Χαρουπιά

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Χαρουπιά φυτό

Γενικά στοιχεία

Η ξυλοκερατιά (κν. χαρουπιά) κατάγεται από τη μέση Ανατολή (Συρία, Παλαιστίνη). Στις μεσογειακές χώρες καλλιεργείται από τους αρχαιοτάτους ακόμα χρόνους. Καλλιεργείται κυρίως στη Συρία, Κύπρο, Τουρκία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Αλγερία, Μαρόκο, Αίγυπτο, Ισραήλ και Λίβανο, αλλά σήμερα έχει επεκταθεί στην Αυστραλία, νότια Αφρική, νότια Αμερική, Μεξικό και βόρεια Αμερική (Καλιφόρνια, Αριζόνα). Στην Ελλάδα η ξυλοκερατιά καλλιεργείται κυρίως στην Κρήτη, αλλά αυτοφύεται σε όλα τα γεωγραφικά διαμερίσματα της νότιας Ελλάδας. Οι συστηματικοί ξυλοκερατεώνες στη χώρα μας καταλαμβάνουν έκταση 79.000 στρέμματα και η μέση ετήσια παραγωγή καρπών ανέρχεται σε 25.682 τόννους. Η ξυλοκερατιά καλλιεργείται για τους καρπούς της, τα ξυλοκέρατα ή χαρούπια που χρησιμοποιούνται ως κτηνοτροφή των ζώων (βοειδή, αιγοπρόβατα, κ.α.). Τα σπέρματα των χαρουπιών έχουν ποικίλας χρήσεις στη βιομηχανία . Μετά από αποφλοίωση με θειϊκό οξύ και ξήρανση, τα έμβρυα διαχωρίζονται από τις κοτυληδόνες. Στη συνέχεια τα έμβρυα αλευροποιούνται και χρησιμοποιούνται ως φύραμα για γαλακτοφόρες αγελάδες ή για την παρασκευή συμπυκνωμένων ιδιοσκευασμάτων (σούπες). Από δε τις κοτυληδόνες εξάγεται κόμμι (ποσοστό περιεκτικότητας 33%), που χρησιμοποιείται στην υφαντουργία (φινίρισμα υφασμάτων), τη ζαχαροπλαστική, τη βιομηχανία μπισκότων, κοσμητικών σκευασμάτων και φωτογραφικών φίλμ. Ως σακχαρούχος καρπός, τα χαρούπια παρέχουν μετά από ζύμωση και απόσταξη αλκοόλη σε ποσοστό 25%. Τα άγουρα χαρούπια περιέχουν δεψικές ουσίες και χρωστική ουσία, που χρησιμοποιείται για τη βαφή υφασμάτων στη μέση Ανατολή και τη βόρεια Αφρική. Επίσης έχουν και φαρμακευτικές χρήσεις, ως μαλακτικό, για φλεγμονές του αναπνευστικού συστήματος. Τέλος, μετά από ειδική επεξεργασία παράγεται προϊόν που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστατο του κακάου στη σοκολατοβιομηχανία.[1]

Βοτανικά χαρακτηριστικά

Η ξυλοκερατιά-χαρουπιά ανήκει στην οικογένεια Legominosae (υποοικογένεια Caesalpinioideae), στο γένος Ceratonia και στο είδος Ceratonia siliqua L. Η χαρουπιά είναι διπλοειδής (2n=24, n=12). Η ξυλοκερατιά είναι δένδρο αειθαλές, μετρίου έως μεγάλου μεγέθους, με βλάστηση συνήθως πλαγιόκλαδη, βαθύριζο και μακρόβιο. Τα φύλλα είναι σύνθετα, αρτιόληκτα (συνήθως με 6 φυλλάρια ή πιο πολλά), κατ' εναλλαγή δερματώδη, λεία, χαλκοκόκκινα στη νεαρή ηλικία και βαθυπράσινα κατά την ενήλικη. Οι οφθαλμοί διακρίνονται σε ξυλοφόρους και απλούς ανθοφόρους. Η διάκριση μεταξύ ξυλοφόρων και ανθοφόρων οφθαλμών μακροσκοπικά είναι δύσκολη. Οι ξυλοφόροι οφθαλμοί απαντούν επάκρια ή πλάγια σ' ένα βλαστό και οι ανθοφόροι μόνον πλάγια. Οι ανθοφόροι, που βρίσκονται σε ξύλο του προηγούμενου χρόνου, εκπτύσσονται το φθινόπωρο και δίνουν μονοστέλεχες ταξιανθίες, ενώ αυτοί που βρίσκονται σε ξύλο μεγαλύτερης ηλικίας (ιδιομορφία ξυλοκερατιάς), 3 έως 15 χρόνων, δίνουν πολυστέλεχες ταξιανθίες. Οι οφθαλμοί στερούνται λεπίων (γυμνοί), αλλά περιβάλλονται από πυκνό τρίχωμα. Τα άνθη είναι μικρά, με δυσάρεστη οσμή (ιδιαίτερα τα αρσενικά) και φέρονται σε βοτρυοειδείς ταξιανθίες σε ξύλο ηλικίας 2 έως 15 χρόνων (μονήρεις ή κατά θυσσάνους). Η ξυλοκερατιά χαρακτηρίζεται ως είδος πολύγαμο, μόνοικο και συνηθέστερα δίοικο (απαντούν δένδρα που φέρουν άνθη ερμαφρόδιτα και στημονοφόρα ή μόνον στημονοφόρα ή μόνον υπεροφόρα). Κάθε άνθος αποτελείται από πέντε μικρά σέπαλα (χωρίς πέταλα), ένα βραχύστυλο ύπερο (τα θηλυκά άνθη) και πέντε στήμονες (τα αρσενικά άνθη). Ο καρπός είναι χέδροπας, έχει σχήμα τοξοειδές, χρώμα καστανό και μεσοκάρπιο σαρκώδες, πλούσια σε υδατάνθρακες. Περιέχει 10 έως 16 σπέρματα σκληρά, γυαλιστερά και κεραμόχροα.

