Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Pulvinaria vitis L. αμπέλου"

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
(Νέα σελίδα με ' __NOTOC__')
 
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
 
+
<span style="font-weight:bold;">Ενήλικο</span>. Το θηλυκό είναι σε κάτοψη ωοειδές, σχεδόν απιόσχημο, με πλατύτερο το οπίσθιο μέρος και με λίγες εγκάρσιες πτυχές. Κατά τους Balachowsky and Mesnil (1935), οι διαστάσεις του σε ηλικία ωοτοκίας είναι 4-5 x 3-4mm και το χρώμα του σκοτεινοκάστανο, σχεδόν μαύρο. Κατά τους Κάττουλα και Ευαγγελόπουλο (1967α), που  μελέτησαν το [[έντομα |έντομο]] στην περιοχή Θεσσαλονίκης, οι διαστάσεις του είναι κατά πολύ μεγαλύτερες, 8,4 x 6,3mm και το χρώμα του κιτρινοκάστανο ως ελαιόχρουν, με σκοτεινότερες κηλίδες. Αργότερα, μετά την ωοτοκία, γίνεται σκοτεινοκάστανο. Το μέγεθος του σώματος φαίνεται να επηρεάζεται από το είδος και την κατάσταση του φυτού-ξενιστή. Την περίοδο ωοτοκίας το θηλυκό εκκρίνει άφθονα λευκά σαν [[βαμβάκι]] κηρώδη νήματα, που δημιουργούν στο πίσω και κοιλιακό μέρος του σώματός του ογκώδη ωοσάκκο, που περιέχει 1.500-2.000 ή περισσότερα, κατ’ άλλους σκοτεινοκάστανα ή υπέρυθρα και κατ’ άλλους ανοιχτοπορτοκάλινα αυγά. Ο ωόσακκος αυτός παρεμβάλλεται μεταξύ του σώματος του θηλυκού και του υποστρώματος, κατά τρόπο ώστε το οπίσθιο μέρος του σώματος να ανασηκώνεται και να μπορεί να πάρει γωνία ως και 90 με το υπόστρωμα. Σε πληθυσμό της περιοχής Θεσσαλονίκης το μέσο μέγεθος του ωοσάκκου ήταν 10,4 x 7,4 mm. Το αρσενικό είναι πτερωτό, ανοιχτοκάστανο, μήκους 1,7 mm.
  
 
[[είναι εχθρός της::Αμπέλι| ]]
 
[[είναι εχθρός της::Αμπέλι| ]]

Αναθεώρηση της 08:09, 21 Ιανουαρίου 2016

Ενήλικο. Το θηλυκό είναι σε κάτοψη ωοειδές, σχεδόν απιόσχημο, με πλατύτερο το οπίσθιο μέρος και με λίγες εγκάρσιες πτυχές. Κατά τους Balachowsky and Mesnil (1935), οι διαστάσεις του σε ηλικία ωοτοκίας είναι 4-5 x 3-4mm και το χρώμα του σκοτεινοκάστανο, σχεδόν μαύρο. Κατά τους Κάττουλα και Ευαγγελόπουλο (1967α), που μελέτησαν το έντομο στην περιοχή Θεσσαλονίκης, οι διαστάσεις του είναι κατά πολύ μεγαλύτερες, 8,4 x 6,3mm και το χρώμα του κιτρινοκάστανο ως ελαιόχρουν, με σκοτεινότερες κηλίδες. Αργότερα, μετά την ωοτοκία, γίνεται σκοτεινοκάστανο. Το μέγεθος του σώματος φαίνεται να επηρεάζεται από το είδος και την κατάσταση του φυτού-ξενιστή. Την περίοδο ωοτοκίας το θηλυκό εκκρίνει άφθονα λευκά σαν βαμβάκι κηρώδη νήματα, που δημιουργούν στο πίσω και κοιλιακό μέρος του σώματός του ογκώδη ωοσάκκο, που περιέχει 1.500-2.000 ή περισσότερα, κατ’ άλλους σκοτεινοκάστανα ή υπέρυθρα και κατ’ άλλους ανοιχτοπορτοκάλινα αυγά. Ο ωόσακκος αυτός παρεμβάλλεται μεταξύ του σώματος του θηλυκού και του υποστρώματος, κατά τρόπο ώστε το οπίσθιο μέρος του σώματος να ανασηκώνεται και να μπορεί να πάρει γωνία ως και 90 με το υπόστρωμα. Σε πληθυσμό της περιοχής Θεσσαλονίκης το μέσο μέγεθος του ωοσάκκου ήταν 10,4 x 7,4 mm. Το αρσενικό είναι πτερωτό, ανοιχτοκάστανο, μήκους 1,7 mm.