Αραίωμα καρπών

Από GAIApedia
Αναθεώρηση της 13:29, 1 Δεκεμβρίου 2020 υπό τον X skiadas (Συζήτηση | συνεισφορές)

(διαφορά) ←Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεώτερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Εισαγωγή στο αραίωμα καρπών

Ο αριθμός των καρπών μπορεί να μειωθεί, έτσι οι καρποί μπορεί να αραιωθούν. Η διαδικασία του αραιώματος θεωρείται από μερικούς ότι συνίσταται σε ρύθμιση της σχέσης Φύλλα:καρπό σ' ένα επιθυμητό επίπεδο. Σε μερικά είδη καρποφόρων δένδρων αυτό γίνεται δι' απομακρύνσεως των υπεράριθμων καρπών δια ψεκασμού με χημικές ουσίες. Ο όρος, που χρησιμοποιείται για τη διαδικασία αυτή, είναι γνωστός ως χημικό αραίωμα των καρπών.

Σ' άλλα καρποφόρα είδη η απομάκρυνση των καρπών είναι πιο δύσκολη και πρέπει να γίνει μηχανικά ή με το χέρι. Το χημικό αραίωμα μπορεί να ολοκληρωθεί κατά την περίοδο της άνθησης ή στις αρχές της μετά την πλήρη ανθοφορία περιόδου.

Στα πυρηνόκαρπα, χωρίς το κατάλληλο αραίωμα, η επίτευξη μεγάλου μεγέθους καρπών, είναι σχεδόν αδύνατη, κυρίως στις πρώϊμες ποικιλίες. Στη μηλιά, πέραν της μέτριας αύξησης του μεγέθους των καρπών, ο κύριος σκοπός του αραιώματος συνιστάται στη μερική απομάκρυνση των κέντρων παραγωγής GA, που είναι οι σπόροι, οι οποίοι εμποδίζουν το σχηματισμό ανθοφόρων οφθαλμών. Επομένως, στη μηλιά ο σκοπός του αραιώματος για να διατηρήσουμε επετειοφορία, είναι πιο σημαντικός από την επακόλουθη αύξηση του μεγέθους των καρπών.

Aν και οι καρποί ενός μη αραιωμένου δένδρου είναι φαγώσιμοι, δεν συγκρίνονται σε ποιότητα με τους μεγάλους καρπούς ενός καλοαραιωμένου δένδρου. Η σχέση του φαγώσιμου μέρους ενός ροδάκινου ή μήλου προς το ενδοκάρπιο είναι σχετικά μεγαλύτερη στους μεγαλύτερους καρπούς. Επιπροσθέτως, οι καρποί μερικών ειδών, όπως π.χ. της ποικιλίας Bartlett της αχλαδιάς δεν γίνονται νόστιμοι μέχρις ότου αποκτήσουν κάποιο ελάχιστο μέγεθος. Για να εξασφαλίσουμε στους καταναλωτές καρπούς καλής ποιότητας, θεσπίστηκαν κώδικες ορθής γεωργικής πρακτικής για μερικές καλλιέργειες οπωροφόρων δένδρων, που καθορίζουν το ελάχιστο του μεγέθους των καρπών. Η ελάχιστη διάμετρος για την ποικιλία Bartlett της αχλαδιάς και των κονσερβοποιήσιμων συμπύρηνων ροδάκινων, σύμφωνα με τον κώδικα της Καλιφόρνιας των ΗΠΑ είναι 60.3 mm. Για να επιτύχουμε τα μεγέθη αυτά, οι παραγωγοί πρέπει να ρυθμίσουν το φορτίο των δένδρων με χειμερινό κλάδευμα και αργότερα να αραιώσουν τα άνθη ή τους νεαρούς ανώριμους καρπούς.

Τα καρποφόρα δένδρα, που συνήθως αραιώνονται είναι η μηλιά, βερικοκκιά, ροδακινιά, αχλαδιά, δαμασκηνιά και ο λωτός. Αν και το αραίωμα αυξάνει το μέγεθος στα περισσότερα καρποφόρα δένδρα, μερικά δεν αραιώνονται. Επί του παρόντος, τα ακρόδρυα δεν αραιώνονται, γιατί το μέγεθος της ψίχας δεν αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην εμπορία των αμυγδάλων, καρυδιών, φιστικιών και πεκάν.

