Τεϊόδενδρο

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Το τεϊόδενδρο κατάγεται από την Ασία με κέντρο τα Ιμαλάια όρη. Υπάρχουν πολλά είδη τα οποία έχουν αξιολογηθεί εκατοντάδες χρόνια είτε για τα άνθη τους ή για τις ιατρικές και διεγερτικές ιδιότητές τους. Είναι απολύτως βέβαιο ότι το είδος Camellia sinensis var. sinensis πρωτοεμφανίστηκε στις βορειότερες πλαγιές των Ιμαλαΐων ορέων και το C. sinensis var. assamica στις νοτιότερες πλαγιές και τις γειτονικές πεδιάδες. Καλλιεργείται συστηματικά στην Κίνα, Ινδία, Μπανγκλαντές, Σρι Λάνκα, Ινδονησία, Ταϊβάν, Ιράν, Ιαπωνία, Μαλαισία, Τουρκία, Βιετνάμ, Μπουρούντι, Κένυα, Μοζαμβίκη, Ρουάντα, Νότια Αφρική, Τανζανία, Αργεντινή, Ουγκάντα, Ζαΐρ, Ζιμπάμπουε, Βραζιλία, Εκουαδόρ, Περού, Αυστραλία και Παπούα της Νέας Γουϊνέας. Η ετήσια παγκόσμια παραγωγή ανέρχεται σε 1.497.116 τόνους (ITC 1997a). Οι κυριότερες παραγωγικές χώρες είναι η Ινδία (626.350 τόνους), η Κίνα (423.716 τόνους), η Τουρκία (112.540 τόνους) και η Ιαπωνία (88.000 τόνους). Το τσάι χρησιμοποιείται κυρίως στη φαρμακευτική και για την παρασκευή ροφήματος.

Βοτανικά Στοιχεία Τεϊόδενδρου

Το τεϊόδενδρο ανήκει στην οικογένεια Theaceae και το επιστημονικό του όνομα είναι Camellia sinensis L. Το είδος αυτό είναι διπλοειδές (2n=30), αλλά υπάρχουν και πολυπλοειδή είδη. Τα πιο γνωστά είδη είναι τα C. sinensis var. sinensis (Κινέζικος τύπος), C. sinensis var. assamica (τύπος Ασσάμ) και C. assamica υποείδος lasiocalyx (τύπος Καμπότζης, λιγότερο κοινός). Ακόμα συναντώνται και είδη με παρόμοια χαρακτηριστικά, τα οποία δεν παράγουν τις αναγκαίες χημικές ουσίες, αλλά χρησιμοποιούνται σε προγράμματα υβριδισμού. Τα σπουδαιότερα απ' αυτά είναι τα C. irrawadiensis και C. taliensis.

Το τεϊόδενδρο [1] είναι θάμνος ή μικρό δένδρο αειθαλές. Ο κινεζικός τύπος είναι ένα νάνο δένδρο, με μικρά, βαθυπράσινα, στενά και πολύ οδοντωτά, με κατακόρυφη θέση φύλλα. Τα άνθη είναι μονήρη. Ο τύπος του Ασσάμ είναι δένδρο υψηλότερο, με μεγαλύτερα, λιγότερο οδοντωτά φύλλα, τα οποία σχηματίζουν μεγαλύτερη γωνία με το βλαστό και έχουν κλίση προς τα κάτω ως προς το επάκριο τμήμα τους. Το χρώμα τους ποικίλλει και είναι συνήθως λιγότερο πράσινο από τον κινεζικό τύπο και μερικές φορές είναι πολύ ανοικτοπράσινο, σχεδόν κίτρινο. Τα άνθη παράγονται κατά ομάδες των δυο ή τριών. Το ριζικό σύστημα εισέρχεται σε μεγάλο βάθος στο έδαφος, όταν έχει μεγάλη ανάγκη για νερό και θρεπτικά στοιχεία.

