την αύξηση θερμοκρασίες μεταξύ 3-4<sup>o</sup>C και 30-32<sup>o</sup>C. Για πολλές λειτουργίες η άριστη θερμοκρασία είναι γύρω στους 25<sup>o</sup>C.
 
Γενικά το [[Σιτάρι φυτό |σιτάρι]] είναι φυτό των ευκράτων κλιμάτων που απαιτεί για την αύξηση θερμοκρασίες μεταξύ 3-4<sup>o</sup>C και 30-32<sup>o</sup>C. Για πολλές λειτουργίες η άριστη θερμοκρασία είναι γύρω στους 25<sup>o</sup>C.
  
Υψηλές θερμοκρασίες στην πρώτη ανάπτυξη προκαλούν επιβράδυνση της άνθησης. Θερμοκρασίες μεγαλύτερες από 32<sup>o</sup>C στις 3-4 εβδομάδες μετά την άνθηση τερματίζουν πρόωρα το γέμισμα ενώ κατά την άνθηση προκαλούν κακή γονιμοποίηση. Υψηλές θερμοκρασίες σε συνδυασμό με υψηλή σχετική υγρασία αυξάνουν τις προσβολές από [[Σκωρίαση |σκωριάσεις]].
+
Υψηλές θερμοκρασίες στην πρώτη ανάπτυξη προκαλούν επιβράδυνση της [[Άνθηση (anthesis) σιτηρών |άνθησης]]. Θερμοκρασίες μεγαλύτερες από 32<sup>o</sup>C στις 3-4 εβδομάδες μετά την άνθηση τερματίζουν πρόωρα το γέμισμα ενώ κατά την άνθηση προκαλούν κακή γονιμοποίηση. Υψηλές θερμοκρασίες σε συνδυασμό με υψηλή σχετική υγρασία αυξάνουν τις προσβολές από [[Σκωρίαση |σκωριάσεις]].
  
 
Οι θερμοκρασίες του χειμώνα ορίζουν το χρόνο σποράς και το είδος της ποικιλία που θα χρησιμοποιηθεί. Έτσι σε ήπιους ή βροχερούς χειμώνες γίνεται σπορά φθινοπωρινή με ανοιξιάτικες ποικιλίες. Σε μέτρια ψυχρούς χειμώνες γίνεται σπορά φθινοπωρινή με χειμωνιάτικες ποικιλίες και σε πολύ ψυχρούς χειμώνες σπορά την άνοιξη με ανοιξιάτικες ποικιλίες.
 
Οι θερμοκρασίες του χειμώνα ορίζουν το χρόνο σποράς και το είδος της ποικιλία που θα χρησιμοποιηθεί. Έτσι σε ήπιους ή βροχερούς χειμώνες γίνεται σπορά φθινοπωρινή με ανοιξιάτικες ποικιλίες. Σε μέτρια ψυχρούς χειμώνες γίνεται σπορά φθινοπωρινή με χειμωνιάτικες ποικιλίες και σε πολύ ψυχρούς χειμώνες σπορά την άνοιξη με ανοιξιάτικες ποικιλίες.

Αναθεώρηση της 06:53, 7 Αυγούστου 2013

Σύμφωνα με τις θερμικές απαιτήσεις και φωτοπεριοδικές αντιδράσεις τους οι ποικιλίες σιταριού διακρίνονται σε:

  1. Χειμωνιάτικες. Απαιτούν θερμοκρασίες 0-8oC για λίγες εβδομάδες για να εαρινοποιηθούν και είναι ανθεκτικές στις χαμηλές θερμοκρασίες.
  2. Ανοιξιάτικες. Δε θέλουν τόσο χαμηλές θερμοκρασίες για εαρινοποίηση και είναι ευπαθείς στις χαμηλές θερμοκρασίες.
  3. Ενδιάμεσες, με απαιτήσεις μεταξύ των χειμωνιάτικων και ανοιξιάτικων.

Γενικά το σιτάρι είναι φυτό των ευκράτων κλιμάτων που απαιτεί για την αύξηση θερμοκρασίες μεταξύ 3-4oC και 30-32oC. Για πολλές λειτουργίες η άριστη θερμοκρασία είναι γύρω στους 25oC.

Υψηλές θερμοκρασίες στην πρώτη ανάπτυξη προκαλούν επιβράδυνση της άνθησης. Θερμοκρασίες μεγαλύτερες από 32oC στις 3-4 εβδομάδες μετά την άνθηση τερματίζουν πρόωρα το γέμισμα ενώ κατά την άνθηση προκαλούν κακή γονιμοποίηση. Υψηλές θερμοκρασίες σε συνδυασμό με υψηλή σχετική υγρασία αυξάνουν τις προσβολές από σκωριάσεις.

Οι θερμοκρασίες του χειμώνα ορίζουν το χρόνο σποράς και το είδος της ποικιλία που θα χρησιμοποιηθεί. Έτσι σε ήπιους ή βροχερούς χειμώνες γίνεται σπορά φθινοπωρινή με ανοιξιάτικες ποικιλίες. Σε μέτρια ψυχρούς χειμώνες γίνεται σπορά φθινοπωρινή με χειμωνιάτικες ποικιλίες και σε πολύ ψυχρούς χειμώνες σπορά την άνοιξη με ανοιξιάτικες ποικιλίες.

Το σιτάρι είναι ανθεκτικότερο από το κριθάρι και τη βρώμη και πιο ευαίσθητο από τη σίκαλη στις χαμηλές θερμοκρασίες. Έχει δυνατότητα αυτοσκληραγώγησης των νεαρών φυτών όταν υπάρχει αρκετό φως και εφοδιασμός σε θρεπτικά στοιχεία. Πολύ χαμηλές θερμοκρασίες προκαλούν βλάβες εάν επέλθουν πριν από το στάδιο της αυτοσκληραγώγησης. Γενικά, ο ανορθωμένος τύπος βλάστησης παρουσιάζει εμγαλύτερη ευπάθεια στις χαμηλές θερμοκρασίες. Η εναλλαγή πήξης και τήξης του εδαφικού διαλύματος προκαλεί ξερίζωμα και κοπή του ριζικού συστήματος. Τέλος οι όψιμοι παγετοί ή ακόμη και 0oC έστω και για λίγες ώρες όταν τα φυτά έχουν ξεσταχυάσει προκαλούν καταστροφή και στείρωση των ανθέων. Ο λίβας κατά το ξεστάχυασμα προκαλεί το θάνατο των εκτεθειμένων ανθικών οργάνων. Κατά το γέμισμα συντομεύει ή και διακόπτει τη διαδικασία του γεμίσματος, με αποτέλεσμα καρπούς συρρικνωμένους και χαμηλές αποδόσεις. Το χαμηλό βάρος των καρπών είναι σύνθετο αποτέλεσμα της αφυδάτωσής τους και της διακοπής του γεμίσματος.