Ωρίμανση αχλαδιών

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
  • Συνεκτικότητα σάρκας: Αυτό θεωρείται το πιο εύκολο κριτήριο καθορισµού του βαθµού ωριµότητας των καρπών της αχλαδιάς κατά την συγκοµιδή. Η συνεκτικότητα της σάρκας µειώνεται όσο προχωρεί η ωρίµανση. Όµως η καµπύλη της µείωσης διαφέρει από έτος σε έτος και δε µπορεί να συσχετιστεί ακριβώς µε τη φυσιολογική ωρίµανση του καρπού. Επίσης παρουσιάζει σηµαντικές διαφορές από οπωρώνα σε οπωρώνα. Η συνεκτικότητα δηλαδή είναι συνάρτηση και άλλων παραγόντων εκτός από την πρόοδο της ωρίµανσης. Με την ολοκλήρωση της αύξησης του καρπού και την περαιτέρω ωρίµανση αυτού, παρατηρείται µείωση της συνεκτικότητας της σάρκας κάτι που πρακτικά φαίνεται µε το µαλάκωµα αυτής και οφείλεται στην τάνυση των κυττάρων, τη λέπτυνση των κυτταρικών τοιχωµάτων και τη διαλυτοποίηση των πηκτινικών ουσιών. Ο βαθµός συνεκτικότητας µετριέται µε ειδικά όργανα (πιεσόµετρα) σε χιλιόγραµµα ή λίµπρες. Η µέθοδος αυτή χρησιµοποιείται ευρέως και έχει αναγνωριστεί ως αξιόπιστος για εµπορικούς σκοπούς.
  • Μονάδες θερµότητας: Ο προσδιορισµός τους γίνεται κατά την περίοδο των 6 ή 9 εβδοµάδων µετά την πλήρη άνθηση των δέντρων και εξασφαλίζουν ακριβή προεκτίµηση της ωρίµανσης και της ηµεροµηνίας συγκοµιδής για µερικές ποικιλίες.
  • Αριθµός ηµερών από την πλήρη άνθηση: Προεκτιµά κατά προσέγγιση την ηµεροµηνία συγκοµιδής των καρπών. ∆εν χαρακτηρίζεται

από σταθερότητα και ποικίλλει από χρόνο σε χρόνο.

  • ∆ιαλυτά στερεά συστατικά: Περιεκτικότητα των διαλυτών στερεών συστατικών γενικά αυξάνει µε την ωρίµανση των αχλαδιών. Η περιεκτικότητά τους επηρεάζεται από τις καιρικές συνθήκες και τη θέση των καρπών πάνω στο δέντρο. Μεγάλη παραλλακτικότητα µπορεί ωστόσο να παρατηρηθεί τόσο µέσα στον οπωρώνα όσο και στο ίδιο δέντρο. Γι’ αυτό ο προσδιορισµός των διαλυτών στερεών συστατικών δε θεωρείται από µόνος του αξιόπιστο κριτήριο ωριµότητας των αχλαδιών. Σαν ελάχιστη τιµή αυτών κατά τη συγκοµιδή, για την επίτευξη καλύτερης ποιότητας, θεωρείται το ποσοστό 10%. Ωστόσο κατά την πορεία της ωρίµανσης των καρπών η µετατροπή του αµύλου σε σάκχαρα γίνεται πάντοτε οµαλά και δε διαφέρει από έτος σε έτος. Γι’ αυτό το λόγο η µέτρηση των διαλυτών στερεών συστατικών µπορεί να θεωρηθεί ως αξιόπιστο κριτήριο για την ωρίµανση των καρπών. Τα σάκχαρα αποτελούν το µεγαλύτερο µέρος των διαλυτών στερεών συστατικών του χυµού των καρπών και µετριούνται από ειδικά όργανα τα καλούµενα διαθλασίµετρα.
  • Ιωδιούχο τεστ αµύλου: Το τεστ αυτό γίνεται σε µία κατά διάµετρο τοµή του καρπού. Τα αχλάδια θεωρούνται ώριµα για συγκοµιδή, όταν η περιεκτικότητά τους είναι το πολύ 60%.
  • Μέγεθος καρπών: Το µέγεθος των καρπών κατά τη συγκοµιδή µπορεί να προεκτιµηθεί νωρίς κατά την καλλιεργητική περίοδο, αλλά δεν µπορεί να χρησιµοποιηθεί ως κριτήριο ωριµότητας. Το µέγεθος των καρπών δεν επηρεάζεται από τον βαθµό ωριµότητας, αλλά µάλλον καθορίζεται κατά τα αρχικά στάδια της ανάπτυξής του. Οι θερµοκρασίες κατά την περίοδο της επικονίασης και το αρχικό στάδιο ανάπτυξης του καρπού επηρεάζουν πολύ το µέγεθος του καρπού. Όσο πιο υψηλή είναι η θερµοκρασία τόσο πιο ταχεία είναι η ανάπτυξη της προβολής της γύρης και του καρπού. Καρπός που είναι µικρός τις πρώτες 6 – 10 ηµέρες µετά την πλήρη άνθηση τείνει να παραµείνει µικρός κατά τη συγκοµιδή και δεν αποτελεί ένδειξη µη ωριµότητας. Σε αυτό το στάδιο θα πρέπει να πούµε ότι η ωριµότητα των καρπών αποτελεί ένα κρίσιµο παράγοντα της καταναλωτικής αποδοχής των φρούτων. Η ωριµότητα έχει επίπτωση όχι µόνο στην εµφάνιση των καρπών, αλλά καθορίζει και το ποσοστό των ποιοτικών χαρακτηριστικών γεύσης αλλά και τη συνεκτικότητα.

Οι ποικιλίες που ωριµάζουν πρόωρα έχουν γενικά µία πιο σύντοµη ζωή στο ράφι, µαλακώνουν γρηγορότερα κατά την αποθήκευση και αναπτύσσουν αποθηκευτικές διαταραχές που αλλοιώνουν τόσο την εµφάνιση όσο και τη σύστασή τους. Γενικά για να µπορούν οι καλλιεργητές να ικανοποιούν τις προδιαγραφές των πελατών τους για την ποιότητα των καρπών σε διαρκή βάση προτείνουµε την υιοθέτηση των ακόλουθων στρατηγικών:

  • Να αποφεύγεται η αποθήκευση καρπών από “εκτός καλλιέργειας” ή “ελαφριάς καλλιέργειας” από νεαρά δέντρα που έχουν µικρή αποθηκευτική ζωή και έτσι χάνουν γρήγορα την ποιότητα στην αποθήκευση.
  • Να αποφεύγεται η αποθήκευση καρπών προσβεβληµένων ή αλλοιωµένων από το ηλιακό έγκαυµα ή καρπούς επηρεαζόµενους σοβαρά από την υάλωση (µε εξαίρεση την ποικιλία Fuji).
  • Ας αρχίσει η συγκοµιδή την περίοδο που οι καρποί που ωριµάζουν πρόωρα φθάσουν στις ελάχιστες προδιαγραφές για το µέγεθος, το χρώµα και τη γεύση, ώστε να εξασφαλισθεί η πλειοψηφία των καρπών να έχουν συγκοµιστεί στο κατάλληλο στάδιο ωριµότητας.[1]

Βιβλιογραφία

  1. . Ανάπτυξη καρπών μηλιάς και αχλαδιάς και φυσικοχημικές μεταβολές τους, πτυχιακή εργασία της Μηνοπούλου Χαρίκλειας, Θεσσαλονίκη 2007.