Τρόπος καρποφορίας Η ξυλοκερατιά-χαρουπιά ανθίζει το φθινόπωρο, τέλη Αυγούστου μέχρι Νοέμβριο και ωριμάζει τους καρπούς της από τα τέλη Αυγούστου του επόμενου από της ανθήσεως χρόνου. Καρποφορεί από απλούς ανθοφόρους οφθαλμούς σε ξύλο ηλικίας 2 έως 15 χρόνων. Παρουσιάζει τάση για παρενιαυτοφορία.

Περίοδος καρποφορίας Η ξυλοκερατιά-χαρουπιά, ως δένδρο με βραδεία ανάπτυξη, μπαίνει όψιμα σε αξιόλογη καρποφορία, περίπου από τον 8ο έως 10ο χρόνο της ηλικίας της. Η παραγωγική ζωή της υπολογίζεται σε 80 έως 100 χρόνια. Στη χώρα μας υπάρχουν δένδρα ξυλοκερατιάς ηλικίας περίπου 200 χρόνων, με πολύ καλή παραγωγικότητα.[1]

Κλιματικές συνθήκες

Η ξυλοκερατιά (κν. χαρουπιά) είναι δένδρο των θερμών και ξηρών κλιμάτων. Ευδοκιμεί σε παραθαλάσσιες περιοχές όπως Κρήτη, νησιά και νότια ηπειρωτική Ελλάδα. Καλλιεργείται μέχρι υψομέτρου 600 μέτρων. Θεωρείται ανθεκτικότερη στους παγετούς από την πορτοκαλιά και πιο ευαίσθητη από την ελιά. Οι καρποί ζημιώνονται στους -40C έως -50C και οι βλαστοί στους -6.70C έως -7.80C. Όσον αφορά την έκθεση της τοποθεσίας, θα πρέπει να προτιμώνται εκείνες που έχουν ανατολική ή μεσημβρινή.[1]

Εδαφικές συνθήκες

Η ξυλοκερατιά (κν.χαρουπιά) είναι δένδρο περιορισμένων εδαφικών απαιτήσεων. Ευδοκιμεί σε διάφορα είδη εδαφών, εκτός στα πολύ αργιλλώδη ή υγρά εδάφη. Ακόμα και σε βραχώδη, ξηρά, επικλινή (πλαγιές), αρκεί να είναι ελαφρά γόνιμα και να διαπερνώνται από το ριζικό της σύστημα. Στην Κρήτη καθώς και σ' άλλες περιοχές της Ελλάδας, η ξυλοκερατιά καλλιεργείται με επιτυχία σε εδάφη ξηρά, πετρώδη και ασβεστολιθικά. Έτσι αξιοποιεί περιοχές ξηρές και άγονες, που η οικονομική τους εκμετάλλευση θα ήταν διαφορετικά αδύνατη.[1]

Επικονίαση - Γονιμοποίηση

Η ξυλοκερατιά είναι είδος ανεμόφιλο. Όπως όμως αναφέραμε πιο πάνω είναι είδος πολύγαμο (μόνοικο και συνηθέστερα δίοικο). Επομένως για την εξασφάλιση ικανοποιητικής παραγωγής, σαν μόνοικο μπορεί να καλλιεργηθεί αμιγώς, ενώ σαν δίοικο θα πρέπει μεταξύ των θηλυκών δέντρων να φυτεύσουμε και αρσενικά με ζωτική γύρη, που θα χρησιμεύσουν ως επικονιαστές των θηλυκών δέντρων. Όσον αφορά τη διάταξη των επικονιαστών, αν και δεν έχει γίνει κάποια σχετική συστηματική εργασία , συνιστάται η σχέση αρσενικών προς θυληκά να είναι 1:10. Πιστεύεται ότι στη μεταφορά της γύρης βοηθούν και οι μέλισσες.[1]

