Βαρροϊκή ακαρίαση

Από GAIApedia
Αναθεώρηση της 07:38, 14 Μαρτίου 2013 υπό τον K kaponi (Συζήτηση)

(διαφορά) ←Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεώτερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Βαρρόα σε μέλισσα

Πρόκειται για το µεγαλύτερο πρόβλημα της ελληνικής µελισσοκοµίας και ένα από τα µεγαλύτερα της µελισσοκοµίας παγκοσµίως. Στη χώρα µας οφείλεται στο άκαρι Varroa destructor L., αν και παλαιότερα θεωρείτο ότι οφειλόταν στο V. jacobsoni Oudemans. Το άκαρι αυτό παρατηρήθηκε για πρώτη φορά στην ινδική µέλισσα Apis cerana το 1904 και µεταπήδησε στην Apis mellifera περίπου στα µέσα του προηγούµενου αιώνα. Στη χώρα µας πρωτοεµφανίστηκε το 1978 στην περιοχή του Έβρου και γρήγορα διαδόθηκε σε ολόκληρη τη χώρα. Η γρήγορη µετάδοσή του οφείλεται στη νοµαδική µελισσοκοµία, αλλά και στη διάδοση της µακεδονικής φυλής στον ελλαδικό χώρο, φυλή που είναι ευαίσθητη σε προσβολές από το εν λόγω άκαρι. Προσβάλλει όλα τα στάδια των µελισσών πλην του αυγού (προνύµφη, νύµφη) και όλες τις µορφές τους (εργάτρια, βασίλισσα, κηφήνας). Με τα στοµατικά του µόρια, µυζά την αιµολέµφο της µέλισσας.

Τα θηλυκά ακάρεα έχουν µήκος 1,1 mm και πλάτος 1,7 mm, χρώµα καστανό προς κόκκινο, σχήµα ελλειψοειδές και πεπλατυσµένο. Φέρουν σκληρές τρίχες, ενώ τα 4 ζεύγη ποδιών τους καταλήγουν σε βεντούζες. Το αρσενικό είναι µικρότερο και ζει πολύ λίγο, όσο χρειάζεται για να γονιµοποιήσει τα θηλυκά.

Το βαρρόα πολλαπλασιάζεται αποκλειστικά στον σφραγισµένο γόνο. Το θηλυκό άκαρι εγκαταλείπει την ενήλικη µέλισσα και εισέρχεται στο κελί που περιέχει προνύµφη εργάτριας ή κηφήνα λίγο πριν αυτό σφραγιστεί. Εκεί γεννά 5-6 αυγά στον εργατικό γόνο από τα οποία τα πρώτα δύο προλαβαίνουν να αναπτυχθούν πλήρως. Στον κηφηνογόνο γεννά 6-7 αυγά, από τα οποία 3-4 αναπτύσσονται. Αιτία είναι το µεγαλύτερο χρονικό διάστηµα που διαρκεί το στάδιο της πλαγγόνας του κηφηνογόνου (12 στην εργάτρια και 14,5 στο κηφήνα). Από τους απογόνους, ένας είναι αρσενικός, ο οποίος γονιµοποιεί τα θηλυκά και εν συνεχεία πεθαίνει. Τα γονιµοποιηµένα θηλυκά εξέρχονται από το κελί µαζί µε τη µέλισσα, την οποία παρασιτούν έως ότου µπουν σε κάποιο κελί γόνου για να γεννήσουν. Σε ένα κελί είναι πιθανό να εισέλθουν περισσότερα του ενός θηλυκά βαρρόα.

Το άκαρι προσβάλλει τις µέλισσες όλες τις εποχές του χρόνου. Η προσβολή του εχθρού φαίνεται µεγαλύτερη όταν δεν υπάρχει γόνος, επειδή όλα τα ακµαία ακάρεα βρίσκονται πάνω στις µέλισσες. Επειδή ακριβώς το άκαρι πολλαπλασιάζεται αποκλειστικά στο γόνο, η έκταση αυτού επηρεάζει τον πληθυσµό των ακάρεων και συνάµα κάθε χειρισµός που επηρεάζει το γόνο. Ακόµα, το αναπαραγωγικό δυναµικό είναι µεγαλύτερο στον κηφηνογόνο από ότι στον εργατικό γόνο (2,7 θηλυκά ανά κελί ολοκληρώνουν την ανάπτυξή τους στον κηφηνογόνο έναντι 1,8 στον εργατικό), οπότε όσο µεγαλύτερη είναι η έκταση του κηφηνογόνου, τόσο περισσότερο ευνοείται η ανάπτυξη του ακάρεος.

