Καλλιέργεια ιτιάς

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Προετοιμασία εδάφους

Η διάρκεια ζωής της ιτιάς είναι περίπου 30 έτη. Δεδομένης της πολυετούς φύσης της καλλιέργειας, ιδιαίτερης σημασίας είναι η επιλογή της κατάλληλης περιοχής σε σχέση με την τοπογραφία, οικολογία και προσβασιμότητα. Λόγω της αραιής φύτευσης, η εφαρμογή καλλιεργητικών πρακτικών ενέχει τον κίνδυνο διάβρωσης του εδάφους ιδιαίτερα σε επικλινείς περιοχές με ελαφρά, αμμώδη εδάφη. Για την διεκπεραίωση των καλλιεργητικών εργασιών και της συγκομιδής ο αγρός συνιστάται να είναι επίπεδος ή με κλίση εδάφους που δεν υπερβαίνει το 12-15%, με καλή στράγγιση και όσο το δυνατόν πιο κοντά σε αποθηκευτικούς χώρους. Ο έλεγχος των ζιζανίων είναι η σπουδαιότερη καλλιεργητική τεχνική για την επιτυχή εγκατάσταση της καλλιέργειας. Συνήθως χρησιμοποιείται η εφαρμογή οργανοφωσφορικών σκευασμάτων (γλυκίνες) σε μία ή δύο δόσεις κατά την περίοδο από τέλη καλοκαιριού έως αρχές ή μέσα φθινοπώρου. Σε συμπιεσμένα εδάφη συστήνεται καλλιέργεια του εδάφους με υπεδαφοκαλλιεργητή σε βάθος 40cm και στη συνέχεια άροση σε βάθος 25cm. Αντίθετα, σε ελαφρά εδάφη συστήνεται ανοιξιάτικο όργωμα και ενσωμάτωση κοπριάς με κατάλληλη περιεκτικότητα σε άζωτο πριν την άροση. Πριν την φύτευση συνιστάται ανοιξιάτικο σβάρνισμα για την καταπολέμηση των ζιζανίων και την ισοπέδωση του εδάφους.[1]

Φύτευση

Συγκομιδή στελεχών ιτιάς

Η φύτευση της ιτιάς πραγματοποιείται νωρίς την άνοιξη με μοσχεύματα. Σε παγετόπληκτες περιοχές μπορεί να πραγματοποιηθεί όψιμη σπορά για την αποφυγή καταστροφής των δενδρυλλίων από τις χαμηλές θερμοκρασίες. Τα μοσχεύματα λαμβάνονται από δένδρα ηλικίας 1 έτους κατά την περίοδο μεταξύ Δεκεμβρίου-Μαρτίου. Μπορούν να φυτευτούν άμεσα ή να αποθηκευτούν σε θερμοκρασία 2-4oC όπου παραμένουν βιώσιμα μέχρι και 3 μήνες. Για τη φύτευση συνήθως χρησιμοποιούνται μηχανές φύτευσης μοσχευμάτων κατάλληλα σχεδιασμένων να κόβουν το μόσχευμα (μήκους 1,5-2,5m) σε τεμάχια 20cm. Μετά τον τεμαχισμό του η μηχανή φύτευσης τοποθετεί το μόσχευμα αυτόματα στο έδαφος και συμπιέζει το έδαφος τριγύρω του έτσι ώστε να εξασφαλιστεί καλή επαφή εδάφους-μοσχεύματος. Για φυτείες μικρής έκτασης μπορούν να χρησιμοποιηθούν και φυτευτικές μηχανές λάχανου, αφού προηγηθούν οι κατάλληλες ρυθμίσεις. Η συνήθης πυκνότητα φύτευσης εξαρτάται από το τρόπο συγκομιδής και κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 1200 και 1500 μοσχεύματα/στρέμμα. Η φύτευση πραγματοποιείται σε διπλές γραμμές που απέχουν μεταξύ τους 75cm ενώ η απόσταση μεταξύ δύο διαδοχικών διπλών γραμμών είναι 1,5m. Η απόσταση επί της γραμμής είναι συνήθως 59cm. Οι παραπάνω αποστάσεις εξασφαλίζουν πυκνότητα φύτευσης 1500 φυτά/στρέμμα.

Από κάθε μόσχευμα αναπτύσσονται 1-3 παραφυάδες που φτάνουν σε ύψος έως και 4m. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, που έπεται της φύτευσης, η νέα βλάστηση (παραφυάδες) πρέπει να κόβεται έτσι ώστε να ενισχυθεί η βλάστηση περισσότερων πλευρικών βλαστών (5-20 παραφυάδες) κατά τα επόμενα έτη της καλλιέργειας. Το κόψιμο συστήνεται περί τα τέλη Φεβρουαρίου, πριν το άνοιγμα των οφθαλμών. Συνήθως πραγματοποιείται εφαρμογή ζιζανιοκτόνου επαφής μετά το κόψιμο των παραφυάδων αλλά πριν το άνοιγμα των οφθαλμών για τον έλεγχο των ζιζανίων. Κατά το πρώτο έτος της καλλιέργειας δε συστήνεται εφαρμογή λίπανσης.[1]