Πολλαπλασιασμός

Στην Ελλάδα τα καλλιεργούμενα δένδρα ξυλοκερατιάς προέρχονται από εξημέρωση με εμβολιασμό των αυτοφυόμενων δένδρων ξυλοκερατιάς. Η ξυλοκερατιά πολλαπλασιάζεται συνήθως με ενοφθαλμισμό με όρθιο Τ πάνω σε υποκείμενα σπορόφυτα ηλικίας περίπου 3 έως 4 χρόνων (αναπτύσσονται βραδέως). Ως πιο κατάλληλη εποχή εμβολιασμού θεωρείται η άνοιξη (τέλη άνοιξης). Τα υποκείμενα σπορόφυτα παράγονται από σπόρο, που βλαστάνει αργά και δύσκολα. Για την επιτάχυνση και διευκόλυνση της βλάστησης του σπόρου, συνιστάται όπως αυτός υποβληθεί πριν από τη σπορά του στους χειρισμούς: (α) εμβάπτιση σε θερμό νερό (θερμοκρασία 750C) για 2 έως 5 λεπτά της ώρας, β) εμβάπτιση σε διάλυμα θειϊκού οξέος (45%) για 3 ώρες και (γ) απομάκρυνση των σποροπεριβλημάτων με τριβή. Αναφέρεται όμως ότι υπάρχουν και δένδρα ξυλοκερατιάς, που ο σπόρος τους βλαστάνει εύκολα χωρίς κανένα χειρισμό πρίν από τη σπορά τους. Συνιστάται η εξεύρεση και διατήρηση από τους φυτοριούχους δένδρων που οι σπόροι τους να βλαστάνουν εύκολα για να χρησιμοποιηθούν ως σπορομητρικά. Μπορεί όμως να πολλαπλασιαστεί σχετικά εύκολα με εναέριες καταβολάδες και ξυλοποιημένα μοσχεύματα και πολύ εύκολα με φυλλοφόρα μοσχεύματα από μητρικά φυτά, που βρίσκονται στη φάση της νεανικότητας, μετά από χειρισμό με ινδολοβουτυρικό οξύ (ΙΒΑ) 5000ppm.[1]

Ποικιλίες

Οι πιο αξιόλογες Ελληνικές και ξενικές ποικιλίες είναι οι εξής: Ελληνικές Αγρία, Κρητικά (Κονδυλάτα, Μπαντούρια, Ξανθά), Κύπρου (Βακλωτά, Κουμπωτά, Κούντουρα), Χιώτικα, Σαμιώτικα, κ.α. Ξενικές Matalafan, Matalafera, Roya, Costelates(Ισπανίας), Cipriana, Saccarata, Racemosa (Ιταλικές), Santa Fe, Bolsor, Conejo, Excelsior, Gabriel, Grantham, Molino, Sykea, Τyllivia, White, Amele, Sfax, Cliford, Tantillo (Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής)[1]

Ασθένειες

Εχθροί

Ο μεγαλύτερος εχθρός της χαρουπιάς είναι η ποντίκα η οποία κατατρώγει τη φλούδα των βλαστών των δέντρων, με επακόλουθο την ξήρανση τους. Από τα διάφορα έντομα που την προσβάλλουν, ο Myelois ceratoniae Zell θεωρείται η μεγαλύτερη μάστιγα. Επίσης τα Τζιτζικάκια (leafhoppers), ο Αλευρώδης και το Λεκάνιο (Lecanius elongatuus), δυνατό να προκαλέσουν ζημιές στα δέντρα.[2]

Ποντίκα

Η Ποντίκα αποτελεί ένα σημαντικό εχθρό στον γεωργοκτηνοτροφικό τομέα, αφού προκαλεί πάμπολλες και ποικίλες ζημιές με σοβαρό οικονομικό αντίκτυπο. Μερικές από τις συνηθισμένες ζημιές που προκαλεί είναι:

