Μυκητολογική ασθένεια μηλοειδών Μονίλιες

Από GAIApedia
Αναθεώρηση της 12:06, 5 Ιουνίου 2014 υπό τον K kaponi (Συζήτηση | συνεισφορές)

(διαφορά) ←Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεώτερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Μονίλια σε αχλαδιά

Οι μονίλιες είναι ασθένειες μεγάλης οικονομικής σημασίας που προσβάλλουν πολλά καρποφόρα δέντρα και προκαλούν σοβαρές ζημιές στα μηλοειδή μηλιά, αχλαδιά, κυδωνιά, μουσμουλιά. Οι προκαλούμενες ζημιές οφείλονται στη μείωση της παραγωγής και την εξασθένηση των δέντρων λόγω της αποξηράνσεως άνθεων, κλαδιών, αλλά και στις προ- και μετασυλλεκτικές σήψεις των καρπών. Η αρρώστια είναι πιο συχνή και σοβαρή στα πυρηνόκαρπα. Τα συμπτώματα του παθογόνου είναι νεκρώσεις και ξηράνσεις στα άνθη, μέσω των ανθέων στα κλαδιά, στα φύλλα και σήψεις στους καρπούς. Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται στα άνθη την άνοιξη. Η έναρξη της προσβολής μπορεί να γίνει από οποιοδήποτε μέρος του άνθους, το στίγμα, τους στήμονες, τα πέταλα ή τα σέπαλα. Οι προσβεβλημένοι ιστοί γίνονται καστανοί και ο μεταχρωματισμός επεκτείνεται γρήγορα σ’ολόκληρο το άνθος, τον ποδίσκο, την ταξιανθία και τον κλαδίσκο της. Τα άνθη μαραίνονται, συρρικνώνονται και ξηραίνονται. Συχνά είναι δυνατό ο μύκητας να εξαπλωθεί, από προσβεβλημένα κλαδιά ή ταξιανθίες ή καρπούς στο φλοιό παλιότερων κλαδιών και να σχηματίσει έλκη. Στα αρχικά στάδια σχηματισμού του έλκους νεκρώνεται ο φλοιός της προσβεβλημένης θέσης, ο ιστός κάτω από το φλοιό βυθίζεται και γίνεται καστανός και τελικά δημιουργείται μια ανοιχτή πληγή.

Η προσβολή των καρπών μπορεί να γίνει καθ’ όλο το διάστημα της αναπτύξεώς τους μέχρι τη συγκομιδή. Ακόμη αρκετά συνήθεις είναι και οι μετασυλλεκτικές σήψεις των καρπών, που μπορούν να προκαλέσουν σημαντικές απώλειες κατά την διακίνηση, αποθήκευση και εμπορία τους. Η πρώτη ένδειξη μολύνσεως στον καρπό είναι η ανάπτυξη μιας μικρής, επιφανειακής, κυκλικής, καστανής κηλίδας που στη συνέχεια διευρύνεται. Με υγρές συνθήκες και σαρκώδεις ώριμους καρπούς η προσβολή εξελίσσεται σε υγρή σήψη, αλλά με χαμηλή σχετική υγρασία και άωρους καρπούς η προσβολή είναι ξηρή και οι καρποφορίες του μύκητα ελάχιστες ή καθόλου. Η διάγνωση της αρρώστιας δεν πρέπει να γίνεται μόνο με την παρατήρηση των συμπτωμάτων αλλά να επιβεβαιώνεται και με την μικροσκοπική εξέταση των καρποφοριών των παθογόνων.

Οι φαιές σήψεις οφείλονται σε ασκομύκητες του γένους Monilinia. Στην Ελλάδα από την μέχρι τώρα έρευνα προκύπτει πως η φαιά σήψη των μηλοειδών και πυρηνοκάρπων οφείλεται στον Monilinia laxa. Ο μύκητας σχηματίζει την τέλεια μορφή του, τα αποθήκια, την άνοιξη επί των μουμιοποιημένων καρπών πάνω στο έδαφος. Ο μύκητας διαχειμάζει και μολύνει μόνο με την ατελή (αγενή) μορφή Monilia που ανήκει στους Moniliales των αδηλομυκήτων.

Οι θέσεις διαχειμάσεως του μύκητα, που αποτελούν και τις εστίες της ασθενείας για τις πρωτογενείς μολύνσεις την άνοιξη, είναι οι αποξηραμένοι κλαδίσκοι με τα άνθη τους και φύλλα τους, τα έλκη και οι μουμιοποιημένοι καρποί. Στις εστίες μολύνσεως αυτές σχηματίζονται τον χειμώνα και μέχρι τέλος Μαϊου οι καρποφορίες του παθογόνου. Ο μεγαλύτερος αριθμός μολυσμάτων σχηματίζεται κατά την εποχή ανθήσεως των δέντρων. Τα κονίδια παράγονται σε πολύ μεγάλους αριθμούς και αποτελούν το κυρίως μόλυσμα της ασθένειας.

Ο βροχερός, υγρός και νεφοσκεπής καιρός είναι κατ’εξοχήν ευνοικός για την ανάπτυξη της ασθένειας γιατί είναι απαραίτητος για την ελευθέρωση και διασπορά των μολυσμάτων αλλά και στην πραγματοποίηση των μολύνσεων. Η ευπάθεια των καρπών αυξάνει όσο πλησιάζουν στην ωριμότητα και γι’αυτό προβλήματα μολύνσεως των καρπών δημιουργούνται, εφ’ όσον υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες για μόλυνση, λίγο πριν τη συγκομιδή ή και μετασυλλεκτικά.

Η καταστροφή των εστιών διαχειμάσεως του μύκητα αποτελεί ένα σημαντικό μέτρο για την καταπολέμηση της ασθένειας γιατί έτσι περιορίζουμε στο ελάχιστο τα μολύσματα για τις πρωτογενείς προσβολές της άνοιξης και αυξάνουμε την αποτελεσματικότητα των προστατευτικών ψεκασμών.

Πρέπει λοιπόν να κλαδεύονται και να καταστρέφονται με φωτιά όλοι οι προσβεβλημένοι κλαδίσκοι και κλάδοι των δένδρων. Συνιστώνται τρεις ψεκασμοί ως εξής:

  1. κατά την έκπτυξη των οφθαλμών,
  2. την λευκή ή ρόδινη κορυφή
  3. την πλήρη άνθηση.

Επιπλέον ψεκασμοί μπορεί να χρειασθούν σε περίπτωση βροχερού και ψυχρού καιρού οπότε η άνθηση παρατείνεται. Για την προστασία των καρπών από προ και μετασυλλεκτικές σήψεις συνιστάται ένας ψεκασμός προ της συγκομιδής ή και εμβάπτιση των καρπών αμέσως μετά τη συγκομιδή σε διάλυμα benomyl.