Λινάρι

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Γενικά στοιχεία

Το λινάρι είναι σημαντικό κλωστικό φυτό, που η σημασία του όμως τα τελευταία χρόνια έχει περιορισθεί, εξαιτίας του ανταγωνισμού μεταξύ φυτικών και συνθετικών ινών. Είναι γνωστό ότι οι ίνες του λιναρίου δεν έχουν για τον άνθρωπο τη σημασία που έχουν οι ίνες του βαμβακιού, έχουν όμως διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη μακρά ιστορία του ανθρώπου, στον τομέα της ένδυσης και της βιομηχανίας γενικότερα. Σήμερα, στα πλαίσια της πολιτικής της αύξησης των καλλιεργούμενων εκτάσεων με είδη που τα προϊόντα του δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο ή τα ζώα, με σκοπό τον περιορισμό του όγκου παραγωγής των πλεονασματικών προϊόντων (σιτηρά, κτηνοτροφικά φυτά), έχουν αρχίσει να αποκτούν πάλι νέο ενδιαφέρον και να καλλιεργούνται ή να δοκιμάζονται σε πολλές χώρες. Εκτός από τον κύριο σκοπό καλλιέργειας του, που είναι η παραγωγή ινών, το λινάρι καλλιεργείται και για τους ελαιούχους σπόρους του. Το λινάρι καλλιεργείται για τις ίνες και το σπόρο του. Για τις ίνες του καλλιεργείται στην Ρωσία, την Πολωνία, την Τσεχία και Σλοβακία, το Βέλγιο, τη Γαλλία και την Ολλανδία και η καλλιέργειά του παγκόσμια καταλαμβάνει κάθε χρόνο έκταση περίπου 8 εκατομμύρια στρέμματα. Τα τελευταία χρόνια το λινάρι, για την παραγωγή ινών, έχει αρχίσει να καλλιεργείται σε αξιοσημείωτες εκτάσεις στη Γερμανία και κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ισπανία. Για το σπόρο του καλλιεργείται στη Ρωσία, την Ινδία, τις Η.Π.Α., την Ουρουγουάη, τον Καναδά, την Αργεντινή, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση εισάγει κάθε χρόνο περίπου 500.000 τόνους λιναρίου, με κύρια προμηθεύτρια χώρα τον Καναδά. Οι ίνες του λιναρίου, με την καλύτερη ποιότητα, προέρχονται από το Βέλγιο, τη Βόρεια Γαλλία και την Ολλανδία. Το 1/3 περίπου της παγκόσμιας παραγωγής σπόρων λιναριού, προέρχεται από τις εκτάσεις που καλλιεργούνται για παραγωγή ινών. Στην Ελλάδα σήμερα το λινάρι δεν καλλιεργείται. Το λινάρι είναι από τα αρχαιότερα φυτά που καλλιέργησε ο άνθρωπος και μάλλον το πρώτο για παραγωγή ινών για υφάσματα. Ο άνθρωπος της λίθινης εποχής χρησιμοποιούσε και τις ίνες και το σπόρο του λιναριού. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι το χρησιμοποιούσαν για ρούχα 2500 χρόνια π.Χ. Οι πρώτοι άποικοι της Αμερικής καλλιεργούσαν το λινάρι για οικιακή χρήση. Η παραγωγή του σε εμπορική κλίμακα άρχισε το 1753. Η καλλιέργεια του άρχισε να υποχωρεί ήδη από το 1793, όταν ξεκίνησε η παραγωγή ινών από το βαμβάκι. Οι ίνες του λιναριού χρησιμοποιούνται ακόμα για την κατασκευή σχοινιών ρυμούλκησης, μονωτικών υλικών και μικρών χαλιών. Η βιομάζα του φυτού χρησιμοποιείται επίσης, για να παρασκευαστεί χαρτί περιτυλίγματος για τσιγάρα, χαρτί για παπύρους, χαρτί για νομίσματα και για άλλα χαρτιά υψηλής ποιότητας. Παλαιότερα, τέτοια είδη χαρτιών φτιάχνονταν μόνο από λινάρι. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα στελέχη του λιναριού μεταποιούνται σε ίνες σε 150 βιομηχανίες που βρίσκονται στη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Γερμανία και τη Δανία. Το λινέλαιο που εξάγεται από το σπόρο, χρησιμοποιείται για τη διατροφή του ανθρώπου, αλλά κυρίως ως βιομηχανικό προϊόν, για την παρασκευή χρωμάτων, βερνικιών, σαπουνιών, τυπογραφικής μελάνης και στη φαρμακευτική βιομηχανία (παυσίπονα). Η πίτα που απομένει, μετά την εξαγωγή του λαδιού χρησιμοποιείται για τη διατροφή των ζώων. Η περιεκτικότητα των σπόρων των καλλιεργουμένων ποικιλιών σε λάδι είναι 32-44%. Στις κλωστικές ποικιλίες, τα στελέχη του λιναριού, αφού ξεραθούν και αλωνισθεί ο σπόρος με προσοχή, για να μην ζημιωθούν τα στελέχη, υποβάλλονται σε ειδική επεξεργασία για την εξαγωγή των ινών. Οι ίνες του λιναριού είναι πολύ καλύτερης ποιότητας από τις ίνες του κανναβιού. Οι ίνες του λιναριού βρίσκονται στα στρώματα του καμβίου του στελέχους, έχουν μήκος περίπου 50 εκατοστά, είναι κολλημένες με τα άλλα μέρη του στελέχους με πηκτινικές ουσίες και αποτελούν το 10% του στελέχους. Ο χωρισμός των ινών γίνεται με τη βοήθεια και τη δράση διαφόρων μικροοργανισμών που προσβάλλουν τ' άλλα τμήματα και αποσυνθέτουν τις πηκτίνες. Για το σκοπό αυτό, τα στελέχη τοποθετούνται μέσα στο νερό για 10-12 ημέρες, οπότε προκαλείται βακτηριακή ζύμωση και χαλάρωση των ινών. Κατόπιν τα στελέχη εξάγονται, ξηραίνονται και με ειδικό εργαλείο (μάγγανο) ή με μηχανές, αποχωρίζονται οι ίνες από τα άλλα ξυλώδη μέρη του στελέχους. Ο αποχωρισμός των ινών επιτυγχάνεται με τη δίοδο των στελεχών από σειρά κυλίνδρων. Σε υγρές περιοχές, ο αποχωρισμός των ινών γίνεται με την επίδραση των βροχών και της δροσιάς, στο χωράφι, οπότε η διαδικασία διαρκεί 2-3 εβδομάδες. Η διαδικασία απόληψης των ινών με τις παραπάνω μεθόδους λέγεται απόβρεξη, ενώ υπάρχει διαδικασία παραλαβής των ινών και στεγνά (χωρίς νερό).[1]

Βοτανικά χαρακτηριστικά

Το λινάρι είναι φυτό ποώδες, ετήσιο. Σε εδάφη περατά το ριζικό σύστημα μπορεί να φτάσει σε βάθος 1 μέτρου ή και περισσότερο, είναι όμως φτωχής δικτύωσης. Το κύριο στέλεχος είναι όρθι, με ύψος 0,30-1,00 μέτρο, με πρωτεύουσες και δευτερεύουσες διακλαδώσεις. Το στέλεχος αποτελείται από 3 στρώσεις κυττάρων: το φλοιό, το ξύλο και την εντεριώνη. Οι ίνες του λιναριού σχηματίζονται στο φλοιό. Τα άνθη του λιναριού σχηματίζονται στο φλοιό. Τα άνθη του λιναριού είναι μικρά ή λίγο μεγαλύτερα, με 5 πέταλα μπλε, κυανόχροα άσπρα ή ωχρορόδινα, με 5 στήμονες και 5χωρη ωοθήκη. Χαρακτηριστικό των ανθέων του λιναριού είναι ότι ανοίγουν το πρωί με την ανατολή του ήλιου, όταν οι μέρες είναι ζεστές και ο ουρανός καθαρός και τα πέταλα πέφτουν προτού βραδιάσει. Ο καρπός είναι κάψα 5χωρη, με κάθε χώρο να περιέχει 2 σπόρους. Οι κάψες δεν ανοίγουν ή ανοίγουν ελαφρά, όταν ωριμάσουν ή ξεραθούν. Οι σπόροι είναι μικροί και έχουν χρώμα ανοιχτό καστανό, διάφορες αποχρώσεις του κίτρινου, καφέ, πρασινοκίτρινο, πρασινοκαφέ ή σχεδόν μαύρο, με γυαλιστερή επιφάνεια. Φυτρώνουν με αύξηση του υποκοτυλίου.[1]

