Φυτικοί παράγοντες που επηρεάζουν την συγκέντρωση των θρεπτικών στοιχείων στα φύλλα

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Εισαγωγή στη φυλλοδιαγνωστική

Με τον όρο "φυλλοδιαγνωστική νοείται ο δια της χημικής ανάλυσης προσδιορισμός της περιεκτικότητας των φύλλων σε θρεπτικά στοιχεία, με σκοπό τη συναγωγή συμπερασμάτων ως προς το επίπεδο της θρεπτικής κατάστασης των φυτών. Αυτό επιτυγχάνεται με τη σύγκριση των λαμβανομένων τιμών ανάλυσης του εξεταζόμενου φυτού με αντίστοιχες προϋπάρχουσες "οριακές τιμές", πειραματικά ή δια θρεπτικών επισκοπήσεων προσδιορισθείσες. Στοχεύει δε στη πρόβλεψη των αναγκών των φυτών σε λιπάσματα, στα πλαίσια ενός προγράμματος συμβουλευτικής λίπανσης των καλλιεργειών. Πρόκειται περί μιας μεθόδου που διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Lundergard (1945) με βάση την αρχή ότι η περιεκτικότητα δοθέντος θρεπτικού στα φύλλα είναι τόσο μεγαλύτερη όσο υψηλότερη είναι η διαθεσιμότητα του στο έδαφος. Κατά συνέπεια η φυλλοδιαγνωστική αποτελεί ταυτόχρονα και μια προσέγγιση της εκτίμησης του βαθμού διαθεσιμότητας του στοιχείου στο έδαφος. Αν και η βασική ιδέα του Lundergard επί της οποίας στηρίχτηκε η φυλλοδιάγνωση είναι καθ' όλα ορθή και επιστημονικά τεκμηριωμένη εν τούτοις, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχή μας το γεγονός ότι η πρόσληψη των θρεπτικών από τα φυτά, δεν είναι συνάρτηση μόνο του βαθμού των θρεπτικών από τα φυτά, δεν είναι συνάρτηση μόνο του βαθμού διαθεσιμότητας τους στο έδαφος, αλλά εξαρτάται και από άλλους παράγοντες. Πολλοί συγχέουν τη φυλλοδιαγνωστική με τις "δοκιμές φυτικών ιστών" ή τα λεγόμενα "γρήγορα τεστς" (quick test) καίτοι, το μελετώμενο υλικό είναι και στις δυο περιπτώσεις το φυτό, εν τούτοις υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές. Στην περίπτωση της φυλλοδιαγνωστικής γίνεται ολική ανάλυση των φύλλων και προσδιορισμός των θρεπτικών στο εργαστήριο, ενώ με τα quick tests προσδιορίζουμε την περιεκτικότητα των θρεπτικών στον οπό των φρέσκων φύλλων ή βλαστών ή τμημάτων νεαρών φυτών, με χρωματομετρικές μεθόδους και με σύγκριση με ειδικές χρωματικές κλίμακες. Ο προσδιορισμός αυτός γίνεται συνήθως στον αγρό και είναι μικρότερης ακρίβειας. Οι δοκιμές φυτικών ιστών αποτελούν μια προσέγγιση, η οποία αν και βασίζεται σε επιστημονικές αρχές, ωστόσο εάν δεν εκτελεστούν από έμπειρους επιστήμονες, μπορεί να μην βοηθήσουν τους χρήστες αποτελεσματικά. [1]

Σχέση περιεκτικότητας των φύλλων σε θρεπτικά και της ανάπτυξης του φυτού

Η σχέση που συνδέει την περιεκτικότητα των φύλλων σε θρεπτικά με την αύξηση του φυτού εκφράζεται σε μονάδες παραγωγής βιομάζας (φυτομάζας). Βασικές αρχές επί των οποίων εδράζεται η φυλλοδιαγνωστική.