Αν και τα μικρά δαμάσκηνα, που προορίζονται για αποξήρανση απορρίπτονται από το εμπόριο, οι δαμασκηνιές σπάνια αραιώνονται, γιατί επαρκής αριθμός καρπών λαμβάνει το ελάχιστο αποδεκτό μέγεθος τις περισσότερες χρονιές. Το κόστος χειρισμού και αποξήρανσης των μικρών μη εμπορεύσιμων καρπών μπορεί να μειωθεί δια περιορισμού των κάτω του κανονικού μεγέθους καρπών στον οπωρώνα, δια προσαρμογής ενός ειδικού πλέγματος στο μηχανικό συλλέκτη ή δια διελεύσεως των δαμασκήνων μετά τη συγκομιδή δια μέσου του ειδικού πλέγματος.

Το ακτινίδιο αραιώνεται, αλλά η μείωση του φορτίου έχει μικρή επίδραση επί του μεγέθους των καρπών κατά τη συγκομιδή, γιατί το μέγεθος του καρπού εξαρτάται από τον αριθμό των σπόρων και από την έκθεση των φύλλων στον ήλιο. Μολαταύτα, η αποκοπή των παραμορφωμένων, μικρών και τραυματισμένων καρπών νωρίς το καλοκαίρι μπορεί να έχει κάποιο θετικό αποτέλεσμα επί των κλιματίδων, γιατί τα φωτοσυνθετικά υλικά διοχετεύονται στην τρέχουσα βλάστηση και θα χρησιμεύσουν ως αποθεματική τροφή την επόμενη βλαστική περίοδο. Ο περιορισμός μερικών καρπών επιταχύνει την ωρίμαση και τις εργασίες συσκευασίας.

Δυο βασικοί μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για το αραίωμα 1) το χειμερινό κλάδευμα που συνίσταται στην αποκοπή κατά τη διάρκεια του χειμώνα βλαστών, οι οποίοι αναπτύχθηκαν κατά την προηγούμενη περίοδο και 2) το αραίωμα των ανθέων ή ανώριμων καρπών, νωρίς την άνοιξη.[1]

Χρησιμοποιούμενες χημικές ουσίες

Αρκετές χημικές ουσίες, των οποίων η χρήση επιτρέπεται από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες, να χρησιμοποιούνται, με επιτυχία, για το αραίωμα των ανθέων ή μικρών καρπών, αλλά έχουν και άλλες επιδράσεις θετικές ή αρνητικές.

Η δινιτροορθοκρεζόλη (DNOC, Elgetol) είναι μια καυστική ουσία, που νεκρώνει τα ανθικά μέρη, συνεπώς, αναμφίβολα διεγείρει την έκλυση αιθυλενίου. Η ουσία αυτή είναι επίσης γυρεοκτόνος σε υψηλές συγκεντρώσεις και παρεμποδιστής της αύξησης του γυρεοσωλήνα σε χαμηλές συγκεντρώσεις. Η δινιτροορθοκρεζόλη ψεκάζεται, όταν τα δένδρα πλησιάζουν σε πλήρη ανθοφορία. Η ουσία αυτή νεκρώνει τα μέρη του άνθους, με τα οποία έρχεται σε επαφή, αλλά για να είναι αποτελεσματική πρέπει οι ψεκαστικές σταγόνες να πέσουν πάνω στην ωοθήκη.

Το ναφθαλινοξικό οξύ (ΝΑΑ), η ναφθαλινακεταμίδη (NAAm), το τριχλωροφενοξυπροπιονικό οξύ, το 3-CPA και το carbaryl (Sevin) είναι συνθετικές αυξίνες. Το carbaryl χρησιμοποιείται κυρίως ως εντομοκτόνο, και δευτερευόντως ως καρποαραιωτικό.

Ο δεύτερος τρόπος δράσης των αυξινικών ουσιών συνίσταται στην έκλυση αιθυλενίου. Αν η έκλυση αιθυλενίου από ΝΑΑ ή ΝΑΑm εμποδίζεται με επέμβαση με aminoethoxyvinylglycine (AVG), που είναι παρεμποδιστής της παραγωγής αιθυλενίου, η αραιωτική επίδραση είναι αρνητική.

Το αιθυλένιο μειώνει τη διαπερατότητα της μεμβράνης και ως εκ τούτου επιτρέπει στα υποστρώματα να αντιδρούν με τα ένζυμα, τα οποία κανονικά διατηρούνται χωριστά ή εγκλεισμένα στο κυτταρόπλασμα. Επομένως, το αιθυλένιο που προέρχεται από το ethephon (παράγει αιθυλένιο), προκαλεί έκκριση κόμμεος στους βλαστούς.[1]


Σχετικές σελίδες


Βιβλιογραφία

  1. 1,0 1,1 Γενική Δενδροκομία, του Καθηγητή Δενδροκομίας Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνου Α. Ποντίκη, 1997