Κυκλοκόνιο ελιάς

Από GAIApedia
Αναθεώρηση της 07:04, 12 Μαΐου 2016 υπό τον K kaponi (Συζήτηση | συνεισφορές)

(διαφορά) ←Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεώτερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Το κυκλοκόνιο είναι γνωστό και σαν μαύρισμα ή κηλίδωση των φύλλων της ελιάς. Η ασθένεια προκαλεί μεγάλη εξασθένηση των δένδρων και μείωση της παραγωγής μέχρι πλήρους ακαρπίας. Σε ορισμένες περιοχές που είναι υγρές (π.χ Κέρκυρα) η ασθένεια προκαλεί ζημιές που φθάνουν μέχρι εκμηδένισης της παραγωγής στους ελαιώνες στους οποίους ενδημεί.

Όσο αφορά τα συμπτώματα, προσβάλλει τα φύλλα, τους μίσχους των φύλλων, τους ποδίσκους των άνθεων, ταξιανθιών και καρπών και πιο σπάνια τους νεαρούς βλαστούς και τους καρπούς. Τα πιο συχνά φαινόμενα εκδηλώνονται στα φύλλα. Οι κηλίδες που σχηματίζονται περισσότερο εμφανείς και εξελίσσονται γρήγορα την άνοιξη και νωρίς το καλοκαίρι. Κατά τις περιόδους αυτές τα εντόνως προσβεβλημένα φύλλα πέφτουν και το δένδρο απογυμνώνεται τελείως. Ο μεγαλύτερος αριθμός κηλίδων εμφανίζεται στα παλαιότερα φύλλα και στα κατώτερα μέρη του δένδρου. Στους μίσχους των φύλλων και στους ποδίσκους των άνθεων , ταξιανθιών και καρπών οι κηλίδες είναι επιμήκεις και τεφροκαστανές.

Η ασθένεια οφείλεται στον μύκητα Spilocaea oleagina . Το μυκήλιο του παθογόνου αναπτύσσεται ανάμεσα στην εφυμενίδα και την επιδερμίδα και αποστέλλει προς τα έξω βραχείς κονιδιοφόρους. Tα παραγόμενα κονίδια συμπεριφέρονται σαν μιξοσπόρια, γιατί για την ελευθέρωση και μεταφορά τους δεν αρκεί ο άνεμος, αλλά έχουν ανάγκη νερού. Η διασπορά αυτών των κονιδίων σε μικρές αποστάσεις γίνεται με τα σταγονίδια της βροχής και είναι περισσότερο αποτελεσματική όταν συνοδεύεται με άνεμο. Για την πραγματοποίηση των μολύνσεων είναι απαραίτητη η βροχή ή η πολύ υψηλή υγρασία και σχετικά χαμηλές θερμοκρασίες. Κατά συνέπεια οι μολύνσεις γίνονται κατά το φθινόπωρο, το χειμώνα και την άνοιξη εφόσον επικρατεί βροχερός και υγρός καιρός. Κατά την ξηρή και πολύ θερμή περίοδο του θέρους η δράση του μύκητα αναστέλλεται. Η ένταση της ασθένειας σε μια περιοχή επηρεάζεται όχι μόνο από το ύψος και τις ημέρες της βροχής, αλλά και από την πολύ υψηλή πρωινή υγρασία την άνοιξη και το καλοκαίρι, σε συνδυασμό με την ύπαρξη μολύσματος. Κάποια περάματα που έγιναν στην Άρτα (ποικιλία Χονδρολιά Αγρινίου) και το Μεσολόγγι (ποικιλία Καλαμών) διαπιστώθηκε ότι η εντονότερη προσβολή της νέας βλάστησης στις περιοχές αυτές συγκριτικά με την περιοχή της Κέρκυρας οφείλεται στη πολύ υψηλή πρωινή σχετική υγρασία την άνοιξη και το καλοκαίρι (Μεσολόγγι) ή στο μεγαλύτερο ύψος και τις περισσότερες ημέρες βροχής τους μήνες Απρίλιο, Μάιο και Ιούνιο (Άρτα).

Η διάγνωση της προσβολής φύλλων στα οποία δεν έχουν ακόμα εμφανιστεί συμπτώματα, μπορεί να γίνει με εμβάπτιση σε διάλυμα 5% NaOH θερμοκρασίας 50 – 60οC. Οι ποικιλίες Λιανολιά Κέρκυρας, Αμφίσσης και χονδροελιά Αγρινίου θεωρούνται ιδιαίτερα ευαίσθητες στην ασθένεια, ενώ φαίνεται ότι η ποικιλία Κορωνέϊκη παρουσιάζει σχετική αντοχή. Ανθεκτικές θεωρούνται στην Αίγυπτο οι ποικιλίες Manzanillo και Shemlali.

Για την καταπολέμηση της ασθένειας εκτελούνται προληπτικοί ψεκασμοί των δένδρων με κατάλληλα μυκητοκτόνα. Από τη σύγκριση της αποτελεσματικότητας διαφόρων μυκητοκτόνων για την καταπολέμηση του κυκλονίου που έγιναν στην Κέρκυρα και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, διαπιστώθηκε η σαφής υπεροχή των χαλκούχων έναντι των άλλων οργανικών μυκητοκτόνων. Την καλύτερη προστασία έδωσε ο βορδιγάλιος πολτός. Εκτελούνται συνήθως δύο ψεκασμοί με βορδιγάλιο πολτό 1% (ο πρώτος στις αρχές φθινοπώρου και ο δεύτερος αρχές άνοιξης), ενώ σε περιοχές όπου η σχετική υγρασία είναι πολύ υψηλή το πρωί την άνοιξη και το καλοκαίρι γίνονται τρείς ή και τέσσερις ψεκασμοί τον χρόνο (δύο την άνοιξη και δύο το φθινόπωρο), σε διάστημα μεταξύ των δύο ψεκασμών κάθε εποχής 45 ημέρες.