Κλιματικές συνθήκες λιναριού

Το λινάρι κατάγεται από την περιοχή του Εύξεινου Πόντου και τις Μεσογειακές χώρες. Στην Ελλάδα πρωτοκαλλιεργήθηκε τον 5ο π.Χ. αιώνα. Το φυτό απαιτεί δροσερά κλίματα. Ξηρασία και υψηλές θερμοκρασίες (πάνω από 320C) μειώνουν την απόδοση, το μέγεθος των ινών, τη περιεκτικότητα και την ποιότητα του λαδιού. Η καλλιέργεια για παραγωγή ινών ευνοείται στις βόρειες Ευρωπαϊκές χώρες, που έχουν άνοιξη υγρή και δροσερή. Γενικά, για την παραγωγή ινών χρειάζεται επαρκής υγρασία για την ανάπτυξη και ξηρός καιρός για τη συγκομιδή και την ξήρανση των στελεχών. Η καλλιέργεια για παραγωγή σπόρου ευνοείται στα θερμότερα κλίματα.[1]

Εδαφικές συνθήκες λιναριού

Τα καλύτερα εδάφη για το λινάρι είναι τα εδάφη μέσης σύστασης, που στραγγίζουν καλά. Τα πολύ ελαφριά εδάφη είναι ακατάλληλα για την παραγωγή σπόρου, ιδιαίτερα σε περιοχές μειωμένων βροχοπτώσεων. Για την παραγωγή ινών, πιο κατάλληλα είναι τα βαρύτερα εδάφη σε σχέση με τα ελαφριά, γιατί σ' αυτά το λινάρι αποδίδει περισσότερες ίνες. Το έδαφος πρέπει να είναι εφοδιασμένο με νερό σε βάθος 50-60 εκατοστών, γιατί από εκεί το αντλεί το, όχι καλά, δικτυωμένο ριζικό σύστημα του φυτού. Στην καλλιέργεια του λιναριού πρέπει ν' αποφεύγονται τα χωράφια που έχουν πολλά ζιζάνια, γιατί το φυτό είναι ζιζανιόφοβο.[1]

Ποικιλίες λιναριού

Στην καλλιέργεια του λιναριού υπάρχουν ποικιλίες υψηλόσωμες, ύψους 1,00-1,20 μέτρων, με μακριές ίνες και μικρό μέγεθος σπόρων, κατάλληλες για παραγωγή ινών (ινοπαραγωγικές) και ποικιλίες χαμηλόσωμες, ύψους 0,30-0,80 μέτρων, με κοντές ίνες και μεγάλους σπόρους, κατάλληλες για παραγωγή σπόρου (σποροπαραγωγικές). Οι ποικιλίες που σπέρνονται την άνοιξη είναι λιγότερο ανθεκτικές, στις χαμηλές θερμοκρασίες, έχουν λιγότερες διακλαδώσεις και τα νεαρά φυτάρια έχουν πιο όρθια ανάπτυξη, σε σχέση με τις φθινοπωρινές ή χειμωνιάτικες ποικιλίες. Υπάρχουν επίσης ποικιλίες στις οποίες οι κάψες δεν ανοίγουν κατά την ωρίμανση και ποικιλίες με κάψες που ανοίγουν, ιδιαίτερα αν η ωρίμανση καθυστερήσει. Οι πρώτες αντέχουν στο πλάγιασμα περισσότερο από τις δεύτερες. Πολλές από τις ποικιλίες του λιναριού που καλλιεργούνται σήμερα σε εμπορική κλίμακα έχουν κάψες που ανοίγουν ελαφρά (ενδιάμεση κατάσταση) κατά την ωρίμανση. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά που λαμβάνονται υπόψη για την επιλογή των ποικιλιών είναι ο χρόνος ωρίμανσης, η αντοχή στις ασθένειες, η σταθερότητα στις αποδόσεις, η ποιότητα των ινών, η περιεκτικότητα σε λάδι και η ποιότητα του λαδιού. Οι ποικιλίες με μπλε άνθη δίνουν ίνες καλύτερης ποιότητας από τις ποικιλίες με άσπρα άνθη, ενώ οι τελευταίες παράγουν περισσότερο σπόρο.





Σχετικές σελίδες


Βιβλιογραφία

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Φυτά Μεγάλης Καλλιέργειας Τόμος II "Ειδικότητα: Φυτικής Παραγωγής", Αυγουλάς Χρήστος, Ποδηματάς Κων/νος, Παπαστυλιανού Παναγιώτα, Καθηγητών Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.