Pulvinaria vitis L. αμπέλου

Από GAIApedia
Αναθεώρηση της 08:22, 30 Ιουνίου 2016 υπό τον K kaponi (Συζήτηση | συνεισφορές)

(διαφορά) ←Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεώτερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ενήλικο. Το θηλυκό [1] είναι σε κάτοψη ωοειδές, σχεδόν απιόσχημο, με πλατύτερο το οπίσθιο μέρος και με λίγες εγκάρσιες πτυχές. Κατά τους Balachowsky and Mesnil (1935), οι διαστάσεις του σε ηλικία ωοτοκίας είναι 4-5 x 3-4mm και το χρώμα του σκοτεινοκάστανο, σχεδόν μαύρο. Κατά τους Κάττουλα και Ευαγγελόπουλο (1967α), που μελέτησαν το έντομο στην περιοχή Θεσσαλονίκης, οι διαστάσεις του είναι κατά πολύ μεγαλύτερες, 8,4 x 6,3mm και το χρώμα του κιτρινοκάστανο ως ελαιόχρουν, με σκοτεινότερες κηλίδες. Αργότερα, μετά την ωοτοκία, γίνεται σκοτεινοκάστανο. Το μέγεθος του σώματος φαίνεται να επηρεάζεται από το είδος και την κατάσταση του φυτού-ξενιστή. Την περίοδο ωοτοκίας το θηλυκό εκκρίνει άφθονα λευκά σαν βαμβάκι κηρώδη νήματα, που δημιουργούν στο πίσω και κοιλιακό μέρος του σώματός του ογκώδη ωοσάκκο, που περιέχει 1.500-2.000 ή περισσότερα, κατ’ άλλους σκοτεινοκάστανα ή υπέρυθρα και κατ’ άλλους ανοιχτοπορτοκάλινα αυγά. Ο ωόσακκος αυτός παρεμβάλλεται μεταξύ του σώματος του θηλυκού και του υποστρώματος, κατά τρόπο ώστε το οπίσθιο μέρος του σώματος να ανασηκώνεται και να μπορεί να πάρει γωνία ως και 90 με το υπόστρωμα. Σε πληθυσμό της περιοχής Θεσσαλονίκης το μέσο μέγεθος του ωοσάκκου ήταν 10,4 x 7,4 mm. Το αρσενικό είναι πτερωτό, ανοιχτοκάστανο, μήκους 1,7 mm.

Προνύμφη. Η πρώτου σταδίου είναι πορτοκαλόχρωμη, η δευτέρου σταδίου ωχροκίτρινη ως ανοιχτοκάστανη και η τρίτου σταδίου ωχροκίτρινη ως ελαιόχρους.

Ξενιστές. Άμπελος, φουντούκια, τριανταφυλλιά, ροδακινιά, κράταιγος, κλήθρα, ιτιά, λεύκα και άλλα δέντρα. Είναι πολυφάγο, αλλά στην Ελλάδα προσβάλλει από τα καλλιεργούμενα φυτά κυρίως την άμπελο.

Βιολογία-ζημιές. Έχει μια γενεά το έτος. Κατά τους Balachowsky and Mesnil (1935) διαχειμάζει ως προνύμφη 2ου σταδίου στον φλοιό των κληματίδων, βραχιόνων και κορμού και γενικότερα των κλαδίσκων και κλάδων των φυτών-ξενιστών. Οι Κάττουλας και Ευαγγελόπουλος αναφέρουν ότι στην περιοχή Θεσσαλονίκης το κοκκοειδές αυτό διαχειμάζει ως ενήλικο, ενώ κατά τον Paloukis διαχειμάζει κυρίως ως αναπτυγμένη προνύμφη (3ου σταδίου). Η διαχειμάσασα προνύμφη 3ου σταδίου ενεργοποιείται και εξελίσσεται σε ενήλικο τα τέλη Απριλίου με αρχές Μαΐου. Τα ενήλικα θηλυκά παρατηρούνται κυρίως Μάϊο-Ιούνιο και ωοτοκούν. Προνύμφες 1ου σταδίου παρατηρούνται Ιούνιο-Ιούλιο, 2ου σταδίου Αύγουστο-Σεπτέμβριο και 3ου σταδίου από μέσα Σεπτεμβρίου ως τέλη Οκτωβρίου και στη συνέχεια διαχειμάζουν. Οι προνύμφες 1ου σταδίου μετακινούνται και εγκαθίστανται κυρίως στα φύλλα, οι πλείστες στην κάτω επιφάνεια, κατά μήκος του κεντρικού νεύρου και λιγότερες κατά μήκος δευτερευόντων νεύρων. Ανήλικα και ενήλικα, εκτός από μύζηση χυμού, παράγουν άφθονα μελιτώδη απεκκρίματα που ευνοούν τους μύκητες της καπνιάς και ρυπαίνουν τους βότρεις και ολόκληρο το φυτό. Τόσο στην άμπελο, όσο και στα καρποφόρα δέντρα, οι ζημιές που προκαλεί είναι σποραδικές και συνήθως περιορισμένες.

Καταπολέμηση. Στην περιοχή Θεσσαλονίκης σε Ροζακί, ήταν αποτελεσματικός ένας ψεκασμός την 3η Ιουλίου, εναντίον νεαρών προνυμφών, με azinphos-methyl, methidathion, phosalone, phosmet, ή θερινό ορυκτέλαιο (Paloukis 1983). Ικανοποιητικό αποτέλεσμα είχαν και οι Κάττουλας και Ευαγγελόπουλος ψεκάζοντας με phosalone τα τέλη Ιουνίου, περίοδο εκκόλαψης του πλείστου των προνυμφών. Σε περίπτωση χειμερινού ψεκασμού συνιστάται χειμερινό ορυκτέλαιο 2-3 % μόνο του, ή με προσθήκη parathion 0,05 % (Della Beffa 1962).




Βιβλιογραφία

  1. "Έντομα καρποφόρων δέντρων και αμπέλου", Μ.Ε. Τζανακάκης- Β.Ι. Κατσόγιαννός, 1998.