Καρκίνωση ελιάς

Από GAIApedia
Αναθεώρηση της 11:42, 1 Αυγούστου 2013 υπό τον A papageorgiou (Συζήτηση | συνεισφορές)

(διαφορά) ←Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεώτερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η ασθένεια υπάρχει σε όλες τις ελαιοκομικές περιοχές του κόσμου. Όταν η ασθένεια εκδηλώνεται με έντονη μορφή προξενεί μείωση της ζωτικότητας των δένδρων, ξήρανση μικρών ή μεγάλων κλαδιών και σπανιότερα ξήρανση ολόκληρων δένδρων.

Το χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ασθένειας είναι ο σχηματισμός στους κλαδίσκους, στους κλάδους, στον κορμό, στις ρίζες και σπανιότερα στα φύλλα. Στην αρχή έχουν σχετικά μαλακή σύσταση με χρώμα ανοιχτό και στη συνέχεια η σύστασή τους γίνεται σκληρή και το χρώμα τους σκοτεινό. Στο εσωτερικό των νεαρών όγκων παρατηρούνται κατά θέσεις μικρές υδατώδεις περιοχές ή μικρές κοιλότητες, που περιέχουν σε μεγάλες συγκεντρώσεις κατά μάζες το παθογόνο βακτήριο. Όταν τα κλαδιά έχουν προσβληθεί έντονα και έχουν πολλά καρκινώματα γίνονται καχεκτικά και πολλές φορές ξηραίνονται.

Στους καρπούς, ιδίως σε μεγαλόκαρπες ποικιλίες, η ασθένεια μπορεί να εκδηλωθεί με τη μορφή κυκλικών κηλίδων, με χρώμα καστανόμαυρο. Οι κηλίδες είναι συχνά πολυάριθμες (μέχρι 30 σε κάθε καρπό) και συντελούν στην υποβάθμιση της ποιότητας του ελαιοκάρπου που προορίζεται για κονσερβοποίηση.

Η ασθένεια οφείλεται στο βακτήριο Pseudomonas savastanoi. Εκτός από την ελιά παθοποικιλίες του βακτηρίου προσβάλλουν το γιασεμί, την πικροδάφνη και τον φράξινο. Έχει άριστη θερμοκρασία ανάπτυξης 25 – 26οC, μέγιστη 35οC και ελάχιστη 1οC. Το βακτήριο επιβιώνει μέσα στους όγκους καθώς και επιφυτικώς στα φύλλα και τις άλλες πράσινες επιφάνειες του δένδρου. Η μόλυνση γίνεται πάντοτε μέσω πρόσφατων πληγών που προκαλούνται με το ράβδισμα των δένδρων για τη συλλογή του ελαιοκάρπου, με το κλάδεμα, με καλλιεργητικά εργαλεία, από το χαλάζι, τον παγετό, καθώς και από τις μη επουλωμένες ουλές που δημιουργούνται με την πτώση των φύλλων. Κατά τη διάρκεια υγρού καιρού τα βακτήρια βγαίνουν από τους διαβρεγμένους όγκους ή ενεργοποιούνται στην επιφυτική χλωρίδα και μεταφέρονται με τα υγρά σταγονίδια σε άλλα μέρη του δένδρου ή σε γειτονικά δένδρα και αφού μπουν μέσα στους ιστούς από τις πληγές προκαλούν νέες μολύνσεις. Η περίοδος των μολύνσεων συμπίπτει με τη βροχερή περίοδο μιας περιοχής (συνήθως είναι το φθινόπωρο, ο χειμώνας, η άνοιξη). Επίσης πολυάριθμες και σοβαρές μολύνσεις πραγματοποιούνται μετά από παγετό ή χαλάζι.

Για την καταπολέμηση πρέπει να εφαρμόζονται τα παρακάτω μέτρα:

  • Αν η προσβολή είναι ελαφριάς μορφής, να αφαιρούνται όλα τα άρρωστα κλαδιά και να καίγονται.
  • Τα εργαλεία για το κλάδεμα να απολυμαίνονται με εμβάπτιση σε διάλυμα φορμόλης σε νερό σε αναλογία 5%.
  • Να αποφεύγεται το κλάδεμα των δένδρων με υγρό και βροχερό καιρό.
  • Να εκτελείται 1 ψεκασμός των δένδρων με βορδιγάλιο πολτό 1% ή με άλλο χαλκούχο σκεύασμα αμέσως μετά από παγετό ή χαλάζι.
  • Στις περιοχές που επικρατούν ευνοϊκές συνθήκες για την κηλίδωση του ελαιοκάρπου συνιστάται να γίνονται 1 ή 2 ψεκασμοί, επίσης με χαλκούχα, κατά τη περίοδο Ιουνίου μέχρι αρχές Σεπτέμβρη
  • Σε περίπτωση εγκαταστάσεως νέου ελαιώνα, πρέπει να φυτεύονται δενδρύλλια εντελώς υγιή που να προέρχονται από φυτώρια που δεν :έχουν την ασθένεια.

Σχετικές σελίδες

Βιβλιογραφία

  • "Ασθένειες καρποφόρων δένδρων και αμπέλου", του Χ. Γ. Παναγόπουλου, καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών