Λίπανση σιταριού

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Οι απαιτήσεις του σιταριού σε μακροστοιχεία μπορεί να εκτιμηθούν από χημικές αναλύσεις των φυτών κατά την ανάπτυξή τους. Στον παρακάτω πίνακα φαίνεται η ολική περιεκτικότητα των φυτών σε διάφορα ανόργανα θρεπτικά συστατικά καθώς και η περιεκτικότητα μόνο των στάχεων. Από τα δεδομένα προκύπτει ότι σημαντικά ποσά ορισμένων στοιχείων (καλίου, ασβεστίου, μαγνησίου και θείου) παραμένουν στα βλαστητικά όργανα των φυτών και επομένως επιστρέφουν στο έδαφος μετά τη συγκομιδή. Αντίθετα, η μεγάλη μάζα του αζώτου και του φωσφόρου συσσωρεύεται στους καρπούς.

Η μέγιστη περιεκτικότητα μιας φυτείας χειμωνιάτικου σιταριού σε μακροστοιχεία και νάτριο, καθώς και η περιεκτικότητα των στάχεων.
Θρεπτικό στοιχείο Περιεκτικότητα (kg/στρ.)
Ολική Στάχεων
Άζωτο 12.8 9.7
Φωσφόρος 2.7 2.3
Κάλι 20.7 2.9
Ασβέστιο 2.7 0.3
Μαγνήσιο 1.1 0.6
Θείο 1.9 0.3
Νάτριο 0.4 0.1

Άζωτο

Η απορρόφηση του αζώτου [1] είναι συνεχής σχεδόν μέχρι την ωρίμαση. Μέχρι το ξεστάχυασμα το άζωτο είναι συγκεντρωμένο κυρίως στα φύλλα, ενώ στους καρπούς αυξάνει συνεχώς μέχρι την ωρίμαση. Η πτώση που παρατηρείται στα φύλλα και τα στελέχη μετά την άνθηση υποδηλώνει και σημαντική διακίνηση από τα όργανα αυτά προς τους καρπούς. Η απορρόφηση γίνεται κυρίως υπό τη μορφή των νιτρικών. Ο ρυθμός απορρόφησης παρουσιάζει δύο κύριες αιχμές, μια κατά τα πρώτα στάδια ανάπτυξης και μια δέυτερη λίγο πριν την άνθηση. Οι αιχμές αυτές αντιπροσωπεύουν και τις κρίσιμες περιόδους απαιτήσεων για το άζωτο.

Η επάρκεια αζώτου έχει άμεσες επιπτώσεις στην παραγωγικότητα και την ποιότητα του προϊόντος. Ο ρυθμός φωτοσύνθεσης συσχετίζεται στενά με την περιεκτικότητα των φύλλων σε άζωτο η οποία επηρεάζει τόσο την περιεκτικότητα σε χλωροφύλλες όσο και τη δραστηριότητα της καρβοξυλάσης της διφωσφοροριβουλόζης που παίζει αποφασιστικό ρόλο στη διεύθυνση του CO2. Παράλληλα υπάρχει στενή συσχέτιση ανάμεσα στην παραγόμενη βιομάζα και την περιεκτικότητα των φυτών σε άζωτο. Από τις συνιστώσες της τελικής απόδοσης, το άζωτο αυξάνει τον αριθμό στάχεων/επιφάνεια εδάφους και τον αριθμό καρπών/στάχυ, ενώ οι επιδράσεις τους στο μέσο βάρος των καρπών δεν είναι τόσο εντυπωσιακές. Οι επιδράσεις σε ποιοτικά χαρακτηριστικά αφορούν κυρίως στην περιεκτικότητα των καρπών σε πρωτεΐνες.

Το σιτάρι αντιδρά συνήθως θεαματικά στην προσθήκη αζώτου μέχρι το σημείο εκείνο, πέρα από το οποίο το άζωτο προκαλεί πλάγιασμα. Ο βαθμός αντίδρασης όμως εξαρτάται:

  • Από τη στάθμη των νιτρικών στο έδαφος, η οποία καθορίζεται από την καλλιεργητική προϊστορία του αγρού και τις συνθήκες του περιβάλλοντος (θερμοκρασία, βροχοπτώσεις) που επηρέασαν τους ρυθμούς νιτροποίησης και έκπλυσης.
  • Από την εδαφική υγρασία κατά τη σπορά, η οποία αποτελεί δείκτη της αποτελεσματικότητας της λίπανσης ιδιαίτερα στις ημίξερες περιοχές.
  • Από το ύψος και την κατανομή των βροχοπτώσεων κατά την καλλιεργτηική περίοδο. Υψηλή υγρασία κατά τη σπορά ανεξαρτητοποιεί κάπως την καλλιέργεια από τις απαιτήσεις σε υγρασία κατά την καλλιεργητική περίοδο. Αντίθετα, όταν δεν υπάρχουν αρχικά αποθέματα υγρασίας το ελάχιστο ύψος βροχής για αποτελεσματική αζωτούχο λίπανση είναι τα 300mm.