Τα σπορόφυτα σχηματίζουν ένα μονήρες κύριο στέλεχος. Οι βλαστοί παράγονται από οφθαλμούς που απαντούν στη μασχάλη των φύλλων. Τα φύλλα είναι κατ' εναλλαγή και γυαλιστερά στην επάνω επιφάνεια. Η αύξηση της βλάστησης γίνεται κατά κύματα των 4-8 κανονικών φύλλων πάνω από δυο υποτυπώδη και ακολουθείται από μια περίοδο διάπαυσης. Η διάπαυση μπορεί να συμβεί μετά το σχηματισμό λίγων φύλλων, αν το φυτό βρίσκεται σε συνθήκες στρες, όπως ξηρασίας ή χαμηλής θερμοκρασίας του αέρα. Το πρώτο υποτυπώδες φύλλο είναι μικρό σε μέγεθος και πέφτει, ενώ το δεύτερο είναι μεγάλυτερο μεν του πρώτου, αλλά μικρότερο σε μέγεθος από ένα κανονικό. Ο οφθαλμός στη μασχάλη του υψηλότερα ευρισκόμενου φύλλου σε ένα κύμα βλάστησης μεγεθύνεται και μπαίνει σε λήθαργο. Η κατάσταση αυτή είναι γνωστή ως Μπανζχί. Οι οφθαλμοί αυτοί τελικά σπάζουν το λήθαργο και σχηματίζουν νέα κύματα βλάστησης. Τα φύλλα που χρειάζονται για την παρασκευή ροφημάτων αποτελούνται από τον ενεργό αυξανόμενο οφθαλμό με ένα μήκος βλαστού που περιέχει τα επόμενα τρία φύλλα (τρία φύλλα και έναν οφθαλμό).

Τα άνθη έχουν διάμετρο πάνω από 4cm, είναι λευκά ή ανοικτορόδινα και ελαφρώς ευωδιαστά. Σχηματίζονται στη μασχάλη των υποτυπωδών φύλλων, είτε μονήρη ή καθ' ομάδα και αναπτυσσόμενα σχηματίζουν 3 λοβοτές κάψουλες με παχιά πρασινοκαφέ τοιχώματα. Οι καρποί αυτοί χρειάζονται 12 μήνες για να ωριμάσουν και περιέχουν 1-2 σχεδόν σφαιρικούς σπόρους σε κάθε λοβό με διάμετρο 1-1.5cm. Οι σπόροι έχουν ανοικτοκαφετί χρώμα, σκληρό σποροπερίβλημα και περιέχουν κοτυληδόνες με μεγάλη περιεκτικότητα σε λάδι.

Από τα φύλλα παράγονται τρεις τύποι τσαγιού: το πράσινο (χωρίς ζύμωση), το μαύρο (με ζύμωση) και το ημιζυμωμένο ή Οολόνγκ (ζυμώνεται για μικρό χρονικό διάστημα).

Βιβλιογραφία

  1. Ειδική δενδροκομία Τόμος V "Τροπικά φυτά", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Εκδόσεις Σταμούλη, 2001

Πολλαπλασιασμός Τεϊόδενδρου

Τα άνθη του τεϊόδενδρου είναι σταυροεπικονιαζόμενα. Η αυτογονιμοποίηση δίνει μικρή παραγωγή και κατώτερης ποιότητας σπόρους. Γι' αυτό ο πολλαπλασιασμός [1] καλών ποικιλιών κατ' αυτό τον τρόπο δεν είναι βιώσιμος. Η μεταφορά της γύρης γίνεται με τα έντομα.

Εγγενής πολλαπλασιασμός

Ο σπόρος του τεϊόδενδρου συλλέγεται από επιλεγμένες μητρικές φυτείες. Χαρακτηρίζεται από μικρή περίοδο βιωσιμότητας, γι' αυτό πρέπει να φυτευτεί όσο γίνεται νωρίτερα μετά τη συγκομιδή. Αν πρόκειται να μεταφερθεί σε μακρινές αποστάσεις πρέπει να διατηρηθεί σε κάποιο υγροσκοπικό υλικό. Ο σπόρος τοποθετείται σε νερό και όσος επιπλέει απομακρύνεται, γιατί είναι κούφιος. Η εμβάπτιση κρατά συνήθως 24 ώρες.