  • Κατά την έναρξη της ανάπτυξης του φυτού ο ρυθμός παραγωγής βιομάζας είναι πολύ υψηλός σε σημείο ώστε από την αυξημένη παραγωγή να μειώνεται σημαντικά η περιεκτικότητα του θρεπτικού λόγω της επίδρασης του "φαινομένου της αραίωσης".
  • Με την πάροδο του χρόνου και καθώς και οι συνθήκες διαθεσιμότητας του θρεπτικού στο έδαφος βελτιώνονται και αυξάνει ο ρυθμός ανάπτυξης του φυτού, παράλληλα παρατηρείται μια αύξηση της περιεκτικότητας του θρεπτικού στα φύλλα.
  • Με τη συνέχιση της περαιτέρω βελτίωσης της διαθεσιμότητας του θρεπτικού ή μεν πορεία αύξησης γίνεται φθίνουσα ενώ η περεικτικότητα του θρεπτικού ανεβαίνει στο φυτό. Εδώ ακριβώς βρίσκεται το οριακό σημείο δηλαδή η κρίσιμη τιμή, πέρα από την οποία οποιαδήποτε αύξηση της περιεκτικότητας του θρεπτικού στα φύλλα δεν συνεπάγεται αύξηση βιομάζας, αλλ' αντίθετα μπορεί να προκληθεί μια μείωση, όταν η συγκέντρωση του θρεπτικού φθάσει σε πολύ τοξικά επίπεδα.

Οι φάσεις αυτές της αύξησης της βιομάζας χαρακτηρίζονται από τα εξής επίπεδα θρέψης: α= οξεία έλλειψη, β= μερική έλλειψη, γ= κρίσιμη συγκέντρωση, δ= πολυτελής συγκέντρωση και ε= τοξική συγκέντρωση.[1]

Παράγοντες που επηρεάζουν τη συγκέντρωση των θρεπτικών στοιχείων στα φύλλα

Η ανάλυση των φύλλων ουσιαστικά αντανακλά τις συνθήκες πρόσληψης των θρεπτικών. Κατά συνέπεια οποιοσδήποτε παράγοντας επηρεάζει την πρόσληψη των θρεπτικών, κατ' ανάγκη η επίδραση του θα αντανακλάται στα αποτελέσματα της χημικής ανάλυσης των φύλλων και ως εκ τούτου ή συνεκτίμηση της επίδρασης των παραγόντων πρόσληψης κατά την ερμηνεία των αποτελεσμάτων, θα έχει την αντίστοιχη επίπτωση στην ορθή πρόβλεψη των αναγκών σε λιπάσματα. Είναι επομένως αναγκαίο να εξεταστούν οι παράγοντες που επηρεάζουν την πρόσληψη και ακολούθως τη συσσώρευση των θρεπτικών στο φυτό, για την καλύτερη κατανόηση των βασικών αρχών της φυλλοδιαγνωστικής. Οι παράγοντες αυτοί είναι φυτικοί, κλιματικοί, εδαφικοί, ανθρωπογενείς.[1]

Φυτικοί παράγοντες

Διάφοροι παράγοντες που αναφέρονται απ' ευθείας στα χαρακτηριστικά του φυτού επηρεάζουν τη συγκέντρωση των θρεπτικών στα φύλλα. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται: το είδος του φυτού, η ηλικία των φύλλων, θέση των φύλλων στο φυτό, φάση ανάπτυξης και απόδοσης του φυτού.[1]

Είδος φυτού

Το είδος του φυτού είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες που σχετίζεται με την πρόσληψη και συσσώρευση των θρεπτικών στοιχείων στα διάφορα μέρη του φυτού. Πράγματι, υπάρχουν σημαντικές διαφορές ως προς την περιεκτικότητα των θρεπτικών στοιχείων μεταξύ των διαφόρων φυτικών ειδών, ταξονομικών ομάδων των φυτών ήτοι: τάξης, οικογένειας, είδους αλλά ακόμη και ποικιλίας π.χ. στα δικοτυλήδονα φυτά περιέχεται περισσότερο ασβέστιο, μαγνήσιο και βόριο απ' ότι στα μονοκοτυλήδονα. Γενικά, στα φυτά ελέγχουν γενετικά την πρόσληψη και συσσώρευση των θρεπτικών. Ο έλεγχος αυτός συντελείται στις ρίζες όπου λαμβάνουν χώρα διάφορες μεταβολικές διεργασίες. Σαν παράδειγμα μερικές πλευρές της θρέψης των φυτών που ελέγχονται γενετικά είναι: η προσρόφηση, μεταφορά, μεταβολισμός και συσσώρευση των θρεπτικών. Υπάρχουν φυτά ή φυτικά είδη, τα οποία απλά προσροφούν τα θρεπτικά και τα συσσωρεύουν σε επίπεδα που για άλλα φυτά μπορεί να είναι τοξικά. Αντίθετα, άλλα είδη προσλαμβάνουν τα θρεπτικά κατά τρόπον εκλεκτικό, ενώ άλλα έχουν την ικανότητα να προσαρμόζονται σε εδάφη που είναι πολύ πλούσια εφοδιασμένα με διάφορα μάκρο και μικροθρεπτικά. Τέλος υπάρχουν ακόμα φυτικά είδη τα οποία μπορούν εύκολα να προσαρμόζονται στις μεταβολές της συγκέντρωσης των διάφορων θρεπτικών στοιχείων στο έδαφος. Συνέπεια των ανωτέρω διαφορών, παρατηρούνται αντίστοιχες διαφοροποιήσεις στην περιεκτικότητα των θρεπτικών στοιχείων μεταξύ των διαφόρων φυτικών ειδών. Έτσι, ενώ η περιεκτικότητα σε θρεπτικά των φυτών που ανήκουν στην ίδια οικογένεια μπορεί να είναι σχετικά σταθερή, εν τούτοις παρατηρούνται σημαντικές διαφορές για τα ίδια τα θρεπτικά μεταξύ φυτικών ειδών που ανήκαν σε διαφορετικές οικογένειες.