Καταπολέμηση ζιζανίων

Η καταπολέμηση των ζιζανίων αποτελεί απαραίτητη καλλιεργητική φροντίδα το 1o έτος της καλλιέργειας. Η ζιζανιοκτονία στις καλλιέργειες μικρού περίτροπου χρόνου μπορεί να χωριστεί σε τρεις φάσεις, πριν την εγκατάσταση, μετά την φύτευση και μετά το κόψιμο των παραφυάδων κατά το 1o έτος. Τα πολυετή ζιζάνια καταπολεμούνται αποτελεσματικά με την χρήση κατάλληλων διασυστηματικών ζιζανιοκτόνων επαφής όπως αυτά της οικογένειας των οργανοφωσφορικών γλυκινών. Η ταχεία ανάπτυξη των ζιζανίων, σε γόνιμα κυρίως εδάφη, με το πέρας των καλλιεργητικών πρακτικών είναι αναμενόμενη και γι’ αυτό συνιστάται η εφαρμογή ζιζανιοκτόνου με μεγάλη υπολειμματική δράση (π.χ. ατραζίνες). Κατάλληλα σκευάσματα για τον έλεγχο των αγρωστωδών ζιζανίων μετά την εγκατάσταση της φυτείας είναι αυτά της οικογένειας των κυκλοεξανοδιονών και αρυλοξυφαινοξυπροπιονικών.[1]

Άρδευση

Η διαθεσιμότητα εδαφικής υγρασίας είτε από βροχοπτώσεις είτε με εφαρμογή άρδευσης θεωρείται απαραίτητη για την επιτυχή εγκατάσταση της καλλιέργειας και την επίτευξη ικανοποιητικών αποδόσεων. Η ποσότητα νερού που απαιτείται για την καλλιέργεια της ιτιάς υπολογίζεται στα 600-1000mm ετησίως.[1]

Λίπανση

Οι απαιτήσεις της ιτιάς σε άζωτο είναι σχετικά χαμηλές. Οι συνιστώμενες δόσεις αζώτου είναι 4, 6 και 10kg αζώτου/στρέμμα για το πρώτο (μετά το κόψιμο των παραφυάδων) δεύτερο και τρίτο έτος, αντίστοιχα και για κύκλο καλλιέργειας διάρκειας 3 ετών. Δεν συνιστάται η εφαρμογή λίπανσης κατά το πρώτο έτος εγκατάστασης της καλλιέργειας και πριν το κόψιμο των παραφυάδων. Έχει αναφερθεί ότι η βραχείας περιτροπής καλλιέργεια της ιτιάς απομακρύνει ετησίως περίπου 1,6 και 8,5kg φωσφόρου και καλίου, αντίστοιχα.[1]

Συγκομιδή

Η πρώτη συγκομιδή πραγματοποιείται 3 χρόνια μετά το κόψιμο των παραφυάδων και στη συνέχεια επαναλαμβάνεται κάθε 3 χρόνια. Η εποχή συγκομιδής συμπίπτει με την χειμερινή περίοδο (μέσα Οκτωβρίου αρχές Μαρτίου) οπότε η καλλιέργεια έχει χάσει τα φύλλα της και πριν το άνοιγμα των οφθαλμών. Η υγρασία του φυτού την περίοδο αυτή κυμαίνεται μεταξύ 45 - 60%. Η συγκομιδή ιτιάς, και γενικά των καλλιεργειών μικρού περίτροπου χρόνου, μπορεί να πραγματοποιηθεί με δύο τρόπους. Ο πρώτος περιλαμβάνει τη συγκομιδή με συγκομιστικές μηχανές μοσχευμάτων, οπότε τα στελέχη κόβονται και δεματοποιούνται χειρωνακτικά στον αγρό όπου και αφήνονται να ξηραθούν. Ο δεύτερος τρόπος περιλαμβάνει τη συγκομιδή με συγκομιστικές μηχανές που κόβουν το στέλεχος, και στη συνέχεια το κονιορτοποιούν και το εναποθέτουν σε πλατφόρμα που συνοδεύει το μηχάνημα συγκομιδής. Περισσότερο διαδεδομένος είναι ο δεύτερος τρόπος συγκομιδής αλλά ενέχει τον κίνδυνο υποβάθμισης του συγκομιζόμενου προϊόντος λόγω υπερθέρμανσης (φθάνει τους 60oC σε 24 ώρες) που οδηγεί σε απώλεια της ενεργειακής του αξίας.

Μετά την τελευταία συγκομιδή, στο τέλος της οικονομικής ζωής της καλλιέργειας και πριν την απεγκατάσταση, πρέπει να επιτραπεί στην καλλιέργεια να αναπτύξει νέους βλαστούς την άνοιξη. Όταν αυτοί φτάσουν σε ύψος 15cm η καλλιέργεια ψεκάζεται με διασυστηματικό ζιζανιοκτόνο επαφής όπως αυτά της οικογένειας των οργανοφωσφορικών γλυκινών. Με την χρήση κατάλληλων μηχανημάτων (π.χ. υπεδαφοκαλλιεργητή ή δισκοσβάρνας μεγάλης διαμέτρου) οι ρίζες που απομένουν καταστρέφονται και ενσωματώνονται στο έδαφος σε βάθος 5-10cm.[1]

Σχετικές σελίδες

Βιβλιογραφία

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 Ενεργειακές Καλλιέργειες - Βιοκαύσιμα, των Σκαράκη Γεώργιου (Καθηγητής ΓΠΑ), Κορρέ Νικολάου (MSc, PhD) και Παυλή Ουρανίας (MSc, PhD), Αθήνα 2008.