Σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια αιγοπροβάτων

Από GAIApedia
Αναθεώρηση της 08:35, 17 Ιουνίου 2015 υπό τον K kaponi (Συζήτηση | συνεισφορές)

(διαφορά) ←Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεώτερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Όπως αναφέρθηκε και στα βοοειδή οι περισσότεροι επιστήμονες πιστεύουν ότι η σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια [1] οφείλεται σε μια πρωτεΐνη που ονομάζεται prion. (Οι πρωτεΐνες prion είναι πολύ ανθεκτικές στην υπεριώδη και ιονίζουσα ακτινοβολία, στην ξηρή αποστείρωση και στα συνήθη απολυμαντικά μέσα. Θερμοκρασίες μεγαλύτερες των 600oC θεωρούνται ανεπαρκείς για να εξουδετερώσουν πλήρως τη μολυσματική πρωτεΐνη από ιστό εγκεφάλου.) Το πιο κοινό σύμπτωμα είναι η έλλειψη συντονισμού κινήσεων. Η επιβεβαίωση της νόσου και στα αιγοπρόβατα γίνεται με την εξέταση του εγκεφάλου στο μικροσκόπιο μετά το θάνατο του ζώου, ο οποίος έχει σπογγώδη εμφάνιση. Στη μελέτη που ακολουθεί με τίτλο "Τρομώδης νόσος", γίνεται εκτενής αναφορά των συμπτωμάτων και χαρακτηριστικών της τρομώδους νόσου των αιγοπροβάτων (νόσος που ανήκει στην ομάδα της σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας). Τρομώδης νόσος.

Πρόκειται για μία θανατηφόρο, νευροεκφυλιστική νόσο του κεντρικού νευρικού συστήματος, που προσβάλλει πρόβατα και αίγες. Η νόσος αυτή έχει γενετική βάση, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και μεταδοτικό νόσημα, αφού προϋπόθεση για να νοσήσει ένα ζώο είναι να έρθει σε επαφή με τον παθογόνο παράγοντα.

Η κλασική τρομώδης νόσος είναι νόσημα με παγκόσμια εξάπλωση. Έχει διαγνωσθεί σε χώρες της Ευρώπης, της Βορείου και Νοτίου Αμερικής, της Αφρικής καθώς και της Μέσης και της Άπω Ανατολής. Σήμερα, οι μόνες χώρες που επισήμως θεωρούνται απαλλαγμένες είναι η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία, που εκρίζωσαν το νόσημα μετά τις επιδημίες του 1952 και του 1954 και έκτοτε εφαρμόζουν αυστηρά μέτρα ελέγχου κατά την εισαγωγή ζώων.

Αν και η συχνότητα εμφάνισης της τρομώδους νόσου είναι χαμηλή, το νόσημα είναι δύσκολο να εκριζωθεί. Οι τρόποι μετάδοσης του νοσήματος, παρόλο που δεν έχουν αποσαφηνιστεί πλήρως, φαίνεται να συντελούν στο γεγονός αυτό. Η πεπτική οδός αποτελεί τη φυσική οδό μόλυνσης. Άλλοι πιθανοί τρόποι μετάδοσης, σε φυσιολογικές συνθήκες, μπορεί να σχετίζονται με τη δημιουργία εκδορών ή από τον επιπεφυκότα, αφού πειραματικές δοκιμές έδειξαν τη δυνατότητα μόλυνσης στις παραπάνω περιπτώσεις. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, ενδομήτρια μετάδοση ή μετάδοση μέσω της εμβρυϊκής κυκλοφορίας ή του αμνιακού υγρού δεν έχει διαπιστωθεί. Επίσης, οι μολυσμένοι κριοί δεν απεκκρίνουν τη μολυσματική πρωτεΐνη με το σπέρμα. Ο κυριότερος τρόπος μετάδοσης του νοσήματος είναι μέσω του μολυσμένου, από τους πλακούντες και τα εμβρυϊκά υγρά, περιβάλλοντος (βλάστηση, ζωοτροφές, στρωμνή). Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο γενότυπος του εμβρύου καθορίζει αν ο πλακούντας και τα εμβρυϊκά υγρά θα αποτελέσουν θέση συγκέντρωσης της μολυσματικής πρωτεΐνης και συνεπώς πηγή μόλυνσης. Αν ο γενότυπος του εμβρύου είναι ανθεκτικός στη νόσο, τότε η PrPsc δεν πολλαπλασιάζεται στον πλακούντα. Όταν ο πλακούντας είναι μολυσμένος, τα νεογέννητα μολύνονται, είτε κατά τη διάρκεια του τοκετού, είτε αργότερα από το μολυσμένο περιβάλλον και τη στενή επαφή με τη μητέρα τους. Επιπλέον, είναι δυνατή η μόλυνση προβάτων άλλων ποιμνίων που βόσκουν στα ίδια βοσκοτόπια με τα μολυσμένα ζώα. Μάλιστα ο παθογόνος παράγοντας επιβιώνει για πολλά χρόνια στο εξωτερικό περιβάλλον, ενώ είναι πολύ δύσκολη η αδρανοποίησή του στους χώρους αυτούς.




Βιβλιογραφία

  1. Ιστοσελίδα Agrotes.eu, Σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια αιγοπροβάτων