Αποθήκευση θρεπτικών ουσιών

Από GAIApedia
Αναθεώρηση της 10:10, 26 Σεπτεμβρίου 2016 υπό τον K kaponi (Συζήτηση | συνεισφορές)

(διαφορά) ←Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεώτερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Τα φύλλα χρησιμεύουν ως προσωρινά και μακροπρόθεσμα αποθηκευτικά όργανα. Κάτω από κανονικές συνθήκες φωτός, θερμοκρασίας και υγρασίας, ο φωτοσυνθετικός ρυθμός είναι ταχύτερος από το ρυθμό εξαγωγής φωτοσυνθετικών υλικών. Καθώς τα σάκχαρα συσσωρεύονται στα φύλλα, συντίθεται το άμυλο που αποθηκεύεται στους χλωροπλάστες κατά τη διάρκεια της ημέρας. Μετά τη δύση του ηλίου, το άμυλο υδρολύεται σε γλυκόζη, η οποία μετατρέπεται σε διακινήσιμα συστατικά, όπως είναι η σακχαρόζη και η σορβιτόλη, τα οποία εξάγονται σ' άλλα μέρη του δένδρου. Μέχρι το πρωί, λίγο ή και καθόλου άμυλο παραμένει στα φύλλα.

Το ειδικό βάρος εκτεθειμένων στο φως φύλλων καρυδιάς, αυξάνει με την ηλικία και την ένταση του φωτός, ενώ της μηλιάς και της δαμασκηνιάς με το πέρασμα της εποχής. Η αύξηση του ξηρού βάρους αποδίδεται στην πάχυνση των κυτταρικών τοιχωμάτων, στην αφομοίωση περισσότερων αζωτούχων συστατικών, όπως είναι η χλωροφύλλη και τα ένζυμα, στην αύξηση κατά πάχος της επιδερμίδας και στη μικρή συσσώρευση ανόργανων συστατικών. Με την ταυτόχρονη αύξηση της ηλικίας του φύλλου και της περιεκτικότητας της χλωροφύλλης, η ικανότητα αποθηκεύσης αμύλου στους χλωροπλάστες των φύλλων της δαμασκηνιάς αυξάνει από 2% στα τέλη Ιουλίου σε 10% κατά το Σεπτέμβριο. Με την αύξηση του ξηρού βάρους και της αποθηκευτικής ικανότητας για άμυλο, η περιεκτικότητα σε υγρασία των φύλλων της δαμασκηνιάς μειώνεται αναλογικά. Το ειδικό βάρος των φύλλων των εκτεθειμένων στον ήλιο, είναι σταθερά μεγαλύτερο απ' αυτό των σκιαζόμενων φύλλων, πράγμα που αποδεικνύει ότι τα φύλλα είναι ικανά να ενοποιούν τις επιδράσεις των περιβαλλοντικών συνθηκών που επηρεάζουν τη διαπνοή και φωτοσύνθεση. Έτσι, η σύγκριση των τιμών του ειδικού βάρους των φύλλων, τα οποία συλλέχθηκαν από διάφορα μέρη του δένδρου, δείχνουν κατ' εκτίμηση το πόσο πυκνοφυτευμένα είναι τα δένδρα σ' έναν οπωρώνα καθώς και την πυκνότητα των φύλλων της κόμης.

Μόλις τα φύλλα αρχίζουν να γηράσκουν και επακολουθεί η αποικοδόμηση της χλωροφύλλης, παράγονται προϊόντα από τον καταβολισμό αζωτούχων συστατικών, υδατανθράκων και ανόργανων στοιχείων, τα οποία μεταφέρονται στο βλαστό. Η διαδικασία αυτή είναι γνωστή ως φαινόμενο της οπισθοροής. Ο Oland (1963) βρήκε, ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, των 3-4 εβδομάδων της επαναδιακίνησης πριν από την αποκοπή των φύλλων, το ειδικό βάρος των φύλλων και η περιεκτικότητα του αζώτου των φύλλων της μηλιάς μειώθηκε 16 και 65% αντίστοιχα. Η περιεκτικότητα του καλίου των κίτρινων φύλλων μειώθηκε 21%. Οι περισσότερες από τις ουσίες που διακινήθηκαν δια των βλαστών κατά την περίοδο της γήρανσης των φύλλων επαναχρησιμοποιήθηκαν για την έκπτυξη νέας βλάστησης την επόμενη άνοιξη.

Τα πιο πάνω αποδεικνύουν τη σημασία του συνετού κλαδέματος μόρφωσης και καρποφορίας των δένδρων στην εξασφάλιση της μεγαλύτερης δυνατής αποδοτικότητας του φυλλώματος της κόμης σχετικά με τη δέσμευση ηλιακής ακτινοβολίας. Εν όψει της μεταφοράς θρεπτικών συστατικών από τα γηρασμένα φύλλα στους κοντινούς βλαστούς και λογχοειδή, το χειμερινό κλάδεμα πρέπει να καθυστερεί μέχρι της φυλλοπτώσεως, για να αποτελέσουν τα διακινήσιμα θρεπτικά στοιχεία μέρος των εφεδρικών αποθηκευμένων τροφών. Επιπροσθέτως, το κλάδεμα πριν από τη φυλλόπτωση μπορεί να καθυστερήσει τη σκληραγώγηση των βλαστών και οφθαλμών, καθιστώντας αυτούς ευαίσθητους στους πρώϊμους φθινοπωρινούς παγετούς.[1]


Βιβλιογραφία

  1. Γενική Δενδροκομία, του Καθηγητή Δενδροκομίας Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνου Α. Ποντίκη, 1997.