Εντός της κυψέλης, το άκαρι εύκολα µεταπηδά από µέλισσα σε µέλισσα. Σε άλλα µελίσσια το άκαρι µεταδίδεται µε τη λεηλασία και την παραπλάνηση. Αναφορικά µε τη λεηλασία, αυτή είναι εντονότερη σε µελίσσια αδύναµα, οπότε αυξάνεται η πιθανότητα µετάδοσης του ακάρεος. Κάποιοι µελισσοκοµικοί χειρισµοί µπορεί να µεταδώσουν το άκαρι, όπως η συνένωση µελισσιών, η µεταφορά γόνου από µελίσσι σε µελίσσι κ.α. Τέλος, η νοµαδική µελισσοκοµία και η συνάθροιση πολλών µελισσιών σε περιορισµένο χώρο (π.χ. µελιτοφορία του πεύκου) συµβάλλουν σηµαντικά στη διάδοση του βαρρόα.

Το άκαρι είναι ορατό µε γυµνό µάτι πάνω στις ακµαίες µέλισσες. Επίσης, στο µελίσσι βλέπουµε πολλές µέλισσες παραµορφωµένες, µικρές σε µέγεθος και µε κατεστραµµένα ή και καθόλου φτερά. Μπορούµε, τέλος, να ανοίξουµε µερικά σφραγισµένα κελιά και να δούµε τα ακάρεα µέσα.

Η αντιµετώπιση του ακάρεος είναι πολύ δύσκολη επειδή αυτό πολλαπλασιάζεται στο σφραγισµένο γόνο. Αυτό σηµαίνει ότι όταν υπάρχει γόνος στο µελίσσι µας, κάποια θηλυκά βρίσκονται προστατευµένα, καθιστώντας αναποτελεσµατική κάθε θεραπεία µε χηµικά. Επίσης, τα χηµικά που χρησιµοποιούνται έχουν κάποια επίδραση και στις µέλισσες. Έτσι, παρότι µπορεί να µην τις θανατώνουν, επηρεάζουν διάφορες φυσιολογικές λειτουργίες τους. Η χρήση των χηµικών έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη ανθεκτικότητας σε κάποιες περιπτώσεις, δυσχεραίνοντας την κατάσταση. Τέλος, να αναφέρουµε ότι πάντα είναι ορατός ο κίνδυνος ρύπανσης των µελισσοκοµικών προϊόντων από τα φάρµακα που χρησιµοποιούνται µέσα στην κυψέλη. Τελευταία, γίνονται πειραµατισµοί σχετικά µε την αποτελεσµατικότητα φυσικών ουσιών, όπως το γαλακτικό οξύ. Αν και για αυτές τις ουσίες δεν υπάρχουν όρια υπολειµµάτων, αξίζει να αναφέρουµε ότι το µέλι περιέχει φυσικά κάποιες ποσότητες µυρµηκικού και οξαλικού οξέος. Για την αντιµετώπιση του βαρρόα έχουν αναπτυχθεί διάφορες βιοτεχνικές µέθοδοι, οι οποίες αφορούν στην αφαίρεση και καταστροφή του κηφηνογόνου την άνοιξη, περιορισµό της ωοτοκίας της βασίλισσας, χρήση υψηλών θερµοκρασιών κ.α. Σε κάθε περίπτωση, είναι πάρα πολύ σηµαντικό ο µελισσοκόµος να διατηρεί δυνατά µελίσσια, καθώς έχει παρατηρηθεί ότι αυτά µπορούν να αντιµετωπίσουν, µέχρις ενός βαθµού, το πρόβληµα. Τελευταίες έρευνες έδειξαν ότι η διάρκεια πτήσης των εργατριών που είναι προσβεβληµένες από βαρρόα είναι µεγαλύτερη και κάποιες µέλισσες δεν επιστρέφουν στην κυψέλη, µειώνοντας έτσι την προσβολή. Από την ίδια έρευνα δείχθηκε ότι οι µέλισσες απαλλάσσονται από µερικά βαρρόα κατά την πτήση.