Ισοζύγιο νερού

Από GAIApedia
Αναθεώρηση της 09:21, 8 Απριλίου 2016 υπό τον K kaponi (Συζήτηση | συνεισφορές)

(διαφορά) ←Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεώτερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η πρόβλεψη της εξέλιξης της αλατότητας του εδάφους μπορεί να μας βοηθήσει στην πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση της. Για την πραγματοποίηση της πρόβλεψης πρέπει να λάβουμε υπόψη τις βροχοπτώσεις, το νερό άρδευσης, τις απώλειες λόγω στράγγισης, την εξατμισοδιαπνοή και το υπόγειο νερό. Με βάση τα προαναφερθέντα μπορούμε να έχουμε το ισοζύγιο του νερού με το οποίο ακολούθως μπορούμε να προβλέψουμε την πορεία εξέλιξης της εναλάτωσης του εδάφους. Το ισοζύγιο του νερού μπορεί να περιγραφεί με βάση τις εισροές και εκροές του νερού. Ως εισροές θεωρούμε το άθροισμα του νερού των βροχοπτώσεων (Dr) και του νερού των αρδεύσεων (Di) και του υπόγειου νερού (Dg). Ως εκροές θεωρούμε το άθροισμα του νερού στράγγισης (Dd) και της εξατμισοδιαπνοής (Det) ή (De + Dt)(όπου: De ποσότητα εξατμιζόμενου νερού και Dt ποσότητα διαπνεόμενου νερού από τα φυτά). Με βάση τα ανωτέρω οι σχέσεις μεταξύ εισροών και εκροών μπορεί να έχουν ως εξής:

i) Εάν Εισροές=Εκροές, τότε: (Di+Dr+Dg)= (Dd+Det)= (Dd+De+Dt).

Το ισοζύγιο των αλάτων του εδάφους κάτω από συνθήκες ισοζυγίου του νερού επηρεάζεται από τον βαθμό έντασης της εξάτμισης και της βαθειάς διήθησης του νερού, γεγονός που καθορίζεται από το κλίμα και τη κοκκομετρική σύσταση του εδάφους.

Επομένως, εάν η εξάτμιση είναι μεγαλύτερη από τη βαθειά διήθηση (deep seepage), τότε παρατηρείται συμπύκνωση των αλάτων και επομένως αύξηση της αλατότητας. Αντίθετα, εάν η εξάτμιση είναι μικρότερη από τη διήθηση τότε λαμβάνει χώρα απομάκρυνση των αλάτων και επομένως μείωση του επιπέδου αλατότητας. Ακόμη και σε έδαφος μη αλατούχο και με χρήση νερού άρδευσης χαμηλής ηλεκτρικής αγωγιμότητας, είναι δυνατό να αυξηθεί η αλατότητα του εδάφους συνέπεια της υψηλής εξάτμισης. Στην περίπτωση που η βαθειά διήθηση είναι μεγαλύτερη από την εξάτμιση του νερού έχουμε σημαντική έκπλυση των αλάτων προς τα βαθύτερα στρώματα, διατηρουμένου πάντοτε του ισοζυγίου του νερού, με συνέπεια τη μείωση της αλατότητας.

Εξαιτίας των ανωτέρω, τα αλατούχα εδάφη δημιουργούνται σε περιοχές χαμηλών βροχοπτόσεων και υψηλών θερμοκρασιών, όπως π.χ. στην περιοχή της Μεσογείου και της Μ. Ανατολής, ενώ τέτοια εδάφη, δεν παρατηρούνται στις βόρειες χώρες όπου οι βροχοπτώσεις συμβάλλουν στην έκπλυση των αλάτων.[1]

Βιβλιογραφία

  1. Τα προβληματικά εδάφη και η βελτίωση τους, Π. Κουκουλάκης τ. Αναπληρωτής Ερευνητής ΕΘΙΑΓΕ, ΑΡ. Παπαδόπουλος Τακτικός Ερευνητής ΕΘΙΑΓΕ