  • Ξύνει και πληγώνει τους κορμούς και βλαστούς δέντρων.
  • Κατατρώγει τους καρπούς, καταναλώνει και καταστρέφει αποθηκευμένες ζωοτροφές.
  • Τρέφεται με αυγά και νεογνά πουλερικών.
  • Καταστρέφει συστήματα άρδευσης και πλαστικά θερμοκηπίου, μεταδίδει νόσους σε παραγωγικά ζώα κ.α. Οι ζημιές που προκαλεί η ποντίκα δεν περιορίζονται μόνο στη γεωργία και στην κτηνοτροφία, αλλά επεκτείνονται και σε άλλους τομείς, αφού μπορεί να καταστρέψει κτηριακές εγκαταστάσεις, ηλεκτρικά καλώδια, να τραφεί με αυγά νεοσσούς άγριων πτηνών και ζώων, να καταναλώσει τροφή ανθρώπινης κατανάλωσης, κ.α.[3]


Το τζιτζικάκι

(Empoasca ή Asymmetrasca decedens-Paoli) Είναι μικρό τετιγοειδές (τζιτζίκι) ανοιχτού πράσινου χρώματος, που ζει σε διάφορους ξενιστές, με πολυάριθμες γενεές το χρόνο. Το φθινόπωρο, τα ενήλικα τζιτζικάκια μεταφέρονται στα δέντρα, όπου παραμένουν μέχρι την επόμενη άνοιξη, κεντώντας τους καρπούς και τρεφόμενα από τους χυμούς του επικάρπιου. Τα κεντήματα (νύγματα) διατροφής που γίνονται στους καρπούς, προκαλούν μια αλλοίωση του επικάρπιου, γνωστή σαν "κίτρινη κηλίδωση" ή "ελαιοκυτάρωση". Πρόκειται για κίτρινες μικρές επιφάνειες γύρω από τα σημεία εισαγωγής του ρύγχους των εντόμων στη φλούδα, που φανερώνονται καθαρά στον ακόμη άγουρο καρπό, αλλά και που παραμένουν και μετά την αλλαγή χρωματισμού. Τα κεντήματα αυτά της Empoasca δεν επιφέρουν καμιά αλλοίωση εσωτερικά στην ποιότητα των καρπών , όμως η αισθητική ζημιά προκαλεί την εμπορική υποτίμηση τους. Οι επεμβάσεις καταπολέμησης αυτού του εντόμου πρέπει να είναι τύπου προληπτικού, εκτελούμενες μεταξύ των μέσων του Σεπτεμβρίου και των αρχών του Οκτωβρίου, δηλαδή όταν το έντομο μετατοπίζεται προς τις εσπεριδοκαλλιεργούμενες ζώνες και πρίν ακόμη διαπιστωθούν οι μαζικές ζημιές που προκαλεί. Σε αυτή την περίοδο η οπτική ανάλυση ενός δείγματος καρπών μπορεί να αποτελεί (έγκυρο βοήθημα). Με παρουσία ποσοστού 1-2% προσβεβλημένων καρπών θα μπορεί να εφαρμόζεται μια χημική επέμβαση κατά προτίμηση με οργανοφωσφορικά, όπως φενιτροθίον (Σουμιφέν), φορμοθίον (Ανθιο), Ντιμεθοέιτ (Ρογκόρ), ή φωσφοροχλωριωμένα, όπως εντοσουλφάν (θειοντάν) κλπ., στις συνιστώμενες δόσεις από τους κατασκευαστές τους.[4]



[5] [6] [7] [8] [9] [10]


Σχετικές σελίδες

Βιβλιογραφία

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 Ειδική δενδροκομία Τόμος II "Ακρόδρυα - Πυρηνόκαρπα - Λοιπά καρποφόρα", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Εκδόσεις Σταμούλη, 2001.
  2. Εχθροί Χαρουπιάς.
  3. "Η αντιμετώπιση της ποντίκας δεν αποτελεί ευθύνη μόνο του Τμήματος Γεωργίας και της κρατικής μηχανής, αλλά όλων μας", Δρ Ανδρούλα Γεωργίου, Διευθύντρια Τμήματος Γεωργίας
  4. Χαρουπιά Εχθρός.
  5. Bailey, L., The Standard Cyclopedia of Horticulture, Vol. I: 717-718, The MacMillan Company, New York, 1947
  6. Hartmann, H. and D. Kester, Plant Propagation. Principles and Practices. Third Edition. Prentice-Hall, Inc. Englewood Cliffs, New Jersey, USA, 1975.
  7. Εικονογραφημένο Βοτανικό Φυτολογικό Λεξικό, τόμος IV: 1893, 1956.
  8. Pontikis, C., and S. Xirouchakis, Juvenility as a factor in propagating carob (Ceratonia siliqua L.). The plant Propagator, 31(4): 5-6, 1985.
  9. Στατιστική Επετηρίδα Ελλάδας, 1984.
  10. Χρυσοχέρης, Φ., Μαθήματα Ειδικής Δενδρομκομίας, 1969.