Κυπρίνος (Cyprinus carpio)

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Κυπρίνος
Κυπρίνος
Κυπρίνος

Ο κυπρίνος προέρχεται από την Άπω Ανατολή. Είναι όμως πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί πότε ακριβώς εισήχθη στην Ευρώπη. Εικάζεται ότι η εισαγωγή του ψαριού έγινε κατά τη ρωμαϊκή εποχή. Πάντως, η εκτροφή του επεκτάθηκε στα ύδατα της μεγάλης ευρωπαϊκής πεδιάδας κατά τον Μεσαίωνα. Ο κυπρίνος ξεχώρισε ως πολύτιμη πηγή πρωτεϊνών για τις πολυήμερες νηστείες που επέβαλε η χριστιανική θρησκεία. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η εκτροφή του αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στα μοναστήρια.

Οι γεννήτορες, που επιλέγονται με γνώμονα τα φυσικά τους χαρακτηριστικά, αλιεύονται μέσα από τη λίμνη λίγο πριν την έναρξη της περιόδου ωοτοκίας.

Τα αυγά και το σπέρμα αφαιρούνται με χειρωνακτικό τρόπο από το θηλυκό και το αρσενικό αντίστοιχα και αναμειγνύονται τεχνητά μέσα σε δεξαμενή γονιμοποίησης. Στη συνέχεια, τοποθετούνται σε μικρές λεκάνες επώασης όπου εκκολάπτονται ύστερα από 3 έως 5 ημέρες. Οι αιώνες γενετικής επιλογής οδήγησαν στην ανάπτυξη πολλών τοπικών ποικιλιών. Από τη δεκαετία του 1960, οι εν λόγω ποικιλίες αποτελούν αντικείμενο γενετικών μελετών με σκοπό τη δημιουργία των πλέον αποδοτικών υβριδίων και των καλύτερα προσαρμοζόμενων στις διάφορες συνθήκες εκτροφής που απαντώνται σε ολόκληρη την Ευρώπη, από το βορρά μέχρι το νότο.

Αμέσως μόλις εκκολαφθούν, οι προνύμφες μεταφέρονται σε μικρές αβαθείς λεκάνες που τροφοδοτούνται με νερό θερμοκρασίας 18 έως 24 oC, πλούσιο σε ζωοπλαγκτόν, με το οποίο τρέφονται μόλις εξαντλήσουν τα λεκιθικά τους αποθέματα.

Σε αυτές τις λεκάνες παραμένουν περίπου έναν μήνα μέχρι να είναι σε θέση να κολυμπήσουν. Τότε μεταφέρονται για πρώτη φορά σε φυσικό περιβάλλον, σε μικρή αβαθή υδάτινη λεκάνη. Κατά τον ετήσιο καθαρισμό της εν λόγω λεκάνης, δίδεται βάρος στην ανάπτυξη μικροφυκιών και ζωοπλαγκτόν, των μοναδικών δηλαδή τροφών με τις οποίες τρέφονται τα ιχθύδια του κυπρίνου. Τα τελευταία παραμένουν εκεί περίπου ένα μήνα, κατά τη διάρκεια του οποίου απογαλακτίζονται σταδιακά με τη βοήθεια τροφής σε μορφή ιδιαίτερα λεπτής σκόνης η οποία περιέχει ιχθυάλευρα και φυτικά άλευρα σε ίση αναλογία. Όταν φτάνουν σε μήκος τα 3 εκατοστά περίπου, τα ιχθύδια συλλέγονται και μεταφέρονται σε υδάτινη λεκάνη για γόνους.

Την άνοιξη οι γόνοι του κυπρίνου μεταφέρονται σε ειδικά για τον σκοπό αυτό διαμορφωμένη υδάτινη λεκάνη όπου παραμένουν μέχρι το χειμώνα. Στην αρχή, η φυσική παραγωγή της εν λόγω λεκάνης σε πλαγκτόν, βλάστηση, μαλάκια, σκουλήκια και μικρά μαλακόστρακα αρκεί για να θρέψει τους νεαρούς κυπρίνους.

Γρήγορα όμως πρέπει να ενισχυθεί με κάποιο φυτικό ως επί το πλείστον συμπλήρωμα διατροφής. Στις αρχές του χειμώνα, η υδάτινη λεκάνη καθαρίζεται και οι κυπρίνοι μεταφέρονται σε δεξαμενή διαχείμασης. Εισέρχονται σε περίοδο μειωμένης δραστηριότητας κατά τη διάρκεια της οποίας τρέφονται ελάχιστα ή και καθόλου στις περιοχές με περισσότερο κρύο. Στη φάση αυτή, ο κυπρίνος έχει μήκος δέκα περίπου εκατοστά και βάρος 30 έως 40 γραμμάρια.

Την άνοιξη του τρίτου χρόνου της ζωής τους, οι κυπρίνοι μεταφέρονται σε μεγάλες υδάτινες λεκάνες πάχυνσης όπου ζουν τρεφόμενοι από το οικοσύστημα, λαμβάνοντας παράλληλα ένα συμπλήρωμα διατροφής σε κόκκους το οποίο περιέχει ιχθυέλαια, ιχθυάλευρα, φυτικά άλευρα και συμπληρώματα με βιταμίνες και ανόργανες ουσίες.

Τα ψάρια αυτά συλλέγονται κατά τη διάρκεια του χειμερινού καθαρισμού της λεκάνης και, αναλόγως του μεγέθους τους, διατίθενται στην αγορά ή μεταφέρονται σε λεκάνη διαχείμασης ενόψει της νέας χρονιάς πάχυνσης ή της επιλογής τους για τον ρόλο του γεννήτορα. Το βάρος ενός κυπρίνου μεγάλης ηλικίας μπορεί να φτάνει τα 40 κιλά και το μήκος του το ένα μέτρο. Όμως, στην αγορά διατίθεται συνήθως όταν έχει μήκος 30 έως 50 εκατοστά και βάρος 1,5 κιλό.

Σήμερα ο κυπρίνος παράγεται ως επί το πλείστον στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης καθώς αποτελεί βασικό έδεσμα των παραδοσιακών γευμάτων κατά τη διάρκεια των εορτών λήξης του έτους και του Πάσχα.

Οι άνθρωποι εκεί έχουν τη συνήθεια να τον αγοράζουν ζωντανό και να τον βάζουν σε καθαρό νερό για μερικές μέρες προκειμένου να φύγει η μυρωδιά της λάσπης. Οι παραγωγοί επιχειρούν επί του παρόντος να διαφοροποιήσουν τα προϊόντα που προσφέρουν φτιάχνοντας μικρές μονάδες μεταποίησης με στόχο τη διάθεση ημι-παρασκευασμένων προϊόντων (τεμαχισμένα, νωπά ή καπνιστά, σε φιλέτα ή σε φέτες) ή παρασκευασμένων σύμφωνα με παραδοσιακές συνταγές. Σημαντικό μέρος της παραγωγής προορίζεται επίσης για την αναπλήρωση των αποθεμάτων των υδάτινων λεκανών προς όφελος της ερασιτεχνικής αλιείας.