Στις περισσότερες περιπτώσεις η εφαρμογή του αζωτούχου λιπάσματος γίνεται σε δύο δόσεις, μία πριν ή κατά τη σπορά μαζί με τα φωσφοροκαλιούχα και μαι επιφανειακή λίπανση στις αρχές της άνοιξης. Έτσι εξασφαλίζεται η επάρκεια του στοιχείου στην πρώτη ανάπτυξη και λίγο πριν το ξεστάχυασμα, δηλ. στις κρίσιμες περιόδους. Η εφαρμογή όλου του λιπάσματος κατά τη σπορά έχει πολλά μειονεκτήματα γιατί επάγει πρόωρη ανάπτυξη των φυτών με συνέπειες αυξημένους κινδύνους πλαγιάσματος, πρόωρη εξάντληση της εδαφικής υγρασίας και δημιουργία θνησιγενών αδελφιών λόγω σκίασης. Το ποσοστό του λιπάσματος που θα δοθεί κατά τη σπορά μπορεί να είναι το 1/2 μέχρι το 1/3 του συνολικού. Σε περιοχές που χαρακτηρίζονται από χειμώνες ήπιους με αρκετή βροχόπτωση συνιστάται να μειώνονται τα ποσοστά που εφαρμόζονται κατά τη σπορά. Για αποφυγή απωλειών χρησιμοποιούνται αμμωνιακά λιπάσματα κατά τη σπορά και νιτρικά κατά την επιφανειακή λίπανση.

Οι συνιστώμενες δόσεις ποικίλλουν ανάλογα με τη διαθέσιμη υγρασία, τη γονιμότητα του εδάφους και την καλλιέργεια που προηγήθηκε. Γενικά, οι συνιστώμενες δόσεις είναι αυξημένες σε υγρές περιοχές και εδάφη χαμηλής γονιμότητας, ενώ μειώνονται όταν προηγείται σανοδοτικό ψυχανθές ή χλωρή λίπανση. Επίσης, οι δόσεις είναι χαμηλότερες όταν ακλλιεργούνται ποικιλίες με τάση για πλάγιασμα. Σε γενικές γραμμές οι συνιστώμενες δόσεις αζωτούχου λίπανσης για το σιτάρι είναι οι εξής:

  • για ετήσιο ύψος βροχής <250mm:2.5-4.5kg N/στρ.
  • για ετήσιο ύψος βροχής 250-325mm:2.5-4.6.6kg N/στρ.
  • για ετήσιο ύψος βροχής >325mm:3.3-8.8kg N/στρ.
  • για αρδευόμενες καλλιέργειες: 6.5-15kg N/στρ.

Τα κατώτατα όρια αντιστοιχούν στις ξηρότερες περιοχές κάθε κατηγορίας.

Συμπτώματα έλλειψης αζώτου

Τα μακροσκοπικά συμπτώματα έλλειψης αζώτου είναι παρόμοια για όλα τα σιτηρά των ευκράτων χωρών. Τα νεαρά φυτά παρουσιάζουν νανισμό και η φυτεία ανοικτό πράσινο-κιτρινοπράσινο χρωματισμό. Τα γηραιότερα φύλλα παρουσιάζουν χλώρωση του ελάσματος που ξεκινά από την κορυφή και βαθμιαία προχωρά προς τη βάση. Ακολουθεί νέκρωση του ελάσματος.

Φωσφόρος

Τόσο η πορεία απορρόφησης, όσο και ο ρυθμός απορρόφησης του φωσφόρου στα διάφορα στάδια ανάπτυξης είναι παρόμοια με τα αντίστοιχα του αζώτου. Οι καρποί κατά το γέμισμα απορροφούν σημαντικά ποσά φωσφόρου το μεγαλύτερο μέρος του οποίου προέρχεται από διαλυτοποίηση και μεταφορά του στοιχείου από τα στελέχη και τα φύλλα. Πάντως, οι απαιτήσεις του σιταριού σε φωσφόρο είναι σημαντικά μικρότερες από εκείνες σε άζωτο και κάλι.

Επάρκεια φωσφόρου [1] στο σιτάρι επιταχύνει την ανάπτυξη και πρωιμίζει την καλλιέργεια. Επάρκεια φωσφόρου συσχετίζεται αλλά όχι πολύ στενά, με μεγαλύτερο τελικό βάρος καρπών. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι επάρκεια φωσφόρου αυξάνει την αντοχή του σιταριού στις χαμηλές θερμοκρασίες, σε αντίθεση με την επάρκεια αζώτου που τη μειώνει.