Πριν τη σπορά του σπόρου στο φυτώριο πρέπει προηγουμένως να φυτρώσει. Συνήθως διασκορπίζονται πάνω σε μαύρα φύλλα πολυαιθυνελίου, υπό φυσικές συνθήκες φωτός, και διατηρούνται σε υγρή κατάσταση με συχνές διαβροχές. Μόλις το περίβλημα του σπόρου σπάσει, μεταφέρεται και σπέρνεται στο φυτώριο. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται αλίες με καλό επιφανεικαό χώμα, το οποίο πρέπει να έχει κατάλληλο pH (5-6), και να βρίσκονται υπό σκιά. Όταν το pH είναι υψηλό βελτιώνεται με θειάφι. Οι σπόροι τοποθετούνται σε αποστάσεις 12.5 cm οριζόντια και καλύπτονται με 2.5 cm χώμα. Η προμεταχείρηση των αλιών (πριν τη σπορά) με σιμαζίνη βοηθά στην καταπολέμηση των ζιζανίων, όταν τα σπορόφυτα είναι ακόμα μικρά. Τα φυτά στο φυτώριο πρέπει να ποτίζονται συχνά για να μη ξεραθούν. Η εφαρμογή διαφυλλικών ψεκασμών κατά τακτά χρονικά διαστήματα (συνήθως με άζωτο, φώσφορο, κάλιο) βοηθά στην παραγωγή ισχυρών φυτών. Η σκίαση, καθώς τα φυτά αναπτύσσονται, μειώνεται σιγά-σιγά. Πριν την εξαγωγή τους από το φυτώριο τα σπορόφυτα πρέπει να εκτεθούν σε πλήρη ηλιοφάνεια γι' αρκετές εβδομάδες για να σκληραγωγηθούν. Μπορεί όμως η παραγωγή σποροφύτων να γίνει και σε σακούλες πολυαιθυλενίου με το κατάλληλο υπόστρωμα. Από το φυτώριο τα σπορόφυτα συνήθως λαμβάνονται ως κουτσουράκια. Ξεριζώνονται και αποκόπτονται σε ύψος 10cm πάνω από την επιφάνεια του εδάφους και 45 cm κάτω απ' αυτή. Η διεργασία αυτή κατά κανόνα γίνεται όταν τα σπορόφυτα αποκτήσουν διάμετρο 1cm στο σημείο του λαιμού και έχουν εκτεθεί σε πλήρη ηλιοφάνεια τουλάχιστον 3 μήνες. Η υψηλή συγκέντρωση των σπορφύτων σε άμυλο εξασφαλίζει την επιβίωση και την καλή αύξηση τους στο χωράφι. Τα κουτσουράκια είναι έτοιμα για φύτευση στο χωράφι μετά 2-3 χρόνια από της σποράς του σπόρου, τούτου εξαρτωμένου από τον ρυθμό αύξησης τους. Τα φυτά σε σακούλες πολυαιθυλενίου μπορεί να φυτευτούν νωρίτερα. Για ενδιάμεση φύτευση είναι προτιμότερο τα φυτά να είναι μεγαλύτερα σε ηλικία πριν τη φύτευση, γιατί αντέχουν καλύτερα στον ανταγωγνισμό με τους εγκατεστημένους θάμνους.

Αγενής πολλαπλασιασμός

Μοσχεύματα

Τα περισσότερα μοσχεύματα ριζοβολούν εύκολα στο κατάλληλο υπόστρωμα, αλλά κάποιοι κλώνοι ριζοβολούν δύσκολα. Ως μοσχεύματα χρησιμοποιούνται αυτά του ενός φύλλου. Εξίσου καλά ριζοβολούν και μοσχεύματα με 2-3 φύλλα. Οι κλώνοι σήμερα πολλαπλασιάζονται με μοσχεύματα του ενός φύλλου. Για το σκοπό αυτό πρέπει να διατηρούνται μητρικές φυτείες κατάλληλες για τη λήψη μοσχευμάτων. Οι μητρικές φυτείες κλαδεύονται αυστηρά κατά τακτά χρονικά διαστήματα για την παραγωγή βλαστών, που να βρίσκονται στην νεανική φάση, γιατί τα μοσχεύματα ριζοβολούν ευκολότερα. Τα μητρικά φυτά διαμορφώνονται έτσι σε κουτσουράκια και αυτό γίνεται, όταν οι βλαστοί έχουν 12 φύλλα. Στα χαμηλά υψόμετρα η επέμβαση αυτή γίνεται κάθε 3 μήνες, ενώ στα υψηλότερα περίπου κάθε 8 μήνες. Αποκόπτονται όλοι οι βλαστοί και το ύψος αποκοπής εξαρτάται από το πάχος αυτού. Αναγκαία κρίνεται η λίπανση των μητρικών φυτειών, η οποία πρέπει να γίνεται καθ' όλη τη διάρκεια του έτους και μάλιστα στο ενδιάμεσο μεταξύ δυο επεμβάσεων κλαδέματος. Οι βλαστοί μετά την αποκοπή τους διατηρούνται σε υγρό σακί κάτω από σκιά και διαβρέχονται συνεχώς μέχρι την κατασκευή των μοσχευμάτων του ενός φύλλου. Τα μοσχεύματα ακολούθως υφίστανται το χειρισμό με ορμονικό διάλυμα ριζοβολιάς (ΝΑΑ, ΙΒΑ) και φυτεύονται σε κατάλληλο υπόστρωμα σε σύστημα υδρονεφώσεως.

