Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Μίσχανθος προϊόν"

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
 
{{{top_heading|==}}}Συντήρηση{{{top_heading|==}}}
 
{{{top_heading|==}}}Συντήρηση{{{top_heading|==}}}
 +
[[Image:Δεματοποίηση μίσχανθου.png|thumb|px100|Δεματοποίηση μίσχανθου]]
 
Η αποθήκευση δεμάτων [[Μίσχανθος φυτό|μίσχανθου]] υπόκειται στους χειρισμούς που ισχύουν για κάθε [[Καλλιέργεια μίσχανθου|καλλιέργεια]]. Ιδιαίτερης σημασίας στην αποθήκευση της βιομάζας μίσχανθου είναι το ποσοστό υγρασίας. Για μεγάλα δεμάτια το μέγιστο επιτρεπτό ποσοστό υγρασίας είναι 25%, ενώ στην περίπτωση συμπαγούς δεματοποίησης το αντίστοιχο ποσοστό πρέπει να είναι μικρότερο από 18%. Η αποθήκευση των δεμάτων γίνεται συνήθως σε απλές εξωτερικές εγκαταστάσεις και συχνά απαιτείται η κάλυψη με αδιάβροχο πλαστικό υλικό για την προστασία της βιομάζας. Οι άλλες κατηγορίες είναι προτιμότερο, αλλά όχι απόλυτα αναγκαίο, να αποθηκεύονται σε υπόστεγα ενώ σπανιότερα χρησιμοποιούνται και σιλό.<ref name="Καλλιέργεια μίσχανθου"/>
 
Η αποθήκευση δεμάτων [[Μίσχανθος φυτό|μίσχανθου]] υπόκειται στους χειρισμούς που ισχύουν για κάθε [[Καλλιέργεια μίσχανθου|καλλιέργεια]]. Ιδιαίτερης σημασίας στην αποθήκευση της βιομάζας μίσχανθου είναι το ποσοστό υγρασίας. Για μεγάλα δεμάτια το μέγιστο επιτρεπτό ποσοστό υγρασίας είναι 25%, ενώ στην περίπτωση συμπαγούς δεματοποίησης το αντίστοιχο ποσοστό πρέπει να είναι μικρότερο από 18%. Η αποθήκευση των δεμάτων γίνεται συνήθως σε απλές εξωτερικές εγκαταστάσεις και συχνά απαιτείται η κάλυψη με αδιάβροχο πλαστικό υλικό για την προστασία της βιομάζας. Οι άλλες κατηγορίες είναι προτιμότερο, αλλά όχι απόλυτα αναγκαίο, να αποθηκεύονται σε υπόστεγα ενώ σπανιότερα χρησιμοποιούνται και σιλό.<ref name="Καλλιέργεια μίσχανθου"/>
  

Αναθεώρηση της 14:36, 20 Αυγούστου 2013

Συντήρηση

Δεματοποίηση μίσχανθου

Η αποθήκευση δεμάτων μίσχανθου υπόκειται στους χειρισμούς που ισχύουν για κάθε καλλιέργεια. Ιδιαίτερης σημασίας στην αποθήκευση της βιομάζας μίσχανθου είναι το ποσοστό υγρασίας. Για μεγάλα δεμάτια το μέγιστο επιτρεπτό ποσοστό υγρασίας είναι 25%, ενώ στην περίπτωση συμπαγούς δεματοποίησης το αντίστοιχο ποσοστό πρέπει να είναι μικρότερο από 18%. Η αποθήκευση των δεμάτων γίνεται συνήθως σε απλές εξωτερικές εγκαταστάσεις και συχνά απαιτείται η κάλυψη με αδιάβροχο πλαστικό υλικό για την προστασία της βιομάζας. Οι άλλες κατηγορίες είναι προτιμότερο, αλλά όχι απόλυτα αναγκαίο, να αποθηκεύονται σε υπόστεγα ενώ σπανιότερα χρησιμοποιούνται και σιλό.[1]

Χρήση προϊόντος για παραγωγή βιομάζας

Οι αποδόσεις της καλλιέργειας του μίσχανθου σταθεροποιούνται σε 2-5 έτη μετά την εγκατάσταση της. Οι αποδόσεις αυτές παρουσιάζουν σημαντική διακύμανση ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στις διαφορετικές περιοχές καλλιέργειας. Οι υψηλότερες αποδόσεις έχουν σημειωθεί σε σχετικά θερμές περιοχές με επαρκή εδαφική υγρασία. Πιο συγκεκριμένα, στις νότιες χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία έχουν αναφερθεί αποδόσεις, με άρδευση, της τάξης των 2.5-3.0 τον/στρ ξηρής μάζας ενώ σε βόρειες χώρες όπως η Γερμανία και η Αγγλία οι αποδόσεις είναι σημαντικά μειωμένες.

Η καθαρή ενεργειακή αξία της βιομάζας του μίσχανθου είναι 17 GJ/τόνο ξηρού βάρους, με τέφρα 2,7%. Από σχετικές αναλύσεις κύκλου ζωής, σε σύγκριση με άλλες επιλογές ενεργειακών καλλιεργειών, ο μίσχανθος κατατάσσεται στο μέσο μεταξύ των ετήσιων φυτών (πχ. ελαιοκράμβη, τεύτλο) και των πολυετών ξυλωδών (πχ. ιτιά, λεύκη), αποδίδοντας έτσι το υψηλότερο ενεργειακό ισοζύγιο συγκριτικά με τις άλλες καλλιέργειες αγρωστωδών. Το ενεργειακό αυτό ισοζύγιο, ανάλογα με τον τρόπο καύσης της βιομάζας, έχει αναφερθεί ότι κυμαίνεται από 3-9,5. Όσον αφορά στην παραγωγή υγρών βιοκαυσίμων με την υπάρχουσα τεχνολογία ζύμωσης της λιγνοκυτταρινούχας βιομάζας, υπολογίζεται ότι δύνανται να παραχθούν περί τα 700-800 λίτρα βιοαιθανόλης ανά στρέμμα καλλιεργούμενου μίσχανθου. Ταυτόχρονα, η μείωση των αερίων του θερμοκηπίου σε σχέση με τη βενζίνη είναι σημαντική και υπολογίζεται σε 65-70%.[1]

Σχετικές σελίδες

Βιβλιογραφία

  1. 1,0 1,1 Ενεργειακές Καλλιέργειες - Βιοκαύσιμα, των Σκαράκη Γεώργιου (Καθηγητής ΓΠΑ), Κορρέ Νικολάου (MSc, PhD) και Παυλή Ουρανίας (MSc, PhD), Αθήνα 2008.