  • Φυτά της οικογένειας Cruciferae (Μπρόκολα, λαχανάκια Βρυξελλών, κουνουπίδια) περιέχουν φύλλα > 3.0% άζωτο, ενώ τα μέλη της οικογένειας Meraceae (Συκιά) περιέχουν < 1.50% άζωτο. Τα ψυχανθή έχουν πολύ μεγαλύτερη περιεκτικότητα αζώτου από τα λοιπά είδη φυτών, λόγω προφανώς της αζωτοδέσμευσης.
  • Φυτά που έχουν υψηλά επίπεδα αζώτου και καλίου έχουν επίσης και υψηλή συγκέντρωση φωσφόρου (> 0,25% της ξηράς ουσίας). Οικογένειες φυτών που τα μέλη τους έχουν χαμηλή περιεκτικότητα φωσφόρου (< 0.15% της ξηράς ουσίας) Oleaceae (ελιά), Rosaceae,(αμυγδαλιά, μηλιά, κερασιά, αχλαδιά, δαμάσκηνα), Rutaceae (πορτοκαλιά, λεμονιά, γκρέϊπ φρούτ και ορισμένα μέλη της οικογένειας των Crucifirae, έχουν υψηλή συγκέντρωση S (> 0,15% ξηράς ουσίας).
  • Μέλη της οικογένειας των Cucurbitaceae και Solonaceae έχουν ασβέστιο > 2.50%, ενώ των οικογενειών Leguminosae και Rosaceae περιέχουν μόνο 1,0-2,50% ξηράς ουσίας και των Graminae < 1,00% ξηράς ουσίας.
  • Φυτά των οικογενειών Graminae, Oleaceae έχουν μαγνήσιο < 2,0% ξηράς ουσίας, ενώ τα μέλη των Compositae, Cucurbitaceae, Rosaceae > 0,30% της ξηράς ουσίας.
  • Φυτά της οικογένειας Chenopodiaceae (τεύτλα), Compositae και Cruciferae έχουν πολύ περισσότερο βόριο από τα φυτά της οικογένειας των Graminae.
  • Τα ψυχανθή περιέχουν υψηλές συγκεντρώσεις Μο (>2,00 ppm ξηράς ουσίας) σε σχέση με τα λοιπά φυτά.[1]
Ηλικία Φύλλων

Σχετικές σελίδες

Εισαγωγή στη φυλλοδιαγνωστική ως μέθοδος εκτίμησης της θρέψης των φυτών

Σχέση περιεκτικότητας των φύλλων σε θρεπτικά και της ανάπτυξης του φυτού

Παράγοντες που επηρεάζουν τη συγκέντρωση των θρεπτικών στοιχείων στα φύλλα

Φυτικοί παράγοντες

Είδος φυτού

Ηλικία Φύλλων

Βιβλιογραφία

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 Η ερμηνεία της φυλλοδιαγνωστικής, των Π. Κουκουλάκης τ. Αναπληρωτής Ερευνητής ΕΘΙΑΓΕ, ΑΡ. Παπαδόπουλος Τακτικός Ερευνητής ΕΘΙΑΓΕ, 2003.