Ενοφθαλμισμός και εγκεντρισμός Τεϊόδενδρου

Το τεϊόδενδρο μπορεί να εμβολιαστεί επιτυχώς με πολλές τεχνικές. Αλλά ο τρόπος αυτός πολλαπλασιασμού δεν είναι ανταγωνιστικός με εκείνο των μοσχευμάτων για την παραγωγή φυτών για την εγκατάσταση φυτείας στο χωράφι. Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται μόνο για τον εμβολιασμό μητρικού φυτού, που προορίζεται για την παραγωγή σπόρου, με καλύτερο, από απόψεως παραγωγής, κλώνο, ή για την παραγωγή φυτών ανθεκτικών στην ξηρασία, με εμβολιασμό των ευαίσθητων κλώνων επί των ανθεκτικών.

Πολλαπλασιασμός in vitro Τεϊόδενδρου

Ο πολλαπλασιασμός in vitro του τεϊόδενδρου είναι δύσκολος. Κατά τους Jain et al., (1993) επιτεύχθηκε επαύξηση του ποσοστού ριζοβολίας βλαστών, που παρήχθησαν in vitro. Πιστεύεται ότι η μέθοδος αυτή είναι δύσκολο να υποκαταστήσει τους παραδοσιακούς τρόπους πολλαπλασιασμού του τεϊόδενδρου σε εμπορική κλίμακα παραγωγής φυτών στο άμεσο μέλλον.




Βιβλιογραφία

  1. Ειδική δενδροκομία Τόμος V "Τροπικά φυτά", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Εκδόσεις Σταμούλη, 2001.

Εδαφοκλιματικές συνθήκες Τεϊόδενδρου

Το τεϊόδενδρο ευδοκιμεί σε εδάφη βαθιά, γόνιμα, καλοαποστραγγιζόμενα, οποιουδήποτε τύπου, από τα αμμοπηλώδη μέχρι τα βαριά αργιλώδη. Το καλύτερο pH του εδάφους είναι από 5-6 και καλό είναι να αποφεύγονται τα πιο όξινα και αλκαλικά εδάφη.[1]

Σε περιοχές κοντά στον Ισημερινό το τεϊόδενδρο ευδοκιμεί [1] σε υψηλά υψόμετρα (1000-3000 μέτρα). Το κατάλληλο υψόμετρο μειώνεται καθώς αυξάνει η απόσταση από τον Ισημερινό και το τεϊόδενδρο καλλιεργείται πλησίον του επιπέδου της θάλασσας στις πιο δυσμενείς περιοχές της ζώνης καλλιέργειας του [420C βόρεια (Γεωργία της πρώην Σοβιετικής Ένωσης) και 270C Νότια (Αργεντινή)]. Ως πιο ευνοϊκή θερμοκρασία αέρος για την αύξηση της βλάστησης του τεϊόδενδρου θεωρείται το επίπεδο από 180C-300C. Η αύξηση της βλάστησης αναστέλλεται στους 130C ή πάνω από 350C. Η θερμοκρασία του εδάφους συσχετίζεται επίσης με την αύξηση της βλάστησης με ευνοϊκό το επίπεδο από 190C-220C. Οι απαιτήσεις του σε βροχόπτωση είναι μεγάλες και φθάνουν τα 2.500 mm ετησίως. Επίσης το τεϊόδενδρο είναι ευαίσθητο στους ισχυρούς ανέμους, γι' αυτό οι φυτείες πρέπει να προστατεύονται με ανεμοθραύστες. Στις λιγότερο ευνοϊκές περιοχές της ζώνης καλλιέργειας του τεϊόδενδρου (π.χ. Γεωργία ) χρησιμοποιούν ανεκτικές ποικιλίες για τις χαμηλές θερμοκρασίες, που προκαλούν ζημιά στα φυτά.








Βιβλιογραφία

  1. 1,0 1,1 Ειδική δενδροκομία Τόμος V "Τροπικά φυτά", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Εκδόσεις Σταμούλη, 2001

[1]

Σχετικές σελίδες




Βιβλιογραφία

  1. Ειδική δενδροκομία Τόμος V "Τροπικά φυτά", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Εκδόσεις Σταμούλη, 2001