Η αντίδραση του σιταριού στην προσθήκη φωσφορικής λίπανσης είναι συνάρτηση του αφομοιώσιμου εδαφικού φωσφόρου, της εδαφικής υγρασίας αλλά και της επάρκειας αζώτου στο έδαφος. Σε εδάφη με μακρά προϊστορία φωσφορικής λίπανσης είναι δυνατό η πρόσθετη χορήγηση φωσφόρου να προκαλέσει μη σημαντική αύξηση στις αποδόσεις. Η εδαφική υγρασία επηρεάζει την αποτελεσματικότητα της λίπανσης, ακριβώς όπως και για τα αζωτούχα λιπάσματα. Τέλος, υπάρχει σημαντική αλληλεπίδραση μεταξύ των φωσφορικών και αζωτούχων λιπασμάτων. Η απορρόφηση των φωσφορικών από το σιτάρι είναι άριστη σε θερμοκρασίες 18-27%. Σε αγρούς με μακρά προϊστορία φωσφορικών λιπάνσεων συνιστάται κάθε χρόνο η αναπλήρωση του φωσφόρου που απομακρύνεται με την καλλιέργεια.

Συμπτώματα έλλειψης φωσφόρου

Τα μακροσκοπικά συμπτώματα έλλειψης φωσφόρου δεν είναι σαφή. Τα νεαρά φυτά χαρακτηρίζονται από νανισμό, ενώ πολλές φορές λαμβάνουν μια σκοτεινή πράσινη ή ακόμα και ρόδινη απόχρωση. Πάντως, η χλώρωση μοιάζει αρκετά με εκείνη που παρατηρείται σε έλλειψη αζώτου και γι' αυτό συνιστάται να γίνεται χημική ανάλυση των φυτών για ασφαλή συμπεράσματα.

Κάλι

Παρουσιάζει σημαντικές διαφορές από το άζωτο και το φωσφόρο τόσο στην πορεία συσσώρευσης όσο και στην πορεία ρυθμού απορρόφησης. Έτσι η μέγιστη περιεκτικότητα των φυτών παρατηρείται γύρω στην άνθηση και ακολουθεί αμέσως μια σημαντική πτώση, ενώ παρουσιάζονται δύο αιχμές απαιτήσεων, μία πολύ νωρίς και μία, σημαντικά μικρότερη, κοντά στο ξεστάχυασμα. Κατά το γέμισμα παρατηρούνται και αρνητικές τιμές απορρόφησης που φανερώνουν απώλειες του στοιχείου από τα φυτά. Μικρά μόνο ποσοστά του καλίου βρίσκονται ατους στάχεις και τους καρπούς, ενώ η κύρια μάζα του βρίσκεται στα βλαστητικά όργανα, κυρίως στα στελέχη.

Το κάλι παίζει σημαντικό ρόλο στη σύνθεση ζαχάρων και αμύλου, στη διακίνηση των υδατανθράκων, στην αναγωγή των νιτρικών σε μεριστωματικούς ιστούς, κ.λπ. Επομένως, επάρκεια του στοιχείου εξασφαλίζει ευρωστία στα φυτά. Ειδικά για το σιτάρι, επάρκεια καλίου βελτιώνει τη χρησιμοποίηση του νερού για παραγωγή ξηρής ουσίας, ευνοεί το καλό γέμισμα των καρπών, αυξάνει την αποτελεσματικότητα της φωτοσύνθεσης, την αντοχή των φυτών σε ορισμένες ασθένειες και την αντοχή στο πλάγιασμα επειδή δημιουργεί ανθεκτικότερο στέλεχος και αυξάνει τις ρίζες του λαιμού. Επίσης θεωρείται ότι αυξάνει την αντοχή στις χαμηλές θερμοκρασίες, όπως ο φωσφόρος.

Πρέπει να χορηγείται πριν ή κατά τη σπορά, σε δόσεις που εξαρτώνται από τα επίπεδα των αφομοιώσιμων μορφών του στο έδαφος. Σε εδάφη με επάρκεια καλίου συνιστώνται δόσεις συντήρησης 3-5kg K2O/στρ., ενώ σε πτωχά εδάφη οι δόσεις μπορεί να φτάσουν τα 20-25kg K2O/στρ. Τα φυτά θα αντιδράσουν με την προϋπόθεση ότι η εδαφική υγρασία είναι επαρκής.

Συμπτώματα έλλειψης καλίου

Τα παλαιότερα φύλλα παρουσιάζουν περιφερειακή νέκρωση του ελάσματος, η οποία επεκτείνεται βαθμιαία σε ολόκληρο το έλασμα ξεκινώντας από την κορυφή. Τα στελέχη είναι αδύνατα και τα φυτά παρουσιάζουν αυξημένη τάση για πλάγιασμα. Τέλος, παρατηρείται και υψηλό ποσοστό συρρικνωμένων ("λισβών") καρπών.

Άλλα θρεπτικά στοιχεία

Οι απαιτήσεις στα άλλα μακροστοιχεία είναι γενικά μικρότερες από εκείνες για N, P και K. Στα ελληνικά εδάφη δεν υπάρχουν συνήθως προβλήματα από έλλειψη ασβεστίου, ενώ σημαντικά ποσά θείου προστίθενται με τα αμμωνιακά και φωσφορικά λιπάσματα.




Βιβλιογραφία

  1. 1,0 1,1 "Τα σιτηρά των εύκρατων κλιμάτων", Ανδρέας Ι. Καραμάνος, Καθηγητής της Γεωργίας στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών.